|
Σπύρος Μελάς
Οι παράγοντες του 1821
(24 Μαρτίου 1952)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Μέρος Πρώτο
Ὅταν ὁ ἀθάνατος Κολοκοτρώνης, ἐπιστρέφων ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, ἀπεβιβάσθη εἰς Μάνην, διὰ νὰ συγκροτήσῃ τὸ πρῶτον ἐπαναστατικὸν σῶμα, εἶπεν εἰς τὰ ὀλιγάριθμα παλληκάρια του:
—Ὁ Θεὸς ὑπέγραψε, παιδιά, τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος! Καὶ ὁ Θεὸς δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφήν του!
Τὸν Θεὸν ἔθετεν ἐγγυητήν, ὁ βαθυστόχαστος ἀρχηγός, διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ τεραστίου ἀγῶνος, διότι ἐγνώριζεν ἄριστα, ὅτι δὲν θὰ εἶχεν εἰς τὴν ἀρχὴν ἄλλον βοηθὸν καὶ παραστάτην ἀπὸ τὸν Παντοδύναμον. Τὰ πυκνότερα σκότη περιέβαλλον ἀπὸ παντοῦ τὸ Ἔθνος, ὅταν ἀνελάμβανε τὸ ὑπεράνθρωπον ἐγχείρημα.
Τὸ κλῖμα τῆς Εὐρώπης, δημιουργημένον ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Συμμαχίαν, ἦτο σαφέστατα καὶ ἀπολύτως ἐχθρικὸν πρὸς κάθε ἰδέαν ἐξεγέρσεως. Οἱ ἰσχυροί τῆς Γῆς, συνηγμένοι, ὀλίγον πρίν, εἰς τὸ Συνέδριον τῆς Βιέννης, εἶχαν ἀνάγκην μακρᾶς ἡσυχίας διὰ τὴν καλὴν χώνευσιν τῶν πλουσίων λαφύρων, ποὺ ἄφηνε πίσω της ἡ πτῶσις τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Κορσικανοῦ. Οὔτε λέξις εἰς αὐτὸ τὸ Συνέδριον, ὅπου ἔλαμπεν, ἐν τούτοις, ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Καποδίστρια διὰ τὴν τύχην τῶν Ἑλλήνων. Τὰ ὑπομνήματά των ἐπήγαιναν εἰς τὸν κάλαθον τῶν ἀχρήστων. Διὰ τοὺς συνηγμένους ἐκεῖ μονάρχας, ὁ Σουλτάνος ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνας συνάδελφος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπρεπε νὰ ἐνοχληθῇ, διὰ νὰ μὴ πάρουν ἀέρα καὶ οἱ ἄλλοι λαοί.
Κι' ἔπειτα ἦταν ἀκόμη πανίσχυρος: ἐκίνει στρατοὺς καὶ στόλους κραταιοὺς καὶ πληθυσμοὺς συμπαγεῖς καὶ πολυαρίθμους καὶ χρῆμα ὑπεράφθονον καὶ μέσα ἐπιβλητικά. Ὁ τρομερὸς Ἀλῆ πασᾶς δὲν εἶχεν ἀποκαλύψει ἀκόμη, εἰς τὰ ἔκπληκτα μάτια τοῦ κόσμου ὅτι ὁ κολοσσὸς αὐτὸς εἶχε πόδας ἀπὸ εὔθραυστον ἄργιλον. Ἡ Εὐρώπη τὸν ἔτρεμε. Οἱ πρεσβευταί της προσέκλινον ἐδαφιαίως πρὸ τῶν ποδῶν του, ὅταν ἐγίνοντο δεκτοί• κι' ἐχρειάσθησαν ἀγῶνες διὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψουν νὰ φέρουν τὰ διπλωματικὰ ξίφη των. Καί, ὅταν τοὺς ἐγίνετο ἡ ὑψίστη τιμὴ νὰ προσκληθοῦν εἰς γεῦμα, δὲν παρεκάθηντο εἰς τὴν σουλτανικὴν τράπεζαν ὡς ὁμότιμοι, ἀλλὰ σχεδὸν ὡς ἐπαῖται. Διότι ὁ σουλτάνος δὲν ἦτο κοινὸς ἡγεμών, ἀλλὰ «μέγιστος τῶν Βασιλέων καὶ ὑπέρτατος μονάρχης τῶν αἰώνων —κατὰ τὴν πομπώδη ἀνατολικὴν φρασεολογίαν— κύριος τῶν δύο Ἠπείρων καὶ τῶν δύο θαλασσῶν, Αὐτοκράτωρ τῶν δύο Ἀνατολῶν καὶ τῶν δύο Δύσεων, θεράπων τῶν δύο Ἱερῶν πόλεων τῶν θνητῶν καὶ κόρη ὀφθαλμοῦ πάσης ὑφηλίου». Ἀπὸ παντοῦ οἱ Ἕλληνες ἐδέχοντο ἢ συμβουλὰς ἐγκαρτερήσεως εἰς τὸν ζυγὸν τοῦ κραταιοῦ Δυνάστου ἢ ἀπειλὰς τρομερῶν ἀντιποίνων. Ἴλιγγος καὶ δέος θὰ ἐκυρίευε τὸν νοῦν καὶ τὴν ψυχὴν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος θὰ ἤθελε ν' ἀναμετρήσῃ, μὲ τοῦ ψυχροῦ λογισμοῦ τὰ κριτήρια, τὸ κίνημα, ποὺ ἔμελλε νὰ ἐπιχειρηθῇ.
Ἀλλ' ἡ Ἱστορία τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔχει γραφῆ ποτὲ μὲ τὸν διαβήτην τῶν καλῶν ὑπολογισμῶν. Ἀλλὰ μὲ τὴν θείαν φλόγα τῆς βαθυτάτης πίστεως πρὸς τὸ θαῦμα. Ἡ ἀσάλευτος αὐτὴ πίστις ὅτι διὰ τοὺς Ἕλληνας εἶναι κατορθωτά, ὅσα ὁ ψύχραιμος λογισμὸς θεωρεῖ ἀδύνατα, δὲν εἶναι ἀπαύγασμα μυστικισμοῦ, ἀλλὰ καταστάλαγμα μακροτάτης ἐθνικῆς πείρας. Αὐτὸς ὁ βίος τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, ἡ ὁποία ἀνεβαίνει ὑπερηφάνως τὰς χιλιετηρίδας, μὲ συνοχὴν ἀδιάπτωτον καὶ ἀναλλοίωτον πνεῦμα, εἶναι, αὐτὸς καθ' ἑαυτόν, ἕνα θαῦμα. Καί, μέσα εἰς αὐτὸ τὸ θαῦμα, εἶναι τόσα τὰ ἄλλα θαύματα, τόσον πολυάριθμα καὶ ἀλλεπάλληλα καὶ ἀσύλληπτα, ὥστε καὶ ἡ πλέον ξηρὰ καταγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Ἐθνικῆς μας Ἱστορίας, νὰ δίδῃ τὴν ἐντύπωσιν ἀληθοῦς μυθολογίας.
Εἶναι θαῦμα ἡ ἐξόρμησις τοῦ ὀλιγαρίθμου αὐτοῦ ἔθνους καὶ ἡ ἐγκατάστασις τοῦ λαμπροτάτου συστήματος τῶν ἀποικιῶν• θαῦμα ἡ διατήρησις τῶν ἐν μέσῳ διαφορωτάτων βαρβάρων λαῶν• θαῦμα ἡ ἀνύψωσίς των εἰς ὑπέροχον ἀφετηρίαν τῶν ὑψίστων ἐκφράσεων τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης, τῆς ποιήσεως, τῆς ἐπιστήμης• θαῦμα ἡ ραγδαία γονιμοποίησις ὅλων αὐτῶν τῶν πρώτων σπερμάτων εἰς τὴν ἐξαίσιαν ἄνθησιν τῶν Ἀθηνῶν — τὸ γλυκύτατον αὐτὸ ἔαρ τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστορίας— ποὺ τόσον ἁρμονικὰ συνανεπτύχθησαν ὅλα τὰ δῶρα τῆς σοφίας, τῆς τέχνης καὶ τῆς ἀρετῆς, ὥστε νὰ εἶναι σήμερον ὁ κανὼν ζωῆς κι' ἐξελίξεως ὅλων τῶν πολιτισμένων λαῶν τῆς γῆς• θαῦμα ἡ ἀπόκρουσις τῆς φοβερᾶς Ἀσιατικῆς ἐπιδρομῆς• θαύματα οἱ Μαραθῶνες καὶ αἱ Σαλαμῖνες• θαῦμα ἡ ἐξόρμησις μὲ τὸν Ἀλέξανδρον, ἡ κατάλυσις τῶν Ἀσιανῶν τυράννων καὶ ἡ μετάδοσις τῶν φώτων εἰς τὰ μοιρολατρικὰ πλήθη τῆς Ἀνατολῆς• θαῦμα ἡ ἐπιβίωσις καὶ ἡ ἀναγέννησις ὑπὸ τὴν Ρώμην• θαῦμα ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἡ χιλιετὴς ζωή της, ὁ θρίαμβος τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς νέας πίστεως, τὸ μοναδικὸν καὶ λαμπρότατον φῶς τοῦ κόσμου μέσα εἰς τὰ σκότη τοῦ μεσαίωνος καὶ πηγὴ ἀναγεννήσεως τῆς Δύσεως• θαῦμα οἱ ἀγῶνες τῆς Αὐτοκρατορίας αὐτῆς διὰ τὸν ἐκπολιτισμὸν τῶν λαῶν, ποὺ ἐκυβέρνα μὲ τὸ πνευματικὸν σκῆπτρον τοῦ χριστιανισμοῦ• θαῦμα καὶ οἱ ἀγῶνες της ἐναντίον τῶν ἐπιδρομῶν τῶν βαρβάρων εἰς τὰς μακρυνὰς ὄχθας τοῦ Τίγρητος καὶ τοῦ Εὐφράτου καὶ τὰς ὀρεινὰς διαβάσεις τοῦ Ταύρου καὶ τοῦ Ἀντιταύρου, ὅπου ἀνέζησαν τὰ ὁμηρικὰ ἔπη εἰς τὸν ὑπέροχον «Ἀκριτικὸν Κύκλον».
Αὐτά, τὰ προηγούμενα θαύματα, εἶναι ὁ πρώτιστος καὶ θεμελιώδης παράγων τοῦ θαύματος τοῦ Εἰκοσιένα. Διότι συναποτελοῦν τὴν μεγάλην καὶ ἀσύγκριτον παράδοσιν τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς, ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ὅπως εἰς ἄλλους λαούς, μία σεπτὴ νεκρά, τὴν ὁποίαν φυλάσσουν εὐλαβεῖς ἐπίγονοι, ἀλλὰ ζῶσα δύναμις, ζυμωμένη μὲ τὰ κύτταρα τῶν Ἑλλήνων, κυκλοφοροῦσα εἰς τὸ αἷμα των καί, συχνά, εἰς τοὺς πολλοὺς ἀνεπίγνωστος, ὅπως ἡ λειτουργία τῆς καρδίας των. Καὶ πρέπει νὰ τονίσω, εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅτι τὴν ἠθικὴν προσωπικότητα τοῦ Ἔθνους δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἡ συνείδησις τῆς ἱστορίας του, ἀλλὰ καὶ αἱ κληρονομημέναι ὑποσυνείδητοι τάσεις —ἴσως, μάλιστα, πρὸ πάντων αὐταὶ— ποὺ φαίνονται ὡς ἀγνοούμεναι, ἀλλ' αἰφνιδίως ἀφυπνίζονται, ἀστράπτουν, φωτίζουν καὶ καταπλήσσουν αὐτὸν τὸν ἴδιον, τὸν φορέα των! Καὶ κατὰ τὴν τραγικωτάτην ἀκόμη στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν κατέρρεεν εἰς αἱματόβρεκτα ἐρείπια ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἔλαμψεν, εἰς ὅλην τὴν αἴγλην της, ἡ ὑψηλὴ παράδοσις τῆς φυλῆς, εἰς τὴν πρᾶξιν ἑνὸς νέου Κόδρου καὶ νέου Λεωνίδα: Πίπτων, ὡς μάρτυς καὶ ὡς ἥρως, ὡς ἁπλοῦς μαχητὴς μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν του, εἰς τὴν πύλην τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, κατέλιπε τὸν θρῦλον του ὡς βαρύτιμον κληρονομίαν πίστεως καὶ ἐλπίδος εἰς τὸ θαῦμα τῆς αὐριανῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸς ὁ θρῦλος ἐξέθρεψε καὶ συνετήρησε τὸ αἴσθημα τῆς ἀνωτερότητος τῆς φυλῆς, τόσον ἀπόλυτον καὶ ἀδιάλλακτον, ὥστε καὶ μέσα εἰς τοὺς πλέον σκοτεινοὺς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς, οὐδέποτε οἱ Ἕλληνες προσηρμόσθησαν πρὸς τὴν ὑλικὴν πραγματικότητα τῆς βαρβάρου κατακτήσεως. Οὐδέποτε ἔπαυσαν νὰ πιστεύουν, ὅτι τὸ κακὸν αὐτό, τόσον ἀντίθετον πρὸς τὴν ἠθικὴν τάξιν τοῦ κόσμου, δὲν θὰ ἦτο διαβατικόν.
Ἔβλεπαν φοβερὰς στρατιὰς νὰ ὁρμοῦν διαρκῶς, ἀπὸ τὰ παράλια τοῦ Βοσπόρου, πρὸς τὴν καρδίαν τῆς Εὐρώπης• ἔβλεπαν στρατοὺς νὰ συντρίβωνται, φρούρια νὰ κυριεύωνται, πόλεις νὰ λεηλατοῦνται, πληθυσμοὺς νὰ ἐξανδραποδίζωνται, βασιλεῖς καὶ στρατηγοὺς νὰ χάνωνται, τὴν Βιέννην νὰ πολιορκῆται καὶ νὰ σῴζεται μόλις ἀπὸ τὸν Γιὰν Σομπιέσκυ τῆς Πολωνίας. Ἀλλ' αὐτοὶ ἐπίστευαν ὅτι φθάνει, ἔρχεται ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν θαυμάτων, ποὺ ὁ Δαυΐδ μὲ τὴν ἐλαφρὰν σφενδόνην θὰ κατίσχυε τοῦ πανόπλου γίγαντος Γολιάθ. Καὶ ὁ λαϊκὸς τραγουδιστής, ἀντὶ νὰ μοιρολογῆ, ἔψαλλε τὴν χαρμόσυνον στροφὴν τῆς ἐλπίδος:
«Πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιροὺς
πάλε δικά μας εἶναι».
Καί, ἀφοῦ ἐθέσαμεν τώρα ὡς πρώτιστον παράγοντα τοῦ Εἰκοσιένα τὴν ὑψηλὴν καὶ ἀείζωον παράδοσιν τῆς φυλῆς, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸν δεύτερον παράγοντα. Εἰς τὴν ἱερὰν κιβωτόν, ποὺ διεφύλαξεν αὐτὴν τὴν παράδοσιν ἀλώβητον καὶ γονιμοποιόν, μέσα εἰς τὸν ἐθνικὸν κατακλυσμὸν —τὴν ὀρθόδοξον ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν. Ὅταν ὁ Πορθητὴς εἰσῆλθεν εἰς τὰ παλάτια τῶν Αὐτοκρατόρων, λέγεται, ὅτι ἐστάθη, ἐπὶ πολλὴν ὥραν, σιωπηλός. Καὶ εἶπεν ἔπειτα, μὲ βαθὺν ἀναστεναγμὸν:
—Ἡ ἀράχνη ὕφανε τὸν ἱστόν της εἰς τὸν οἶκον αὐτὸν τῶν Βασιλέων. Καί, ἀντὶ τοῦ ἄσματος τῶν φρουρῶν, ἀκούγεται ὁ θρῆνος τῆς κουκουβάγιας εἰς τὸν πύργον τοῦ Ἐφρασυάβ!
Ἀλλ' ἐβιάσθη πολὺ ν' ἀπαγγείλη τὸν ἐπικήδειον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Διότι, αὐτός, ὁ ἴδιος, ποὺ κατέλυσε τὴν Αὐτοκρατορίαν, τὴν ἀνέστησε, τὴν ἐπαύριον τῆς νίκης του, ὑπὸ νέαν ὑπέροχον, πνευματικὴν μορφὴν —τὴν μορφὴν τῆς παραχωρηθείσης προνομιακῆς θέσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐνεχείριζεν εἰς τὸν πρῶτον, μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πατριάρχην τὴν ἀργυρᾶν ποιμαντορικὴν ράβδον, συνεκρότει ἐκ νέου τὴν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ εἶχεν ὑποτάξει. Τὴν συνεκρότει, κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸν σκῆπτρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνεγνώριζεν ἐμπράκτως τὴν ὑπεροχήν του. Ὡς βαρύτατον σφάλμα κατελόγισαν οἱ ἱστορικοὶ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τοῦ Μωάμεθ τοῦ Β'. Ἀλλ' ἂν ἦτο σφάλμα ἐπεβλήθη ἀπὸ σκληρὰν ἀνάγκην, ὑπηγορεύθη ἀπὸ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ κατακτητοῦ νὰ κυβερνήσῃ ἐν εἰρήνῃ Ἔθνος ἀνώτερον, μὲ τ' ἄξεστα στίφη, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ εἶχε νικήσει ἐν πολέμῳ. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, οὐδέποτε ἀπὸ καταβολῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, οὔτε πρό, οὔτε μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Βασιλίδος, οὔτε μέχρι σήμερον, εὑρέθη τόσον ὁλοκληρωτικά, τόσον σφικτὰ καὶ πειθαρχικὰ ἡνωμένος ὁ Ἑλληνισμός, ὅσον ἀκριβῶς ὅταν ἔπεσεν ἡ Αὐτοκρατορία.
Αὐτοκράτορα τῶν ἑλλήνων, αἰχμάλωτον εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Σουλτάνου, χαρακτηρίζει ὁ Μένδελσων Βαρθόλδυ, τὸν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτός, ὁ αἰχμάλωτος αὐτοκράτωρ, καὶ τὸ ἐπιτελεῖον του, τὸ ἀνώτερον ἱερατεῖον, ποὺ τὸν περιστοιχίζει καὶ οἱ πνευματικοί του Μέραρχοι, οἱ μητροπολῖται καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶται του, οἱ ἱερεῖς εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία, ὅλον τὸ ἀπέραντον στράτευμά του ἐργάζονται, εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἐπαύριον τῆς πτώσεως, διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ Γένους. Διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν Ἱστορίαν τῶν λαῶν ἐμφανίζεται, μὲ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, τὸ φαινόμενον, ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐστάθη ἀντιδραστικὴ εἰς τὴν πρόοδον τῶν φώτων, ἀλλὰ ἐκράτησεν ὑψηλὰ τὴν λαμπάδα των. Εἰργάσθη, μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις της, διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας, ἀπὸ αὐτὴν προσδοκῶσα τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἔθνους. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καί, πολὺ συχνά, ὁ ἱερωμένος καὶ ὁ διδάσκαλος, ὁ ἐθνικὸς παιδαγωγός, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον, ὅπως ἀργότερα, ὅταν ἔλθῃ ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν θαυμάτων, ὁ ἴδιος θὰ γίνῃ μάρτυς καὶ ἥρως τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος, εἰς φάλαγγα ὁλόκληρον αἱματωμένων ράσων, ποὺ ἐκάησαν ὅλα εἰς τὴν πελωρίαν πυρκαϊὰν τῆς ἐθνικῆς ἐξεγέρσεως. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ τὸ σημεῖον, ποὺ πρέπει νὰ σαρωθοῦν αἱ ἄστοχοι γνῶμαι, ὅτι τὸ Εἰκοσιένα ἔλαβε τὴν ἔμπνευσίν του ἀπὸ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν. Ἡ ἐπανάστασις ἐκείνη, κοινωνικὴ πρωτίστως, εἶχε καὶ σαφεστάτην ἀντικληρικὴν ἀπόχρωσιν. Ἀλλὰ τὴν σημαίαν τοῦ Εἰκοσιένα ὕψωσαν κι' ἐκράτησαν χέρια ἐπισκόπων.
Ὡς τρίτον κατὰ σειρὰν παράγοντα τῆς Ἐθνικῆς Ἀναστάσεως, μετὰ τὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει νὰ θέσωμεν τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἔθνους. Διότι, ἂν ἡ Κωνσταντινούπολις, μὲ τὴν πτῶσιν της, πνευματικῶς ἀπεκεφαλίσθη, σχεδὸν εὐθὺς ὅμως, ἀπὸ τῆς ἑπομένης, ἤρχισε ν' ἀνασχηματίζῃ τὴν πνευματικήν της ἀριστοκρατίαν. Ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος ὁ Οἰκονόμος, εἰς τὸ ἔργον του «περὶ γνησίας προφορᾶς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης», γράφει διὰ τοὺς λογίους τῶν πρώτων δεκαετηρίδων τῆς σκλαβιᾶς: «Τὸ ἔδαφος τῆς Ἐλλάδος (καὶ οὕτω διακειμένης —δηλαδὴ ὑπὸ δουλείαν) δὲν ἔπαυσεν ἐκφέρον εἰς ἀραιάς τινας ἐπιφυλλίδας καὶ ἄνθη μικρά, πεπαιδευμένους Ἕλληνας, οἵτινες διετήρησαν ἀδιάκοπον τῆς παλαιᾶς ἑλληνικῆς παιδείας τὴν συνέχειαν, θεραπεύοντες ὅσον ἠδύναντο τοῦ ἔθνους τὴν δυστυχίαν». Εἰς διάστημα χρόνου μικρότερον τῶν πενῆντα ἐτῶν, κατὰ τὰ τέλη τοῦ δεκάτου πέμπτου καὶ πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ δεκάτου ἕκτου αἰῶνος, εἰς τὴν ἀκάματον κυψέλην τοῦ Φαναρίου, ὅπου εἶχεν ἐγκατασταθῆ ὁριστικῶς τὸ πατριαρχεῖον, ἀνεφαίνοντο οἱ πρῶτοι πυρῆνες τῆς μεταβυζαντινῆς πνευματικῆς ἡγεσίας, τὴν ὁποίαν ἀπετέλεσαν οἱ ἐκ περάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ συρρεύσαντες λόγιοι ρασοφόροι καὶ κοσμικοί.
Ἔφθαναν ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον καὶ ἀπὸ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ἀπὸ τὴν Ἤπειρον, ἀπὸ τὴν Μικρασίαν καὶ ἀπὸ τὴν Κρήτην, τὰ περισσότερον καλλιεργημένα στοιχεῖα ἐκ τῶν λειψάνων τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Αὐτοκρατορίας, διὰ ν' ἀγωνισθοῦν εἰς τὸν στίβον τῆς παιδείας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ὀλισθήσουν εἰς αὐτὴν τὴν διοικητικὴν μηχανὴν τοῦ κατακτητοῦ. Διότι εὐθὺς σχεδὸν ἀπὸ τῆς ἑπομένης τῆς εἰσόδου του εἰς τὴν Βασιλίδα, ἤρχισε νὰ προσλαμβάνῃ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, πρὸ πάντων διὰ τὰς διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς ξένους διπλωμάτας, Ἕλληνας «Γραμματικούς», ἐπειδὴ κι' εὐστροφίαν εἶχαν μεγαλειτέραν καὶ ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦτο περισσότερον κατάλληλος διὰ διπλωματικὰς ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις. Καί, δι' ἀρκετὸν χρόνον, παρουσιάζετο τὸ μοναδικὸν εἰς τὴν ἱστορίαν θέαμα Κραταιοῦ Νικητοῦ, ὁ ὁποῖος, προκειμένου ν' ἀπευθυνθῇ εἰς τὸ ἐξωτερικόν, ὡμίλει μὲ τὸ στόμα καὶ τὴν γλῶσσαν, τῶν ἡττημένων καὶ ὑποδούλων! Ὁ ἴδιος ὁ Κατακτητὴς ὕψωνεν εἰς τὰ μάτια τῶν «ραγιάδων» τὴν ἀξίαν τῆς παιδείας των καὶ τῆς πνευματικῆς των παραδόσεως. Καὶ ἦτο φυσικὸν οἱ εὔποροι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν ἐπαρχιῶν νὰ ὠθήσουν τὰ τέκνα των εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν Γραμμάτων, διὰ νὰ πάρουν ἄλλα μὲν τὸ μοναχικὸν σχῆμα καὶ νὰ γίνουν διδάσκαλοι εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ κατόπιν ἐπίσκοποι, διὰ νὰ ἱδρύσουν μὲ τὴν σειράν των σχολεῖα εἰς τὰς περιφερείας των• καὶ ἄλλα νὰ μείνουν κοσμικοί, ἐπιστήμονες, ἰατροὶ πρὸ πάντων, ν' ἀποκτήσουν σχέσεις κι' ἐπιρροήν, ν' ἀναμιχθοῦν εἰς τὰς ὑποθέσεις τοῦ Πατριαρχείου ὡς Μεγάλοι Λογοθέται καὶ «Ὀφφικιάλιοι» τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τέλος τὴν πολιτικὴν κυβέρνησιν τοῦ Κατακτητοῦ.
Ἀρκεῖ νὰ ρίψῃ κανεὶς ἁπλοῦν βλέμμα εἰς τὰ «Σχεδιάσματα», τὸ πολύτιμον τομίδιον τοῦ Ματθαίου Παρανίκα, ὅπου καταγράφονται λεπτομερῶς αἱ διάφοροι σχολαὶ καὶ τὰ σχολεῖα, ποὺ ἐλειτούργησαν, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς σκλαβιᾶς, διὰ νὰ καταπλαγῇ διὰ τὸ πλῆθος των, διὰ τὴν ἐξαίρετον ποιότητα τῆς διδασκαλίας των καὶ τὴν μακρὰν σειρὰν τῶν ἐξόχων πνευματικῶν φυσιογνωμιῶν ποὺ ἀνέδειξαν. Κατ' ἀρχάς, τὸ κέντρον τῆς πνευματικῆς αὐτῆς προετοιμασίας διὰ τὴν ἀπολύτρωσιν κατέχει ἡ «Μεγάλη του Γένους Σχολή», τὴν ὁποίαν δικαίως ὁ Καντεμίρης, ἐκ τῶν λαμπροτέρων μαθητῶν της, θὰ ὀνομάση «Ἀκαδημίαν». Ἀπὸ τοῦ Ματθαίου Καμαριώτη, ὁ ὁποῖος φέρεται πρῶτος σχόλαρχος, μετὰ τὴν Ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι τοῦ Κούμα τοῦ Σμυρναίου, ποὺ ἀνῆλθεν εἰς τὴν σχολαρχικὴν ἕδραν κατὰ τὰς παραμονὰς τοῦ Μεγάλου Ἀγῶνος (1813), πόσαι φωτειναὶ προσωπικότητες δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν «Ἀκαδημίαν»! Ὁ Μανουὴλ ὁ Κορίνθιος, ἀπὸ τοὺς μεγαλειτέρους ρήτορας τῆς Ὀρθοδοξίας, συγγραφεὺς Ἀκολουθιῶν καὶ Κανόνων. Ὁ Ἀθηναῖος Θεόφιλος Κοριδαλεύς, φιλόσοφος δεινὸς εἰς τὰ προβλήματα τῆς γνώσεως• ὁ Ἰωάννης ὁ Λέσβιος μύστης ἐπίσης τῆς φιλοσοφίας καὶ μέγας πριμικήριος• ὁ Ἀνανίας ὁ Ἀντιπάριος, συγγραφεὺς περιφήμου πραγματείας περὶ τῶν μορίων τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης• ὁ Ἰάκωβος Μάνος ὁ Ἀργίτης φιλόσοφος καὶ θεολόγος• ὁ Κριτίας ἀπὸ τὴν Προῦσσαν, ἑλληνιστής, λατινιστής, μεταφραστὴς τῆς Λογικῆς του Κοριδαλέως εἰς τὴν Τουρκικήν, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης καὶ τόσοι ἄλλοι!
Ἀλλὰ συντόμως ἀποκτᾷ ἡ Μεγάλη Σχολὴ τὴν ἀντίζηλόν της, εἰς τὸ Ἁγιοταφικὸν Μετόχιον, ὅπου ἐσχολάρχευσεν ὁ ἰατροφιλόσοφος Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος, συγγραφεὺς τοῦ πρώτου μετὰ τὴν Ἅλωσιν —1665— ἐπιστημονικοῦ βιβλίου «περὶ κυκλοφορίας τοῦ αἵματος». Καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη ἐπιστήμη, ποὺ καλλιεργεῖται εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς θὰ ἐκδώσῃ μετὰ σαράντα περίπου ἔτη, Ἀστρονομίαν καὶ θὰ ἱδρύσῃ ἀστεροσκοπεῖον εἰς τὸν Γαλατᾶν. Ὁ δὲ Δημήτριος Ἀργυράμμος θὰ καταγίνῃ εἰς τὴν βοτανικήν, θὰ ὀργανώσῃ βοτανικὸν κῆπον καὶ θὰ συντάξῃ τὸ πρῶτον βοτανικὸν λεξικόν. Κατὰ τὰς παραμονὰς τοῦ Μεγάλου Ἀγῶνος ἡ Κωνσταντινούπολις —γράφει ὁ Παρανίκας— «ἔβριθεν ἀνδρῶν πολυμαθῶν• ταύτην ἐκάλλυνον Ἡγεμόνες καὶ Ἀρχιερεῖς πεπαιδευμένοι, ἄρχοντες καὶ ἄλλοι, πλοῦτον κεκτημένοι μαθήσεως οὐ τὸν τυχόντα καὶ κρίσιν αὐστηράν. Περιηγητής τις ἀναφέρει, ὅτι παρέστησαν τοὺς «Πέρσας» τοῦ Αἰσχύλου ἐν οἰκίᾳ Φαναριωτικῇ». Κατὰ τὰ μέσα τοῦ δεκάτου ἑβδόμου αἰῶνος ἀναπτύσσονται τὰ γυμνάσια καὶ πολλαπλασιάζονται μὲ ραγδαῖον ρυθμόν. Θὰ μοῦ ἐχρειάζοντο ἑκατὸν σελίδες, διὰ ν' ἀναφέρω μὲ τὴν αὐστηροτέραν συντομίαν, τὴν δρᾶσιν καὶ τὸν ἀριθμὸν ὅλων αὐτῶν τῶν σχολῶν, ποὺ ἀπετέλεσαν Γαλαξίαν ὁλόκληρον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζεν ἀπὸ τὰς ἑλληνικὰς παροικίας τῆς Πολωνίας καί τῆς Ρωσίας, διὰ ν' ἁπλωθῇ εἰς τὸν Ἀνατολικὸν Εὔξεινον, νὰ περιλάβῃ τὰς Παραδουναβίους Ἡγεμονίας, νὰ κατέλθῃ πρὸς τὴν Θράκην, τὴν Μακεδονίαν, τὴν Ἤπειρον, τὴν Θεσσαλίαν, τὴν Ρούμελην, τὴν Πελοπόννησον, τὸ Ἰόνιον, τὸ Αἰγαῖον καὶ τὰ παράλια τῆς Δυτικῆς Μεσογείου. Θὰ ἔπρεπε νὰ καταγράψω ἀκόμη καὶ τὰς σχολὰς τῶν Ἀφρικανικῶν κοινοτήτων τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς Βενετίας, τῆς Παβίας, τῆς Ρώμης (τὸ «Ἑλληνοπαίδων Φροντιστήριον»), τοῦ Λιβόρνου, τῆς Βιέννης καὶ τῆς Πέστης... Ἀλλὰ τὸ κορύφωμά των ὑπῆρξεν ἡ ἀπὸ τοῦ 1698 ἱδρυθεῖσα «Ἀκαδημία» τοῦ Βουκουρεστίου, ὅπου ἐδίδαξαν ἄνδρες, ὡς ὁ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς καὶ ὁ Νεόφυτος Δούκας.
Ἀπὸ τὴν τεραστίαν αὐτὴν κίνησιν ἐξεπήδησαν αἱ μεγάλαι ἡγετικαὶ μορφαὶ τῆς Ἐθνικῆς Ἀναγεννήσεως. Ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας ἐβλάστησαν οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας καὶ οἱ Μεγάλοι Δραγομᾶνοι, Ὑψηλάνται, Μουροῦζαι, Καρατζάδες, Μαυρογέννηδες καὶ τόσοι ἄλλοι, ποὺ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπέτυχαν νὰ βάλουν τὴν Πύλην νὰ ὑπογράψῃ συνθήκας, ὅπως τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ καὶ Καβὰκ Ἀϊναλῆ, αἱ ὁποῖαι ηὐνόησαν ἐμμέσως τὴν ἀνάπτυξιν τῆς δυνάμεως τῶν Ἑλλήνων. Ἀπὸ τὴν κίνησιν αὐτὴν ὑψώνεται ὁ Ρήγας, διὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν ὑπέροχον μορφήν του ὡς προδρόμου, ἐθνοκήρυκος κι' ἐθνομάρτυρος, εἰς τὰ φῶτα τῶν Ἡγεμονιῶν «εἰς τὰς Αὐλὰς τῶν ὁποίων, ἀναμιμνησκούσας τὴν τοῦ Περιάνδρου, ὡς περὶ κέντρα συνήρχοντο, ἐν τοῖς τελευταίοις, μάλιστα, oἱ λογάδες τοῦ Ἔθνους, οἱ ἀναμορφωταὶ καὶ μύσται τῆς τότε ἀναγεννωμένης παιδείας». Ἀπὸ τὴν Κερκυραϊκὴν σχολὴν θὰ ἐκπηδήσῃ ὁ ἐκπληκτικὸς Καποδίστριας, ποὺ ἐκράτησεν εἰς τὰς χεῖρας του τὰς τύχας μιᾶς Αὐτοκρατορίας• καὶ ἀπὸ τὸ σχολεῖον τῆς Σμύρνης θὰ ἐκκινήσῃ ὁ Αδαμάντιος Κοραῆς διὰ τὴν λαμπρὰν σταδιοδρομίαν τοῦ μεγάλου Ἐθνοδιδασκάλου καὶ τοῦ προφήτου τῆς Ἐπαναστάσεως, μὲ τὸ ἱστορικὸν ὑπόμνημά του εἰς τὴν Γεωγραφικὴν Ἑταιρείαν τῶν Παρισίων «περὶ τῆς συγχρόνου καταστάσεως τοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα».
Πρὶν ἀποβιβασθῇ εἰς τὴν Μάνην ὁ Κολοκοτρώνης ἐκάθισε, μαθητής, εἰς τὰ θρανία τῆς σχολῆς τοῦ Μαρτελάου, εἰς τὴν Ζάκυνθον• καὶ πρὶν ὁ Παπαφλέσσας πυρπολήσῃ τὴν Πελοπόννησον μὲ τὴν φλόγα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ του, εἶχε γίνει μαθητὴς τοῦ Αἰνιᾶνος, ὁ ὁποῖος ἤνοιξεν εἰς τὰ ἔκθαμβα μάτια του τοὺς θησαυροὺς τῆς μεγάλης ἐθνικῆς παραδόσεως. Πρὶν ὁ Γεώργιος Λασσάνης, ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ Ἱεροῦ Λόχου σύρῃ τὸ σπαθί, θὰ δώσῃ εἰς τὸ θέατρον τῆς Ὀδησσοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα νεοελληνικὰ δράματα, τὸν «Ἁρμόδιον καὶ Ἀριστογείτονα» ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σάλπισμα ἐπαναστατικόν. Οἱ μορφωμένοι νέοι, ποὺ γεμίζουν ἀσφυκτικῶς τὴν αἴθουσαν, τὸ ὑποδέχονται μὲ φρενήρη χειροκροτήματα. Εἶναι ὅλοι αὐτοί, ποὺ τὸν Φεβρουάριον τοῦ Εἰκοσιένα, μὲ τὸν Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην, εἰς τὴν Βλαχίαν, θ' ἀνοίξουν τὴν αὐλαίαν εἰς τὸ ἄλλο τὸ μεγάλο καὶ ἀληθινὸν δρᾶμα τοῦ πολέμου διὰ τὴν ἐλευθερίαν. Εἶναι αὐτοί, ποὺ μὲ τὴν μαύρην στολὴν τῶν ἱερολοχιτῶν καὶ τὰ λευκά των λοφία, θὰ προχωρήσουν, νυμφίοι τῆς δόξης, εἰς τὴν πρώτην μάχην μὲ τοὺς Τούρκους, εἰς τὸ Δραγατσάνι, ψάλλοντες τὸν ὕμνον τοῦ Σώματος:
«Φίλοι μου, συμπατριῶται
Δοῦλοι νά 'μαστέ ὡς πότε;»
ὡς θαλεροὺς στάχεις τοὺς ἐθέρισαν τὰ γιαταγάνια τῶν Σπαχήδων. Καὶ ὁ ποιητὴς ἐσκόρπισεν εἰς τὸν τάφον των τὰ ὡραιότερα ἄνθη τῆς τέχνης του:
«Ἂς μὴ βρέξη ποτὲ
τὸ σύννεφον καὶ ὁ ἄνεμος
σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίση
τὸ χῶμα τὸ μακάριον
ποὺ σᾶς σκεπάζει...
Σᾶς ἅρπαξεν ἡ τύχη
τὴν νικητήριον δάφνην
καὶ ἀπὸ μυρτιάν σᾶς ἔπλεξε
καὶ πένθιμον κυπάρισσον
Στέφανον ἄλλον.
Ἀλλ' ἄν τις ἀποθάνῃ
διὰ τὴν πατρίδα, ἡ μύρτος
εἶναι φύλλον ἀτίμητον
καὶ καλὰ τὰ κλαδιὰ
τῆς κυπαρίσσου...»
|
|
|