|
Σπύρος Μελάς
Οι παράγοντες του 1821
(24 Μαρτίου 1952)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Μέρος Δεύτερο
Ἀλλὰ βιάζομαι τώρα νὰ ἔλθω εἰς τὸν τέταρτον παράγοντα τοῦ Εἰκοσιένα: τὴν Φιλικὴν Ἑταιρίαν. Αὐτὴ ὤθησε τὸ Ἔθνος ἀπὸ τὸ στάδιον τῶν ὀνείρων καὶ τῶν ἐλπίδων εἰς τὴν περίοδον τῶν ἐνδόξων ἒργων• αὐτὴ ἔδοσε εἰς τὸν διάχυτον πόθον τῆς ἐλευθερίας τὴν μορφὴν Πανελληνίου Συνωμοσίας — μιᾶς συνωμοσίας, ποὺ δὲν εἶχαν γνωρίσει, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσουν ποτὲ τὰ χρονικὰ τῶν λαῶν: Διότι, ὅπως ἔγραφεν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης εἰς τὸν Τσάρον Ἀλέξανδρον τὸν Α' διὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλη τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν «ποὶα συνωμοσία, ὄχι ἀπὸ ἕξ ἄνδρας, οὔτε ἀπὸ ἑξῆντα ἢ ἑξακοσίους, ἀλλ' ἀπὸ ἑκατοντάδας χιλιάδων• συνωμοσία ἡ ὁποία εἶχε συμπεριλάβει ὅλον τὸν ἄρρενα πληθυσμόν, ὄχι τὸν ζῶντα εἰς τὴν Ἑλλάδα μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν σκορπισμένον ἔξω ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τὴν Πετρούπολιν καὶ τὴν Μόσχαν μέχρις Ὀδησσοῦ καὶ Καρπαθίων καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁλόκληρον καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν• συνωμοσία ὁλοκλήρου Ἔθνους, ἡ ὁποία εἶχε τὸ κέντρον της εἰς αὐτὴν τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας κι' ἐκυβερνᾶτο ἀπὸ ἀόρατον Ἀρχήν, κατώρθωσε ποτὲ νὰ συντηρηθῇ, νὰ δρᾷ καὶ νὰ κινῆται, ἐπὶ ὁλόκληρα ἔτη, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκαλυφθῇ, παρ' ὅλην τὴν κατασκοπείαν καὶ τὰς ὑποδείξεις τῆς Αὐστριακῆς Πρεσβείας;»
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς τεραστίας μυστικῆς ὀργανώσεως ὠχριᾶ ἐνώπιον τῆς βαθυτάτης πίστεως, τῆς ὑπερηφάνου καὶ παρατόλμου ἰδέας καὶ ἀφθάστου ἡρωικῆς ἀποφάσεως, ποὺ ἐνεψύχωνε τοὺς ἀφανεῖς καὶ ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ μεγάλους Ἱδρυτάς της. Εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον χαρακτηριστικὰ γεγονότα τοῦ Εἰκοσιένα, ὅτι εἰς τὴν κεφαλὴν δύο ἀτυχησάντων καὶ σχεδὸν ἀμαθῶν ἐμπόρων —οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς, διότι εἶχον ἀτυχήσει ἔπρεπε νὰ εἶναι τώρα προσεκτικοὶ εἰς τοὺς λογαριασμοὺς των— τοῦ Σκουφᾶ καὶ τοῦ Ξάνθου, ἐφύτρωσεν ἡ ἀπίστευτος ἀπόφασις νὰ ρίψουν τὸ Ἔθνος, μόνον καὶ ἀβοήθητον, εἰς τὸν τεράστιον καὶ ἀφαντάστως ἄνισον ἀγῶνα. Διότι ἐκαλλιέργουν μὲν πρὸς ἐνθάρρυνσιν τῶν ραγιάδων τὸν μῦθον περὶ ξένης βοηθείας, ἀλλ' αὐτοὶ ἐγνώριζαν ὅτι ἐλπὶς ξένης βοηθείας δὲν ὑπῆρχε καμμία καὶ τὸ ἔργον των ἐστήριξαν εἰς μόνας τὰς δυνάμεις τοῦ Ἔθνους. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τὴν ὑψίστην ἀξίαν τῆς συλλήψεώς των. Γονυκλινεῖς προσφέρομεν σήμερον τὸ θυμίαμα τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς λατρείας μας πρὸς τὰς μεγάλας αὐτὰς μορφάς• διότι περιεφρόνησαν τὴν ἐχθρότητα τῆς Εὐρώπης• διότι δὲν ἐφοβήθησαν τὴν ἀπομόνωσιν• οὔτε ἐδειλίασαν πρὸ τοῦ ὀλιγαρίθμου τῶν πληθυσμῶν, ποὺ θ' ἀνελάμβαναν τὸν ἀγῶνα• διότι δὲν τοὺς ἐτρόμαξεν ἡ ἔλλειψις τῶν ὑλικῶν μέσων• διότι δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς τὰς συμβουλὰς τῶν φρονίμων, ἀλλ' ἐπίστευσαν ἀκλόνητα εἰς τὸ θαῦμα. Ἡ πραγματικότης τοὺς ἐδικαίωσε μὲ τὸν λαμπρότερον τρόπον. Ἀπέδειξαν ὅτι εἶχαν βαθυτάτην συνείδησιν τοῦ θαυματουργοῦ δαιμονίου τῆς φυλῆς των• ὅτι ἐγνώριζαν, εἰς ὅλον τὸ μεγαλεῖον της, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον μυστικὰ ἐξεσήκωσαν διὰ τὸν ἡράκλειον ἆθλον. Συνέλαβαν τὰ τολμηρότερα σχέδια, τὴν κατάληψιν τοῦ Τουρκικοῦ Ναυστάθμου, τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτοῦ τοῦ Σουλτάνου. Ἀντιμετώπισαν τοὺς μεγαλύτερους κινδύνους• καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑταίρους κατεστράφησαν. Τὰ ὑπόλοιπα τῆς κολοσσιαίας περιουσίας τοῦ Σέκερη διηρπάγησαν ἀπὸ τοὺς τούρκους• ἀπὸ τὰ ἐννέα πλοῖα του δὲν τοῦ ἔμεινε κανένα• καὶ ἀπέθανεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ὁποίας ἔδοσε καὶ τὰ τελευταῖα του γρόσια, πάμπτωχος, τελώνης Ναυπλίου.
Ἂς προσεγγίσωμεν ὅμως τώρα τὸν πέμπτον παράγοντα τοῦ κινήματος: Τὴν ἐκπληκτικὴν ἀκμὴν καὶ τὴν ὀργάνωσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ. Διασπῶντα τοὺς ἀποκλεισμοὺς τοῦ Νέλσωνος, τροφοδοτοῦντα τὴν πεινῶσαν Εὐρώπην, τὰ ἑλληνικὰ ἐμπορικὰ καράβια κι' ἐπιστρέφοντα εἰς τὰς βάσεις των, φέροντα, ἀντὶ ἕρματος, σάκκους ἀργυρῶν ταλλήρων, ὑπεχρεώθησαν νὰ ἐξοπλισθοῦν μὲ πυροβόλα καὶ μὲ ἀγήματα, διὰ ν' ἀμύνωνται ἀπὸ τὰς ἐπιθέσεις τῶν Μπερμπερίνων πειρατῶν καὶ νὰ δίδουν καθημερινὰς ναυμαχίας μὲ ἀγρίας ἐφόδους, τὰ λεγόμενα «ρεσάλτα» μέσα εἰς αὐτὰ τὰ πλοῖα καὶ μάχας σῶμα πρὸς σῶμα. Τὰ καθημερινὰ κατορθώματα ἐγέμιζαν ἀπὸ ὑπερηφάνειαν τὰ πληρώματα. Ἡ ψυχὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἀρχίζει νὰ φυσᾷ καὶ εἰς τὴν καθημερινὴν ἀκόμη ζωὴν αὐτοῦ τοῦ στόλου. Εἰς τὰς πρύμνας τῶν πλοίων ξαναφαίνονται τ' ἀρχαῖα, δοξασμένα ὀνόματα: Κίμων, Μιλτιάδης, Θεμιστοκλῆς, Ἀριστείδης καὶ ὁλόκληρος ἡ μυθολογία: Ἄρης, Ἥρα, Ἀφροδίτη. Καὶ αἱ πρῶραι γεμίζουν μὲ ξυλογλύπτους μορφὰς θεῶν καὶ ἡρώων.
Ὁ Γάλλος ἀκαδημαϊκὸς Πέτρος Λεμπρέν, ὁ ὁποῖος ἐταξίδευσε, τοὺς χρόνους ἐκείνους, μὲ τὸν «Θεμιστοκλῆ» τοῦ Τομπάζη, μᾶς ἄφησε ζωντανὴν σελίδα μεγάλης ἀξίας, διότι προέρχεται ἀπὸ φωτισμένον ξένον, διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὸ πνεῦμα, ποὺ ἐβασίλευεν εἰς αὐτά, τ' ἁπλᾶ «σιτοκάραβα» τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ἑλλὰς εἶχεν ἀποτυπώσει τὴν σφραγῖδα της —γράφει— καὶ εἰς τὰς παραμικρὰς λεπτομερεὶας τοῦ πλοίου. Μοῦ ἤρεσεν, ὅτι ἐπανεύρισκα τὴν μεγαλοφυΐαν της καὶ τὰ ὡραῖα ὀνόματά της ὡς καὶ εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ εἶχαν τὴν πλέον κοινὴν καὶ πεζὴν χρῆσιν. Εἰς κάθε μέρος τοῦ πλοίου ὑπῆρχε καὶ ἀπὸ μιὰ ποιητικὴ ἐπιγραφή: «Ναὸς τῆς Ἀφροδίτης» —ὁ Γάλλος τὰ ἔχει ἑλληνικὰ εἰς τὸ κείμενον— «Ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος», «Ναὸς τῆς Καλυψοῦς». Αὐτὸς ὁ ναὸς ἦτο, ἂν ἐνθυμοῦμαι καλά, ὁ ὀρνιθών. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν βάλει εἰς τὴν τύχην, αὐτὰ τὰ ὀνόματα: ὁ τρόπος, ποὺ τὰ μετεχειρίζοντο ἀπεδείκνυεν ὅτι κατεῖχον τὴν ἑλληνικὴν ἱστορίαν. Εἰς τὰς λέμβους τοῦ πλοίου εἶχαν δώσει τὰ πραγματικὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεμιστοκλέους: Τὰς ἔλεγαν Λυσίμαχον, Νικοκλέα καὶ Ἀσπασίαν. Καὶ εἰς τὰ πυροβόλα τοῦ πλοίου εἶχαν δώσει τὰ παλαιὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ ἀστερισμῶν: Σείριος, Ἀρκτοῦρος, Ὠρίων, Κάστωρ, Περσεύς. Ὡς καὶ ὁ σκύλος τοῦ καραβιοῦ ἤρχετο ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν μυθολογίαν. Ὅλην τὴν ἡμεραν ἤκουα τοὺς ναύτας νὰ τὸν φωνάζουν:
— Κέρβερε!... Κέρβερε!...
«Καὶ ὅταν ἐκοιμῶντο τὴν νύκτα, μὲ τὴν κεφαλὴν ἀκουμπισμένην εἰς τὸν κυλίβαντα τῶν πυροβόλων, ὁ Κέρβερος ἠγρύπνει πλάϊ των, πιστὸς καὶ ἄγριος φρουρός. Παρ' ὅλὴν τὴν ζέστην δὲν ἐκοιμώμεθα τὴν ἡμέραν. Ἔβαζαν τὴν τέντα, ἔστρωναν τάπητα εἰς τὸ κατάστρωμα, ἔπαιζαν ὄργανα καὶ ἐχόρευαν. Βιολὶ καὶ λαγοῦτο ἐμψύχωναν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ γρήγορα ἤρχοντο εἰς τὰ τραγούδια τοῦ ποιητοῦ κι' ἐθνομάρτυρος Ρήγα Φεραίου. Ἕνας ναύτης τραγουδεῖ μόνος εἰς τὴν ἀρχήν, ἔπειτα ὅλοι ὁμοῦ, ὁ καπετάνιος καὶ τὸ πλήρωμα. Καὶ ἦτο συγκινητικὸν νὰ βλέπῃ κανείς, πῶς ἄναβαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὸ ὄνομα τῆς πατρίδος. Εἰς τὰς στροφάς, ποὺ ὡμίλουν δι' ἐκδίκησιν κι' ἐλευθερίαν ἐκτύπων δυνατὰ τοὺς γρόνθους των εἰς τὸ τραπέζι. Ἀπέδειξαν ἔπειτα μὲ τὰ ἔργα των, ὅτι αὐτὰ ὅλα δὲν ἦταν εὐκολόσβηστος ἐνθουσιασμός».
Ὁ ψημένος αὐτὸς ναυτικὸς λαὸς συνεπλήρωσε τὴν πολεμικήν του ἀνατροφὴν εἰς τὸν αὐτοκρατορικὸν στόλον. Ὁ Τοῦρκος δὲν ἦτο ἄξιος ναύτης. Ἐγνώριζε νὰ σταθῇ εἰς τὸ κανόνι, νὰ ρίξῃ τὸ τρομπόνι, νὰ πολεμήσῃ. Ἀλλὰ ν' ἀναρριχηθῇ εἰς τὰ ξάρτια, ὅταν ὁ ἄνεμος ἐμαίνετο καὶ ἡ θάλασσα ἐκόχλαζε, νὰ κρεμασθῇ ψηλὰ ἀπὸ τὸ πινὸ τῆς γάπιας καὶ νὰ αἰωρῆται μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ πελάγους —δι' αὐτὰ τὰ ἔργα δὲν ἦτο παρὰ μόνον ὁ Ἕλλην. Αὐτὸς ἦτο ἡ πραγματικὴ δύναμις εἰς τὰ πολεμικὰ πλοῖα τῆς Τουρκίας. Καὶ εἰς αὐτὰ ἐδιδάσκετο, πῶς θὰ τὰ πολεμήσῃ. Ἐμίσουν τόσον τὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὸν αὐτοκρατορικὸν στόλον, ὥστε ἡ πλέον μαύρη των ἡμέρα ἦταν, ὅταν ἔφθαναν εἰς τὰς νήσους οἱ τοῦρκοι στρατολόγοι, οἱ σεφερλῆδες, νὰ πάρουν ναύτας διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Εἰς τοὺς λιμένας τότε ἀντήχει τὸ παθητικὸν τραγοῦδι των, ὅμοιο μὲ μοιρολόϊ:
«Κλάψε με, καημένη μάννα•
Ἦρθαν νὰ μὲ πάρουνε
Στὰ καράβια τοῦ σουλτάνου
Σκλάβο νὰ μὲ βάλουνε.»
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ κόσμου αὐτοῦ θὰ ἐκπηδήσουν, ἐντὸς ὀλίγου, οἱ τρομεροὶ θαλασσομάχοι μας, οἱ Μιαούληδες καὶ οἱ Τομπάζηδες, οἱ Κανάρηδες καὶ οἱ Πιπίνοι, οἱ Τσαμαδοὶ καὶ οἱ Σαχίνηδες καὶ οἱ Ματρόζοι καὶ ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος Γεώργιος Πολίτης, ὁ ὁποῖος εἰς μίαν νύκτα, σχεδὸν εἰς μίαν στιγμήν, ἀπὸ ἁπλοῦς ναύτης ἔγινε πλοίαρχος καὶ ἥρως, εἰς τὸ ἀπίστευτον τρόπαιον τῆς Μεθώνης, ὅπου παρεδόθησαν εἰς τὰς φλόγας εἰκοσιοκτὼ πλοῖα τοῦ ἐχθρικοῦ στόλου. Κανεὶς οὔτε ὁ Ραφαλιᾶς, οὔτε αὐτὸς ὁ Πιπῖνος, τολμοῦν νὰ εἰσπλεύσουν εἰς τὸν λιμένα καὶ νὰ κολλήσουν τὰ πυρπολικά των εἰς τὴν Αἰγυπτιακὴν ἀρμάδα. Τὸ ναυτάκι παρουσιάζεται εἰς τὴν Ναυαρχίδα, ὅπου ὁ Μιαούλης μαίνεται ἀπὸ ἀγανάκτησαν:
— Δῶσε μου τὸ μπουρλότο τοῦ Ραφαλιᾶ —λέει— ἐγὼ θὰ πάω...
— Εἶσαι καπετάνιος ἐσύ;
— Ὄχι, μὰ τί ἔχει νὰ κάνῃ; Μιὰ φορὰ θὰ γίνῃ δουλειά...
Δίνω ὑπόσκεσι.
— Νοιώθεις ποῦ θὰ πᾶς μπρέ; —ἐρωτᾶ ὁ ναύαρχος— Δὲν εἶναι ζεῦκι... Θὰ πᾶς νὰ σκοτωθῇς...
— Ὅ,τι πῇ ὁ Θεός, ναύαρχε!... Μὲ τὴν εὐκή σου!...
Καὶ τοὺς παρασύρει ὅλους: Τὸν Πιπῖνο, τὸν Δημαμᾶ, τὸν Τσάπελη, τὸ Μπίκο, τὸ Σπαχῆ. Καὶ τὸ θαῦμα γίνεται. Δεκαοκτὼ ἐτῶν ἦταν αὐτὸ τὸ ναυτάκι, ποὺ τοὺς ἔβαλε μπροστά... Δὲν ἐτοποθέτησα ὅμως τὸν παράγοντα τοῦ Ναυτικοῦ, πρὶν ἀπὸ τὰς δυνάμεις τῆς ξηρᾶς, διότι εἶχε προβάδισμα τῆς ἀνδρείας, ἀλλὰ διότι τὸ κύριον πρόβλημα τοῦ Εἰκοσιένα ἦτο ναυτικόν. Ἂν οἱ Ἕλληνες θαλασσομάχοι δὲν ἀπέφρασσαν εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν τοὺς εὐκόλους καὶ γοργοὺς δρόμους τῆς θαλάσσης, θὰ ἦτο εἰς θέσιν νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν συντριπτικὴν ὑπεροχὴν τῶν μέσων της καί, ἀμέσως μεταφέρουσα ἰσχυρὰς δυνάμεις, νὰ καταπνίξῃ τὴν Ἐπανάστασιν εἰς τὰς πρώτας ἑστίας της. Ὁ ἑλληνικὸς στόλος, μὲ τὴν ὑπέροχον παρέμβασίν του, κατέστησεν ἀδρανῆ καὶ σχεδὸν ἄχρηστον τὴν ὑπεροπλίαν τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἂς ἔλθωμεν ὅμως τώρα εἰς τὸν ἕκτον παράγοντα τοῦ Εἰκοσιένα: Τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν. Χάρις εἰς τ' Ἀρματωλήκια, τοὺς ἐπισήμους καὶ τοὺς ἀνεγνωρισμένους φρουροὺς τῶν ὀρεινῶν διαβάσεων καὶ τοὺς ἀνταγωνιστάς των, τοὺς Κλέφτες, κατώρθωσε τὸ δουλωμένον ἔθνος, νὰ ἑτοιμάσῃ, κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Κατακτητοῦ, λαμπρὰ στελέχη, ὁλόκληρον στρατιωτικὴν τάξιν, ἡ ὁποία, εἰς τὸν μεγάλον ἀγῶνα, ἔδειξε τὴν ὑπέροχήν της ἀπέναντι τῶν στελεχῶν λαοῦ ἐξόχως πολεμικοῦ, ὅπως ὁ τουρκικός. Ὅταν ὁ Ἄμιλτων, εἰς μίαν δεινὴν κρίσιν τῆς Ἐπαναστάσεως, ἐπρότεινεν εἰς τὸν Κολοκοτρώνην μεσολάβησιν τῆς Ἀγγλίας, διὰ μίαν ἔντιμον συνθηκολόγησιν πρὸς τὴν Τουρκίαν, ὁ Γέρος τῆς Πελοποννήσου ἀπήντησεν ὑπερηφάνως:
— Ἐμεῖς καμμιὰ συνθήκη δὲν ἐκάμαμε ποτὲ μὲ τοὺς Τούρκους... Ὁ βασιληᾶς μας ἐσκοτώθη... Ἀλλὰ τὰ κάστρα του ἔμειναν ἄπαρτα καὶ ἡ φρουρά του δὲν ἔπαυσε τὸν πόλεμο...
Ἔκπληκτος ἐρώτησε ὁ Ἄγγλος:
— Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ φρουρὰ καὶ ποιὰ τὰ κάστρα;
— Ἡ φρουρά του εἶναι οἱ Κλέφτες• καὶ τὰ κάστρα του ἡ Μάνη, τὸ Σοῦλι καὶ τὰ βουνά...
Οἱ πιὸ ζωντανοὶ ἀπεσχίζοντο ἀπὸ τὴν μᾶζαν τῶν ραγιάδων. Ἀκριβὸν ὄνειρόν των, ἀλλὰ καὶ πόρος ζωῆς, εἶχε γίνει τὸ ντουφέκι καὶ τὸ σπαθί. Καὶ ἂν τὸ Πάσχα ἢ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἢ ἄλλη καλοκαιρινὴ ἑορτὴ ἀνέβαινε κανεὶς εἰς τὰ ὀρεινὰ χωριὰ ἢ τὰ μοναστήρια ἢ ἀκόμη ψηλότερα, εἰς τ' ἀπάτητα λημέρια, ἔβλεπε ἀναστημένην τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα εἰς τοὺς λεβέντες τῆς Κλεφτουριᾶς, ποὺ ἠγωνίζοντο εἰς τὸ πήδημα, εἰς τὸ λιθάρι, εἰς τὸ τρέξιμο, εἰς τὶς ἀμάδες, συνεχίζοντας τὴν λαμπρὰν παράδοσιν τῆς φυσικῆς ἀγωγῆς τῶν ἀρχαίων. Αἱ σωματικαὶ ἱκανότητες, καλλιεργημέναι, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, τῶν ἀρματωλῶν καὶ κλεφτῶν, ἔφθασαν εἰς ἀπίστευτον ἀκμήν. Μ' ἕνα πήδημα περνοῦσαν ἐπάνω ἀπὸ τρία καὶ τέσσερα ἄλογα εἰς τὴν σειράν. Ἔφθαναν εἰς τὸ τρέξιμο ἄτια, ποὺ ἐκάλπαζαν. Ἡ ἱκανότης των εἰς τὸ σπαθὶ φαίνεται σήμερον ὡς μῦθος. Μὲ μίαν καὶ μόνην ἀστραπὴν γιαταγανιοῦ ἐχώριζαν τὸ σφάγιον εἰς δύο. Καὶ στὸ ντουφέκι ἔγιναν τόσον ἄξιοι, ὥστε νὰ περνοῦν τὸ βόλι ἀπὸ δακτυλίδι. Καὶ εἶχαν ἱεραρχίαν, βαθμούς, ἀγράφους καὶ ὅμως αὐστηροτάτους κανονισμούς. Μάχες καὶ θάνατοι ἦσαν αἱ καθημεριναί των ἀσκήσεις. Καὶ «καλὸ βόλι» ἡ συνηθισμένη εὐχή των.
Ὅταν ἤρχιζαν νὰ λειώνουν τὰ χιόνια κι' ἐπρασίνιζε τὸ χορτάρι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δένδρων ἤνοιγαν χαρούμενοι εἰς τὸ φῶς καὶ ἡ φύσις ἐστολίζετο μὲ τὰ αἰώνια νειᾶτα της, ὡσὰν τὰ ὄρνεα καὶ τ' ἀγρίμια, ποὺ αἰσθάνονται τὴν «θέρμην τῶν ὀνύχων των», ὅπως λέγει ὁ ποιητής, ἐξώρμων ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Καί, κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πασσάδων, ἐτιμωροῦσαν, ἐκτυποῦσαν, ἔκαιγαν, ἅρπαζαν. Σημαία τοῦ Κατακτητοῦ δὲν ἐστήθη ποτὲ εἰς τὰς φωλεὰς τῶν ἀστῶν τοῦ Ὀλύμπου, τοῦ Πάρνωνος, τοῦ Παρνασσοῦ καὶ τοῦ Λυκαίου. Ἀπὸ τοὺς κεραυνογείτονας βράχους Χειμάρρας καὶ Σουλίου μέχρι τῶν θαλασσοπλήκτων τοῦ Ταινάρου, ὅλα σχεδὸν τὰ βουνὰ ἦσαν θέατρα πολέμου, μὲ συντόμους, πολὺ συντόμους ἀνακωχάς. Καὶ ὅταν, μετὰ τοὺς σκληροὺς ἀγῶνας, τὰ παλληκάρια ἐστρώνοντο, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν πλατάνων, διὰ τὸ λιτὸν γεῦμα των, διὰ νὰ εἶναι πλήρης ἡ Ἀνάστασις τῆς Ἰλιάδος, ὁ μάντις ἐδιάβαζε τὰ μέλλοντα εἰς τὴν πλάτην τοῦ ἀρνιοῦ καὶ ὁ ραψωδὸς ἐπλησίαζε μὲ τὴν λύραν του, νὰ ψάλλῃ τὰ νέα κατορθώματα τῶν ἡρώων. Καὶ ἀκούσατε τὴν ὑπερήφανον εἰσαγωγὴν του.
«Ὅσο 'ν' ὁ κλέφτης ζωντανός, Τοῦρκο δὲν προσκυνάει
Κι' ἂν πέση τὸ κεφάλι του, δὲν μπαίνει σὲ ταγάρι
Τὸ παίρνουν οἱ σταυραετοὶ νὰ θρέψουν τὰ παιδιά τους
Νὰ κάνουν πῆχυ τὸ φτερὸ καὶ πιθαμὴ τὸ νύχι.»
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα των ἔμελλε νὰ ἐκπηδήσουν οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ ἀγῶνος, τελειοποιημένοι εἰς τὴν τέχνην τοῦ πολέμου καὶ εἰς ξένους στρατούς• ἄλλοι ὡς ὁ Καραϊσκάκης εἰς τὸν στρατιωτικὸν οἶκον τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ —αὐτὸ τὸ Σαὶν - Σὺρ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅπως εὐφυέστατα τὸ ὠνόμασαν— ἄλλοι, ὡς ὁ Κολοκοτρώνης, εἰς τὸν Ἀγγλικὸν στρατὸν κατοχῆς τῶν Ἑπτανήσων, ἄλλοι, ὅπως, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, εἰς τὸν Ρωσσικὸν καὶ ἄλλοι εἰς τὸν Γαλλικόν.
Οἱ ἕξ αὐτοὶ παράγοντες, εἰς ἀπόλυτον ἁρμονίαν, συνέκλιναν διὰ τὸ θαῦμα τοῦ Εἰκοσιένα, τὸ πυκνὸν αὐτὸ δάσος τῶν μεγαλουργημάτων, ἐνώπιον τῶν ὁποίων αἱ λέξεις γίνονται πτωχαὶ καὶ οἱ τόνοι τῆς ὑψηλοτέρας λύρας ψελλίσματα. Πῶς νὰ ὑμνήσῃ καὶ τί νὰ πρωτοϋμνήσῃ κανείς; Τὸν Κανάρην εἰς τὸ τραγικὸν πυροτέχνημα τῆς Χίου, ποὺ ἀπεθέωσεν ἡ παγκόσμιος ποίησις, τὸν Μιαούλην εἰς τὴν ναυμαχίαν τοῦ Γέροντα, ποὺ ὁ Γάλλος ναύαρχος Ζουριὲν ντὲ λὰ Γκραβιὲρ ἐπαραλλήλισε μὲ τὸν Νέλσωνα, ὅταν τὸν εἶδε νὰ κατατροπώνῃ
τοὺς ἡνωμένους στόλους Τουρκίας καὶ Αἰγύπτου, τὸν Κολοκοτρώνην εἰς τὴν μάχην τῆς Γράνας καὶ τὴν ὑπέροχον ἐνέδραν τῶν Δερβενακίων, ποὺ ἠνάγκασε τοὺς Γάλλους ἀξιωματικοὺς Βουτιὲ καὶ Ρεμπὼ νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴν «φυσικὴν ἀντίληψιν τοῦ πολέμου» μὲ ἄλλους λόγους τὸν φυσικὸν στρατηγικὸν νοῦν, τὸν Καραϊσκάκην εἰς τὴν μάχην τῆς Ἀραχόβης, ὅπου ἔκλεισε τὸν ἐχθρὸν εἰς ποντικοπαγίδα, τὸν Δημήτριον Ὑψηλάντην εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τοῦ Ἄργους, εἰς τὸ Ἁγιονόρι —τὸ μεγαλύτερον στρατιωτικὸν κατόρθωμα τῆς ἐποχῆς, διότι ἐπέρασεν εἰς τὰ νῶτα τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀπετελείωσε τὰ λείψανα τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη— καὶ τέλος εἰς τὴν λαμπρὰν μάχην τῆς Πέτρας, ὅπου ὑπέβαλε τοὺς Τούρκους εἰς σκληρὰν ταπείνωσιν, ἢ τὸν Νικηταρᾶν εἰς τὸν Ἄη-Σώστην, ὅπου τὸ ξίφος του ἐκόλλησεν εἰς τὴν φούκταν του ἀπὸ τὰ αἵματα; Ἢ νὰ ἐνθυμίσω τὴν ἔξοδον τῆς ἀθανάτου φρουρᾶς τοῦ Μεσολογγίου, τὰ ὁλοκαυτώματα τῶν Ψαρῶν καὶ τῆς Κάσσου, τὸν Διάκον εἰς τὴν Ἀλαμάναν, τὸν Ἀνδροῦτσον εἰς τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, τὸν Ἀναγνωσταρᾶν εἰς τὴν Σφακτηρίαν καὶ τὸν Παπαφλέσσαν εἰς τὰς Θερμοπύλας τῆς Μεσσηνίας, εἰς τὸ ἀσύγκριτον Μανιάκι;
Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀθάνατα ἔργα ἡρώων. Ἀλλὰ ἡ ἀξία τοῦ Εἰκοσιένα εὑρίσκεται ἀκόμη ὑψηλότερα. Ὅ,τι τοποθετεῖ τὸ μέγα τοῦτο κίνημα ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἐπαναστάσεων τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς 'Αμερικής, ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀγώνων τῶν Βορειοαμερικανῶν διὰ τὴν ἐλευθερίαν των, ὑπεράνω τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ τέλους τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνος, ὑπεράνω παντὸς ἐπαναστατικοῦ κινήματος τυπικοῦ καὶ χρονικοῦ προσδιορισμοῦ, εἶναι ἡ κοσμοϊστορικὴ ἔννοιά του καὶ αἱ κοσμοϊστορικαί του συνέπειαι. Δὲν ὑπῆρξεν ἁπλῶς ἀγὼν διὰ τὴν ἀποτίναξιν ἑνὸς ζυγοῦ, οὔτε ἐξέγερσις μιᾶς φυλῆς ἐναντίον ἄλλης, οὔτε κίνημα τάξεως κοινωνικῆς ἢ ὁμάδος, ἡ ὁποία ζητεῖ δικαιώματα ἰσοπολιτείας ἢ πολιτειακὴν μεταβολήν. Ὑπῆρξεν ἡ καθολικὴ ἐξέγερσις καὶ ὁ καθολικὸς ἀγὼν ἑνὸς ὁλοκλήρου κόσμου, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ εἶχε δημιουργήσει τὸ πνευματικὸν φῶς τῆς ἀνθρωπότητος καὶ εἶχεν ἀποτελέσει, ἐπὶ χιλιετηρίδας, τὸ ὑψηλὸν κέντρον τῆς ἱστορικῆς της ζωῆς, ἐθεωρεῖτο διὰ παντὸς νεκρός. Ἦτο ἀγὼν ἀναβιώσεως τῆς ἑλληνικῆς ἰδέας, ἀναστάσεως τοῦ ἐπὶ ἀμετρήτους αἰῶνας φωτοδότου τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναλάβῃ τὴν θέσιν του εἰς τὴν ἱστορικὴν δημιουργίαν. Διὰ τοῦτο ἡ παγκόσμιος ποίησις καὶ ἡ παγκόσμιος διανόησις ἐχαιρέτισαν εἰς τὸ Εἰκοσιένα τὴν μεγαλοπρεπῆ ἀναγέννησιν τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. Διὰ τοῦτο ἦλθεν εἰς τὸ Μεσολόγγι ὁ Βρεταννικὸς κύκνος, νὰ εἴπῃ τὸ τελευταῖον του τραγοῦδι καὶ τὸ εὐγενέστερον αἷμα τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς ν' ἀναμιχθῇ μὲ τὸ ἑλληνικόν. Δι' αὐτὸ πλάϊ ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιον Διάκον πίπτει ὁ Βάλδεμαρ Κουάλεν, ἡγεμονικὸς βλαστὸς τοῦ οἴκου τοῦ Ὀλστάϊν καί, πλάϊ εἰς τὸν Ἄναγνωσταρᾶν ὁ ἐπαναστάτης καὶ πρωθυπουργὸς τοῦ Πιεμόντου Σανταρόζα, διωγμένος ἀπὸ τὴν πατρίδα του διὰ τῆς λόγχης τῶν Αὐστριακῶν. Οἱ λαοὶ ἐξεγείρονται, τὸ φιλελληνικὸν πνεῦμα γιγαντοῦται, τ' ἀνακτοβούλια ἐκβιάζονται, τὸ πᾶν μεταβάλλεται. Ἕνας καινούργιος κόσμος ἀρχίζει νὰ προβάλλῃ εἰς τὴν Εὐρώπην, ποὺ ἐφαίνετο ἀποκοιμισμένη μέσα εἰς στατικὰ σχήματα.
Αἱ παγκόσμιαι συνέπειαι τοῦ Εἰκοσιένα ὑπῆρξαν ἄπειροι καὶ ἀκόμη σήμερον δὲν ἔχουν ἐξαντληθῆ. Ἡ Ἱερὰ Συμμαχία, καταρρακωμένη ἠθικῶς, ἀπὸ τὸν θρίαμβον τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος, διαλύεται καὶ ὡς πολιτικὸς συνασπισμὸς μετὰ τὴν διάστασιν Ρωσσίας καὶ Αὐστρίας. Ἡ ἐπίδρασις τοῦ Εἰκοσιένα εἰς τὴν πορείαν καὶ τὰς τύχας τῶν μεγάλων Ἐθνῶν ὑπῆρξεν ἀληθινὰ εὐεργετική. Ἐνίσχυσεν εἰς τὴν Ἰταλίαν τὸ αἴσθημα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος καὶ τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας. Εἰς τὴν Γαλλίαν τὰ φιλελεύθερα πολιτικὰ κόμματα, τὰ ὁποῖα ἐνδυναμώθησαν ἀπὸ τὴν διάλυσιν τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, κατέλυσαν τὸ 1830 τὸ ἀπολυταρχικὸν σύστημα, χωρὶς ἡ ἄλλη μοναρχικὴ Εὐρώπη νὰ τολμήσῃ νὰ παρέμβῃ. Τέλος ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις ἐδημιούργησε τὸ νέον δίκαιον καὶ τὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν λαῶν —τὸ δίκαιον τῶν ἐθνοτήτων— τὸ ὁποῖον ἔγινεν ἡ σημαία τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου• ἠλευθέρωσε λαούς, ἐδημιούργησε κράτη καί, εἰς τὰς γενικὰς του γραμμάς, εἶναι σήμερον ἡ βάσις τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου.
Ἀλλὰ τὸ μεγαλείτερον εὐεργέτημα τοῦ Εἰκοσιένα πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ὅτι ἐνεφύσησε νέαν πνοὴν εἰς ὅλον τὸν διανοούμενον κόσμον τῆς Δυτικῆς καὶ τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης: «Ἡ δεκαετία ἐκείνη (1820-1830) —γράφει ὁ Γερμανὸς ἱστορικὸς τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος Bulle —ὑπῆρξεν ἅλυσις γεγονότων, τὰ ὁποῖα ἐνίσχυσαν τὸ φρόνημα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος καὶ ἐλευθερίας καὶ διέλυσαν τὴν ἀπογοήτευσιν ποὺ ἐξώθει τὰ πλήθη εἰς τὴν ἐγκατάλειψιν παντὸς ἰδανικοῦ εἰς τὴν δημοσίαν ζωήν. Αὐτὰ τὰ γεγονότα ἦσαν οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν ἐλευθερίαν. Οἱ ἀγῶνες αὐτοὶ διετήρησαν, ἐπὶ ὁλόκληρα ἔτη, λαμπρὰν καὶ ἁγνὴν τὴν φλόγα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἔδωσαν παρηγορὶαν κι' ἐλπίδα, εἰς μίαν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔφερον τὸν ἄνθρωπον εἰς ἀθυμίαν καὶ ἀπογοήτευσιν. Ἐστερέωσαν ἀφ' ἑνὸς τὴν πίστιν ἐπὶ τὸ ἀναφαίρετον τῶν ἐθνικῶν δικαίων καὶ ἀφ' ἑτέρου ἐπὶ τὴν ἰδέαν, ὅτι πᾶσα τυραννία ἔχει ἕνα τέλος».
Ἑκατὸν τριανταένα ἔτη, ποὺ ἀπὸ τότε παρῆλθον, ἐδικαίωσαν τὴν πίστιν τοῦ Εἰκοσιένα, τὴν σύλληψίν του, τὸ πνεῦμα του καὶ τοὺς ἀθανάτους ἐργάτας του. Τὸ ὅραμα, ποὺ ἐκυμάτιζεν εἰς τὰ ἐκστατικά των μάτια ὅταν εἰς τὸ πεῖσμα τῶν τεραστίων ἐμποδίων, ἀνελάμβαναν τὸν ἀπίστευτον ἆθλον ν' ἀναστήσουν τὸ φῶς τοῦ κόσμου, εἰς ὅλην τὴν αἴγλην του, εἶναι σήμερον πραγματικότης. Τὰ θαύματα τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς συνεχίζονται. Εἰς τὸν μεγάλον καὶ σκληρότατον ἀγῶνα τοῦ ἐλευθέρου κόσμου, κατὰ τῆς τυραννίας, ἡ ὁποία τὸν ἠπείλησε τὸ 1940, ἡ Ἑλλὰς ἐκρατήθη, μὲ πνεῦμα ἡρωικὸν καὶ θυσίας ἀφαντάστους, εἰς τὸν προαιώνιον ρόλον τοῦ πρωτοπόρου καὶ τοῦ πρωταγωνιστοῦ. Ὅταν τὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης ἔπιπτον τὸ ἕν μετὰ τὸ ἄλλο, ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς μηχανοκινήτου βίας, ἐβρόντησεν ἀπὸ τῶν κορυφῶν τοῦ Σμόλικα καὶ τοῦ Γράμμου, τὸ κοσμοϊστορικόν της «Ὄχι»• καί, ἀνανεώνουσα τὰ τρόπαια τῶν Μαραθώνων καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα τῶν Ψαρῶν, ἐνεψύχωσε τοὺς λαοὺς εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ ἔσωσεν, ὅπως ἄλλοτε, ὅπως πάντοτε, τὸν ἀνθρώπινον πολιτισμόν.
|
|
|