Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών

Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης

Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»

 

Διαβάζει Ευχές, προσεύχεται και θεραπεύει!

 

Μόλις έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο, άρχισε κιόλας να διαβάζει με ζήλο τα εκκλησιαστικά βιβλία. Τον ενθάρρυνε η μητέρα, μα τον πρόσεξε και ο παπα-Θοδόσης, ο πατήρ Δημήτριος Θεοδοσίου, που πήγαινε στη Φαράκλα να λειτουργεί κάθε δεύτερη Κυριακή.

Φυσικά, δεν καταλάβαινε τόσο μικρός τα νοήματα. Σε λίγους μήνες –θα πήγαινε στη δευτέρα δημοτικού, οκτώ-εννέα ετών δηλαδή– τα διάβαζε με άνεση. Και όχι μόνο αυτό. Στην ανάγνωση των Ύμνων ή των Ευχών η φωνή του έπαιρνε τόνο αλλιώτικο. Επίσημο θα ’λεγες, σοβαρό. Κι ακόμα περισσότερο, τόνο ιερόπρεπο. Νόμιζες ότι έρχεται από κάπου αλλού, από μακρινή ιερή πηγή.

Αυτό, δηλαδή την καλή φωνή του Ιακώβου, την είχανε προσέξει γονείς και στενοί συγγενείς. Γιατί τα βράδια, στις γιορτές κυρίως, ο πατέρας του ο Σταύρος έβγαζε το μπαγλαμαδάκι και τους έπαιζε τραγουδάκια.

Τα μάθαινε και το Ιακωβάκι και τα τραγούδαγε πολύ ωραία. Τα τραγούδαγε και με τη μητέρα του, που χόρευαν κιόλας.

Τώρα όμως με τα εκκλησιαστικά γράμματα ήτανε κάτι αλλόκοτο. Την ίδια εποχή, ενώ βοηθούσε τον παπά στο Ιερό, άρχισε να πηγαίνει από νωρίς και στο αναλόγιο. Στο ναό έφτανε πολύ πριν από τον παπά, αξημέρωτα. Και πρώτα τακτοποιούσε τα του Ιερού.

Με φόβο Θεού κι επιμέλεια, για τα οποία πήρε σύντομα το μισθό. Διότι εκεί, στην αγία Τράπεζα, πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες. Τα ’χανε κι έτρεμε το παιδί. Ένιωθε όμως και μεγάλη εσωτερική χαρά και ας μην μπορούσε να εξηγήσει αυτά που άκουγε κι έβλεπε. Μετά στο αναλόγιο διάβαζε πολλά κι έψελνε όσα μπορούσε. Και αφότου οι κάτοικοι είδανε κι ακούσανε το Ιακωβάκι στο αναλόγιο, γεννήθηκε στη συνείδησή τους ένα ιερό πρόσωπο, ένα ον που είχε πολλή σχέση με το Θεό και λίγη με τα ανθρώπινα. Όλοι ποια ξέρανε ότι το Ιακωβάκι τα 'χει καλά με τους Αγίους και ανήκει απόλυτα στην Εκκλησία. Επειδή μάλιστα το χωριό δεν είχε δικό του παπά, τα κλειδιά του ενοριακού ναού, του αγίου Γεωργίου, τα είχε από μικρός ο Ιάκωβος. Τον έβλεπαν στο ναό να κινείται με σεβασμό, αλλά και σαν στο σπίτι του. Ήτανε το φυσικό του περιβάλλον και κανείς δεν παρεξενευότανε που τον έβλεπε τόσο συχνά στο ναό.

Μ’όλ’ αυτά, από εννέα περίπου ετών, το Ιακωβάκι έγινε σιγά- σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων –πρόσφυγες οι περισσότεροι. Οι γιατροί ήσανε μακριά και θέλανε λεφτά, που δεν υπήρχαν. Ο παπα-Θοδόσης, πάλι, ήτανε σε άλλο χωριό. Και ήσανε όλοι σίγουροι ότι, εξόν από τη Λειτουργία, τα λοιπά –Ευχές, Εξορκισμούς– μπορούσε να τα κάνει το Ιακωβάκι. Αρχίσανε, λοιπόν, και τον καλούσανε για κάθε κακή περίσταση. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε το Ιακωβάκι να τα διαβάσει× και γινόσανε καλά. Στα παιδάκια πάλι το ίδιο. Ακόμα και για τις γυναίκες, που δυσκολευόσανε να γεννήσουν, καλούσανε το Ιακωβάκι. Πήγαινε με λαδάκι της αγίας Παρασκευής, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, προσευχότανε κι έφευγε. Η γυναίκα ελευθερωνόταν.

Από την Εκκλησία του χωριού είχε το Ευχολόγιο και από το σπίτι τους τη Σύνοψη. Αλλά στις περιπτώσεις ασθενειών, που τον φωνάζανε να διαβάσει Ευχές, διάβαζε, όσο ήτανε κάτω από δέκα-έντεκα ετών, ό,τι τύχαινε, ό,τι πρωτοάνοιγε στα δύο τούτα βιβλία, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει κάθε φορά ποια Ευχή ακριβώς χρειάζεται στην περίπτωση.

Συχνά έλεγε και αυτοσχέδιες ευχές. Το συνήθιζε. Ήταν εννέα ετών και τον στείλανε με τον αδελφό του να θερίσουνε στο χωράφι τους τον Ιούλιο. Εκεί δάγκωσε τον αδελφό του Γιώργο ένα φίδι στο χέρι και άρχισαν πόνοι δυνατοί. Ο Γιώργος φώναζε για βοήθεια κι έκλαιγε. Ο Ιάκωβος παρηγορούσε τον αδελφό του, του έπλυνε με νερό το δαγκωμένο σημείο, γονάτισε, έβγαλε τον μικρό ξύλινο Σταυρό, που κρεμότανε πάντοτε στο στήθος του, σταύρωσε τον αδελφό του και σήκωσε τα χεράκια του στον ουρανό:

–Χριστέ μου, σε παρακαλώ, κάνε το δηλητήριο να γίνει νερό, να μην πάθει κακό ο αδελφούλης μου… Και τιμώρησε το καταραμένο φίδι, ο αντίχριστος το ’βαλε για το κακό του.

Σε λίγο υποχώρησε ο πόνος, το κακό δεν είχε συνέχεια. Και όχι μόνο αυτό. Το φίδι πήγε πιο κει, έμεινε ακίνητο και ψόφησε!

Στον ασκητή χτίστη προλέγεται ο παγκόσμιος πόλεμος.

Τα βάσανα της υγείας, η φτώχεια και το που έτρεχε δώθε-κείθε, όπου έβρισκε καμιά δουλίτσα, δεν τον εμποδίζανε στο εσωτερικό του έργο: αυστηρή νηστεία, πολλή νυχτερινή προσευχή, πόλεμος κατά των πειρασμών . Μαζί όμως συμπονούσε πολύ, μα πάρα πολύ, τους ανθρώπους. Όποιος και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, δεν έλεγε όχι. Δεν μπορούσε να πει όχι! Όλοι στο χωριό τον είχανε για ιερό πρόσωπο, κι ας μην ήξεραν τι κάνει τις νύχτες και πως ασκητεύει.

Στις αρρώστιες και στις δύσκολες ώρες τον φωνάζανε πάντοτε να διαβάσει Ευχές και να σταυρώσει. Το 1939 ή αρχές του 1940 πολλά παιδάκια του χωριού πάθανε ομαδικά μαγουλάδες. Στο σχολείο το ένα τις μετέδωσε στο άλλο. Τα μάζεψαν τα παιδάκια και τα 'φεραν με σεβασμό, τα διάβασε και τα σταύρωσε. Ένα όμως γελούσε. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους όλα γίνανε καλά, εκτός από αυτό που γελούσε. Οι γονείς του, όταν είδανε τ’ άλλα παιδιά θεραπευμένα, ρώτησαν, έμαθαν τι συνέβη και το μάλωσαν. Φέρανε το παιδί τους πίσω και κείνο έκλαιγε μετανοιωμένο. Ο Ιάκωβος το διάβασε, το σταύρωσε με το μικρό ξύλινο Σταυρό του κι έγινε κι αυτό καλά.

Για όλες αυτές τις ευεργεσίες που έκανε στους συγχωριανούς του, αλλά και σε κατοίκους των γύρω χωριών, δεν έπαιρνε αμοιβή. Τους αγαπούσε όλους, μικρούς και μεγάλους, και τους συμπονούσε γιατί κι αυτοί ήσανε φτωχοί.

Την εποχή ακριβώς τούτη, δηλαδή από το 1938 μέχρι το 1940, είχε αυξήσει πολύ την άσκησή του. Έτρωγε πολύ λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχότανε πολλές ώρες της νύχτας, ενώ την ημέρα εργαζότανε σκληρά, όσο οι άλλοι κάτοικοι και περισσότερο. Η μητέρα του και ο πατέρας του είχανε αρχίσει να λυγίζουνε από τα βάσανα και τις στεναχώριες. Εκείνος έπρεπε να σταθεί το στήριγμα του σπιτιού.

Παράλληλα, είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδίας και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε προέβλεπε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν. Ενώ είχε αυτά τα προμηνύματα, εμφανίστηκε στον ύπνο του η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, και του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι στο τάδε μέρος (και του το έδειξε), γιατί «εδώ του είπε, ήτανε το σπίτι μου». Ο νεαρός χτίστης Ιάκωβος της έχτισε με τον πατέρα του ένα μικρό εκκλησάκι. Μετά από χρόνια, στο μέρος εκείνο, επισημάνθηκαν ερείπια παλαιού χριστιανικού ναού.

Ήρθε όμως και η μεγάλη προειδοποίηση. Από τις αρχές του 1940, στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, του εμφανιζότανε συχνά η Αγία. Ένα βράδυ, του εμφανίστηκε πολύ σοβαρή και θλιμμένη και του είπε:

–Έλα, παιδί μου, να σου πω. Θα γίνει πόλεμος!

Ο Ιάκωβος έπεσε πάλι στην προσευχή και τις μετάνοιες. Όπου αγρυπνία και γιορτές ναών, πήγαινε και ξενυχτούσε ψέλνοντας, ολομόναχος πολλές φορές. Όπου πήγαινε κι έψελνε Δε ζήταγε από κανέναν όχι μόνο αμοιβή, αλλά ούτε και φαΐ. Έβαζε λίγο προσφάι στο ταγαράκι του, φορούσε ντρίλινα μα καθαρά ρούχα και με τα πόδια πήγαινε στις γύρω εκκλησίες.

Αρκετά πριν από την εποχή τούτη εφάρμοσε και κάτι άλλο, δείγμα της αγάπης του για προσευχή και άσκηση. Κυριακές ή Γιορτές, έφευγε στο δάσος. Έψαχνε μέρος ήσυχο και απόμερο. Το καθάριζε ή έσκαβε να γίνεται λίγο σαν σπηλιά και άρχιζε μετάνοιες και προσευχές.

Νέοι ασκητικοί αγώνες.

Στις αρχές του 1953, που είχανε λιώσει τα χιόνια εκεί γύρω, πήγε ψάχνοντας και βρήκε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ. Η χαρά του απερίγραπτη. Βαθιά στην καρδιά του είχε φωλιάσει η επιθυμία να μιμηθεί τον όσιο Δαβίδ. Όσο μπορούσε, βέβαια.

Εκείνος τόσα χρόνια έζησε στην ερημιά, συντροφιά με τ’ αγρίμια, στη μικρή σπηλιά του, και γω –σκεφτόταν ο π. Ιάκωβος– να μην έρχομαι! Και περιμένω να ησυχάσω στο μοναστήρι από τους πειρασμούς; Και περιμένω να προοδεύσω στην υπακοή και στην ταπείνωση…

Από τους πρώτους μήνες του 1953 αύξησε την άσκησή του. Όσο περισσότερο με την άσκηση μίκραινε το θέλημα της σάρκας, τόσο ευκολότερα προόδευε στην υπακοή και την ταπείνωση. Κι έβλεπε ότι όσο περισσότερο είχε τις αρετές αυτές, τόσο η καρδιά του και ο νους του ανοιγόσανε στο Θεό. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε διαβάσει βαθιά θεολογικά και νηπτικά έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Λίγα εκκλησιαστικά μόνο και κάτι απλοϊκά ηθικιστικά που του δάνειζε η μυλωνού στο χωριό του. Το έπαιρνε το βιβλιαράκι από τη μυλωνού και σε δύο-τρεις ημέρες το επέστρεφε. Το είχε κιόλας διαβάσει. Δεν ήξερε καν τη Φιλοκαλία. Πρόσεχε όμως πολύ αυτά που γράφουνε τα λειτουργικά βιβλία. Με τα χρόνια μάλιστα τα καταλάβαινε περισσότερο, χωρίς να έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά. Την Παρακλητική, το Τριώδιο… τα ρούφαγε κυριολεκτικά. Μα το βιβλίο που του ταίριαζε περισσότερο ήτανε το Πεντηκοστάριο. Η χαρά και ο αναστάσιμος θρίαμβος των τροπαρίων του μπαίνανε στην καρδιά του π. Ιακώβου. Και ήτανε στιγμές που του ’ρχότανε να πετάξει. Πλημμύριζε τόσο πολύ από χαρά η καρδιά του, που ένιωθε πια ελαφρύς, να φύγει στα ύψη. Μέχρι και τώρα που κοιμήθηκε, έλεγε πολύ συχνά:

–Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι… εγώ πάτερ μου, είμαι χαρούμενος… βλέπεις, πάτερ μου, τώρα που εξομολογήθηκες πόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος είσαι; Εγώ πάντα έτσι είμαι…

Η Μεγάλη Σαρακοστή τον βρήκε με πολλές δουλειές και καθήκοντα στη Μονή. Κανείς δεν εργαζότανε, κανείς δεν ενδιαφερότανε για τίποτα. Έπρεπε να είναι πανταχού παρών. Στο περιβόλι, στα ζώα, στη στέρνα, στην καθαριότητα, στα ξύλα… παντού… Και στις Ακολουθίες όλες αυτός. Ο αγαθός Ευθύμιος μόνο ακολουθούσε. Κι εφόσον ο ηγούμενος έλειπε, όποιος ξένος και να ’ρχότανε, τον Ιάκωβο φωνάζανε. Όμως οι δουλειές, δουλειές και η άσκηση, άσκηση.

Έκανε το τριήμερο –αποχή από κάθε είδους τροφή, ούτε νερό– και μετά συνέχιζε με ξηροφαγία. Μούσκευε φακή και κουκιά. Προσφάιζε με λίγο ψωμάκι και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή του.

Τη νύχτα είχε άλλους αγώνες. Άλλη άσκηση. Μετά το Απόδειπνο ακολουθούσε λίγες ώρες εργασία. Έπειτα στο κελί. Εδώ ήτανε η μεγάλη παλαίστρα, το μαρμαρένιο αλώνι του χάρου και του Διγενή. Εδώ παλεύει ο Σατανάς με τον άνθρωπο του Θεού. Και πάλεψε ο Ιάκωβος το Σατανά και νίκησε, γιατί αγάπησε πολύ το Θεό!

Στο κελάκι του είχε ξυλοκρέβατο, πάνω στο οποίο έβαζε μια κουρελού. Εκεί όμως δεν κοιμότανε. Διάβασε από παλιά για τη χαμαικοιτία των ασκητών. Τους μιμήθηκε. Κοιμότανε κι αυτός καταγής, εκείνο το λίγο που κοιμότανε.

Αποβραδίς το κελάκι φωτιζότανε μ’ ένα κερί. Τα πρώτα χρόνια δεν είχε ούτε κεριά ούτε καν ένα καντηλάκι. Άναβε δαδί και μ’ αυτό διάβαζε. Το έβαζε μπροστά του, στη μέση του κελιού, φόραγε το πετραχήλι, καθότανε κάτω σταυροπόδι, οκλαδόν, και άρχιζε το διάβασμα. Συνήθως με Παρακλήσεις, της Παναγίας, του οσίου Δαβίδ, του αγίου της ημέρας. Αυτές πάντοτε. Όμως διάβαζε κι όσες άλλες μπορούσε. Μετά, το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ολόκληρο στη διάρκεια της νύχτας, κάθε νύχτας. Έκανε και τις μετάνοιες. Και τη νύχτα και την ημέρα. Περνούσε πάντα τις χίλιες και τις έφτασε μέχρι τρεις χιλιάδες, ανάλογα με την ημέρα, την εποχή και τους πειρασμούς.

Τις νύχτες, με το φως του κεριού, έζησε τις φοβερότερες και γλυκύτερες εμπειρίες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Οι δαίμονες τον πολεμούσανε με λύσσα. Κάνανε το παν για να του πάρουνε το νου και την καρδιά από τον Κύριο. Κάποτε τα κατάφερναν. Συχνά μπαίνανε στο κελί και το αναστάτωναν με φωνές, θορύβους και άγριες μορφές. Εκείνος έντρομος, σήκωνε μπροστά του τον ξύλινο Σταυρό και ο Θεός του παραστεκότανε, αφανίζονταν οι δαίμονες. Μα ο αθλητής είχε την αμοιβή του. Ήτανε νύχτες που, ενώ αγρυπνούσε και παρακαλούσε να τον ελευθερώσει ο Θεός από λογισμούς, να τον γεμίσει αγάπη για το Θεό, ένιωθε μέσα του δροσιστικό γλυκύτατο αεράκι. Τον ηρεμούσε και του ’φερνε ειρήνη απερίγραπτη. Μια ευχαρίστηση τον διαπότιζε ολόκληρο, ευχαρίστηση που μπορεί να δώσει μόνο ο Θεός. Ήτανε λίγο από τη μακαριότητα της ουράνιας βασιλείας.

Τα έζησε αυτά και ήτανε 33 ετών, στα χρόνια του Κυρίου. Μίλαγε πολύ λίγο για τέτοιου είδους εμπειρίες ο μακαριστός γέροντας, μα κάτι κάποτε σε κάποιους έλεγε.

 

Ο πολλαπλασιασμός του Προσφόρου και της μανέστρας.

 

Τον Αύγουστο του 1963 ήρθανε στη Μονή 75 λιβαναταίοι. Εργαστήκανε για τη στέρνα της Μονής, το Αγιονέρι, εθελοντικά. Το έχουν τάμα πολλοί από τις Λιβανάτες, την πατρίδα του Οσίου Δαβίδ, να προσφέρουν κάτι στη Μονή του συμπατριώτη τους, χρήματα ή εργασία. Έτσι φτάσανε τότε 75 άντρες για να κάνουν το έργο της στέρνας. Και στη Μονή βρισκόσανε άλλοι 15, για να βοηθήσουν. Ο π. Ιάκωβος συντόνιζε γενικές εργασίες, μα ήταν και ο μόνος που έπρεπε να φροντίσει για το φαγητό και τη διαμονή των καλών αυτών ανθρώπων.

Χρησιμοποίησε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στην αποθήκη. Μια μέρα τα τρόφιμα τελείωσαν. Χρήματα δεν είχε. Έψαξε όλα τα ράφια, όλες τις γωνίες. Κατόρθωσε να βρει δυόμισι οκάδες μανέστρα. Και από ψωμί μόνο μισό Πρόσφορο. Του έδωσε και ο γέρο-Ευθύμιος μισό καρβελάκι. Ποσότητες αστείες για σχεδόν εκατό πρόσωπα, που δουλεύανε όλη την ημέρα χειρονακτικά.

Στεναχωριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει. Τον έπιασε απελπισία και σχεδόν έκλαιγε, που θ’ άφηνε τον κόσμο νηστικό. Ξαφνικά όμως του ήρθε μια ιδέα: κατεβάζει τη μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τη μανέστρα, βάζει και το ψωμί και όπως ήτανε πήγε στο ναό. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα του οσίου Δαβίδ και του είπε:

–Άγιε μου, οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν για το Μοναστήρι σου. Γυρνάνε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι (= και τα έδειχνε στον Άγιο). Σε παρακαλώ, εσύ να τα ευλογήσεις, να φάνε και να χορτάσουνε.

Μαγείρεψε στην κατσαρόλα τούτη, έβγαζε συνέχεια φαγητό και δεν τελείωνε. Χόρτασαν όλοι και περίσσεψε! Το είδαν πολλοί και ο νυν ηγούμενος π. Κύριλλος. Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τα θαύματα του οσίου Δαβίδ, έλεγε ο π. Ιάκωβος:

–Αδελφέ μου, επανάληψη του θαύματος των πεντακισχιλίων!

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς.

Η σκληρή εργασία, οι πολύωρες Ακολουθίες και η καθημερινή αγρυπνία στο κελί του φέρανε αποτέλεσμα. Είχε και την αυστηρή νηστεία, που έφτανε στην ασιτία. Έτσι η εξάντληση του οργανισμού προχώρησε πολύ. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχε γίνει ακόμη νωρίτερα. Και δεν εννοούσε να μειώσει την άσκηση με καμία δύναμη. Όσο οι πνευματικές του δυνάμεις ήτανε ακμαίες, τόσο επέμενε στην αυστηρή άσκηση. Άλλωστε, σκοπός της άσκησης ήτανε ακριβώς αυτό, να κρατάει τις πνευματικές του δυνάμεις ελεύθερες από την επήρεια των παθών, των πειρασμών και της ύλης, ώστε να κατευθύνονται ανεμπόδιστα προς το Θεό και να αγιάζονται από αυτόν.

Όμως το σώμα υπέκυψε. Από το 1956 τον πονούσε αφόρητα η μέση του. Για τον πόνο στα πόδια δεν έλεγε τίποτα, γιατί τον υπέφερε. Με τη μέση του όμως ήτανε αδύνατο. Και πώς να μην πονούσε, αφού 22 ώρες το 24ωρο δεν την ανέπαυε; Είναι ζήτημα εάν ξάπλωνε δύο ώρες τη νύχτα. Δύο γινόσανε οι ώρες της ανάπαυσης, όταν πονούσε πολύ. Και όταν δε λειτουργούσε. Διότι αν είχε να λειτουργήσει και αν μάλιστα ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια και άλλες, τότε πια δεν κοιμότανε καθόλου. Ούτε και στα τελευταία του χρόνια, που είχε βηματοδότη στην καρδιά. Πήγαινε από δίπλα ο αδελφός μοναχός και του ’λεγε:

–Κουράστηκες, γέροντα, έλα τώρα να ησυχάσεις λίγο…

Εκείνος απαντούσε:

–Πήγαινε, πάτερ μου, εγώ θα μείνω. Είναι μεγάλη νύχτα σήμερα, δεν είμαι κουρασμένος.

Το πρωί, που σηκωνόσανε όλοι, τον βρίσκανε ακόμη γονατιστό, με το πετραχήλι του, να προσεύχεται.

Τέτοιες ημέρες, μετά την ολονύκτια προσευχή, κατέβαινε στο ναό χωρίς να μιλάει σε κανένα. Ούτε και ήθελε να του μιλάνε, βρισκότανε αλλού και ζούσε σε άλλο κόσμο!

Έτσι, χρειάστηκε για τη μέση του γιατρό. Του έκανε 80 ενέσεις, αλλά το κακό συνέχιζε, θεραπεία δεν έβλεπε. Κυριολεκτικά σερνότανε για τις δουλειές και τις Ακολουθίες. Το μεσημέρι δεν άντεξε κι έπεσε στο ξυλοκρέβατο, στα σανίδια. Εκεί του εμφανίστηκε ο όσιος Δαβίδ με το πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, φιλοξενούμενου αγιορείτη. Ο Σπυρίδων τον βοήθησε να σηκωθεί και του είπε: «Ακούμπα τη μέση σου στη δική μου γέρικη μέση». Τον βοήθησε και το ’κανε. Τότε ο Άγιος γύρισε πίσω τα χέρια του κι έπιασε από τη μέση τον π. Ιάκωβο, που άκουσε τρίξιμο μέσης. Αυτό ήτανε. Ο πόνος χάθηκε. Και ο άγιος τον ρώτησε:

–Ποιος είμαι;

Πήρε την απάντηση: «ο π. Σπυρίδων». Τότε ο άγιος είπε:

–Όχι, με ξέρεις, δε θες να πεις τ’ όνομά μου, κάθεσαι σπίτι μου: Άνοιξε η πόρτα και είδε τον Άγιο να βγαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες.

Το 1964, έπαθε από τις αμυγδαλές του. Πονούσε φοβερά κι έπεφτε στα νεφρά του πύο. Πολλές φορές τον πιάνανε ανυπόφοροι πόνοι στη Λειτουργία και μελάνιαζε ολόκληρος. Ποτέ όμως δεν έτυχε να διακόψει τη θεία Λειτουργία. Όσο και να υπέφερε, θα την τελείωνε. Το 1962 τον λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε στη Μονή έναν καλό μοναχό, τον Κύριλλο. Αυτός, που σήμερα είναι ο ηγούμενος της Μονής, παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα τελειωμό δεν είχαν.

Το 1967 τον βρήκανε άλλα. Έκανε πολύ δύσκολη εγχείρηση: βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Υπέφερε πολύ, δεν ήξερε τι έχει. Σε νοσοκομείο δεν ήθελε να πάει. Μελάνιαζε, κουλουριαζόταν και σφάδαζε από τους πόνους. Ο Κύριλλος τον έβρισκε σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορούσε να κινηθεί, σερνόταν. Για να πάει λίγο πιο πέρα, έπεφτε και σερνότανε με τα τέσσερα, μπρούμυτα. Έπαθε φοβερή κρίση και τον μεταφέρανε αναίσθητο στο νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί νομίσανε ότι πρόκειται για απλή σκωληκοειδίτιδα. Δέχτηκε με χίλια παρακάλια, γιατρών και κληρικών, να γίνει η εγχείρηση. Η δυσκολία του οφειλότανε στο ότι δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα και να δουν οι γιατροί το σώμα του. Το θεωρούσε άκρο εξευτελισμό:

–Θα γίνω θέατρο, πατέρες. Ουδέποτε άνθρωπος με είδε.

Και πράγματι, ήτανε τόσο καθαρός και πρόσεχε τόσο πολύ να μη βλέπει σώμα, ώστε ο ίδιος «ουδέποτε άπλωσε το χέρι του στο σώμα του», όπως έλεγε ο ηγούμενος και καλός γνώστης Νικόδημος. Ακόμη και τα νήπια που βάπτιζε, τόσα χρόνια, δεν τα κοίταζε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά και ομολογούσε με ιερή αφέλεια και καύχηση:

–Δεν είδα ποτέ μου πως είναι τα όργανα των παιδιών.

Του είπανε λοιπόν, ψέματα, ότι δε θα του βγάλουνε τα ρούχα, θα’καναν τάχα μόνο μια τρύπα στο αντερί. Έτσι δέχτηκε να γίνει η εγχείρηση. Τέσσερες του Οκτώβρη περίμενε στο μικρό θάλαμο για το χειρουργείο. Παρόντες ήταν αρχιμανδρίτες κληρικοί Πολύκαρπος, Νικόδημος, Βασίλειος και κάποιος ακόμα. Ο π. Ιάκωβος προσευχήθηκε πολύ και μεταξύ άλλων είπε, όπως τα διηγόταν:

–Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά… Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να είσαι εδώ… Και αν έρθεις, πέρνα σε παρακαλώ να πάρεις και τον όσιο Ιωάννη… Είναι στο δρόμο σου, θα στρίψεις ένα στενό δεξιά και θα τον βρεις.

Σε λίγα λεπτά, έλεγε με φωνή επίσημη, φτάσανε ο όσιος Δαβίδ (ιδρωμένος μάλιστα, γιατί του είχε ζητήσει να ’ρθει πολύ γρήγορα) και ο όσιος Ιωάννης. Στάθηκε στην πόρτα και χαιρετώντας του είπανε με λόγια και κινήσεις:

–Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ (χειρονομία) ο όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής (τονισμένο). Δε μας ζήτησες; ήρθαμε, μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά!

Αμέσως κατάλαβε ότι οι παριστάμενοι κληρικοί δεν χαιρέτισαν καν τους δύο Αγίους και διαμαρτυρήθηκε:

–Πατέρες, Δε σηκώνεστε; Δε χαιρετάτε;

Εκείνοι παραξενεύτηκαν και ο Νικόδημος έγινε πιο σαφής:

–Πάει, τα ’χασε ο Ιάκωβος…

Τον πήρανε στο χειρουργείο, τον νάρκωσαν κι έπειτα του βγάλανε ράσο, Αντερί κι εσώρουχα. Πριν τον πιάσει καλά η νάρκωση είδε ν’ανοίγει η πόρτα και να μπαίνουν οι δυο Άγιοι. Ο χειρούργος Σπ. Καλοχέρης τον άνοιξε κι έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήτανε απλή σκωληκοειδίτιδα, μα πολύπλοκη κι επικίνδυνη κατάσταση. Ο ασθενής θα ’πρεπε να είχε πεθάνει. Εκλογή δεν είχε. Αποφάσισε να ξεκινήσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Προέκυψε καλό. Πέτυχε η πολλαπλή εγχείρηση, επέστρεψε ο ασκητής στο κελί. Όποιος πήγαινε να τον ιδεί, του έλεγε «πόσο καλός χειρούργος είναι ο κύριος Καλοχέρης», για τον οποίο συγχρόνως προσευχότανε να έχει υγεία. Τότε, έχασε την υπομονή του ο Όσιος Ιωάννης και τη Νύχτα εμφανίστηκε θυμωμένος:

–Ιάκωβε, τι επαινείς συνέχεια το γιατρό; Εγώ σ’ έκανα καλά, εγώ είχα την εντολή να σε χειρουργήσω. Μόνος του ο γιατρός τι μπορούσε να κάνει;

Ο γιατρός Καλοχέρης, αφού περάσανε μερικές ημέρες, πήγε στο Μοναστήρι να ιδεί τον π. Ιάκωβο, στον οποίο και ομολόγησε ότι κατά την πολλαπλή εγχείρηση:

–Ένιωθα ότι το χέρι μου κάποιος το κατευθύνει και τώρα έχω την αίσθηση ότι δεν έκανα εγώ την εγχείρηση…

Η νυχθήμερη εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, του δημιούργησε επίσης άσχημη κατάσταση στα πόδια. Έκανε φλεβίτιδα εκτεταμένη. Πονούσε φρικτά και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Το 1974 τον πήγανε στο νοσοκομείο, το ΝΙΜΙΤΣ, για εγχείρηση. Δέχτηκε, γιατί ερμήνευσε τις δοκιμασίες των εγχειρήσεων ως ειδικό μέτρο του Θεού κι έλεγε:

–Επέτρεψε ο Θεός να πάω στα νοσοκομεία τόσες φορές και να κάνω εγχειρήσεις, για να ταπεινωθώ.

Ετούτη τη φορά έμεινε στο χειρουργείο έξι ώρες και πλέον. Ο χειρούργος Γ. Κορδέλλης χρειάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες τομές, διότι οι σάπιες φλέβες ήτανε πολλές.

Εκεί, στο θάλαμο του νοσοκομείου, κατά την ανάρρωση, του εμφανίστηκε η Θεοτόκος για να τον ενθαρρύνει, όπως διηγήθηκε στον επισκέπτη του και πνευματικό του τέκνο π. Παύλο Ιωάννου.

–Χθες, παιδί μου, σε κάποια στιγμή μπήκε κάποια κυρία, ντυμένη σα νοσοκόμα. Κρατούσε κι ένα παιδάκι στην αγκαλιά της. «Τι κάνεις, πάτερ μου», με ρώτησε. «Τι να κάνω, κυρία μου, άρρωστος είμαι και στεναχωριέμαι που έχω φύγει από το μοναστήρι μου». Εν τω μεταξύ, παιδί μου, διερωτήθηκα: «εδώ οι νοσοκόμες έχουνε και τα παιδιά τους στο νοσοκομείο»; Τότε εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά»: Τη ρώτησα «ποια είσθε σεις, κυρία μου»; Τότε πάλι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ειπεί τίποτε άλλο. Εγώ στράφηκα στον διπλανό ασθενή, να τον ρωτήσω, μήπως ήξερε ποια ήτανε αυτή η κυρία. Κι αυτός, γεμάτος απορία: «για ποια κυρία μιλάτε»; Τότε γύρισα και δεν είδα κανέναν. Και κατάλαβα, παιδί μου, ότι ήταν η Παναγία μας.

Επέστρεψε στο Μοναστήρι, αλλά πλέον χειρωνακτικά δεν μπορούσε να εργαστεί πολύ. Πολλές ώρες της ημέρας στεκότανε γονατιστός κι εξομολογούσε. Διότι τις περισσότερες εξομολογήσεις τις δεχότανε, μέχρι το τέλος της ζωής του, γονατιστός.

Σ’ αυτά όλα να προσθέσει κανείς τους φοβερούς ιλίγγους από σύνδρομο αυχενικό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, ν’ αντέξει τους ιλίγγους και τον πόνο των ποδιών, προσευχόταν στην Παναγία πολύ και στον όσιο Δαβίδ. Έκαναν το θαύμα τους κι έτσι τελείωνε τη Λειτουργία. Κατόπιν άρχιζαν πάλι. Τα ίδια με το ουροποιητικό σύστημα και το πεπτικό. Σε κακό χάλι ήταν πάντα.

 

Στην Ηγουμενία

Από το 1970 ιδιαίτερα η ακτινοβολία του ιερομονάχου Ιακώβου υπήρξε ευθέως ανάλογη προς τα βάσανά του. Χωρίς τέλος τα βάσανα, χωρίς όρια και η ακτινοβολία.

Μιλούσανε γι’αυτόν όχι μόνο στην περιοχή μα και σ’ όλη την Εύβοια. Στην Αττική και την πρωτεύουσα τον γνωρίζανε πολλοί και πηγαίνανε να τον ιδούν, να τον ακούσουν, να εξομολογηθούν. Όταν όμως λίγο αργότερα, το 1972, προέκυψε θέμα νέου ηγουμένου, δεν κρίθηκε κατάλληλος από τον τότε μητροπολίτη Χαλκίδας Νικόλαο.

Περάσανε τρία χρόνια. Υπακοή απόλυτη ο μεγάλος μας ασκητής και στο νέο ηγούμενο, το νεαρό τότε ιερομόναχο Χριστόδουλο, ηγούμενον τώρα της μεγάλης αγιορειτικής μονής του Κουτλουμουσίου. Είχε τόσες αρετές και του έδωσε ο Θεός τόσα έκτατα χαρίσματα, ώστε δε δυσκολεύτηκε να υποταχτεί στο νεαρό ηγούμενο. Αντίθετα, τον αγαπούσε πολύ –άλλωστε τον ήξερε από μικρό παιδάκι και τον εξομολογούσε.

Στα τρία χρόνια δημιουργήθηκε πάλι θέμα ηγουμενίας. Ο νέος μητροπολίτης Χρυσόστομος προσέβλεψε τότε πολύ σωστά στον π. Ιάκωβο, που δίσταζε κι έδειχνε απροθυμία. Υπέκυψε τελικά και από τις 25 Ιουνίου του 1975 τέθηκε «επί την λυχνίαν»,έγινε Ηγούμενος.

Νέες ευθύνες, πολλά τα βάσανα, μεγαλύτερη ακτινοβολία. Η ανακαίνιση της Μονής, που είχε ήδη αρχίσει επί Νικοδήμου με δύναμη κινητήρια τον Ιάκωβο, τώρα προχώρησε αλματικά. Φρόντιζε και τη Μονή και όλη την περιοχή. Γι’αυτό, στα φοβερά χρόνια 1978/9, που καήκανε πάμπολλα δάση στην Ελλάδα, έβγαινε τα μεσάνυχτα έξω από τη Μονή, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τους μοναχούς, κι έκανε συνεχώς Παρακλήσεις, να γλιτώσει ο τόπος από την κατάρα των πυρκαγιών. Περισσότερο από τα κτίρια –που τα ήθελε καλά και στέρεα, μα πολύ απλά, καλογερικά– νοιαζότανε για την εσωτερική ζωή του κοινοβίου. Αυτή κυρίως τον πονούσε. Τρεις όλοι κι όλοι οι μοναχοί. Παρά την ακτινοβολία του, παρά τα θαύματα που έκανε, δεν έβλεπε νέους μοναχούς. Πολλοί νέοι υποψήφιοι μοναχοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν εδώ, μα πήγαν αλλού και μόνασαν.

Ένας νεαρός Ηγούμενος, που πήγε την εποχή εκείνη να τον γνωρίσει και να τον συμβουλευτεί, τον ρώτησε:

–Πως, γέροντα, και δεν έχεις περισσότερους μοναχούς, αφού τόσοι ενδιαφερόμενοι περνούν από σένα;

Και ο γέροντας χωρίς δυσκολία, είπε:

–Φαίνεται, πάτερ, καλά ξέρω μόνο τα πρώτα γράμματα, τα βαθιά δεν τα ξέρω…

Και πράγματι, περάσανε 12 χρόνια για να δει νέο μοναχό.Περίμενε μέχρι το 1987. Αλλ’ αυτό δεν οφειλόταν στο ότι δεν ήξερε «τα βαθιά γράμματα». Ένας χαρισματούχος, ένας θεόπτης, στον οποίο καταφεύγανε για συμβουλές πάμπολλοι μοναχοί από διάφορα μοναστήρια, τα ξέρει καλά τα «γράμματα» του μοναχισμού, το πώς εισάγει ο γέροντας τον υποψήφιο στο πνεύμα και στο πλαίσιο του μοναχισμού. Αλλού βρισκόταν η αιτία –ή μάλλον οι αιτίες– και είναι δύσκολο να ερευνηθούν η διάκριση του γέροντα Ιακώβου και η κρίση του Θεού επί του προκειμένου. Γι’ αυτό ας αφήσουμε το ζήτημα τούτο.

Λίγοι λοιπόν οι μοναχοί, αλλά οι Ακολουθίες γινόσανε κανονικά, οι αρετές του μοναχισμού φαινόσανε και στα πρόσωπα. Κι ένα μεσημέρι ο Σατανάς το ’δειξε με το δικό του τρόπο στον Ηγούμενο. Με κλειστή πόρτα φάνηκε ξαφνικά στην αυλή μια δύστυχη άσκημη γριά με χαλκά στη μύτη. Ο γέροντας:

–Έλα να προσκυνήσεις, πού θ’ έρχεσαι; Κάτσε να ξεκουραστείς μια μέρα.

Και η γριά:

–Τι λες, εδώ δεν κάθομαι ούτε μισή ώρα, εδώ λειτουργάτε κάθε μέρα, προσευχόσαστε… πάω στο (τάδε μοναστήρι) θ’ανακατώσω καμιά βδομάδα κι έπειτα θα πάω αλλού.

–«"Μήπως είσαι ο Σατανάς; και προτείνει ο Ηγούμενος τον ξύλινο Σταυρό καταπάνω της. Ο Σατανάς με τη μορφή της γριάς εξαφανίστηκε αμέσως, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Την άλλη μέρα, μέσα στο κελί του, την ώρα που ετοιμαζότανε ν’ αρχίσει την πολύωρη προσευχή κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό, ένας τρομακτικός σκελετός φάνηκε μπροστά του. Ξεκρέμασε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, την πρότεινε καταπάνω του κι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε πολλές φορές. Άλλοτε ο Σατανάς πήρε τη μορφή απαίσιου μεγαλόσωμου τράγου και πήγε να χτυπήσει το γέροντα καταπρόσωπο.

Είχε όμως κι άλλο τρόπο να ενεργεί ο Σατανάς, πολύ πιο αποτελεσματικό. Έβαζε ανθρώπους να καταπατούν τα πολύ λίγα χωράφια του μοναστηριού ή να το αδικούν αλλιώς. Έτσι και τη φορά τούτη. Ο γέροντας λιγοψύχησε. Το κατάλαβε ο Σατανάς, εμφανίστηκε και του είπε:

–Εγώ σ’τα κάνω ρε… να σε σκάσω, δε θα σ’αφήσω να ησυχάσεις, αύριο θα πάρεις κι ένα χαρτί. Την άλλη μέρα πράγματι του ήρθε κλήση για δικαστήριο. Έχασε το κουράγιο του ο γέροντας. Τον βρήκε η ανηψιά του Μαρία σε κακό χάλι. Άδικα προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Κατεβήκανε από το κελί, να πάνε στην κουζίνα για ένα καφέ. Περνώντας από την κεντρική πόρτα του ναού, ο γέροντας έστριψε δεξά και μπήκε στο ναό. Ακολούθησε απορημένη και η Μαρία, που στάθηκε στο παγκάρι. Εκείνος προχώρησε ίσια στο τέμπλο, στην εικόνα του οσίου Δαβίδ. Εκεί άκουσε η Μαρία τα εξής:

–Τι κάθεσαι, άγιε μου Δαβίδ. Εσύ κάθεσαι στην εικόνα κι αφήνεις τον Ιάκωβο να τα βγάλει πέρα… Ο Ιάκωβος τελείωσε, δεν μπορεί τίποτα, Δε σου κάνει τίποτα άλλο, κατέβα και κανόνισέ τα…

Είπε κι άλλα ο γέροντας με το ίδιο αυστηρό ύφος, αλλά η Μαρία φοβήθηκε, βγήκε, δεν άκουσε τα υπόλοιπα.

"Αυτός είχε μέγα προορατικό… το έκρυβε για να μη δοξάζεται”.

Αυτοί μάλιστα που πρωτοεπισκεπτόσανε τη Μονή δοκίμαζαν κάποτε κάποτε κι ένα σοκ. Φτάνοντας άγνωστοι, τους καλούσε με τ’ όνομά τους ή τους έλεγε τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέχρι να φτάσουνε στη Μονή. Παραταύτα, με το προορατικό χάρισμα ήτανε πολύ προσεκτικός. Ενώ γνώριζε τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του, δεν του το έλεγε. Φυλάκιζε το προορατικό του χάρισμα. Και όπως είπε, ημέρες μετά την κοίμηση του π. Ιάκωβου, σπουδαίος και μακαριστός αββάς ο π. Πορφύριος:

–Αυτός (= ο π. Ιάκωβος) είχε μέγα προορατικό χάρισμα, το οποίο έκρυβε επιμελώς για να μη δοξάζεται. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας.

Και σ’αυτήν όμως την περίπτωση δεν του ’λειπε η διάκριση, κάθε άλλο. Το 1979 ήρθαν οι καθηγητές ενός Λυκείου, χωρίς να έχουν ειδοποιήσει σχετικά. Αυτοί μεταξύ τους είχανε πολλά προβλήματα και ένεκα τούτων πήγανε στο γέροντα. Όταν καθήσανε για καφέ, ήρθε και ο γέροντας, που άρχισε να τους λέει διάφορα πράγματα και συγκεκριμένες συμβουλές, που αποτελούσαν λύση στα αντίστοιχα προβλήματα των καθηγητών, οι οποίοι φυσικά μείνανε εμβρόντητοι. Συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί κανείς τους δε μιλούσε μπροστά σε όλους για τα προβλήματα εκείνα.

Το ίδιο έκανε, όταν έκρινε σκόπιμο, σε εξομολογουμένους. Μη προοδευμένοι, διστακτικοί, ντροπαλοί, άμαθοι, μπαίνανε για εξομολόγηση. Εκείνος γονάτιζε και άρχιζε με τρόπο να λέει τους πειρασμούς, τις αμαρτίες, τις πτώσεις, τους λογισμούς του επίσης γονατιστού εξομολογουμένου, στον οποίο με αγάπη και θωπευτική αυστηρότητα συνιστούσε τα πρέποντα πνευματικά φάρμακα. Το λένε πολλοί, ακόμα και μοναχοί:

–Εγώ στην εξομολόγηση δεν του είπα τίποτα. Ο γέροντας τα έλεγε, κι εγώ κούναγα κάθε φορά το κεφάλι.

Κι ενώ δεν είχε πάει ούτε στην πρώτη Γυμνασίου και αγνοούσε ψυχολογία και παιδαγωγική, προσαρμοζόταν εύκολα στο επίπεδο του συζητητή και του εξομολογουμένου.

Ο γεωργός τον ένιωθε δικό του, το ίδιο και ο υπάλληλος. Επίσης ο καθηγητής Πανεπιστημίου και ο αεροπαγίτης όχι μόνο δεν είχε δυσκολία μαζί του, μα του δημιουργούσε το αίσθημα ότι ο γέροντας βρισκότανε με τις κουβέντες που έλεγε στο επίπεδό του. Δεν υπήρξε καθόλου τυχαίο ότι πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίων και ανώτατοι δικαστικοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν ενώπιόν του. Το ίδιο πάμπολλοι κληρικοί, εξομολόγοι και οι ίδιοι. Επίσκοποι και Πατριάρχης σκύψανε κι εξομολογήθηκαν στον χωρίς πτυχία γέροντα Ιάκωβο. Και όλοι φύγανε αναπαυμένοι, παρηγορημένοι, με νέο κουράγιο για πνευματικό αγώνα.

Άλλωστε, είχε τόση λαχτάρα να βλέπει τους ανθρώπους να προσέρχονται στη θεία Ευχαριστία, που, μόλις διέκρινε ειλικρινή μετάνοια, δεν έβαζε σκληρούς κανόνες. Έδειχνε μεγάλη συγκατάβαση κι επιείκεια στους εξομολογουμένους. Όμως, δεν μπορούσε να παραβλέψει και βασικές αρχές. Έτσι, το 1987, δεν επέτρεψε σε μία κοπέλα να κοινωνήσει. Εκείνη επισκέφτηκε κάποιον επίσκοπο, που της είπε να κοινωνήσει. Δυο φορές όμως που η κοπέλα προσήλθε στη θεία Ευχαριστία, διαπίστωσε κάτι περίεργο: στο στόμα της, με τη λαβίδα, δεν έμπαινε τίποτα. Τρόμαξε, μετανόησε κι έσπευσε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.

Κάτι ανάλογο, καθώς διηγήθηκε ο ίδιος ο π. Ιάκωβος, συνέβη μ’ένα δημοσιογράφο, που θέλησε να κοινωνήσει χωρίς να πρέπει:

–Την ώρα που πήγα να τον κοινωνήσω δίστασα… άγιέ μου Δαβίδ… και περνά από την αγία λαβίδα μια χρυσή λάμψη πάνω από το κεφάλι μου και πάει στην αγία Τράπεζα…

Η λάμψη αυτή, την οποία «είδε, έλεγε, μοναχός, αρετής άνθρωπος», σήμαινε ότι το άγιο Πνεύμα δεν άφησε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να πάει σε ακάθαρτον άνθρωπο. Το πρόσωπο του οποίου μάλιστα έδειχνε με μια μαυρίλα, ότι κάποια σχέση είχε με μάγια, καθώς εξηγούσε ο π. Ιάκωβος.

Η διάκρισή του ήτανε τόσο μεγάλη που και πνευματικοί άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τη στάση του. Όταν του είπε το πνευματικό του τέκνο ότι αυτή την άσκηση την έκανε γιατί την διάβασε στο Βίο του τάδε Αγίου, ο γέροντας εξήγησε ότι αυτά δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο απ’ όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις περιστάσεις. Χρειάζεται διάκριση:

–Οι άγιοι έκαναν το καθετί με διάκριση.

Το Ηγουμενείο και το ταγάρι που δεν άδειαζε.

Κάποιοι, τρία χρόνια μετά, τον προτρέπανε να φτιάξει ένα καλό Ηγουμενείο, γιατί λείπει στη Μονή. Και τους ξένους, από διάκο μέχρι πατριάρχη κι από κλητήρα μέχρι υπουργό, συνήθως τους δεχότανε σε μια στενή, απέριττη και χωριάτικη τραπεζαρία, εκεί που τρώγανε και τρώνε οι μοναχοί. Ένα δωμάτιο με λίγες καλές καρέκλες επάνω, είναι κι αυτό ανεπαρκές. Δεν του άρεσε η ιδέα του μεγάλου Ηγουμενείου και, όταν τον πίεσαν, τα είπε κάπως αυστηρά:

–Άκουσε. Εγώ ούτε ηγουμενεία ζήλεψα, ούτε δόξα ζήλεψα, ούτε κτίρια, ούτε τιμές. Ζήλεψα τον παράδεισο! Ο άγιος Δαβίδ, που ζούσε στα σπήλαια και στις ερήμους και δεν είχε αυτά, τι έκανε; Με την απλότητα και την ταπείνωση κέρδισε τον παράδεισο. Διάβασες σε κανένα Βίο αγίων ότι φτιάξανε το τάδε ηγουμενείο, το τάδε κτήριο και κερδίσανε τον παράδεισο; Αλλά έκαναν θυσίες, προσευχές, νηστείες, χαμαικοιτίες και τέτοια. Είχαν αρετές, μ’αυτές κερδίσανε τον παράδεισο. Εγώ θέλω τουλάχιστον μια γωνία στον παράδεισο, σε μια άκρη…

Και όμως χρήματα θά’βρισκε για το Ηγουμενείο… Το ταγαράκι στεκότανε πάντα στη θέση του, πάντα γεμάτο:

–Έρχονται, έλεγε, οι φτωχοί μου και λέω και τους δίνω. Και κείνο δεν αδειάζει. Γυρίζω και το βρίσκω ξεχειλισμένο.

Για να μην ξεχνάει τις πολλές περιπτώσεις, που έκρινε ότι πρέπει να στέλνει χρήματα, είχε καταλόγους. Τους βρήκαμε στο κελάκι του μακαριστού γέροντα. Κι επειδή χρειάζονταν μεγάλα χρηματικά ποσά, έλεγε σε προσκυνητές, ευκατάστατους, με τρόπο γενικό:

–Τα χρήματα δεν τα δίνει ο Θεός όλα για τον εαυτό μας.

Και το θαυμαστό ήτανε ότι το ταγαράκι τις περισσότερες φορές γέμιζε χωρίς ο ίδιος να βάζει μέσα κάτι, Δεν μπορούσε μάλιστα να το βλέπει γεμάτο. Ήξερε πολύ καλά ότι για να γεμίζει μόνο του, εκείνος πρέπει να δίνει.

Φώναξε μια μέρα τον π. Π. και του έδινε πολλά χρήματα για κάποιον που έκανε εγχειρήσεις στο εξωτερικό. Ο π. Π. υπενθύμισε ότι «πριν λίγες ημέρες δώσαμε» και ότι ακόμα είναι νωρίς για νέα προσφορά.

–Αυτά που στείλαμε τελείωσαν. Ξέρω εγώ τι σου λέω. Το σακούλι μου πάλι γέμισε. Τι να τα κάνω; Πέντε δίνω, πενήντα έρχονται…

Εκβάλει δαιμόνια και καθυβρίζεται από αυτά.

 

Από νωρίς, από τότε που οι δαίμονες τον χτυπούσαν και τον άφηναν αναίσθητο, άρχισε να του παρέχεται κι ένα άλλο χάρισμα. Να εκβάλλει δαιμόνια από ανθρώπους. Παλιά η μεθοδεία του Σατανά. Ταλαιπωρεί αφάνταστα και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε απαίσιο τυφλό του όργανο. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 φέρνανε συχνά δαιμονισμένους στη Μονή, για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του οσίου Δαβίδ.

Στις 13 του Σεπτέμβρη, το 1987, δαιμόνιο ενόχλησε το Γιώργο Λ., ένα παληκάρι 22 ετών. Κάθε μέρα και η κατάστασή του χειροτέρευε. Τον Οκτώβρη η μητέρα του και ο αδερφός του φέρανε το Γιώργο στη Μονή. Παρακάλεσαν τον π. Ιάκωβο να προσευχηθεί και να διαβάσει εξορκισμούς. Μπροστά στο ναό το δαιμόνιο αντέδρασε φοβερά. Έβριζε κι αισχρολογούσε, χειρονομούσε και απειλούσε. Μέσα στο ναό συνέχισε πιο έντονα την αντίδραση. Άνοιξε τη λειψανοθήκη ο π. Ιάκωβος, κατέβασε την κάρα του οσίου και άρχισε να διαβάζει εξορκισμούς. Τότε, από τη μητέρα, που κι αυτή μπήκε στο ναό, ακούστηκε μια κραυγή:

–Θεέ μου, τι βλέπουν τα μάτια μου, ας γίνει καλά το παιδί μου! Τελειώνοντας οι εξορκισμοί, ο Γιώργος ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο και ηρέμησε. Η μητέρα του, μόλις βγήκε από το ναό, εξήγησε σε μοναχό πως είδε τον π. Ιάκωβο όταν εκείνη έβγαζε τη φωνή. Τον είδε είπε, όσο διάβαζε τους εξορκισμούς, υψωμένον περίπου μισό μέτρο πάνω από τη γη και να πατάει σ’ ένα μαύρο νάνο με κέρατα και ουρά (στο δαιμόνιο).

Στη Μονή έφερναν δαιμονισμένους, έφερναν και ψυχοπαθείς, με διαφόρων βαθμών και τύπων σχιζοφρένειες. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολο να διακρίνει κανείς πότε ο δυστυχής άνθρωπος πάσχει από σχιζοφρένεια και πότε κατέχεται από δαιμόνιο. Ο π. Ιάκωβος είχε το χάρισμα να διακρίνει και ανάλογα με την περίπτωση, έλεγε:

–Αυτός (ο ψυχοπαθής) πρέπει να πάει στο γιατρό.

–Αυτός, παιδί μου, έχει δαιμόνιο (άρα χρειαζόταν εξορκισμούς).

Πολλοί παρακολουθούσανε τους εξορκισμούς αυτούς και κάποιοι καταγράψανε διαλόγους μεταξύ του π. Ιακώβου και των δαιμόνων. Οι δαίμονες μιλούσανε με το στόμα των δαιμονισμένων, που βρίζανε άσχημα και συχνά, ως δαίμονες, δείχνανε γνώση πραγμάτων, που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι. Η δαιμονισμένη Παναγιώτα χτυπιόταν και δεν ήθελε να πάει στον π. Ιάκωβο, τον οποίο έλεγε ότι θα τον τυφλώσει τη νύχτα, να μην μπορεί να διαβάζει. Το πρωί ο γέροντας τη ρώτησε το όνομά της και αυτή απάντησε: Οσμάν. Άλλη μία δαιμονισμένη απάντησε ότι τη λένε Βελιάρ. Τότε ο γέροντας:

–Εσύ, Βελιάρ, και ο πατέρας σου είστε ψεύτες. Βεελζεβούλ ο πατέρας σου.

Εκείνη βεβαίωσε:

–Ναι, έτσι λέγεται και μου δίνει ξύλο για να κάνω κακό, δεν αντέχω άλλο.

–Τώρα –επιτάσσει ο γέροντας– θέλω να φύγεις από την Παναγιώτα.

–Να φύγω –προλαβαίνει η Παναγιώτα– να φύγω, παλιόγερε κοκαλιάρη.

–Να πας στα όρη –συνεχίζει ο γέροντας.

Και η Παναγιώτα με παράπονο κι επιμονή:

–Να μην πάω στα όρη, να πάω σε άνθρωπο…

Ο γέροντας βάζει την κάρα του Οσίου στο κεφάλι της.

–Μου σπας τα κέρατα… Σε πολεμάω εξήντα πέντε χρόνια. Δεν μπορώ να σε ρίξω σε κάποια αμαρτία, να σε πάω στην κόλαση. Να εύχεσθε σ’αυτόν το Γέρο (=τον όσιο Δαβίδ), αλλιώς θα σας είχα λιώσει…

Έπειτα το δαιμόνιο άλλαξε τακτική και φώναζε στο γέροντα:

–Είσαι άγιος… Έχετε άγιο εδώ και δεν το καταλάβατε.

Ο γέροντας αποστόμωνε αμέσως:

–Τα λες να με παρασύρεις, αμ’ δε σ’ακούω… γη και σποδός είμαι… εγώ είμαι ταπεινός…

Το δαιμόνιο ήξερε καλά, ομολογούσε και αντιδρούσε:

–Αυτή η ταπείνωση, ρε κερατά, με καίει… φύγε ρε…

Την ίδια εποχή, πήγανε οι γονείς στην Μονή την κόρη τους, που δεν έμπαινε στο ναό. Βγήκε ο γέροντας με την κάρα του Οσίου, οπότε η δαιμονισμένη ξέσπασε:

–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε φοβερά η κοπέλα). Είμαι κοσμοκράτωρ (φώναζε με το στόμα της ο δαίμονας). Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου… Εκείνο που ήθελα το’κανα, τους παπάδες τους κούρεψα…

Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι× σας φυλάει ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε). Ν’απελπιστείς, πες ότι είσαι άγιος να σε κολάσω.

Επεμβαίνει ο γέροντας:

–Δεν είμαι άγιος, αλλά ο Κύριος είπε: «άγιοι γίνεσθε». Ότι μπορώ κάνω, είμαι άνθρωπος χοϊκός.

Με νέα αγανάκτηση η δαιμονισμένη:

–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό× αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…

Άλλος δαιμονισμένος πληροφόρησε με καύχηση:

–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.

Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».

Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Τότε αυτή με θυμό:

–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί;

Δυο παληκάρια φέρανε από τη Βέροια τη δαιμονισμένη μητέρα τους. Συνέβη να είναι στη Μονή και ο μητροπολίτης Σάμου. Τη μια στιγμή φερόταν ήρεμα κι έλεγε περιπαιχτικά:

–Κοκαλιάρη Ιάκωβε… Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Ο κόσμος σε τιμάει για άγιο.

Με υψωμένη φωνή έλεγε και ξανάλεγε ο γέροντας:

–Χοϊκός, αμαρτωλός άνθρωπος, είμαι.

Μετά από λίγο γινόταν επιθετική και με τα νύχια τραυμάτιζε στο πρόσωπο πολλούς. Το ίδιο προσπάθησε και για το γέροντα, που τη σταμάτησε με την κάρα του Οσίου.

Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:

–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).

Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις δαιμονισμένων ο γέροντας διάβαζε τους εξορκισμούς, έχοντας την κάρα του Οσίου. Έτσι προστάτευε και τον εαυτό του ενώπιον των ανθρώπων. Δε θα μπορούσανε να ειπούν ότι τους δαίμονες εκβάλλει ο ίδιος ο γέροντας, εφόσον πρόβαλλε πάντα τον Όσιο Δαβίδ ως ενεργούντα.

Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου, παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου ή σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν ή βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.

Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα. Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:

–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’εμένα!

Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο, τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και μπορεί να καταργηθεί. Κι εφόσον με το θαύμα του Οσίου καταργείται ενδεικτικά –στην περίπτωση εκδίωξης δαιμόνων από ανθρώπους– σημαίνει ότι ο Όσιος βιώνει τη βασιλεία αυτής στον κόσμο. Άρα η βασιλεία του Θεού και υπάρχει και μπορεί να πραγματώνεται καθημερινά, έστω και μερικά.

Θέα του παραδείσου.

Δεν του λείψανε του γέροντα και άλλου είδους δωρεές. Είχε μικρή γεύση του παραδείσου με θέα φυσικών καλλονών και εσωτερική ευφροσύνη. Αυτό έγινε, μάλλον για πρώτη φορά, το 1989. Τον παίδευε λογισμός και ζητούσε από το Θεό να καταλάβει τη σημασία του Κυριακού λόγου «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν». Ο Θεός του απάντησε και, μέσα στο κελί, σταυροπόδι και με σταυρωμένα τα χέρια, διηγήθηκε με άφατη αγαλλίαση και συνοπτικά στον Δ. Τ.:

–Χθες, κύριε Δημήτρη μου, έβλεπα ότι ήμουνα στους ουρανούς, σ’ ένα ωραίο κήπο. Και υπήρχανε βιολέτες διαφόρων χρωμάτων και διάφορα άνθη. Εκεί βρισκόμουν μετέωρος, δεν πάταγα. Και ήταν ένας άλλος μοναχός με ράσο, που μου έδειχνε ωραία σπιτάκια και μού ’λεγε «προχώρα Ιάκωβε». Μα πώς να προχωρήσω, δεν έχει δρόμο, θα πατήσω τα λουλούδια, θα τα χαλάσω. Ένας άλλος με ράσο μου είπε× «μη φοβάσαι, αυτά τα λουλούδια δεν χαλάνε, προχώρα». Προχωρούσα, τα λουλούδια δε χαλούσανε!

Η φωνή του, λέει ο Δ. Τ., ήταν αλλιώτικη, το πρόσωπό του ήταν όλο ειρήνη και δοξολογία, με κείνο το αλησμόνητο ιλαρό χαμόγελο. Τέτοιες θείες εμπειρίες του χαρίστηκαν πολλές, όσο πλησίαζε το τέλος της φθαρτής του ζωής. Κι ενώπιόν τους αψηφούσε κάθε ανθρώπινη απόλαυση… και την πιο αυτονόητη, την πιο ακίνδυνη. Του πήγε ο Λ. από ευγνωμοσύνη και του ’βαλε χαλάκι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Πληγιάζανε πλέον και πονούσανε τα γόνατά του, τόσες ώρες που στεκόταν εκεί γονατιστός, Μόλις το είδε ο γέροντας θύμωσε και το ’βγαλε έξω:

–Εγώ είμαι καλόγερος! 40 χρόνια ο Ιάκωβος… και τώρα θα βάλει χαλί;

Τριήμερη πλημμύρα ευωδίας.

Νέος μοναχός ο Ν. και ζούσε κάτω από τις φτερούγες του γέροντα. Οι μοναχοί όλοι πρέπει να έχουνε απόλυτη εμπιστοσύνη στο γέροντά τους και αφοσίωση. Και του είχανε πράγματι. Μα λίγη παρηγορία πάντα ενισχύει και τον πιο τέλειο. Ο Ν. ευτύχησε να την έχει σχεδόν καταιγιστικά για τρεις συνεχείς ημέρες.

Ήτανε Κυριακή απόγευμα, 17 Ιουνίου του 1990, κι έπρεπε να τακτοποιήσει την αποθήκη τροφίμων. Αυτό έκανε όταν άνοιξε η πόρτα και απρόσμενα μπήκε ο γέροντας. Ο Ν. έβαλε μετάνοια και πήρε την ευχή του γέροντα. Μα την ίδια στιγμή σ’ όλη την αποθήκη απλώθηκε άρρητη ευωδία. Έκπληκτος ο μοναχός, στρέφει ερευνητικά να εξηγήσει… μα είχε ήδη χαθεί και ο γέροντας. Ήτανε η πρώτη φορά που έζησε κάτι τέτοιο ο μοναχός και γέμισε ο νους του ερωτηματικά.

 

Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στην τράπεζα, παρόντες μόνο οι πατέρες, πήγε και ο γέροντας. Σε κάποια στιγμή ο Ν. πλημμύρισε από ευωδία, που είχε διάρκεια κι ένταση. Αυθόρμητα ρώτησε: «πατέρες, νιώθετε μήπως όμορφη ευωδία»; Όλοι τον κοίταξαν παράξενα και του είπαν «όχι». Ασυναίσθητα τότε, έριξε κλεφτή ματιά στο γέροντα και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια χαμηλά, Σα να είχε κάνει ζημιά.

Την επομένη, τη Δευτέρα δηλαδή, διαβάσανε –όπως κάνανε συνήθως– το Απόδειπνο στο κελί του γέροντα. Στο τέλος, έσκυψε με τη σειρά του και ο Ν. να πάρει την ευχή του γέροντα. Βγήκε όμως από το χέρι του γέροντα έντονη ευωδία. Ρώτησε τους άλλους αν ένιωσαν κάτι τέτοιο και του είπαν «όχι».

Με την τρίτη αυτή φορά ο Ν. φοβήθηκε μήπως πρόκειται για ενέργεια του Σατανά. Σκεφτότανε να ρωτήσει το γέροντα, μα δεν ήξερε πώς να ρωτήσει. Την άλλη μέρα, Τρίτη, ζήτησε από το γέροντα να του πλύνει ένα μικρό μουσαμαδάκι, στο οποίο έβαζε τα μελανιασμένα πόδια του για κάποια εντριβή ή για να τα εξετάσει ο γιατρός. Ήτανε όμως καθαρό, κι ο γέροντας δεν ήθελε. Ο Ν. επέμενε, ο γέροντας υποχώρησε, το πήρε και πήγαινε στην κεντρική βρύση να το πλύνει. Προχωρώντας, σκέφτηκε με συγκίνηση ότι στο μουσαμά εκείνο ακουμπάνε «τα πονεμένα και ταλαιπωρημένα πόδια του άγιου γέροντά μου». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του και να φτάσει στη βρύση και γέμισε δυνατή ευωδία. Του ερχότανε στο πρόσωπο σαν δυνατός χειμωνιάτικος άνεμος, που όμως δεν ήτανε κρύος. Τώρα συγκινήθηκε πολύ, αναστατώθηκε, σχεδόν έκλαιγε. Γύρισε στο κελί του γέροντα και του εξήγησε τι αισθάνθηκε τρεις ημέρες τώρα: «Είναι από το Θεό, γέροντα; … Είσαι άγιος, γέροντα…!». Δεν τελείωσε, γιατί τον σταμάτησε ο γέροντας και με πολλή σοβαρότητα, χαμηλώνοντας και το βλέμα:

–Παιδί μου, εμείς θα κάνουμε το Σταυρό μας… ό,τι πει ο Θεός, παιδί μου.

Το τέλος εγγύς, αλλά.. «μη μου χαλάτε την άσκησή μου».

Ο χειμώνας του 1990/1991 πέρασε μαρτυρικά. Υπέφερε φοβερά εκεί στα βουνά, με κρύο και υγρασίες. Έβγαινε λιγότερο από το κελί. Σπάνια μπορούσε να κατέβει στην τράπεζα. Και όταν έβγαινε, έπρεπε να επιστρέφει γρήγορα, διότι ούτε τα πόδια τον κρατούσαν, ούτε η καρδιά του το επέτρεπε. Κάθε τόσο ένα σφίξιμο στο στήθος τον έπνιγε… Τη νύχτα, μα και την ημέρα, πάθαινε κρίσεις. Περνούσανε με τη βοήθεια του Θεού… μα όλο και δυσκολότερα. Και κάθε τόσο έπρεπε να παίρνει τα φάρμακά του… Τα φάρμακα όμως, για να μη βλάπτουν το στομάχι, θέλουνε και φαγητό, καλό φαγητό. Σ’ αυτό αντιδρούσε ο γέροντας. Αντέδρασε όμως και το στομάχι, που εξασθένησε αφάνταστα και τον ταλαιπωρούσε πια με το παραμικρό.

Τα έβλεπαν οι πατέρες της Μονής, στενοχωριόσανε, δεν ξέρανε πώς να βοηθήσουν. Οι γιατροί επιμένανε να μην κουράζεται, να μην εξομολογεί, να μη λειτουργεί, και να τρώει καλά για τα φάρμακα. Όμως, ούτε τα ιερά του έργα μπορούσε ν’αφήσει, ούτε την άσκησή του να λιγοστέψει. Του ήταν αδιανόητο, Νήστεψε αυστηρά από το τέλος Φεβρουαρίου και όλο το Μάρτιο… Μεγάλη Σαρακοστή. Εξαντλήθηκε επικίνδυνα. Το στομάχι με τα φάρμακα πονούσε πολύ. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 1η Απριλίου, οι πατέρες το διακινδύνεψαν. Δεν μπορούσε πια να βγει. Στο κελί του πήγανε λίγα φασόλια με δυο σταγόνες λάδι. Μόλις το κατάλαβε στεναχωρήθηκε αφάνταστα. Μελαγχόλησε. Δεν τα έφαγε και διαμαρτυρήθηκε:

–Μη μου χαλάτε την άσκησή μου!

Για τέσσερες ημέρες δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, παρά την κατάστασή του. Τη Μεγάλη Πέμπτη μόνο, μετά τη Λειτουργία, έφαγε κάτι. Μα γιόρτασε την Ανάσταση του Κυρίου με απερίγραπτη εσωτερική λαμπρότητα. Του χαρίστηκαν ηδύτατες πνευματικές εμπειρίες, είδε κι έζησε θαυμαστά… το έβλεπε κανείς στο απαστράπτον ιλαρό του πρόσωπο… χαρά ουράνια, φως θριάμβου, ειρήνη ακατάλυτη… καθρέφτης παραδείσου το πρόσωπό του!

Όλους τους μήνες που ακολούθησαν, συμπορεύτηκαν στο γέροντα οι μακάριες θείες εμπειρίες και το σωματικό μαρτύριο. Και όχι μόνο. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους πραγματική άμιλα, που την παρακολουθούσαν οι πατέρες.

Αυξάνονταν οι θείες εμπειρίες και τα χαρίσματα; μεγάλωσαν οι πόνοι, πύκνωναν τα μικροεμφράγματα. Πλήθαιναν οι θεραπευόμενοι με τις προσευχές του; δυνάμωναν οι ασθένειές του και οι πειρασμοί στη Μονή.

Τους μήνες αυτούς διέθετε περισσότερες ώρες για νοερά προσευχή. Έλεγε σιωπηλά μα συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό». Άλλοτε γονατιστός, ακουμπώντας το δεξί του αγκώνα στο ξύλινο ερμάρι, άλλοτε ξαπλωμένος –όταν ήτανε απόλυτη ανάγκη– και άλλοτε γονατιστός, ενώπιον του Εσταυρωμένου, με πετραχήλι. Δε φαίνεται να μίλησε κάποτε για τη νοερά του προσευχή. Δεν εξήγησε, δεν πληροφόρησε. Ίσως δεν τον πίεσε κανείς να μιλήσει σχετικά , για το πώς της προσευχής αυτής, για το τι συμβαίνει σ' αυτούς που την ασκούν και μάλιστα για όσα τυχόν οι προοδευμένοι απολαμβάνουν. Κι ενώ δεν ήθελε να μιλήσει με τα χείλη, μίλαγε με το πρόσωπό του ολόκληρο. Και ίσως πιο εύγλωττα. Στο πρόσωπό του έβλεπε ο μοναχός τα αποτελέσματα της νοερής προσευχής. Δάκρυα, φωτεινότητα παντού, στο πρόσωπο και στη γενειάδα. Ήταν η πανίερη στιγμή που η νοερά προσευχή είχε γίνει καρδιακή× ανάβλυζε μέσα του αλάλητη χαρά και τον έλουζε ιλαρό φως.

Γιατί, φυσικά, νοερά προσευχή λίγο-πολύ κάνουνε όλοι. Μα σε λίγους αυτή βαθαίνει και γίνεται καρδιακή. Λίγοι κοπιάζουν πέρα των κοινών μέτρων και λίγοι απολαμβάνουν τις θείες εμπειρίες, που γεννιούνται στην καρδιακή χώρα και πλημμυρίζουν το είναι ολόκληρο.

«Με νομίζουνε χαζό και τρελό».

Όλο τον Οκτώβρη πονούσε και υπέφερε αφάνταστα. Γινότανε κάτωχρος, έχανε από το πρόσωπο κάθε ίχνος ζωής, τον ενόμιζε κανείς νεκρό. Του απαγόρευαν κάθε απασχόληση, να μην εξομολογεί, ούτε στην Ακολουθία να κατεβαίνει. Εκείνος, μόλις λίγο συνερχόταν, και εξομολογούσε και στην Ακολουθία κατέβαινε.

Προπαντός προσευχότανε για τα προβλήματα των ανθρώπων, που του το ζητούσαν. Οι θεραπείες πλήθαιναν, και ο κόσμος όλο και περισσότερο κατέφευγε στο Μοναστήρι. Αλλά δεν ήτανε μόνο οι φρόνιμοι και ευσεβείς. Κάποιοι σκέφτονταν και λέγανε δυσάρεστα για το γέροντα, που με το δικό του τρόπο τα επληροφορείτο. Στεναχωριότανε γι’αυτά και μια μέρα αφέθηκε:

–Πάτερ μου, με νομίζουνε χαζό, τρελό… άμα πεθάνω θα δούνε ποιος είναι ο Ιάκωβος… Δεν τα λέω από εγωισμό και υπερηφάνεια, αλλά τα λέω προς δόξαν Θεού αυτά!

Και πράγματι, όσο πλησίαζε το τέλος του, ενώ ικέτευε για το έλεος του Θεού, ενώ έλεγε και ξανάλεγε ότι «δεν έχω κάνει τίποτα για το Χριστό», αφηνότανε καμιά φορά κι έλεγε για τα χαρίσματα, που του έδωσε ο Θεός:

–Έχω την υπακοή και την ταπεινοφροσύνη, γιατί να μην το πω… αφού ο Θεός μου τα έδωσε!

Άλλοτε πάλι, με λίγο πλάγιο τρόπο, θέλοντας να πείσει ότι λησμονεί όσα του εξομολογούνται, είπε:

–Θεέ μου, μου έχεις δώσει πολλά χαρίσματα. Σε παρακαλώ να μου δώσεις κι άλλο ένα× να ξεχνώ αυτά που μου λένε στην εξομολόγηση.

Και κάτι πολύ περισσότερο. Μεταξύ 15 και 20 Οκτωβρίου, τον άκουσε ο π. Κύριλλος να μονολογεί:

–Στην κηδεία μου θα μαζευτεί κόσμος, θά ’ρθουνε φύλλα και χορτάρια (= πολλοί άνθρωποι)… Θα ’ρθει πολύς κόσμος κι αν κάνω πως τους ευλογώ κιόλας…

Πράγματι, όταν έξω από το ναό σηκώσανε ψηλά το φέρετρο, να δουν το γέροντα οι χιλιάδες κόσμου, κάποιοι δήλωσαν ότι τον είδανε όρθιο να ευλογεί τους παρόντες.

Τον τελευταίο τούτο καιρό είχε την αγωνία του οικείου επισκόπου. Είχε καιρό να επικοινωνήσει με το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδας Χρυσόστομο και αναζητούσε την ευκαιρία να το κάνει. Επικοινώνησε με τον επίσκοπό του, ζήτησε την ευχή του κι ένιωσε γι’ αυτό πολύ βαθιά χαρά. Ο μακαριστός γέροντας ζούσε γνήσια και παραδοσιακή εκκλησιαστικότητα. Είχε συνείδηση του λειτουργήματος του επισκόπου και σεβότανε όλους τους επισκόπους. Τον στενοχωρούσαν και καταδίκαζε τις ασχήμιες εις βάρος επισκόπων, οποιοιδήποτε και αν ήσαν. «Είναι επίσκοπος», έλεγε, «δεν παύει να είναι αρχιερέας». Χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη αρχιερέας× και μόνο ο τρόπος που την πρόφερε έδειχνε ότι κατανοούσε το βάθος της. Γι’αυτό και όλες τις ενδοεκκλησιαστικές ταραχές των τελευταίων μηνών τις καταδίκαζε.

 

Πίσω στη σελίδα των Γεροντάδων

 

 


Πίσω στα περιεχόμενα των Λόγων Διδαχής του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE