Μάξιμος ο Ομολογητής
Μυσταγωγία (στην δημοτική)
Εισαγωγὴ - Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.
ΚΓ'. Ἡ πρώτη εἴσοδος τῆς ἁγίας σύναξης εἶναι σύμβολο τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν
Σὺ λοιπὸν ποὺ ἔγινες γνήσιος της μακαριστῆς σοφίας, τοῦ Χριστοῦ ἐραστής, πρόσεξε, μὲ τὰ μάτια τοῦ νοῦ, κατὰ τὴν πρώτη εἴσοδο τῆς ἁγίας σύναξης καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ πλάνη καὶ τὴν ταραχὴ τῆς ὕλης σύμφωνα μ' αὐτὸ ποὺ ἒχει γραφῆ. Γυναῖκες ποὺ ἔρχεστε ἀπὸ τὸ κοίταγμα, προσέξετε. Ἐννοῶ ἀπὸ τὴν παραπλάνηση στὰ σχήματα καὶ τὶς μορφές, ποὺ προκαλεῖ ἡ προσατένιση τῶν αἰσθητῶν. Γιατί δὲν εἶναι ἀληθινὸ νὰ τὴν ὀνομάσωμε θεωρία, ὅπως τὴ λένε οἱ ἄσοφοι ἀπὸ ὅσους οἱ Ἕλληνες ἀποκαλοῦν σοφούς. (Γιατί βέβαια δὲ θὰ ποῦμε ἐμεῖς σοφοὺς αὐτοὺς ποὺ δὲν μπόρεσαν εἴτε δὲ θέλησαν νὰ κατανοήσουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του.) Δὲ θὰ ποῦμε λοιπὸν θεωρία τὸ φανέρωμα τῶν αἰσθητῶν, ποὺ ἐπάνω του στήθηκε ὁ ἀτελείωτος πόλεμος τῶν αἰσθητῶν μεταξύ τους καὶ προκαλεῖ σ' ὅλα τὴν καταστροφὴ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο, καθὼς ὅλα καταστρέφουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ καταστρέφονται ἀναμεταξύ τους. Ἕνα μόνο σταθερὸ γνώρισμα ἔχουν, ὅτι εἶναι ἄστατα καὶ καταστρέφονται καὶ ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ συμφωνήσουν μεταξύ τους σὲ μιὰ διατήρηση ἀπόλεμη καὶ ἀστασίαστη. Ἔρχεται στὴν προσατένιση αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ πάλι φεύγει ἀμέσως ἀπ' αὐτὴν κι ὅπως σ' Ἐκκλησία καὶ σὲ ἀπαραβίαστο ἀνάκτορο τῆς εἰρήνης, καταφεύγει στὴν πνευματικὴ φυσικὴ θεωρία τὴν εἰρηνικὴ κι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε ταραχή, ποὺ τὴν ἀσκεῖ μὲ λόγο κι ὁδηγεῖται σ' αὐτὴν ἀπὸ τὸ Λόγο, τὸ μεγάλο κι ἀληθινὸ Θεό μας κι ἀρχιερέα.(67) Ἐκεῖ διδάσκεται τοὺς λόγους τῶν ὄντων. Σὰν σύμβολά της γι' αὐτοὺς ἔχει τὰ θεῖα ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται, καὶ τὸ θαυμαστὸ καὶ μέγα μυστήριο τῆς θεϊκῆς Πρόνοιας, ποὺ φανερώνεται στὸ νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Καὶ δέχεται πάλι γιὰ καθέναν ἀπ' αὐτοὺς ἀπὸ Θεοῦ, γιὰ χάρη τῆς καλῆς σ' αὐτοὺς μαθητείας της, μὲ τὴ βοήθεια τῶν θείων δυνάμεων, ποὺ διαλέγονται μαζί της νοερά, τὶς ὑποδηλώσεις, ποὺ χαρίζουν τὴν εἰρήνη, μαζὶ μὲ τὸ θέλγητρο τὸ συντηρητικὸ καὶ τονωτικό, τὸ θεῖο καὶ φλογερὸ πόθο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὑποκρούεται σ' αὐτὴ μυστικὰ ἡ πνευματικὴ γλυκύτητα τῶν θείων ὕμνων.(68)
Ἔπειτ' ἀπὸ τὰ διάφορα ἀναγνώσματα ἡ ψυχὴ μεταβαίνει καὶ συγκεντρώνεται στὴ μία καὶ μόνη κορυφή, ποὺ συλλαμβάνει ὅλους αὐτοὺς σ' ἑνότητα τοὺς λόγους. Ἐννοῶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὅπου ὅλοι οἱ λόγοι καὶ τῆς θείας Πρόνοιας καὶ τῶν ὄντων ὑπάρχουν ἀπὸ πρῶτα σ' ἑνότητα μὲ μία μόνη δύναμη περιεκτικότητας.(69) Ἔπειτα γίνεται στοὺς φιλόθεους ἡ παραχώρηση νὰ δοῦνε τὸν ἴδιο τὸ Λόγο καὶ Θεό, μὲ μία θεϊκὴ βέβαια ὅραση, μὲ τ' ἀδείλιαστα μάτια τῆς ψυχῆς, νὰ φτάνη σ' αὐτὴν ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως θέλει νὰ δηλώση ἡ κάθοδος τοῦ ἀρχιερέα ἀπὸ τὸν ἱερατικὸ θρόνο καὶ νὰ ξεχωρίζη ἐντελῶς ἀπ' αὐτήν, σὰν νἄταν κατηχούμενοι, τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐντρυφοῦν ἀκόμα στὴν αἴσθηση καὶ τὴ διάσπαση ποὺ σ' αὐτὴ κυριαρχεῖ.
Κι ἀπὸ δῶ πάλι, ἀφοῦ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὰ αἰσθητά, ὅπως ἀφήνει νὰ σκεφθοῦμε τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μποροῦν νὰ δοῦνε τὸ Λόγο νὰ τὴν ὁδηγῆ στὴν ἄυλη κι ἁπλῆ, κι ἀναλλοίωτη καὶ θεϊκὴ κι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μορφὴ καὶ σχῆμα ἐπιστήμη τῶν νοητῶν.(70) Κατ' αὐτὴ μαζεύει τὶς δυνάμεις της στὸν ἑαυτό της καὶ φέρνει τὸν ἑαυτό της μπροστὰ στὸ Λόγο ποὺ τὴ διδάσκει, ἀφοῦ μὲ τὸν πνευματικὸ ἀσπασμὸ ἑνώση τοὺς ἄρρητους λόγους καὶ τρόπους τῆς σωτηρίας της, νὰ κάνη μὲ χαρὰ τὴν ὁμολογία της μὲ τὸ σύμβολο τῆς πίστεως.(71)
Κι ἔπειτ' ἀπ’ αὐτὰ πάλι, καθὼς ἔχει πιὰ μὲ δύναμη ἁπλῆ κι ἀδιαίρετη, ἔπειτ' ἀπὸ μάθηση, περιλάβει μὲ γνώση τοὺς λόγους καὶ τῶν αἰσθητῶν καὶ τῶν νοητῶν, τὴν ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας, ἀφοῦ τὰ ἔχει ὅλα περάσει, καὶ τῆς δίνει τὴ νόηση, ποὺ πλησιάζει τὴν ἀγγελικὴ στὸ μέτρο ποὺ μπορεῖ ἡ ἴδια νὰ φτάση. Τὴ διδάσκει μὲ φρόνηση τόσο, ὅσο νὰ γνωρίση ἕνα Θεό, μιὰν οὐσία, τρεῖς ὑποστάσεις• μονάδα οὐσίας τρισυπόστατη, τριάδα ὑποστάσεων ὁμοούσια• μονάδα σὲ τριάδα καὶ τριάδα σὲ μονάδα. Ὄχι ἄλλη καὶ ἂλλη• οὔτε ἄλλη σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλη• οὔτε ἄλλη διαμέσου ἄλλης• οὔτε ἄλλη μέσα σὲ ἄλλη• οὔτε ἄλλη μεσ' ἀπὸ ἄλλη. Ἀλλὰ τὴν ἴδια μέσα στὸν ἑαυτό της καὶ σύμφωνη μὲ τὸν ἑαυτό της, σὲ σύμπτωση μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ ἴδια μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ μονάδα καὶ τριάδα, οὔτε σύνθετη ἀπὸ μέρη καὶ μὲ ἕνωση ἀσύγχυτη καὶ ποὺ δὲ γίνεται διάκρισή της μὲ διαίρεση ἢ μερισμό. Μονάδα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς οὐσίας της, δηλαδὴ τοῦ εἶναι της, ὄχι ὅμως καὶ σύμφωνὰ μὲ τὴ σύνθεσή της ἢ τὴ συγχώνευσή της ἢ τὴν ὁποιαδήποτε ἀνάμειξη. Ἀλλὰ καὶ τριάδα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ τέτοιου τρόπου τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ὑπόστασής της, ὄχι ὅμως καὶ σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση ἢ διαφοροποίηση ἢ τὸν ὁποιονδήποτε μερισμό. Γιατί δὲν ἔχει μερισθῆ ἡ μονάδα στὶς ὑποστάσεις, οὔτε ἀπὸ οἰκειότητα ὑπάρχει μέσα σ' αὐτές, οὔτε προκύπτει ἀπ' αὐτές. Οὔτε ἔχουν συντεθῆ οἱ ὑποστάσεις σὲ Μονάδα οὔτε τὴν ἀπαρτίζουν μὲ συγχώνευσή τους. Ἡ ἴδια εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸν ἑαυτό της, μόνο ποὺ εἶναι μ’ ἐκεῖνον καὶ μ' ἐκεῖνον τὸν τρόπο. Γιατί ἡ ἁγία Τριάδα τῶν ὑποστάσεων εἶναι μονάδα ἀσύγχυτη στὴν οὐσία καὶ στὸν ἁπλό της λόγο. Καὶ ἡ ἁγία Μονάδα εἶναι τριάδα κατὰ τὶς ὑποστάσεις καὶ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Κατὰ διάφορο τρόπο εἶναι ἀκέρια ἡ ἴδιὰ καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο, νοημένη, ὅπως ἔχει εἴπωθη, ἀπὸ τέτοια κι ἄλλη ἄποψη. Μία καὶ μόνη καὶ ἀδιαίρετη κι ἀσύγχυτη κι ἁπλῆ κι ἀκέρια κι ἀμετάβλητη θεότητα. Εἶναι ὅλη μονάδα κατὰ τὴν οὐσία καὶ ἡ ἴδια ὅλη τριὰδα κατὰ τὶς ὑποστάσεις κι ἀκτινοβολεῖ μία τρίλαμπη ἀκτινοβολία, μονολαμπῆς.(72)
Γι' αὐτὸ κι ἡ ψυχή, μὲ τὴν ἴδια τιμὴ τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ ἐδέχθηκε τοὺς ὁλόφεγγους καὶ στὰ δημιουργήματα προσιτοὺς λόγους τῆς θεότητας κι ἀφοῦ ἔμαθε σύμφωνα μ' αὐτοὺς νὰ ὑμνῆ ἀσίγητα, τριαδικά, τὴ μία θεότητα, ὡδηγήθηκε στὴ χαρισμένη υἱοθεσία, μὲ τὴ δύναμη τῆς ὁμοιότητας ποὺ τὴ σφραγίζει. Ἐξαιτίας της ἔπειτ' ἀπὸ προσευχές, παίρνοντας τὸ Θεὸ Πατέρα κατὰ χάρη, μυστικὸ καὶ μόνο, θὰ συναχθῆ στὸ ἕνα της μυστικότητάς του, ἀποχωρῶντας ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα.(73) Καὶ τόσο θὰ τὰ ζήση μᾶλλον παρὰ ποὺ θὰ γνωρίση τὰ θεῖα, ὅσο ποὺ δὲ θὰ θέλη πιὰ ν' ἀνήκη στὸν ἑαυτό της, μήτε ποὺ θὰ μπορῆ ἐξ ἰδίων της νὰ γίνη γνωστὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀκέραιο, ποὺ τὴν ἔχει πάρει ἀκέραια, ὅπως πρέπει στὸν ἀγαθὸ καὶ πού, ὅπως πρέπει στὸ Θεό, ὅλο τὸν ἑαυτό του χωρὶς μεταβολὴ ἔβαλε μέσα σ' αὐτὴν ὁλόκληρη καὶ τὴν ἐθεοποίησε ὁλοκληρωτικὰ ὁλόκληρη,(74) ὥστε νὰ εἶναι, ὅπως λέει ὁ πανάγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, εἰκόνα καὶ φανέρωση τοῦ ἄφαντου φωτός, καθρέφτης ἀληθινός, ὁλοκάθαρος, χωρὶς σημάδι, ἁγνός, χωρὶς λεκέ, ποὺ δέχεται ὅλη -ἂν ἐπιτρέπεται νὰ πῶ- τὴν ὡραιότητα τοῦ ἀγαθοῦ προτύπου, ποὺ αὐγάζει μέσα του θεϊκὰ κι ἀμείωτα, ὅπως εἶναι σὲ θέση, τὴν καλωσύνη τῆς σιγῆς τῶν ἀδύτων.(75)
Ὑποσημειώσεις
67. Ἡ εἴσοδος τῶν πιστῶν στὴν Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσκοπο, σημαίνει τὴν ἐγκατάλειψη τῶν αἰσθητῶν εἰκόνων τῶν πραγμάτων καὶ τὴν εἴσοδο στὴ φυσικὴ θεωρία ἐν Πνεύματι μαζὶ μὲ τὸ Λόγο καὶ κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή Του. Τὰ πράγματα εἶναι ἐπιφανειακὰ σὲ ἀδιάκοπο πόλεμο κι ἀποσυνθέτονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τίποτα δὲν εἶναι σταθερὸ σ' αὐτά. Μέσα ἀπ' αὐτὰ βρίσκομε τοὺς λόγους τους καὶ τοὺς σταθεροὺς δεσμούς τους καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀρχὴ τους μέσα τὸ θεῖο Λόγο. Οἱ ἀνθρώπινοι λόγοι γίνονται πιὸ καθαροὶ γιὰ τὶς ἀνθρώπινες συνειδήσεις στὴ διαδρομὴ τῆς ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθητοῦ προορισμοῦ τους, ἀλλὰ δὲ μεταβάλλονται καὶ δὲν ἐξαφανίζονται. Καὶ οἱ λόγοι τῶν οὐσιῶν τῶν πραγμάτων δὲ μεταβάλλονται καὶ δὲν ἐξαφανίζονται μαζὶ μὲ τὴ μεταβολὴ καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῶν αἰσθητῶν εἰκόνων τους. Ἀπομένουν σὰν δομὲς καὶ νοήματα διαρκῆ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ἀνταποκρίνονται καὶ διατηροῦνται καὶ ἀναπτύσσονται μέσα στὸ σύνολο τῶν θείων λόγων καί, σὲ τελευταίαν ἀνάλυση, μέσα στὸν προσωπικὸ θεῖο Λόγο. Ἡ ζωή τους σὰν τέτοια προσιδιάζει στὴ φυσικὴ θεωρία. Ὅποιος μπῆ σ' αὐτή, μπαίνει ὅπως σὲ Ἐκκλησία, ὅπως σὲ λιμάνι γαλήνης, προφυλαγμένο ἀπὸ τὴ θύελλα κι ἀπὸ τὸν πόλεμο, ποὺ μέσα ἐκεῖ τὰ συνθετικά τοῦ συνόλου δὲν καταστρέφουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
68. Μὲ τὰ ἅγια ἀναγνώσματα, ἡ ψυχὴ γνωρίζει, ὅπως μὲ ἅγια Σύμβολα, τοὺς λόγους τῶν πραγμάτων καὶ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας Πρόνοιας, ποὺ φανερώθηκε μέσα στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἔπειτα δέχεται, τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη, τὶς ἰδιότητες τῆς θείας εἰρήνης ἀπὸ τὶς ἅγιες Δυνάμεις, ποὺ κρατοῦν μὲ τὴν ψυχὴ διάλογο μὲ τρόπο πνευματικό, καὶ συνάμα αἰσθάνεται τὴ θερμὴ ἕλξη καὶ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τῆς δίνει δύναμη καὶ τὴ συγκρατεῖ μὲ τὴ χαρὰ ποὺ ἐκδηλώνεται μέσα στοὺς θείους ὕμνους. Αὐτὰ τὰ γεγονότα δὲν ἔχουν μόνο χαρακτῆρα διανοητικό, ἀλλὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ χαρά, γιατί αὐτὴ τὰ ζῆ σὰν στιγμὲς ἑνὸς διαλόγου, ποὺ ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος κρατάει μ' αὐτὴ διὰ τῶν ἀγγέλων.
69. Ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν λόγων μέσα στὴ χαρὰ καὶ μέσα στὴν εἰρήνη, ἡ ψυχὴ αὐτοσυγκεντρώνεται σὲ ἕνα ὕψος ποὺ κλείνει μέσα του τοὺς λόγους μὲ τρόπο ἑνιαῖο. Τὸ ὕψος αὐτὸ βρίσκει τὴν ἔκφρασή του μέσα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, μέσα στὸ ὁποῖο προϋπάρχουν ὅλοι οἱ λόγοι τῶν δημιουργημάτων καὶ τῆς θείας Πρόνοιας. Τὸ Εὐαγγέλιο ἐκφράζει μὲ λόγους προφερόμενους τὸ ἑνιαῖο σύνολο τῶν θείων Λόγων τῶν δημιουργημάτων καὶ τῆς θείας Πρόνοιας, ποὺ τὰ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελείωσή τους μέσα στὴν αἰώνια ζωή. Γιατί τόσο τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσο καὶ τὸ σύνολο τῶν λόγων τῶν δημιουργημάτων, προέρχονται ἀπὸ τὸν προσωπικὸ θεῖο Λόγο.
70. Ἀμέσως μόλις ἀντιληφθῆ τὸ σύνολο τῶν λόγων ἀπὸ τὰ τελούμενα καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται μὲ μιὰ θεϊκὴν αἴσθηση τῶν ματιῶν, χωρὶς φόβο τοῦ νοῦ, τὸν προσωπικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατεβαίνει σ' αὐτὴν ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως κατεβαίνει ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ θρόνο του. Ὅπως ὁ ἐπίσκοπος τοὺς κατηχουμένους, ἀπομακρύνει ὁ Λόγος αὐτὸς ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὶς σκέψεις ποὺ συνδέονται μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ ὑψώνει ἔτσι τὴν ψυχὴ στὴν ἁπλῆ γνώση, τὴν ἐλεύθερη ἀπὸ εἰκόνες καὶ μορφές. Ἡ «νοερὰ αἴσθησις», γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦν οἱ Πατέρες, φαίνεται ἐδῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο σὰν «αἴσθηση θεία», γιατί ἡ ἄγρυπνη διάνοια ἀντιλαμβάνεται μὲ τὴ δική της αἴσθηση τὶς θεῖες πραγματικότητες, πρὸς τὶς ὁποῖες εἶναι ἀνοιχτή. Αὐτὸς ποὺ συλλαμβάνει τοὺς λόγους τῶν τελουμένων σὰν ἑνιαῖο σύνολο, καθὼς ἐπίσης κι αὐτὸς ποὺ συλλαμβάνει τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου σὰν σύνολο, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ βλέπη αὐτοὺς τοὺς λόγους σὰν λόγους ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ ἕνα Δημιουργὸ ἢ ἀπὸ ἕνα θεῖο ὑποκείμενο ποὺ σκέφτεται καὶ ποὺ μιλᾶ. Ἔτσι ὁ νοῦς ὑψώνεται πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς σχέσεις μὲ αἰσθητὰ πράγματα, ποὺ τὸν κάνουν νὰ περνᾶ ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο καὶ νὰ ξεχνᾶ τὴν ἑνότητά του. Ἔχει ὑψωθῆ σὲ μιὰ ἁπλῆ, ἑνιαία γνώση, χωρὶς εἰκόνες καὶ μορφές, τῶν λόγων αὐτῶν μέσα στὸ θεῖο Λόγο. Ἡ ὕψωση αὐτὴ ἐπισημαίνεται μὲ τὸ κλείσιμο τῶν θυρῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν εἴσοδο τῶν Ἁγίων Μυστηρίων.
71. Κατ' αὐτὴ τὴν ἁπλῆ γνώση, ἡ ψυχὴ συγκεντρώνει τὶς δυνάμεις της μέσα στὸν ἑαυτό της καὶ τὸν ἑαυτὸ της μέσα στὸ θεῖο Λόγο. Μόνο ἂν ἑνοποιηθῆ ἐσωτερικὰ ἡ ψυχή, μπορεῖ νὰ γνωρίση τὸ θεῖο Λόγο σὰν ἕνα, μπορεῖ δηλαδὴ νὰ τὸν γνωρίση ἀληθινά, γιατί τότε δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν συλλάβη μὲ πολλαπλᾶ διανοήματα, ἀπὸ διάφορες πλευρές, ἀλλὰ σὰν ἕνα σύνολο καὶ μὲ μία κίνηση. Γιατί τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ψυχὴ ζῆ τὴν πραγματικότητά της σὰν ὅλο, δὲ σημαίνει ὅτι ζῆ τὴν πραγματικότητά της σὰν πραγματικότητα κλεισμένη στὸν ἑαυτό της καὶ ἀκίνητη, ἀλλὰ σὰν πραγματικότητα, ἀνοιχτὴ καὶ σὲ ὅλη της τὴν ἔνταση, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις της συγκεντρωμένες σὲ μιὰ μόνο σχέση, σχέση ποὺ μέσα της περιλαμβάνονται ὅλες οἱ σχέσεις καὶ ὅλες οἱ σχέσεις μὲ τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί μέσα στὴ σχέση αὐτή, ἡ ψυχὴ ζῆ ὁλικὰ Ἐκεῖνον, ποὺ τὸν νιώθει σὰν προϋπόθεση τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής της καὶ σὰν τὴν πηγὴ ὅλων τῶν πραγματικοτήτων τοῦ κόσμου. Ἐξ ἄλλου, μέσα στὸ σύνολο τῶν λόγων καὶ τῶν τρόπων, ποὺ ἡ ψυχὴ συνενώνει μὲ τὸν ἑαυτό της πνευματικὰ μὲ τοὺς ἀσπασμοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, ὑπάρχουν ὄχι μόνο οἱ λόγοι καὶ οἱ τρόποι ὅλων τῶν ἀνθρώπινων προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι μέσα στὰ πρόσωπα πολὺ περισσότερο, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὁ ὑπέρτατος Λόγος, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος μὲ ὅλα τὰ ἐρωτικά του κινήματα, ποὺ ἀπευθύνονται πρὸς ὅλους καὶ εἶναι παρόντα σὲ ὅλοὺς καὶ μᾶς κάνουν ἔτσι νὰ ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέσα στὸν ἀσπασμό. Μέσα σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸ φίλημα ἡ ψυχὴ ἑνώνεται μέσα στὸν σαρκωμένο πιὰ Λόγο μὲ ὅλους ποὺ ἀγαπιοῦνται ἀπ' Αὐτὸν καὶ μ' Ἐκεῖνον, μέσω ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι του. Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ ἀκολουθεῖ, ἡ ψυχὴ δίνει ἔκφραση στὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν εὐτυχία τῆς ἕνωσης αὐτῆς μέσα στὴν ἀγάπη.
72. Ὅμως ἡ ψυχὴ δὲν ἀφήνεται νὰ σταματήση οὔτε σ' αὐτὴ τὴ βαθμίδα. Ἐπειδὴ ἔχει μέσα στὴν ἁπλῆ καὶ ἀόρατη γνώση της τοὺς λόγους τῶν αἰσθητῶν καὶ νοητῶν πραγμάτων, ἕλκεται ἀπὸ τὸν ὑπέρτατο Λόγο, ποὺ τὴν φωτίζει μὲ ὅλους τοὺς λόγους πρὸς μιὰ ἄμεση γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ ὑπέρτατος Λόγος βοηθεῖ τὴν ψυχὴ νὰ ξεπεράση ὅλους τους λόγους καὶ τῆς δίνει κατανόηση ἴση μὲ τῶν ἀγγέλων. Ἔτσι αὐτὴ γνωρίζει τὸν ἕνα στὴν οὐσία καὶ τριπλὸ στὶς ὑποστάσεις Θεό. Ἡ ψυχὴ ὑψώνεται στὴν πεῖρα τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ, στὸ μέτρο ποὺ αἰσθάνεται ὅτι Αὐτὸς ἀκτινοβολεῖ ἀφ' Ἑαυτοῦ μιὰ μόνο ἀγάπη καὶ μιὰ χαρά• ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἔχει ἐπίσης τὴν πεῖρα τῆς τριάδας τῶν θείων προσώπων, γιατί αἰσθάνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἀγάπη κι αὐτὴ ἡ χαρά, σὰν τέλεια ἀγάπη καὶ τέλεια χαρά, ὀφείλουν νὰ εἶναι ἀγάπη καὶ χαρὰ ἀνάμεσα σὲ τρία πρόσωπα. Μέσα σ' αὐτὴ τὴ μία στὴν οὐσία, ἀγάπη καὶ χαρά, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται ταυτόχρονα τὴ μονάδα νὰ εἶναι τριάδα• τὴν τριάδα ὄχι χωριστὴ ἀπὸ τὴ μονάδα, οὔτε τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, οὔτε τὴ μία μέσα στὴν ἄλλη ἢ τὴ μία νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπειδὴ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐναλλαγὲς θὰ ἔδειχνε κάποιο διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὴ μονάδα καὶ τὴν τριάδα. Ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἴδια θεία πραγματικότητα νὰ εἶναι ἐν ἑαυτῆ καὶ δι’ ἑαυτῆς καὶ ἐξ ἑαυτῆς μονάδα καὶ τριάδα κατὰ τρόπο ἀσύγχυτο καὶ νὰ ἔχη τὴν ἑνότητα χωρὶς σύγχυση καὶ τὴ διάκριση χωρὶς διαίρεση. Γιατί ἡ ψυχὴ δὲν ἐκφράζει κατ' ἀρχὴν τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρὰ ποὺ ἀκτινοβολεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν μία καὶ ἔπειτα σὰν ἀγάπη καὶ χαρὰ ἀνάμεσα σὲ τρία πρόσωπα, ἀλλὰ ταυτόχρονα γνωρίζει τὴν ἀγάπη αὐτὴ καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ σὰν μία καὶ σὰν ἀγάπη καὶ χαρὰ ἀνάμεσα σὲ τρία πρόσωπα. Γιατί δὲν μπορεῖ, βέβαια, νὰ ὑπάρξη τέλεια ἀγάπη καὶ χαρά, παρὰ μόνο ἀνάμεσα σὲ πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χαρὰ ἡ τέλεια καὶ ἡ αἰώνια ὑπονοεῖ μιὰ ἑνότητα αἰώνια καὶ τέλεια ἀνάμεσα στὰ θεῖα πρόσωπα. Ἡ ψυχὴ γνωρίζει τὸ Θεὸ σὰν μονάδα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς ὕπαρξης ἢ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι Θεὸς σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς τέλειας ἀγάπης του καὶ χαρᾶς ποὺ αὐτὸς ἀκτινοβολεῖ. Ὄχι ὅμως σὰν μονάδα ποὺ προῆλθε ἀπὸ σύνθεση ἢ ἀπὸ συναρμογὴ ἢ ἀπὸ κάποια σύγχυση• σὲ τέτοιες περιπτώσεις δὲ θὰ ὑπάρχουν πιὰ μέσα στὸ Θεὸ τέλεια ἀγάπη καὶ χαρά. Γνωρίζει τὸ Θεὸ σὰν τριάδα σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ τρόπου ὕπαρξης καὶ ὑπόστασης, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ τρόπου, κατὰ τὸν ὁποῖο ἒχει πραγματοποιηθῆ αὐτὴ ἡ ἀγάπη κι αὐτὴ ἡ χαρά, ἀλλὰ χωρὶς κάποια διαίρεση ἢ κάποιο χωρισμό. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ψυχὴ ἐκφράζει τὴν πραγματικότητα μιᾶς μοναδικῆς παρουσίας, ἀγάπης καὶ χαρᾶς, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ παρουσία ἐκδηλώνεται σὰν μία μοναδικὴ πραγματικότητα ὁλότελα διαφορετικῆς τάξης ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι ἀγάπη δημιουργημένη. Ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς συγκεκριμένης πραγματικότητας αὐτῆς τῆς παρουσίας ἀπὸ ἐκχειλίζουσα ἀγάπη καὶ χαρὰ περιέχει τὴν αἰώνια καὶ τέλεια ἑνότητα τριῶν προσώπων. Ἡ μονάδα καθὼς τὴ ζῆ ἡ ψυχὴ ποὺ ὑψώθηκε σ' αὐτὸ τὸν ἀναβαθμό, στὴν ἑνότητα τῆς παρουσίας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χαρᾶς ποὺ ὑπερβαίνει κάθε παρουσία, ἀγάπη καὶ χαρὰ δημιουργημένη, δὲν εἶναι διηρημένη κατὰ τὶς ὑποστάσεις ἀλλὰ εἶναι μία μόνο παρουσία καὶ ἀγάπη καὶ χαρὰ σὲ τρία. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις δὲν ἔχουν τὴν ἑνότητα παρουσίας, ἀγάπης καὶ χαρᾶς ἀπὸ μία σχέση• αὐτὴ ἡ ἑνότητα δὲν εἶναι ἀκόμη περισσότερο σχηματισμένη ἀπὸ συναρμογὴ ἢ συγκέντρωση ἢ ἀπὸ ἀμοιβαία συμπληρωματικότητα. Ἡ μία καὶ μόνη πραγματικότητα εἶναι μονάδα καὶ τριάδα, ἀλλὰ ἀπὸ διαφορετικὴ ἄποψη. Ἡ τριάδα τῶν ὑποστάσεων εἶναι μονάδα ὄχι συγκεχυμένη, χάρη στὴ μία φύση καὶ χάρη στὸν ἁπλό τῆς φύσης λόγο. Καὶ ἡ μονάδα εἶναι τριάδα, χάρη στὶς ὑποστάσεις καὶ στὸν τρόπο ὕπαρξης. Εἶναι ὅλη μονάδα κατὰ τὴ φύση καὶ ὁλόκληρη τριάδα κατὰ τὶς ὑποστάσεις, ἀκτινοβολῶντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό της μ' ἕνα τρόπο μοναδικὸ τὴν ἀκτῖνα ἑνὸς φωτὸς μὲ λάμψη τριαδική. Εἶναι ἡ ἀκτινοβολία πάνω στὴν ψυχὴ τοῦ φωτὸς μιᾶς μόνης παρουσίας, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρά, ποὺ αὐτὴ ἀκτινοβολεῖ, καὶ τοῦτο γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονοπροσωπικός, ἀλλὰ τριπροσωπικός.
73. Ἡ ψυχή, καθὼς βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία αὐτῆς τῆς μοναδικῆς καὶ τριαδικῆς παρουσίας, ἐνῶ δέχεται μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὶς ἄμεσες ἀκτῖνες τῆς θεότητας, μιᾶς στὴν οὐσία καὶ τριπλῆς στὶς ὑποστάσεις, ὑμνεῖ ἀδιάκοπα, μ' ἕνα τριαδικὸ τρόπο, τὴ μία θεότητα. Ὁδηγούμενη ἔτσι ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμοιότητα ποὺ ἔχει μὲ τὸ Θεό, πρὸς τὴν κατὰ χάρη υἱοθεσία, γνωρίζει τὸ Θεὸ σὰν τὸ μόνο ἀνέκφραστο κατὰ χάρη Πατέρα καὶ ἀπευθύνεται σ' αὐτὸν σὰν πρὸς Πατέρα μὲ τὴν προσευχή. Ἡ ἀγάπη ποὺ τῆς ἐκδηλώνεται ἀπὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, ἀνάβει τὴν ἀγάπη της καὶ ἔτσι, ἐγκαταλείποντας ὅλα τὰ πράγματα, ἀναχωρεῖ πρὸς τὸ Θεό. Γι' αὐτὸ ἡ ψυχὴ ἀνυψώνεται πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς σχέσης μὲ τὸ Θεό, ἀφοῦ έξέλθη ἀπὸ ὅλα.
74. Ἔτσι, συνδεμένη ἐρωτικὰ μὲ τὸ Θεό, ἡ ψυχὴ κρατιέται τόσο σφοδρὰ ἀπὸ τὴ ζωντανὴ γνώση ὅλων ποὺ προσιδιάζουν στὸ Θεό, ποὺ δὲ θέλει πιὰ ν’ ἀνήκη καθόλου οὔτε στὸν ἑαυτό της, οὔτε νὰ γνωρίζεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, οὔτε νὰ γνωρίζεται ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, θέλει ν’ἀνήκη ὁλόκληρη μόνο στὸ Θεό, ποὺ τὴ δέχθηκε καὶ ποὺ ἔχει ἐγκατασταθῆ ὁλόκληρος, χωρὶς πάθος, μέσα σὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔχει ὁλόκληρη θεοποιήσει. Εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ ἒρωτος• αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δὲ θέλει πιὰ ν' ἀνήκη στὸν ἑαυτὸ του τὸν ἴδιο, δὲ θέλει πιὰ νὰ γνωρίζη τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, δὲν τὸν μέλει πιὰ τί γνωρίζει κάποιος ἄλλος γι' αὐτὸν ἢ νὰ γίνη γνωστὸς σ' ἕναν ἂλλο• δίνεται ὁλόκληρος ἀποκλειστικὰ στὸν ἀγαπημένο. Ἔτσι ἡ ψυχὴ δίνεται ὁλόκληρη στὸ Θεό, γιατί ὁ Θεὸς ἒχει δοθῆ ὁλόκληρος σ’ αὐτήν, ὄχι ἐξαιτίας ἑνὸς πάθους ποὺ θὰ παρουσίαζε σ' Αὐτὸν κάποια ἀνάγκη νὰ εἶναι πλήρης καί, κατὰ συνέπειαν, κάποια τάση ἐγωιστική, ἀλλὰ στ' ὄνομα μιᾶς ἀγάπης μὲ τὴν πιὸ καθαρὴ γενναιοδωρία. Αὐτὴ ἡ γενναιόδωρη ἀγάπη γεμίζει καὶ τὴν ψυχὴ μὲ τὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴ θεοποιεῖ. Ἡ ἔκσταση ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἀληθινά, σημαίνει ὄχι μόνο τὴ λήθη ὅλων τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του.
75. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξήγησε τὴν κατάσταση ἐκείνου ποὺ ἔχει θεωθῆ, σύμφωνα μὲ τὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη. Ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι εἰκόνα καὶ φανέρωση τοῦ ἀόρατου φωτός, ἕνας καθρέφτης καθαρός, τέλεια διάφανος καὶ δίχως κηλίδα, ποὺ δέχεται μέσα του τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἀγαθοῦ προτύπου, ἕνας καθρέφτης ποὺ κάνει νὰ λάμπη μέσα του μὲ τρόπο θεϊκὸ καὶ ἀμείωτη ἡ ἀγαθότητα τῆς σιγῆς ποὺ εἶναι κρυμμένη σὲ ἀδιείσδυτα βάθη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ καὶ ὁ καθρέφτης ποὺ ἀντανακλᾶ τὴν καλωσύνη του. Αὐτὸ εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται ὅμως μιὰ εἰκόνα αὐθεντική τοῦ ἀμείωτου φωτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἕνας καθρέφτης μὲ διαφάνεια αὐξημένη στὸ μέγιστο τῆς ἀπέραντης θείας καλωσύνης, μὲ τὴ θέωση. Ἡ θέωση πραγματοποιεῖ στὸ μέγιστο τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι παράδειγμα τῆς δυνατότητας γιὰ ὁρατὴ φανέρωση τοῦ ἀοράτου φωτὸς μὲ τὴν πνευματικό-σωματικὴ σύστασή του. Τὸ πνεῦμα σὰν ἀόρατο φῶς γίνεται φανερὸ διὰ μέσου τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι Ἡ ὁρατὴ εἰκόνα τοῦ φωτὸς αὐτοῦ. Ἂν εἶναι ἔτσι, τὸ πνεῦμα, ὅταν θεωθῆ, ὅταν γίνη φῶς αὐξημένο ἀνέκφραστα καὶ ὁλότελα καθαρό, ἔχει ἐπίσης κι αὐτὸ μέσα στὸ σῶμα μίαν εἰκόνα καὶ ἕνα καθρέφτη. Ὁ ὑποκειμενικὸς χαρακτῆρας τοῦ πνεύματος, μὲ τὴν ἄπειρη δυναμικότητά του, προσανατολισμένη πρὸς τὴν ἄπειρη γνώση τῆς ὑπέρτατης πραγματικότητας καὶ πρὸς τὴν οἰκείωση τῆς ἄπειρης καλωσύνης, σὰν ἀόρατης εἰκόνας τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ἀντανακλᾶται μὲ τρόπο παραδοξικὸ μέσα στὴν ὁρατὴ περιοχὴ τοῦ σώματος. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀόρατο μέσα στὸ ὁρατό, ἕνα ἄπειρο μέσα στὸ πεπερασμένο, μιὰ ἀδιάστατη ὕπαρξη μέσα στὸ διαστατό. Ἀλλἀ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο μὲ τὴν ἀπεριόριστη δυναμικότητά του πρὸς τὴν ἄπειρη ἀλήθεια καὶ πρὸς τὸ ἄπειρο ἀγαθό, ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλύτερα, πρὸς τὴν ἕνωση μὲ τὸ ὑποκείμενο τῆς ἄπειρης ἀλήθειας καὶ τοῦ ἄπειρου ἀγαθοῦ, ἰσχυροποιεῖται σὰν ὑποκείμενο, στὸ μέτρο ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ θεῖο ὑποκείμενο, πληροῦται ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη ἐκείνου, καὶ γίνεται ἔτσι εἰκόνα καὶ καθρέφτης ποὺ ἀφήνει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νὰ διαφαίνωνται οἱ ἀπρόσιτες πνευματικὲς διαστάσεις τοῦ θείου ὑποκειμένου. Μὰ γι' αὐτό, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὄχι μόνο ἕνα ἄπειρο μέσα στὸ πεπερασμένο, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνα ἄπειρο καὶ θεῖο κατὰ χάρη μέσα στὸ πεπερασμένο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, γίνεται ὕπαρξη θεανδρική, εἴσοδος στὶς ἀπρόσιτες καὶ ἀβυσσαλέες διαστάσεις τῆς θεότητας.
|