Κωστής Παλαμάς
Πανηγυρικός εις την εκατονταετηρίδα της Εθνικής Παλιγγενεσίας (25 Μαρτίου 1930)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. . Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Πρὸς τὴν μεγίστην ἡμέραν, τῆς ὁποίας τὴν ἐκατονταετηρίδα πανηγυρίζομεν σήμερον, συμπίπτει ἡ τετάρτη ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της ἐπέτειος τῆς Ἀκαδημίας. Ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν, διὰ νὰ ὁμιλήσω, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται, μὲ τὴν ὑπόβλητικὴν γλῶσσαν τῶν εἰκόνων, δὲν θὰ εἶναι ὡς ἡ κατερχομένη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς Νίκη τοῦ Παιωνίου μὲ ἀνοιγμένας τὰς πτέρυγας, κολπούμενον ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τὸ φόρεμα, καὶ μόνον ποὺ δὲν ἀλαλάζει. Ἡ Ἀκαδημία, καὶ ἂς ἔχη ἔμβλημά της τὴν Ἀθηνᾶν, δὲν θὰ εἶναι οὔτε ἡ Πρόμαχος μὲ τὸ δόρυ καὶ μὲ τὸ κράνος ἀπαστράπτοντ' ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς Ἀκροπόλεως ποὺ ἐξάφνισαν, καθὼς θέλει ὁ θρῦλος, τὸν Ἀλάριχον. Τὸ Μουσεῖον τῆς Ἀκροπόλεως περιέχει τὸ ἀνάγλυφον τῆς σκεπτομένης, καθὼς λέγεται, Ἀθηνᾶς. Προσκλίνουσα ἡ θεὰ στηρίζεται εἰς τὸ δόρυ της, ποὺ ἐνθυμίζει περισσότερον ποιμενικὴν βακτηρίαν. Ἡ στάσις της παρ' ὅλην τὴν διάχυτον ἐκεῖ γαλήνην εἶναι στάσις περισκέψεως, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι ξένη κάποια μελαγχολικὴ ἀπόχρωσις. Ὁ βίος μιᾶς Ἀκαδημίας, μάλιστα νεοφανοῦς, δὲν εἶναι παράδοξον ἂν θὰ
προσδίδῃ κάποιαν ἐντύπωσιν ἀνάλογον πρὸς τὴν εἰκόνα περισυλλεγομένης εἰς ἑαυτὴν Ἀθηνᾶς. Ὁ ἀρεσκόμενος εἰς τὰ σφοδρὰ κινήματα, τὰ λαμπροφανῆ χρώματα, τὰ συγκεχυμένα σχήματα καὶ τὰ βιαστικά, δὲν εἶναι ἀπίθανον ἂν ἴσως παραμένῃ ἀπαθὴς εἰς τὴν φύσιν τῆς ἐρεύνης καὶ τῆς μελέτης, εἰς τὴν σπεύδουσαν βραδέως ἐργασίαν τῶν ἐπιστημονικῶν ἱδρυμάτων, τῶν ὁποίων τὰ κύρια γνωρίσματα εἶναι οὕτως εἰπεῖν ἀθόρυβα, σχεδὸν σιωπηλά, ἤρεμα, ἀγέλαστ', ἀλαμπῆ. Καὶ ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν ὑπακούει εἰς τὴν φωνὴν τῆς φύσεως. Ἐτάχθη νὰ περισυλλέγῃ, νὰ συγκεντρώνῃ, νὰ ἐξακριβώνῃ, καὶ νὰ προάγῃ τὴν ἐπιστημονικὴν κίνησιν, κυριώτατα, τοῦ τόπου, νὰ τῆς δίδῃ στέγην, ἄσυλον, φωνήν, νὰ ἀνυψώνῃ τὸ ἐθνικὸν ἐπίπεδον, νὰ ἐξυπηρετῇ τὸ Κράτος εἰς ἰδιαζούσας διεθνεῖς ἀνάγκας του καὶ σχέσεις, νὰ γνωρίζῃ, νὰ κατανοῇ, νὰ σέβεται καὶ νὰ ἐπιθαρρύνῃ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ πνεύματος εἰς ὅλας τὰς διακλαδώσεις τῆς θεωρητικῆς καὶ τῆς πρακτικῆς ἐνεργείας. Εἰς τὴν Ἀκαδημίαν, ἡ ὁποία προβαίνει εἰς τὸν δρόμον της αἰσίως, εὔχομαι νὰ ἀποβῇ ἡ τετάρτη αὕτη ἐπέτειος καὶ σταθμὸς πρὸς περαιτέρω πορείαν, πάντοτ' ἐπὶ τὰ πρόσω• ἀκόμη καὶ «μὲ καιρὸν καὶ μὲ κόπον», καθὼς ἔλεγε περὶ ἄλλων προβλημάτων ὁ ποιητής. Ἀλλ' εἶπα «ὁ ποιητής» καὶ τὸν ἀκούω νὰ λέγῃ, ὡσὰν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος, ὅτι σήμερον πρέπει νὰ παραμερίσουν ὅλα πρὸ τῆς ἐθνικῆς Ἰδέας, τὴν ὁποίαν σήμερον πανηγυρίζομεν. Ὡραία, καθὼς ἡ Ἑλένη εἰς τὴν τέχνην τοῦ Ὀλυμπίου Γκαῖτε, ὅταν ἐξαναβγῆκε στὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῶν μυστικῶν Μητέρων, εἶναι καὶ αὐτή.
ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά.
Κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα σοφὸς ἔνδοξος τῆς Δύσεως ἐχαρακτήριζε τὸν Ἱερὸν Ἀγῶνα. Ἔλεγεν: «Εἶναι ὁ δικαιότατος μεταξὺ τῶν διεκδικητῶν, χάρις εἰς τοὺς ὁποίους ὁ αἰὼν οὗτος εἶναι αἰὼν τῶν ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεων». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν εἶχεν ἀποθάνει. Δὲν εἶναι θάνατος ἡ νεκροφάνεια. Ἀλλὰ ἐξ ἄλλου καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς νεκραναστάσεως δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἀκριβής. Προστίθεται εἰς τὸ μυστηριακὸν θάμβος τὸ κυριεῦον τὸν μελετητὴν τῆς ἀρχαίας ἐντελείας. Ἡ Ἑλληνικὴ Παλιγγενεσία, καὶ μὲ ὅλας τὰς περιπετείας της, ἀπορρέει ἀπὸ τὴν αὐτὴν πηγὴν τοῦ «ἑλληνικοῦ θαύματος». Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ σοφοῦ μὲ τὴν ἀποφθεγματικὴν ταχυλογίαν του λέγει περισσότερα ἢ ὅσα θὰ ἐξέφραζε διεξοδικὸς πανηγυρικός. Καὶ τώρα μοῦ γεννᾶται ἡ σκέψις, πόσον καλύτερον θὰ προσηρμόζετο, μάλιστα ὑπὸ τὴν στέγην ταύτην, μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῆς σημερινῆς πανηγύρεως λόγος ἐρευνητής, μὲ κάποιον ἀποκλειστικὸν ἐντὸς καθωρισμένων ὁρίων οὐσιαστικὸν περιεχόμενον• τοῦτο θὰ ἐξειδίκευε τὸ μέγα γενικὸν θέμα καὶ ἴσως θὰ προσέδιδεν εἰς τοῦτο νέον τι ἐνδιαφέρον. Ἀλλὰ μὲ παρηγορεῖ καὶ ἡ σκέψις ὅτι προεξάρχουν ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐθνικῶν ἱστοριῶν ἀγήραστα θέματα λόγου, ἐπανερχόμενα ὡς τὰ καθοδηγητικὰ μοτίβα τῶν μουσικῶν δραμάτων. Ὅπως καὶ ἂν τὰ ἐκμεταλλευθῇ κανείς, δὲν ἀποβάλλουν τὸ γόητρον. Καὶ σήμερον διὰ τοῦ στόματος τῆς πανελληνίου ψυχῆς λαλοῦμεν. Καὶ ἡ Ἀκαδημία τὰς πύλας της ἀνοίγει διὰ τὴν ψυχὴν αὐτὴν καὶ μὲ αὐτὴν πανηγυρίζει σήμερον. Θὰ εὑρίσκουν εὐκαιρίαν οἱ ρήτορες καὶ οἱ πολλοὶ κλητοὶ καὶ οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοὶ νὰ ψάλουν εἰς ὥρας λειτουργικάς, καθὼς αὐτά, τὸ καθιερωμένον τροπάρι τὸ φέρον τὴν κατάνυξιν εἰς τοὺς πιστούς. «Αἱ ἰδέαι, εἶπεν ὁ ψυχολόγος, δὲν κρίνονται ἀπὸ τὰς ρίζας των, ἀλλ' ἀπὸ τὰς κορυφάς των». Καὶ τὴν κορυφὴν τῆς ἰδέας ποὺ πανηγυρίζομεν σήμερον τὴν βλέπομεν νὰ ἐγγίζῃ μὲ τὸ μέτωπόν της τὰ ἄστρα, καθὼς ἔβλεπεν ὁ ρωμαῖος λυρικὸς τὸ ἆσμα τοῦ Ἕλληνος, τοῦ ἀφθάστου προτύπου του.
Εἰς τὸν «Δὸν Ζουὰν» τοῦ Βύρωνος τὸ Τραγοῦδι τῶν Ἑλληνικῶν νησιῶν εἶναι τὸ ἐλεγειακὸν δοξαστικὸν τῆς δουλωμένης πατρίδος, καθὼς εἶναι ἡ κύκνειος κραυγή του μέσα εἰς τὸ Μεσολόγγι τὸ θριαμβευτικόν της δοξολόγημα. Εἰς τὸ τραγοῦδι τῶν «Ἑλληνικῶν νησιῶν» ὁ ποιητής του πονεῖ τοῦ δακρύζουν τὰ μάτια καθὼς βλέπει νὰ χορεύουν οἱ ὡραῖες παρθένες Ἑλληνίδες, ποὺ τὰς ἐμοίρανεν ἡ Μοῖρα νὰ γεννήσουν, λέγει, καὶ νὰ βυζάξουν δούλους. Ἐμπνευσμένος Ἕλλην μετὰ καιρὸν εἰς κάποιον ποίημά του τοῦ ἔτους 1860 καλεῖ τὰς Ἑλληνίδας νὰ τρέξουν εἰς τὸν τάφον τοῦ Βύρωνος, (ὁ ἀφελὴς λυριστὴς ἀηδονάκι τὸν ὀνομάζει μὲ τὸ ὑποκοριστικὸν τοῦτο, θωπευτικώτατον εἰς τὴν γλῶσσαν μας, τὸν ζοφερὸν Μαμφρέδον) . Καλεῖ τὰς Ἑλληνίδας νὰ τρέξουν εἰς τὸ μνῆμα του, νὰ γονατίσουν ἐκεῖ, νὰ τὸ φιλήσουν, καὶ νὰ τοῦ κράξουν:
Ἀηδονάκι,
Γεννήσαμε τὴν Κλείσοβα καὶ τὸν Καραϊσκάκη.
Ὁ μοναχικὸς αὐτὸς στίχος μὲ τὴν ὑποβλητικήν του παρατηρητικότητα προσιδιάζει περισσότερον ἀπὸ ὡδὰς πολυστίχους καὶ περισσολόγους περιόδους εἰς τὴν ἔξαρσιν τῆς ἐπαναστατικῆς ἐποποιΐας. Μᾶς ἐνθυμίζουν ὅτι ἐφθάσαμεν εἰς τὸ ἀκράτητον σημεῖον νὰ θεωρῶμεν ὡς τὸν κάλλιστον τρόπον τῆς ἀναπαραστάσεώς της ὄχι τὰς ὁσονδήποτ' ἐκφραστικὰς διακοσμητικὰς ἀναπτύξεις, ὅσον τὰς ἀστολίστους μαθηματικὰς ἀπαριθμήσεις, ὅσον τὰς ὡς ἀνατινασσομένας συμβολικὰς ὑπομνήσεις περὶ προσώπων καὶ πραγμάτων της. Καὶ διὰ τοῦτο πιστεύω πὼς τὴν εὐγλωττοτέραν προσφορὰν τιμῆς κ' εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς Πατέρας τὴν ἀποτελοῦν τὰ γραμματόσημα τῶν πρωταγωνιστῶν ποὺ θὰ κυκλοφορήσουν, μετ' οὐ πολύ, χάρις εἰς τὴν ὀργανωτικὴν Ἐπιτροπὴν ἐπὶ τῆς Ἑκατονταετηρίδος τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας. Ὁ πανηγυρικὸς τοῦ Ἀγῶνος θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ γίνεται ὡς νὰ εἶχεν ἀποσπασθῇ ἀπὸ σκαλισμένας ἐπιγραφὰς ὀνομάτων μαρμαρίνου μαυσωλείου. Ἀλλ' ὅσον εὐτυχισμένον εἰς τὴν περιεκτικότητά του καὶ ἂν εἶναι τὸ λακωνικὸν ἀνάκρασμα τοῦ 1860, φέρει τὴν σκέψιν καὶ πόσων ἄλλων ποὺ τὸ συντονίζουν καὶ τὸ συμπληρώνουν. Πόσαι μετ' αὺτοῦ ἀνακύπτουν φυσιογνωμίαι, περιληπτικαί, ἀντιπροσωπευτικαὶ τάξεων, ἀτόμων, παλληκαριῶν, πολιτικῶν, προεστώτων καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ξεπροβάλλουν ὁ ἀρματωλὸς καὶ ὁ γραμματικός. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ διδάσκαλος. Ἄνδρες τοῦ σπαθιοῦ καὶ ἄνθρωποι τοῦ λόγου. Ὀνόματα, ἐδῶ κ' ἐκεῖ, φημισμένα, παραδειγματικά. Οἱ ἀντρειωμένοι τῶν παραμυθιῶν περισσότερον παρὰ οἱ ξεχωρισμένοι τῶν ἱστορικῶν χρονικῶν. Ὀλίγα ὀνόματα ποὺ θὰ ὁμιλήσουν δι' ὅλα τ' ἄλλα. Μιαούλης. Σαχτούρης. Κανάρης. Καψάλης. Μπότσαρης. Παπαφλέσσας. Τζαβέλας. Γρίβας. Ὁ Νικηταρᾶς. Ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης. Καὶ ποῦ τελειώνει ἡ ποίησις καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ ἱστορία! Καὶ παρελαύνουν ἐμπρός, ὁ σταυρὸς τοῦ παππᾶ, τὸ δαυλὶ τοῦ μπουρλοτιέρη, ἡ φουστανέλλα, τὸ καρυοφύλλι. Ἄτακτοι. Θρυλικοί. Δύσκολα πειθαρχοῦντες, εὔκολα συγχεόμενοι εἰς τὴν προοπτικήν τοῦ πίνακος. Ἰσοπεδωτικοί. Προσωπολάτραι. Πρωτογενεῖς. Ἡρωϊκοί. Ὁμηρικοί. Περισσότερον πλήττουν τὴν φαντασίαν ἢ ὅσον σταματοῦν τὸν λογισμόν. Δύσκολα ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἂν ἔρχωνται νὰ κτυπήσουν τὸν ἀλλόφυλον, ἢ νὰ κτυπηθοῦν μεταξὺ των. Καὶ μέσα εἰς τὸν σάλαγον καὶ τὴν «πολέμια χλαλοὴ ἀπαστράπτοντα σημεῖα ἢ σκιεροὶ ἀποτεφρωμένοι ὄγκοι. Οἱ τόποι. Τοὺς περιέχουν ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη, χώματα εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ἱστορία διέτρεξεν ὅλην τὴν μουσικήν της κλίμακα τῶν περιπετειῶν καὶ τῶν θριάμβων. Τὰ νησιά. Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος, ὦ νησιὰ εὐλογημένα!» «ὅπου ἄνθισαν —λέγει ὁ ποιητής— οἱ τέχνες τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης!». Εἰς τὸ βάθος ὡς νὰ διαφυλάττουν τὸ πολὺ τῆς φλογός των διὰ τὸ μέλλον, ἡφαίστεια. Ἡ Κρήτη• ἡ Μακεδονία. Καὶ ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Θράκη. Καὶ χειρονομίαι καὶ κινήματα ποὺ ὁμοιάζουν ὑψηλὰ πτερυγίσματα. Ὁ Κολοκοτρώνης, προέχων ἱπποκένταυρος, βροντοφωνῶν τὸ σύνθημά του «Φωτιὰ καὶ Τσεκούρι» κατὰ κεφαλῆς τῶν φυγάδων καὶ τῶν προσκυνημένων. Ἕνας λόγος τοῦ Γεωργίου Γενναδίου εἰς τὸ Ναύπλιον, θαυματουργός. Ὁ Διάκος μὲ τὸ τραγοῦδι τοῦ Μαγιάπριλου εἰς τὸ μαρτύριόν του. Ἡ Ἔξοδος. Αἱ γυναῖκες μίαν ὥραν ἀρχήτερα, ἀληθινώτερα χειραφετημέναι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ ἡρωισμοῦ. Ὁ Κουντουριώτης προσφέρων εἰς τὸ Ἔθνος τὸ ἔχειν του. Ἕν ἀπερίγραπτον φίλημα ποὺ τὸ ἀνταλλάσσουν δύο ἕως τότε ἄσπονδοι πολέμιοι, Ζαΐμης καὶ Καραϊσκάκης. Οἱ τακτικοὶ τοῦ Φαβιέρου, τροφοδοτοῦντες μὲ μπαροῦτι τὴν Ἀκρόπολιν. Ὁ Τρικούπης μὲ τοὺς ἐπιταφίους του, ὁ Μακρυγιάννης μὲ τὸ ἀρχεῖον του. Ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τ' Ἀπομνημονεύματα τῆς Φυλῆς. Ὁ Φωτάκος, ὁ Περραιβός. Θεμέλια διὰ τὰ κτίσματα τῶν ἱστορικῶν καὶ τῶν Αἰσχύλων τοῦ μέλλοντος. Εἰς τὴν ρίζαν αἱματοστάλακτης πυραμίδος οἱ Φιλικοί, ἡ πρόσκλησις τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου, ἡ θυσία τοῦ Ρήγα, τὸ μαρτύριον τοῦ Πατριάρχου. Ἡ καθιέρωσις εἰς τὴν Ἁγίαν Λαύραν μὲ τὸν Γερμανόν. Εἰς τὴν κορυφὴν ὁ Καποδίστριας, μεγαλομάρτυς τῆς ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως. Ὁ Κοραὴς ἀναγεννᾷ τὴν Παιδείαν καὶ εἰς τὸν ἄλλον πόλον ὁ Σολωμὸς ἀναδημιουργεῖ τὴν ποίησιν.
Καὶ συμπληρώνοντ' ἑκατὸν ἔτη ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς Ἐλλάδος εἰς τὴν χορείαν τῶν ἀνεξαρτήτων Κρατῶν. Αὐθεντικὸς ἀνάδοχος τὸ πρωτόκολλον τοῦ Λονδίνου. Ἀκολουθοῦν οἱ πρωτεργάται καὶ οἱ συντελεσταὶ τῆς ἀποκαταστάσεως. Προπέμπουν οἱ λαοὶ ἀγαλλόμενοι. Πληβεῖοι, πατρίκιοι, ἡγεμόνες. Ὅλοι ὅσοι ἐκίνησαν ἢ ἀνέτειναν τὰς χεῖρας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων διὰ νὰ δράσουν ἢ καὶ ἁπλῶς διὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ φιλέλληνες εἰς τὸν παλαιὸν καὶ νέον κόσμον μυριόργανος συμφωνία. Προεξάρχουν, ὡς νὰ φαντάζωνται πατρίδα των τοὺς δελφικοὺς βράχους οἱ φοιβόληπτοι ποιηταί. Ἐμεσουράνει τότε ὅ,τι ὀνομάζεται εἰς τὴν ἱστορίαν ρωμαντισμός. Τὸ πολυσύνθετον ἐπαναστατικὸν παγκοσμίως τότε διαδεδομένον ἠθικὸν καὶ καλαισθητικὸν φαινόμενον, εἰς τὸ ὁποῖον προέχει τῆς ὑποταγῆς εἰς τὸν κανόνα ἡ ὁρμὴ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ αἰσθήματος. Ἀπὸ τὴν γωνίαν αὐτὴν ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1830 προσβλεπομένη, φαίνεται ὡς νὰ ἐξεφύτρωσεν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τοῦ ρωμαντισμοῦ. Εἶναι καθὼς τὰς ἀντιπαραθέτει ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ εἰς τὸ «Ναβαρίνον» του, ἡ Ἑλλὰς τοῦ Βύρωνος καὶ ἡ Ἑλλὰς τοῦ Ὁμήρου. Πράγματι μία καὶ ἀδιαίρετος ἡ Ἑλλάς. Καὶ εἶναι ἡ μαγνητίζουσα ἐπιρροή της τόση, ὥστε καὶ τοὺς ἀετοὺς τῆς φαντασίας φέρει νὰ ἐκφράζωνται ὡς ἄνθρωποι πρακτικοί, καὶ τοὺς θετικώτερον δρῶντας νὰ τονίζουν τὸν λόγον ὡς ὑμνογράφοι. Ὁ Βύρων λέγει: «Δὲν ἦλθα εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ νὰ ἐπιδιώξω περιπετείας, ἦλθα διὰ νὰ βοηθήσω τὴν ἀναγέννησιν ἑνὸς λαοῦ• ἀκόμη καὶ εἰς τὸν ἐκπεσμόν του ὁ λαὸς αὐτὸς φέρει τιμὴν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔρχεται νὰ τοῦ γίνῃ φίλος». Καὶ ὁ λαμπρός μας Ἐϋνάρδος εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ πρωτοκόλλου τοῦ Λονδίνου γράφει πρὸς τὸν Καποδίστριαν: «Τὸ μέλλον καὶ ἡ θεία Πρόνοια θὰ κάμουν ὅ,τι ὑπολείπεται, δὲν ἀμφιβάλλω. Ἂς εὐχαριστήσωμεν τὴν θείαν Πρόνοιαν, δι' ὅ,τι ἔπραξε πρὸς χάριν σας. Καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν ὁρμώμενοι, χρέος εἶναι νὰ κράζωμεν, καὶ πάλιν καὶ μυριάκις νὰ ἀνακράζωμεν: ἀλληλούια!». Ἀλλ' ὅμως εἰς τὸ βάθος τῆς σκηνῆς ὁ πρωταγωνιστὴς τοῦ δράματος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ σύνθημα καὶ ἡ σφραγίς, οἱ πατέρες μας! Αἱ Ἀθῆναι τῶν ἀρχαίων εἶχον ἱδρυμένον βωμὸν εἰς τὸν «ἄγνωστον θεόν». Προσφάτως ἐτονίζετο ὅτι ὁ Εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ἀκολουθία καὶ συμπλήρωσις τῶν πολιτικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἰδεωδῶν τῶν Ἑλλήνων. Ὅ,τι μετὰ τὸν μεσαίωνα ὀνομάζομεν Ἀναγέννησιν, εἶναι, εἰς τὴν ἀκριβῆ ὀνομασίαν του, ἡ Ἄναγέννησις εἰς τὴν Εὐρώπην τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος. Καὶ ἡ Ἀναγέννησις αὐτὴ δὲν ἐπερατώθη μέχρι τῆς σήμερον. Μετὰ τὸν παγκόσμιον πόλεμον θὰ ἔλεγέ τις ὅτι τοὺς βωμοὺς τῶν ἀγνώστων θεῶν τείνουν νὰ διαδεχθοῦν, παραλλήλως πρὸς τὰ δημοκρατικὰ ἰδεώδη, οἱ βωμοὶ τῶν ἀγνώστων στρατιωτῶν. Ἡμεῖς πρὸ πάσης ἱεροτελεστίας, ὅπου καὶ ἂν κατευθυνώμεθα, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχωμεν ἱδρυμένους τοὺς βωμούς, διὰ τὴν λατρείαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἀναφέρει ὁ χρονογράφος ἐποποιός, ἔκαμαν νὰ φύγουν στρατοὶ τὴν δίκελλαν ζευγιτῶν καὶ στόλοι τὴν κώπην λέμβων.
Ὅμως πρόσωπα καὶ πράγματα, ὁσάκις ἀπὸ τοὺς βυθοὺς τοῦ παρελθόντος ἐπανέρχωνται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ποτὲ δὲν εἶναι ὁλότελα τὰ ἴδια. Καὶ τὰ προσβλέπομεν ὁμοῦ τὰ αὐτὰ καὶ παραλλάσσοντα, καὶ ὡς ἀφορμὰς δι' ἐπανόδους εἰς γνωστὰ καὶ ὡς ἀφετηρίαν διὰ νὰ μᾶς ἀνοίξουν ὁρίζοντας. Ἄλλως τε καὶ ἡ περίοδος τὴν ὁποίαν πανηγυρίζομεν, καὶ μὲ ὅλον τὸν φωτοστέφανον μὲ τὸν ὁποῖον περιβάλλει τὴν Ἑλληνικὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλας τὰς ἕως τώρα περὶ αὐτὴν σπουδὰς χρονογράφων καὶ ἱστορικῶν, ποιητῶν καὶ στοχαστῶν, εἶναι ἀκόμη, καὶ εἰς πολλὰς λεπτομερείας της, ὑποκείμενον ποίας καὶ πόσης ἐργασίας ἐξερευνητικῆς! Ἂν ἐλέχθη ποτὲ ἀπὸ μέρους ἐξόχου κοινωνιολόγου, περὶ τῆς μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ὅτι ἀκόμη δὲν ἐγράφη ἡ ἱστορία της, περισσότερον διὰ τὸν αὐστηρὸν κριτὴν τὸ χρονικὸν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος θὰ κάμνῃ ἐντύπωσιν γεωγραφικοῦ χάρτου, τοῦ ὁποίου ἐκτάσεις ἱκαναὶ πρέπει νὰ σημειώνωνται ὡς ἀνεξερεύνητοι. Ἀλλ' ἐκτὸς τῶν ἐργατῶν ποὺ φέρουν εἰς φῶς μὲ τὴν ἀναδιφῶσαν δίκελλαν νέα ἀντικείμενα ἢ προσαρμόζουν ἄγνωστα μαρτύρια εἰς τὰ γνωστὰ καὶ οἱ φιλοσοφικοὶ τῆς ἱστορίας καὶ οἱ ἀπὸ περιωπῆς ἐξετασταὶ διαφορετικὰ φωτίζουν μὲ τοὺς λύχνους των καὶ γεγονότ' ἀκόμη ὡς ἐξακριβωθέντα πιστευόμενα. Ἄλλοτε προσπαθοῦν νὰ προσαρμόσουν τὰς θεωρίας των εἰς τὰ πράγματα, ἄλλοτε ἀγωνίζονται, μὲ ὅλας των τὰς δυνάμεις, νὰ ὑποτάξουν τὰ πράγματα εἰς τὰς
ἀπόψεις των, ἀκόμη καὶ στενοχωροῦντες καὶ στρεβλώνοντες ἐκεῖνα. Ὑπάρχουν ὅμως γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ μὲ ὁποιουσδήποτε φακοὺς προσβλεπόμενα καὶ μὲ ὁποιασδήποτε μεθόδους ἐξερευνώμενα, διατηροῦν, παρ' ὅλας τὰς βασάνους ποὺ ὑφίστανται, κάποιον χαρακτηριστικὸν ἀπαραχάρακτον. Τοῦτο ἀποκαλύπτεται εἰς ὅσους ἡ αἰσθητικὴ ἀλήθεια εἶναι ἢ προέχουσα. Δι' ἐκείνους ἡ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, εἴτε ἀναδύεται ἀπὸ τῶν ἀποκρύφων θείας προνοίας, εἴτε ἀνακύπτει ἀπὸ τὰ ὀρθολογικὰ δεδομένα ἀναποδράστου νόμου, εἴτε ἐκτυλίσσεται διὰ τῶν κινήτρων τοῦ λεγομένου ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, δὲν παύει νὰ ὑπάρχῃ ὡς ὡραιότης. Καὶ εἶναι πραγματική, διότι εἶναι ὡραία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ὁποιαδήποτε, χρειάζεται, πολὺ χρειάζεται νὰ διατηρῇ κάποιαν εὐλυγισίαν, δοκιμαστήριον καὶ αὐτὴν τῆς ζωτικότητός της, ὀργανικῆς, καὶ νὰ παρουσιάζεται καὶ νὰ κινῆται εἰς εὐρύχωρα περιβάλλοντα, καὶ νὰ συντονίζεται, ὅσον εἶναι τοῦτο δυνατόν, καὶ νὰ συγχρονίζεται. Εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα ὑπηρεσία, τὴν ὁποίαν τὸ παρελθὸν προσφέρει εἰς τὸ παρόν. Ὡς νὰ ἀντέλεγεν εἰς τὸ βαθὺ ρητὸν τοῦ φιλοσόφου «Οἱ νεκροί μᾶς κυβερνοῦν», ἐσημειώνετο πρὸ χρόνων εἰς περισπούδαστον μελέτην: «Χρειάζονται νέοι θεοὶ διὰ νὰ κατακτήσουν τὴν ζωήν. Οἱ παλαιοὶ δὲν ἀναζοῦν». Ἀλλ' ἂν στοχαστικώτερον προσβλέψωμεν τὴν ἰδέαν, ἠμποροῦμεν νὰ προσαπαντήσωμεν: «Νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλα ζοῦν εἰς τὸν κόσμον. Εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγκειται, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἐξαρτᾶται ἡ δύναμις ἡ ζωοποιός».
Ποῖος δὲν γνωρίζει τὸ παλαιϊκὸν τραγοῦδι μετὰ τὴν Ἅλωσιν:
Σημαίνει θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κ' ἡ ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι.
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
Φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ' Ἀρχαγγέλου στόμα:
«Σώπασε, Κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴ πολυδακρύζεις:
Πάλι, μὲ χρόνια, μὲ καιρούς, πάλι δικά σας εἶναι.
Τοὺς στίχους τούτους δὲν ἠμποροῦσαν ἄλλοτε, ἴσως καὶ σήμερον δύσκολον νὰ τοὺς ἀκούσῃ ἑλληνικὴ καρδιὰ χωρὶς νὸ τὴν ραγίσῃ κάποια συγκίνησις. Εἶναι τὸ αἴσθημα ποὺ κυριεύει τὴν ψυχήν, ἀκόμη καὶ ἀκαθόριστον, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν κακήν του ὥραν, διὰ νὰ τὴν στηρίξῃ, ὅσον καὶ ἂν κλονίζεται, μὲ τὴν πίστιν πρὸς τὸ ἰδανικόν. Εἶναι εἰς τὴν γλώσσαν τῆς ἱστορίας μας ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Ἀλλ' ὁ Ἀρχαγγελικὸς χρησμὸς δὲν εἶναι διὰ νὰ παραμένῃ περιωρισμένος εἰς τὸν χρόνον καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐμφανίσεώς του, κατωχυρωμένος μέσα εἰς τὸ ἱστορικόν του πλαίσιον, ὡς μέσα εἰς γυνας καὶ πρωτεϊκάς, διὰ νὰ τὰ ζήσουν καὶ ἐκεῖναι τὰ Ἔθνη τὰ δοξασμέν' ἀπὸ τὴν ἱστορίαν των, καὶ διακυμαινομένας καὶ πρωτεϊκάς, διὰ νὰ τὰ ζήσουν καὶ ἐκεῖνα τὰ Ἔθνη. Ἐγράφη: «Αἱ μορφαὶ ἀλλάζουν, τὸ ἰδανικὸν παραμένει. Τὸ σήμαντρον θὰ τὸ σημαίνῃ θεός, ἡ Κυρὰ Δέσποινα θὰ ταράζεται καὶ θὰ δακρύζῃ, θὰ παρηγορῆται, ἀποκαλυπτικὴ θὰ ἐπιφαίνεται, θὰ ἐμπνέῃ τὴν καρτερίαν, τὴν ὑπομονήν, τὴν προσδοκίαν, ὡς νὰ μᾶς λέγει: ὅσα μᾶς φεύγουν, θὰ ξαναγυρίζουν, καὶ μὲ χρόνια καὶ μὲ καιρούς, φθάνει νὰ τὸ πιστεύωμεν καὶ νὰ τὸ θέλωμεν. Ἡ Ἑλλὰς θὰ ἀναγεννᾶται μὲ τὰ ἠθικὰ προστάγματα πάντα καὶ πατροπαράδοτα καὶ νεοπαραδομένα. Τὴν ἀνυπαρξίαν τοῦ Πολέμου ἀδύνατον κανεὶς νὰ τὴν φαντασθῇ. Ὅμως ἀρχίζομεν νὰ τὸ φανταζώμεθα τὸ βάθρον του ὄχι ἀπαρασάλευτον, ὡς πρίν• αἰσθανόμεθα ὅτι ἀποβάλλουν μέγα ποσὸν ἀπὸ τὸ κῦρός των οἱ διαλαληταὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ τέρατος. Ἡ Ἀνδρομέδα Εἰρήνη ὡς νὰ εἶναι εἰς τὴν διάκρισίν του ἀκόμη. Ἀλλ' εἰς τὴν ὄψιν της ἀνθίζει χαμόγελο. Εἶναι ὡς ν' ἀκούῃ νὰ βουΐζουν τὰ πτερὰ τοῦ Πηγάσου, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἴσως ἔρχεται ὁ λυτρωτής. Καὶ μοῦ ἐνθυμίζουν τὰ πτερά, μοῦ ἐνθυμίζουν τὴν μεγίστην τῶν κατακτήσεων τῶν νέων καιρῶν, τὸν μέγιστον τῶν θριάμβων τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως. Εἶναι ἡ ἀεροπορία. Χθὲς ἀκόμη ὁ Ἕλλην πρωθυπουργὸς ἐτόνιζεν εἰς τὴν τελετὴν τοῦ ἀεροδρομίου τὰ ἀνυπολόγιστα εὐεργετήματά της. Εἰς τὰ 1917 ἔξοχος ἀνὴρ φυσιολόγος εἰς μελέτην του περὶ τῆς «Βιολογίας τοῦ Πολέμου» καταγγέλλων ὡς ἀβάσιμα πολλὰ πιστευόμενα περὶ ἐκείνου ὡς περὶ νόμου ἱστορικοῦ ἀπαραβάτου, μεταξὺ ἄλλων, ὡς νὰ ἦσαν ὁ ἀντέρως καὶ ὁ ἔρως, δύο πολέμους ἐξεχώριζε, τὸν πόλεμον τὸν ἐξολοθρευτὴν καὶ τὸν πόλεμον τὸν δημιουργόν. Εἰς τὸ μέσον τῶν δύο τούτων στοιχείων ἔχει τὴν θέσιν της ἡ δύναμις τῆς ἀεροπορίας καὶ τὰ δύο τὴν διεκδικοῦν. Ἂς εὐχηθῶμεν νὰ καταστοῦν ἀδύνατοι αἱ ὑπηρεσίαι της εἰς τὸν ὄλεθρον, τόσον περισσότερον, ὅσον δι' ἐκείνων θὰ ἐσημειώνετο πιθανὸν τὸ τέλος ἑνός κόσμου• ἂς εὐχηθῶμεν νὰ βαρύνουν θαυματουργοὶ τελειωτικῶς αἱ ὑπηρεσίαι της εἰς τὴν πλάστιγγα τοῦ δημιουργοῦ στοιχείου. Μεγάλη Ἰδέα εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ βαθμιαία, πολύμοχθος, ἡρωική, μαρτυρική, οὐδέποτε αὐτάρκης, εἰς τὰς ἐμπρὸς πάντοτε βλέπουσα πάλη πρὸς ἀνάπτυξιν, πρὸς βελτίωσιν, πρὸς ἐπικράτησιν. Ἡ Κυρὰ Δέσποινα μὲ τοὺς ἀγγέλους της καὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς της, ποὺ εἶναι οἱ μεγάλοι διανοούμενοι καὶ οἱ μεγάλοι κυβερνῆται, δίδει τὸ σύνθημα, προάγει, μὲ τὴν παθητικὴν λατρείαν, καὶ τὴν σταυροφορίαν τὴν ἐνεργόν. Αἱ ἰδέαι ἐπικρατοῦν ὁσάκις γίνονται θρησκεῖαι. Τὰ σήμαντρα τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ καὶ τὰ δάκρυα τῆς ὑπερμάχου εἶναι ὑπὲρ πάντα συνθήματα πρὸς γένεσιν τῆς λυρικῆς ἐκείνης διαθέσεως, ἡ ὁποία, εἴτε ἀπὸ τὰ ἄτομα εἴτε ἀπὸ τὰς μάζας πηγάζει, εἶναι ἀπαραίτητος διὰ νὰ γεμίζῃ τὴν ἀτμόσφαιραν τῶν λαῶν μὲ τὸν ἐνθουσιασμόν, ποὺ εἶναι τὸ τηλαυγὲς μέτωπον τῆς ἐνεργείας.
Εἶναι πολὺ πλησίον εἰς τὸ ἔτος, τοῦ ὁποίου τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον πανηγυρίζομεν, ἡ 25 Μαρτίου τοῦ 1838. Μία κυρία τῶν τιμῶν τῆς πρώτης Βασιλίσσης τῶν Ἑλλήνων ἀντίκρυζεν ἀπὸ τὸ παράθυρόν της τὴν ἑορτάσιμον νυκτερινὴν φωταψίαν. Μέγας Σταυρὸς ἀπὸ καιόμενα ξύλα μεταξύ τῆς
Ἀκροπόλεως καὶ τοῦ Λυκαβηττοῦ ἔρριπτεν εἰς τὰ πέριξ τὴν λάμψιν του. Εἰς τὴν εὐαίσθητον συμπολῖτιν τοῦ Σίλλερ καὶ τοῦ Χάϊνε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ σταυροῦ ἐνέπνευσε στίχους, οἱ ὁποῖοι καταλήγουν ὡς ἑξῆς: «Γλυκὺ φῶς ποὺ φωτίζεις καὶ δὲν θαμβώνεις, ἱερὴ ἐγγύησις εἶσαι δι' εὐτυχέστερον μέλλον! Ὅ,τι βαριὰ στενάζει ἀκόμη στὸ σκοτάδι πνευματικῆς νυκτός, γρήγορα θὰ στραφῇ μετὰ χαρᾶς πρὸς τὰς ἀκτῖνάς σου». Ὕστερον ἀπὸ ἑκατὸν χρόνους ἠμποροῦμεν νὰ ὑπερηφανευώμεθα. Πόσα ἐδάφη πνευματικῆς νυκτὸς ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τότε! Ἀλλὰ καὶ πόσα ἔχασαν ἀπὸ τότε τὰς ἀκτῖνάς των! Τὸ ποιηματάκι τοῦ Σταυροῦ εὑρίσκεται εἰς σειρὰν ἐπιστολῶν πρὸς φίλην τῆς ἀειμνήστου κυρίας, ἡ ὁποία μετ' ὀλίγον ἐδῶ ἀπέθνησκε κ' ἐθάπτετο ἐδῶ. Αἱ ἐπιστολαί της, περιέχουσαι ἀξιαναγνώστους πληροφορίας περὶ τῶν χρόνων ἐκείνων, εὑρίσκονται μεταφρασμέναι εἰς ἕνα τόμον τοῦ «Δελτίου τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας». Ἐὰν κανεὶς συγκρίνει τὰς ἐπιστολὰς αὐτὰς τοῦ 1838 πρὸς δημοσιεύματα πρόσφατα περὶ Ἑλλάδος καὶ τῶν Ἀθηνῶν ξένων δημοσιολόγων θὰ ἠμποροῦσε νὰ νομίσῃ ὅτι γίνεται λόγος περὶ ἄλλης χώρας, ἐὰν ἡ ἀντίληψις ὅτι πρόκειται περὶ τῆς αὐτῆς δὲν ἦτο ἀρκετὴ διὰ νὰ ἐμπνεύσῃ, μὲ κάποιαν γλυκύπικρον μελαγχολίαν, μίαν ὑπερήφανον χαράν. Δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀπόστασις τῶν ἑκατὸν χρόνων, ἡ ὁποία, ἀκριβῶς διότι μᾶς εἶναι παρ' ὅλον της τὸ μάκρος ἀρκετὰ πλησίον, μᾶς γεννᾷ συγκίνησιν, ὅσον δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ μᾶς συγκινήσουν χιλιετῆ παρελθόντα• εἶναι ὡς νὰ βλέπωμεν ἀκόμη γνωρίμους σκιὰς νὰ πτερυγίζουν ἄνωθέν μας. Ἀλλ' ἡ χαρά, ἡ ἐν ταυτῷ μελαγχολικὴ καὶ ὑπερήφανος, πηγάζει περισσότερον ἀπὸ τὸ ὅτι κατὰ τὸ ἑκατονταέτηρον διάστημα ἡ Ἑλλὰς ἔπιε τὰ ποτήρια γεμᾶτα καὶ τῶν εὐτυχημάτων καὶ τῶν συμφορῶν, καὶ κατακτυπημένη ἐγονάτισε καὶ τρισεύελπις ἀνεστηλώθη. Καὶ εἶναι σήμερον Η ΜΙΑ ΕΛΛΑΣ καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γῆ, μὲ περισυναγμένα τὰ τέκνα της, καθὼς ἡ ὄρνις περισυνάγει τοὺς νεοσσούς της. Ἐμπιστεύεται τὰς τύχας της εἰς τοὺς τεταγμένους πρὸς τοῦτο καὶ ἀγωνίζεται νὰ στερεώσῃ τὸ βῆμα της καὶ νὰ τὸ συντονίσῃ πρὸς τὰ κυρίαρχα κατὰ τὴν ὥραν ταύτην ἰδανικά, τῶν ὁποίων ὡς ἐξ οὐρανοῦ ἀνατέλλει εὐοίωνον σημεῖον ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν. Ἀλλὰ ἡ σήμερον ἂν εἶναι ἡμέρα ἀναδρομική, εἶναι καὶ μαζὶ καὶ περισσότερον δοξαστικὴ παντός, καὶ προσώπου καὶ πράγματος, ποὺ συνεδέθη, καθ' ὁποιονδήποτε τρόπον, πρὸς τὴν ἀνάμνησιν καὶ πρὸς τὴν εὐτυχίαν τῆς πατρίδος. Εἰς ὅλους ὅσοι τὴν πατρίδα κατὰ καιροὺς ὑπηρέτησαν, —διότι παρὰ τὴν δόξαν τοῦ νὰ δημιουργῇς ὑπάρχει καὶ ἡ δόξα τοῦ νὰ ὑπηρετῇς,— καὶ μὲ τὴν φιλοδοξίαν καὶ μὲ τὴν διάθεσιν νὰ κατορθώσουν τὸ καλόν, καὶ εἰς τὰς εὐτυχίας των καὶ εἰς τὰς ἀτυχίας των, τιμὴ καὶ σέβας καὶ συμπάθεια. Δόξα εἰς ὅλους, «ὅτι πολὺ ἠγάπησαν». Καὶ εἶναι δίκαιον καταλήγων νὰ μνημονεύσω τοὺς λόγους Ἑλληνολάτρου ἐκ τῶν εὐγενεστάτων, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν ἐτιμήθη παρ' ἡμῖν ὅσον ἔπρεπε. Εἶναι ὁ Louis Μenard, φιλόσοφος συγγραφεὺς τῆς «Ἑλληνικῆς πολυθεΐας» καὶ τῆς «Ἠθικῆς πρὸ τῶν φιλοσόφων». Ἔγραφεν ὄχι πλέον εἰς τοὺς καιροὺς τοῦ Σατωβριάνδου καὶ τοῦ Κάνιγγος, εἰς τοὺς καιροὺς τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν διαχύσεων. Ἔγραφεν εἰς ἄμοιρον περισσότερον ἔτος, εἰς τὸ 1897, προλογίζων γαλλικὴν μετάφρασιν μιᾶς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιον Γεννάδιον. Ἔλεγε: «Τὴν διανοητικὴν ἀγωγήν, εἰς ὅλα της τὰ εἴδη, τὴν χρεωστοῦμεν εἰς τὰ μαθήματα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἡ νεωτέρα Ἑλλάς μᾶς ἔδωκε κάτι περισσότερον ἀπὸ μαθήματα• παρεσκεύασε μὲ τὸ παράδειγμά της τὴν ἠθικὴν μυσταγωγίαν τοῦ μέλλοντος. Ὁ ἑπταετὴς πόλεμος τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν των εἶναι σελὶς ἐνδοξοτάτη εἰς τὰ χρονικὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν εὑρίσκω τίποτε τόσον ὡραῖον εἰς τὴν καθολικὴν ἱστορίαν, ὅσον ὁ ἡρωϊσμὸς ποὺ ἀνεπτύχθη ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν διὰ νὰ ἐπανακτήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του». Καὶ κατωτέρω μὲ τὸ ἀκτινοβόλημα μιᾶς προφητείας, αὐτά: «ὁ θρίαμβος τῶν Ἑλλήνων ἴσως θὰ ἐπιβραδυνθῇ. Διότι ἡ Νέμεσις πολὺ ἀργοπορεῖ. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο θὰ εἶναι καὶ ὁ θρίαμβος πολὺ ἐνδοξότερος, καὶ οἱ μέλλοντες ἱστορικοὶ θὰ θέσουν τὴν νέαν Ἑλλάδα εἰς τὸ πλευρὸν τῆς ἀρχαίας».
|