Μάξιμος ο Ομολογητής
Μυσταγωγία (στην δημοτική)
Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
Δ'. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο γίνεται ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἀνθρώπου ἀπ' αὐτὸν
Καὶ πάλι μὲ ἄλλο τρόπο μυστικῆς θεωρίας, ἔλεγε, ὅτι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἂνθρωπος• σὰν ψυχὴ ἔχει τὸ ἱερὸ βῆμα, νοῦ της τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, σῶμα τὸ ναό. Γιατί εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, γινωμένου κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.(21) Ἔτσι μὲ τὸ ναό, ὅπως μὲ σῶμα, προβάλλει τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία• μὲ τὸ ἱερὸ βῆμα, ὅπως μὲ ψυχή, ἀναπτύσσει πνευματικὰ τὴ φυσικὴ θεωρία• μὲ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ὅπως μὲ νοῦ, φανερώνει τὴ μυστικὴ θεολογία.(22).
Ἔλεγε ἀκόμα,(23) ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι, Ἐκκλησία μυστική, ποὺ μὲ τὸ σῶμα του, ὅπως μὲ ναό, λαμπρύνει τὴν πρακτικὴ ἱκανότητα τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἐνάρετη ἄσκηση τῶν ἐντολῶν σύμφωνα μὲ τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία• μὲ τὴν ψυχή του, ὅπως μὲ ἱερὸ βῆμα, προσφέρει μὲ τὸ λόγο στὸ Θεό τοὺς ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις προερχόμενους λόγους κατὰ τὴ διενέργεια τῆς φυσικῆς θεωρίας, ἀφοῦ δεχθοῦν τὴν καθαρὴ πνευματικὴ περιτομὴ τῆς ὕλης• καὶ μὲ τὸ νοῦ, ὅπως μὲ θυσιαστήριο, μὲ ἄλλη πολύλογη καὶ πολύφθογγη σιγή, προσκαλεῖ τὴν πολυύμνητη μέσα στὰ ἄδυτα τῆς σκοτεινῆς κι ἀκατανόητης μεγαλοφωνίας σιγὴ τῆς θεότητας. Καὶ ποὺ τὴν οἰκειώνεται, ὅσο γίνεται στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴ μυστικὴ θεολογία καὶ γίνεται ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ ἔγινε ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ ὁ Θεὸς καὶ ποὺ σφραγίστηκε μὲ τὶς ὁλόφωτες λάμψεις του.
Ὑποσημειώσεις
21. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Κατ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα εἶδος ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία Ἐκκλησία. Ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι οὔτε αὐτὴ τὴ φορὰ χωρισμένη ἀπὸ τὸ πρότυπο. Ἡ Ἐκκλησία, σὰν εἰκόνα ἀνθρώπου, περιέχει τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος, σὰν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, περιέχει τὸ Θεὸ καὶ ἀντιστρόφως. Στὴ θεώρηση αὐτή, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ δέχεται τὴν ἐπίδραση τοῦ Θεοῦ, παίρνοντας διαστάσεις καὶ ὕψος ἀπεριόριστο. Ὁ ἄνθρωπος, σὰν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπεριόριστο ὑποκείμενο, ποὺ σκέπτεται καὶ ἐνεργεῖ καί, ἐξαιτίας τῆς ὁμοιότητάς του μὲ τὸ Θεό, μετέχει ὅλο καὶ πιὸ πολύ, μὲ τὶς ἀρετές, στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κι ἐκείνη ἐπίσης, ἀπεριόριστο ὑποκείμενο, ποὺ γνωρίζει καὶ ἐνεργεῖ καὶ μετέχει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, βοηθῶντας τὰ μέλη της σ' αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἢ μὲ τὴν συνεισφορὰ τῶν μελῶν της σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν ἐξύψωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν της μέσα στὸ Θεό, μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη, κάνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἕνα εἶδος μοναδικὸ ὑποκείμενο, ποὺ προχωρεῖ στὴν ὁμοίωση μὲ τὸ Θεό, στὸ μέτρο τῆς προόδου τῶν μελῶν της σ' αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα. Ὁ ἱερατικὸς χῶρος (ἱερὸ βῆμα) τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς, γιατί μέσα στὴν ψυχὴ κινοῦνται οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καλοῦνται ν' ἀνεβάσουν τὸν ἄνθρωπο στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἐξαγιασμό• τὸ θυσιαστήριο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ νοῦ, γιατί ὁ νοῦς, εἶναι ὁ ἀβυσσαλέος χῶρος, ὅπου φανερώνεται ὁ ἀκατανόητος Θεός, ὅπου γίνεται αἰσθητὴ ἡ ἀβυσσαλέα παρουσία τοῦ Θεοῦ (Εὐάγριος, Πρακτικὰ κεφάλαια, 70• P.G. 40, 1244, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Νείλου τοῦ Σιναΐτη). Καὶ ὁ ναὸς εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος, ποὺ καλεῖται νὰ ἁγιασθῆ μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ποὺ δοξάζει τὸ Θεὸ τὸν ἄπειρο, στὸν ὁποῖο πλησιάζει μὲ τὸ νοῦ ὑψωμένο στὸ ἄπειρο ἢ μὲ τὸ σκεπτόμενο ὑποκείμενο, ποὺ ὑψώνεται πέρα ἀπὸ τὴ σκέψη. Πρέπει νὰ ἀναφέρωμε ὅτι στὰ κεφάλαια, στὰ ὁποῖα παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο σὰν Ἐκκλησία, βλέποντας τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ ἀβυσσαλέα ἀνθρώπινα βάθη, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀφήνει τὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη κι ἀκολουθεῖ τὸν Εὐάγριο.
22. Ὁ ἄνθρωπος, θεωρημένος σὰν Ἐκκλησία, ἀσκεῖ μὲ τὸ σῶμα, σὰν μὲ ναό, τὴν πρακτικὴ φιλοσοφία, μὲ τὴν ψυχή, σὰν μὲ ἱερατικὸ χῶρο, πραγματοποιεῖ τὴν πνευματικὴ θεωρία, τέλος μὲ τὸ νοῦ, σὰν μὲ θεῖο θυσιαστήριο, εἰσδύει μέσα στὴ μυστηριώδη γνώση τοῦ Θεοῦ. Στὴ θεωρία τῶν τριῶν αὐτῶν πνευματικῶν ἀναβαθμῶν, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀκολουθεῖ ἐπίσης τὸν Εὐάγριο. Ἀλλὰ οἱ δύο πρῶτοι ἀναβαθμοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν πραγματοποιηθῆ χωρὶς σύνδεσμο μὲ τὸν κόσμο. Ἡ πρακτικὴ φιλοσοφία εἶναι φιλοσοφία ἀποκτημένη μὲ ἔργα δικαιοσύνης, καθαρὰ καὶ λογικά, μέσα στὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ καθαρὴ καὶ λογικὴ σχέση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα του πρὸς τὸν κόσμο ἢ ἡ καθίδρυση τῆς βασιλείας τοῦ λόγου πάνω στὸ σῶμα. Μὲ τὴ φυσικὴ θεωρία συλλαμβάνονται οἱ ἔννοιες τῶν πραγμάτων, ἐλευθερωμένες ἀπὸ τὴν παραφθορά, ποὺ τοὺς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες μας. Μόνο ἀπὸ τὸν πρῶτο ἀναβαθμὸ (τὸν πιὸ χαμηλό) ὑψωνόμαστε στὸ δεύτερο (Εὐάγριος, Λόγος Περὶ Προσευχῆς, κέφ. 51, 56, 57, κλπ. P. G. 79,1165-1200). «Ὥστε καλόν ἐστι πρὸ τῆς τελείας ἕξεως, μὴ ἅπτεσθαι τῆς φυσικῆς θεωρίας, ἵνα μὴ λόγους ἐπιζητοῦντες πνευματικοὺς ἐκ τῶν ὁρωμένων κτισμάτων, λάθωμεν πάθη συλλέγοντες» (Πρὸς Θαλάσσιον 49, P.G. 90, 460 Α). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία εἰσδύει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ βωμὸ τοῦ ἀβυσσαλέου ὕψους ποὺ ὑπάρχει μέσα του, δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ, εἶναι ἕνα εἶδος ἄμορφης γνώσης, ἢ μιὰ «ἄπειρη ἄγνοια». (Μ. Viller - Κ. Rahner Aszese und Mystik in der Väterzeit, Freiburg I. Br. 1939, σελ. 97 - 98).
23. Ἐξήγηση πιὸ συγκεκριμένη εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνεται τώρα. Σ' αὐτήν, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑνώνει σφιχτὰ τὸ ἐνεργητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, διακρίνοντας ἀμοιβαῖα τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ γνωστικὸ μέρος. Στὴ δεύτερη αὐτὴ ἐξήγηση ὁ ἅγιος Μάξιμος δείχνει στὴν πραγματική τους οὐσία τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία, τὴ φυσικὴ θεωρία καὶ τὴ μυστικὴ θεολογία. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξήγηση αὐτή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστικὴ Ἐκκλησία, γιατί μὲ τὸ σῶμα, σὰν μὲ ναό, κοσμεῖ τὸ ἐνεργητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, ἐκπληρώνοντας τὶς ἐντολές• μὲ τὴν ψυχή, σὰν μὲ ἱερατικὸ χῶρο, ὑψώνεται στὴν κατάσταση τῆς θεωρίας τῶν λογισμῶν, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴν αἰσθητικότητα, προσφέροντάς τους μὲ τὸ λόγο στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀπομακρύνη ἀπὸ αὐτοὺς — κι ἔτσι τοὺς καθαρίση — ὅ,τι ὑλικὸ ὑπάρχει σ' αὐτούς. Ἐδῶ, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὅτι προσανατολίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα πρὸς τὸν κόσμο, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅτι προσανατολίζεται ἀπὸ τὸ λόγο πρὸς τὸ Θεό, ἔτσι ὅπως οἱ ἱερεῖς ἁγιάζουν ἀπὸ ἕνα μέρος τὸ λαὸ τοῦ ναοῦ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο δέχονται τὶς προσφορὲς ποὺ προσάγονται ἀπὸ τὸ λαό, τὶς ἁγιάζουν καὶ τὶς προσφέρουν στὸ Θεό. Ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει χωρισμός, ὅπως δὲν ὑπάρχει κι ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸ Θεό. Μέσα στὸν ἄνθρωπο, θεωρημένο σαν Ἐκκλησία, συναντᾶται ὁ κόσμος μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὴν πράξη τοῦ ἀνθρώπου ἔτσι, ὅπως αὐτὰ συναντῶνται μέσα καὶ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ οἰκοδομήματος καὶ τὴν ἔννοια τῆς κοινότητας. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἐκκλησία χωρὶς Θεό, ὅμοια δέν μποροῦμε νὰ τὴν δεχθοῦμε δίχως κόσμο. Ὁ Θεὸς δὲ θέλει, νὰ προσέρχεται σ' αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος μὲ ἄδεια χέρια, ἀλλὰ νὰ εἶναι τὰ δῶρα του μαζεμένα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ καθαρμένα. Ὁ πιστός, ἁγιάζοντας τὸ σῶμα του, ἁγιάζει τὶς πράξεις του ποὺ κατευθύνονται πρὸς τὸν κόσμο, ἁγιάζει τὸν κόσμο καί, μέσα στὸ λόγο του, ἁγιάζει, προσφέροντάς τες στὸ Θεό, τὶς αἰσθήσεις του, τὶς ἀντιλήψεις του, τὶς εἰκόνες του, ὑψώνοντάς τες στὸ βαθμὸ τῆς φυσικῆς θεωρίας. Ὁ λόγος δὲν ἔχει καθαρὰ διανοητικὸ νόημα, ἀλλὰ νόημα ἠθικοθρησκευτικό. Σὲ κυριολεξία, μόνο ὁ λόγος ὁ καθαρμένος καὶ καθαρτικός, μὲ τὸν προσανατολισμό του σὲ κεῖνο ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, μπορεῖ νὰ δῆ, μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ πάθη, τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν πραγμάτων καὶ τῶν προσώπων. Ἔτσι ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀκολουθῶντας τὸν Εὐάγριο, βλέπει ἀνάμεσα στὴν πρακτικὴ φιλοσοφία καὶ τὴ φυσικὴ θεωρία στενὸ σύνδεσμο, γιατί καὶ μὲ τὶς δύο ὁ ἄνθρωπος σὰν Ἐκκλησία παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν κόσμο σὰν προσφορὰ καθαρμένη. Ἀλλὰ σὲ ποιὸ σύνδεσμο βρίσκονται αὐτὲς μὲ τὴ μυστικὴ θεολογία ἢ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νοῦ πού, ἔχοντας τὴ θέση θυσιαστηρίου, εἶναι ὑψωμένος πέρα ἀπὸ κάθε διανοητικὸ περιεχόμενο; Δὲν προκύπτει ἐδῶ ἕνα χάσμα ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο, πρὸς χάρη τῆς συνάντησης μὲ τὸ Θεό; Κι ἂν αὐτὸ τὸ χάσμα προκύπτη πράγματι, τί νόημα ἔχει ὁ δεσμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἢ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο πάνω στοὺς δύο πρώτους βαθμούς; Ὁ ἅγιος Μάξιμος δίνει μόνο μία ὑπονοούμενη ἀπάντηση σ' αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Καὶ ἡ ἀπάντηση δὲ συνίσταται, ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένη, στὴ βεβαίωση, ὅτι γιὰ ν' ἀποσπασθῆ, στὸν τρίτο βαθμό, ὁλότελα ἀπὸ τὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ λεπτύνη κατ' ἀρχὰς αὐτὸ τὸ δεσμὸ ἐπάνω στοὺς δύο πρώτους βαθμούς. Ἡ ἀπάντηση ἔχει χαρακτῆρα παραβολικό• μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὑψωμένο πάνω ἀπὸ τὶς αἰτίες τῶν πραγμάτων, περιέχεται ὁ πλοῦτος τους καὶ αὐτὸς ὁ πλοῦτος τὸν κάνει ἱκανὸ νὰ λάβη τὸ θεϊκὸ πλοῦτο. Μὲ τὸ νοῦ, σὰν μὲ θυσιαστήριο, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὁ ἄνθρωπος καλεῖ μὲ μιὰ σιωπὴ ποὺ μιλᾶ καὶ φθέγγεται, τὴν πολυύμνητη σιωπὴ τοῦ ἀκατανόητου καὶ ἄγνωστου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἀβύσσους ἀδιείσδυτες κι ἑνώνεται μὲ τὸ Λόγο, ὅσο εἶναι δυνατὸ στὸν ἄνθρωπο, μέσα σὲ μία μυστηριακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, διαποτισμένη ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες Του. Ὁ ἄνθρωπος, ὑψωμένος στὸ βαθμὸ αὐτό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ τέλεια σιωπὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ὕψη σὲ συνάντησή του εἶναι βαρειὰ ἀπὸ ἄπειρα περιεχόμενα, ἄπειρες μελωδίες, γιατί τὰ περιεχόμενα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἀληθινὴ μουσικὴ μὲ τὸν ἀνείπωτο ρυθμό της. Ἀλλὰ συλλαμβάνει αὐτὴ τὴ σιωπὴ τὴ γεμάτη ἀπὸ ἄπειρη ὁμιλία καὶ μουσική, μόνο ἂν δημιουργηθῆ μέσα στὸν ἴδιο μιὰ παρόμοια σιγὴ βαρειὰ ἀπὸ ὅλα τὰ περιεχόμενα καὶ ὅλες τὶς ἐμπειρίες, ποὺ ἔχει συγκεντρώσει ὡς τότε, τὶς ὁποῖες ἒχει μελετήσει μὲ τὸν ὄχι συγκεχυμένο λόγο τῶν παθῶν. Μόνο ἂν ἔχη ὑψωθῆ μὲ τοὺς λόγους του, σὲ μιὰ σιωπηλὴ σύλληψη αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τοὺς λόγους του συναντᾶ τὴ δίχως λόγους σιωπὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ὕψη.
|