Σπύρος Μελάς
Τὰ Μωσαϊκὰ τοῦ Βατοπεδίου
Ἀπὸ περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.
Ὅταν οἱ προσκεκλημένοι ἀποφάσισαν ἕνα μικρὸ χωνευτικὸ περίπατο στὸ γειτονικὸ ἄλσος, ὅπου ἀνθοκέντητη χλόη καὶ ἀηδονόλαλα ρυάκια, βρήκαμε τὸν καιρὸ νὰ κάνουμε ἕνα γῦρο στὸ καθολικὸν, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν βηματάριον. Ἐὰν ἡ φροντίδα τῶν πατέρων γιὰ τὴν οἰκονομικὴ εὐμάρεια τῆς μονῆς καὶ τὴν εὐπρέπεια τῆς ἐξωτερικῆς της παραστάσεως δὲν ἦταν τόσο μεγάλη, ὅσο καὶ ἡ ἄγνοιά τους στὰ ζητήματα τῆς χριστιανικῆς τέχνης, θὰ εἴχαμε τὴ σπάνια ἡδονή, νὰ ἰδοῦμε σ' αὐτὴν τὴν ἐκκλησία βυζαντινὲς τοιχογραφίες τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΔ' αἰώνα, ποὺ πρώτη φορὰ ζωγραφήθηκε τὸ ἐσωτερικό τοῦ καθολικοῦ. Ἀλλά, δυστυχῶς, οἱ τοιχογραφίες αὐτὲς ἀνακαινίστηκαν, σὲ πέντε διάφορες ἐποχὲς ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΗ' αἰώνα ἴσαμε σήμερα. Καὶ δὲν εἴμαστε ἑπομένως σὲ θέση νὰ ξέρουμε τί ἔχασαν σὲ χρῶμα καὶ σχῆμα. Ἂν κρίνῃ κανεὶς ἀπὸ τὶς λίγες μωσαϊκὲς παραστάσεις ποὺ διασώθηκαν, εὐτυχῶς ἀκέριες, πάνω ἀπὸ τ’ ἀνατολικὰ κιονόκρανα τοῦ τρούλου, στὴν πόρτα τῆς λιτῆς, ἡ ἀπώλεια εἶναι μεγάλη: Χάσαμε ἀριστουργήματα.
Αὐτὰ τὰ μωσαϊκά τοῦ Βατοπεδίου εἶναι τὰ μόνα ποὺ σῴζονται στὸν Ἄθω, καὶ νομίζω ὅτι σὰν καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα στέκουν σὲ πρώτη γραμμή. Ἐπάνω σὲ χρυσὸ βάθος ἡ Παρθένος μαυροφορεμένη δέχεται τὴ θεία ἀγγελία. Στὰ μάγουλά της δὲν ὑπάρχει τὸ σαρκικὸ ἐρύθημα τῆς Δανάης τοῦ Κορέτζιο, αἴφνης, ποὺ δέχεται τὸ μήνυμα τοῦ Δία μὲ τὴ συστολὴ κόρης οἱουδήποτε νοικοκύρη, ἀφήνοντας συγχρόνως τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοΰ νὰ σύρῃ τὸ λεπτὸ σεντόνι τοῦ παρθενικοῦ της κρεββατιοῦ. Ὅσο κι ἂν ἡ τέχνη τοῦ μεγάλου Ἰταλοῦ ζωγράφου ἐξαγνίζη καὶ ὑψώνῃ τὴ σάρκα σ' αὐτὰ ὅλα, ὀσφραίνεται κανεὶς τὶς ἀναθυμιάσεις τοῦ αἵματος. Ἀλλὰ ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφορετικά. Ἡ Παρθένος τοῦ βυζαντινοῦ ζωγράφου εἶναι πλάσμα ἐντελῶς ὑπερκόσμιο, πνευματικό, θεῖο. Δὲν ὑπάρχει Εὐρωπαῖος κριτικός, ποὺ νὰ μὴν κατηγόρησε τὴ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ ὡς φτωχὴ ἀπὸ κίνηση καὶ ζωή, δούλη ἑνὸς κανόνος, μιᾶς ἁγιογραφικῆς συνταγῆς, ποὺ μ' αὐτὴν ζήτησε νὰ συντηρήσῃ, νὰ κρατήσῃ, νὰ φυλακίσῃ τὸ φθίνον πνεῦμα, τὴν φεύγουσα ψυχὴ τῆς πρώτης ἀκμῆς της. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μῦθος, ὁ ὁποῖος δηλοῖ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἡ ἀξία τῆς Βυζαντινῆς ζωγραφικῆς ἔγκειται ἀκριβῶς στὴν ἑκούσια ὑποδούλωσή της στοὺς κανόνες τοῦ ὕφους. Δὲν ὑπάρχει μεγάλη καλλιτεχνικὴ δημιουργία παρὰ μέσα στὰ ὅρια ἀπαραβίαστων ἀξιωμάτων. Ὅσο περισσότερο μᾶς περιορίζουν, τόση περισσότερη τέχνη χρειάζεται γιὰ νὰ βγοῦμε νικηταί. Οἱ κλασσικοὶ δημιουργοί, οἱ ἀρχαῖοι Ἔλληνες, δούλεψαν σὲ τόσους περιορισμοὺς καὶ σὲ τόσο ἄγριους!
Οἱ Βυζαντινοὶ σ' αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι γνήσιοι ἀπόγονοί τους. Γνωρίζοντας τὰ ὑψηλὰ μυστικὰ τῆς αἰσθητικῆς πειθαρχίας ἢ ἀπὸ ἔνστικτο ὑποταγμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ τους, ἔλυσαν ἕνα πρόβλημα ποὺ ποτὲ ἄνθρωποι δὲν θὰ τολμήσουν νὰ δοκιμάσουν στὸ ἑξῆς. Οἱ Βυζαντινοὶ κατασκεύασαν χριστιανικὴ τέχνη. Κάθε τέχνη εἶναι εἰδωλολατρεία καὶ σὰν τέτοια καταδικάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Θρησκείας τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλὰ τὸ νὰ ὑπάρχη τέχνη, γιὰ τοὺς πολιτισμένους λαούς, εἶναι ἀνάγκη τόσο ἀναπότρεπτη, ὅσο καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς. Καὶ νὰ ὁ Βυζαντινὸς ὑποχρεωμένος νὰ πλάσῃ μιὰ τέχνη, ποὺ θὰ ἔκλεινε μέσα της τὸ ἀπαραίτητο ποσὸν ζωῆς, τέχνη, ποὺ τὰ δημιουργήματά της θὰ εἶχαν ὅσο τὸ δυνατὸ μεγαλείτερη ποσότητα πραγματικότητας, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος θὰ ξέφευγαν ἐπίσης ὅσο μποροῦσαν ἀπὸ τὶς μορφές, ἀπὸ τὰ σχήματα τῆς πραγματικότητας αὐτῆς. Ὁ Ἕλληνας ποτὲ δὲν ὑπῆρξε ὠμὸς ρεαλιστής. Ἦταν λοιπὸν ὁ μόνος ἑτοιμασμένος νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς τέχνης. Ἡ ψηφιδωτὴ Παναγία τῆς λιτῆς, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχα μείνει ἐκστατικὸς πρὶν ἀπὸ λίγο, εἶναι μιὰ μεγάλη ἀπόδειξη. Εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστῇ κανεὶς πόσο σαγηνεύει τὸ αἴνιγμα ἑνὸς ὄντος, ποὺ εἶναι τόσο κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ ἔχει τὴ γλυκύτητα τῆς λαϊκῆς παρθένου, τὸ μελαγχολικὸ χαμόγελο τῆς ἀρετῆς, συγχρόνως δὲ μιὰ κάποια Αἰγυπτιακὴ ἀκαμψία στὸ περίγραμμα, μιὰ περίεργη ἁπλοϊκότης στὸ σχέδιο, τὸ ἀπομακρύνει τόσο ἀπὸ τὰ πλάσματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ!
Στὰ περίφημα ψηφιδωτά τῆς μονῆς τοῦ Βατοπεδίου εἶναι καὶ τὰ μικρὰ εἰκονίσματα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος, καλλιτεχνικώτατες μικρογραφικὲς ψηφιδώσεις πάνω σὲ ὀρθογώνια σανίδος, θαύματα τεχνικῆς, μοναδικά, στὸ εἶδος τους, ἀριστουργηματάκια, ποὺ ὅμοιά τους δὲν ἐσώθηκαν σὲ ὁλόκληρη τὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ ἄλλα, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα, ποὺ βρίσκεται στὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ τῆς Σερβικῆς μονῆς τοῦ Χελανδαρίου. Ὑπῆρχε στὸ Βατοπέδιον ἕνα ἀκόμα, σπανιώτατο, ψηφιδωτὸ εἰκονισματάκι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἕντεκα ἑκατοστῶν πλάτους καὶ ὕψους 15, ποὺ ὅμως ἔκαμε φτερά. Ὁ άρχιμανδρίτης τῆς μονῆς Χρύσανθος και οἱ προϊστάμενοι τῆς μονῆς νόμισαν ὅτι πρόκειται περὶ ἀτομικῆς τους περιουσίας, καἰ τὸ ἐδώρησαν στὸν Νελίδωφ, πρεσβευτὴ ταῆς Ρωσίας στὴν Κωνσταντινούπολη!
Ἀπὸ τὸν ἐξωνάρθηκα τοῦ καθολικοῦ περάσαμε στὸν φωτεινὸ ἐσωνάρθηκα καὶ τὲλος στὸ μυστικιστικὸ ἡμίφως τοῦ νάρθηκος. ὅπου διαβάζεται τὸ Μεσονυκτικὀν κατὰ τὰ ξημερώματα. Στὸ σύθρονο τοῦ βήματος, ὁ βηματάριος μᾶς ἔδειξεν τὴν ἐφέστια θεά τοῦ Βατοπεδίου, τὴν Παναγία τὴ Βηματάρισσα ἤ Κτιτόρισσα, πού, ὅταν τὸ μοναστήρι καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἔρριξαν οἱ μοναχοὶ στὸ πηγάδι μὲ μιὰν ἀναμμένη λαμπάδα! Ἡ παράδοση θέλει νὰ βρέθηκε ὕστερ’ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὄχι τὸ κόνισμα μόνο, ἀλλὰ καὶ ἡ λαμπάδα, ἀναμένη μάλιστα, ὅπως τὴν εἶχαν πετάξει.
|