Μάξιμος ο Ομολογητής
Κεφάλαια περὶ ἀγάπης
(Ἐκλογὴ ἀπὸ τὴν A' Ἑκατοντάδα)
Ἀπόδοση : Αρχιμ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη (νῦν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος)
Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» Β’, Ἀθῆναι 1968.
ΑΓΑΠΗ εἶναι ἡ ἀγαθὴ ἐκείνη διάθεσις τῆς ψυχῆς, πού, τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν ἄλλο, δὲν προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ τὴ γνῶσι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δὲ πρᾶγμα ἀδύνατο νὰ ἀποκτήση κανεὶς τὴ συνήθεια αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ὅταν ἔχη προσκόλλησι σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα.
γ'.— Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸ Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλασι (ποὺ εἶναι χωρισμὸς αἰώνιος ἀπ'τὸ Θεό). Κι' ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴ κόλασι, προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἐλεύθερο νὰ γίνη ἕρμαιο τῶν παθῶν. Κι' αὐτὸς ποὺ φυλάγεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει τὶς θλίψεις. Ὑπομένοντας δὲ τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Αὐτὴ τώρα ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, κάνει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ κάθε γήινη προσκόλλησι καὶ ἐπιδίωξι• ἀφοῦ δὲ πιὰ ὁ νοῦς ἀποχωρισθῆ ἀπ' αὐτὲς τὶς ἀσχολίες, τότε ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
στ'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ νοῦ του στραμμένο καὶ προσηλωμένο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιφρονεῖ ὅλα ὅσα φαίνονται στὸν κόσμο αὐτό, ὡς καὶ τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, ποὺ τὸ θεωρεῖ σὰν ξένο καὶ ὄχι δικό του κτῆμα.
ζ'— Ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνωτέρα τοῦ σώματος, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρες φορὲς ἀνώτερος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος τὸν ἔπλασε, τότε ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ νὰ περιποιεῖται περισσότερο ἀπ' τὴ ψυχὴ τὸ σῶμα, καὶ ν' ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπ' τὸ Θεὸ τὸν κόσμο, ποὺ μολαταῦτα ὁ Θεὸς τὸν ἐδημιούργησε, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.
ια'.— Ὅλες βέβαια οἱ ἀρετὲς βοηθᾶνε τὸν νοῦ ν' ἀποκτήση τὸν θεῖο ἔρωτα. Περισσότερο ὅμως ἀπ' ὅλες, ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ καθαρὴ καρδιά. Γιατί μὲ τὴ βοήθειά της, ὁ νοῦς ἀνυψωνόμενος στὶς σφαῖρες τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίζεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπ' ὅλα τὰ ὄντα.
ιγ'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ ἀγαπήση καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ γιὰ ὅποιους δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν ψυχικὴ καθαρότητα ἀποβάλλοντας τὰ πάθη, αἰσθάνεται κάποια δυσκολία. Γι' αὐτὸ καὶ ὅταν μάθη πὼς αὐτοὶ διωρθώθηκαν, χαίρει μὲ χαρὰ ποὺ οὔτε λέγεται, οὔτε μετριέται.
ιζ'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀγαπήση στὸν ἴδιο βαθμὸ κάθε ἄνθρωπο.
ιη'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀδυναμία ἢ προσκόλλησι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα τοῦ κόσμου.
ιθ'.— Εἶναι εὐτυχὴς ὁ νοῦς ἐκεῖνος πού, ἀφοῦ προσπέρασε ὅλα ὅσα φαίνονται στὸν κόσμο αὐτό, τώρα πιὰ χωρὶς διακοπὴ ἀπολαμβάνει τὴ θεία ὡραιότητα.
κ'.— Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει νὰ εὐχαριστήση τὴν σάρκα του, δίδοντάς της ὅ,τι οἱ κακὲς ἐπιθυμίες ζητοῦν, καὶ ποὺ κρατάει μῖσος μέσα του ἐναντίον τοῦ πλησίον του, αὐτὸς λατρεύει τὴν κτίσι καὶ ὄχι τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό.
κζ'.— Ἐκεῖνος ποὺ εἰλικρινὰ ἀπαρνήθηκε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, καὶ ποὺ χωρὶς ὑποκρισία διακονεῖ τὸν πλησίον του μὲ τὴν ἀγάπη, αὐτὸς γρήγορα ἐλευθερώνεται ἀπὸ κάθε πάθος καὶ γίνεται μέτοχος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
κθ',— Ὅταν σοῦ συμβῆ νὰ σὲ βρίση κανεὶς ἢ νὰ σὲ ταπεινώση, τότε πρόσεχε
μήπως οἱ λογισμοὶ τοῦ θυμοῦ, ἀφοῦ σὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς ἀγάπης, σὲ μεταφέρουν στὴ χώρα τοῦ μίσους.
λα'.— Ὅπως μὲ τὸ νὰ θυμᾶσαι ἁπλῶς τὴ φωτιά, δὲν ζεσταίνεται τὸ σῶμα σου (ἂν δὲν εἶσαι πραγματικὰ κοντά της ), ἔτσι καὶ ἡ πίστις χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲν ἔχει τὴ δύναμι νὰ δώση στὴ ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
λβ'.— Ὅπως τὸ ἡλιακὸ φῶς εὐχαριστεῖ καὶ προσελκύει τὸ μάτι ποὺ δὲν πάσχει, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, σὰν ἄλλος ἥλιος, προσελκύει κοντὰ της φυσικὰ τὸν καθαρὸ νοῦ.
λγ'.—Νοῦς δὲ καθαρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔδιωξε ἀπὸ πάνω του τὴν ἄγνοια (σχετικὰ μὲ τὸ Θεό), καὶ τώρα φωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
λε'.— Τὸ πάθος εἶναι κάτι τι ἀξιοκατάκριτο, εἶναι μιὰ ἀφύσικη κίνησις τῆς ψυχῆς.
λθ'.— Ὁ Προφήτης, ὁ θεῖος Ἱερεμίας, λέγει: μὴ πῆτε πὼς εἴσαστε ναὸς τοῦ Κυρίου. (Ἱερ. στ', 4). Καὶ σὺ λοιπὸν μὴ πῆς ὅτι σκέτη ἡ πίστις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, μπορεῖ τάχα νὰ μὲ σώση. Γιατί αὐτὸ εἶναι ἀνεδαφικό, ἂν δὲν κατορθώσης μὲ τὰ ἔργα ν' ἀποκτήσης καὶ τὴν πρὸς τὸν Κύριο ἀγάπη. Γιατί, μὴ ξεχνᾶς, πὼς ἡ χωρὶς ἔργα πίστις δὲν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια, κι' αὐτὰ πιστεύουν καὶ φρίττουν.
μα'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, οὔτε λυπεῖ κανένα, οὔτε ὁ ἴδιος λυπεῖται γιὰ πρόσκαιρα πράγματα; Μιὰ δε λύπη καὶ αἰσθάνεται ὁ ἴδιος, καὶ στοὺς ἄλλους δείχνει νὰ αἰσθανθοῦν, τὴν λύπη ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, ἐκείνη ἀκριβῶς ποὺ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος αἰσθάνθηκε καὶ ἔκαμε καὶ τοὺς Κορινθίους νὰ τὴν αἰσθανθοῦν. (Β' Κορινθ. στ', 8-11).
μβ'.— Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, ζῆ στὴ γῆ αὐτὴ ζωὴ ἀγγελική, μὲ τὸ νὰ νηστεύη καὶ νὰ ἀγρυπνῆ, νὰ ψάλλη καὶ νὰ προσεύχεται καὶ γενικὰ νὰ σκέπτεται πάντα τὸ καλὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο.
μδ'.— Πρόσεχε νὰ μὴ μολύνης τὴν σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις, καὶ νὰ μὴ λεκιάζης τὴν ψυχή σου μὲ αἰσχροὺς λογισμούς. Ἂν αὐτὸ προσέξης, τότε θὰ ἔλθη μέσα σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, φέρνοντας μαζί της καὶ τὴν ἀγάπη.
με'.— Μαστίγωνε τὴν σάρκα σου μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία, καὶ ἀσχολήσου, χωρὶς νὰ ἀποκάμης, μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή. Καὶ τότε θὰ ἔλθη μέσα σου ὁ ἁγιασμός, ποὺ τὸν συνοδεύει ἡ σωφροσύνη, καὶ θὰ σοῦ φέρη καὶ τὴν ἀγάπη.
μη'.— Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, ἔχει πάντα γιὰ σύντροφό του τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ μὲ ὅσα αὐτὴ τοῦ φέρνει στὸ νοῦ, βοηθεῖται γιὰ νὰ ἔλθη στὴ θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Γιατί σκέπτεται τὸν τρόπο τῆς προηγουμένης, κατὰ κόσμον, ζωῆς του, καὶ τὰ διάφορα σφάλματά του, καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔνοιωσε στὸν καιρὸ τῆς νιότης, καὶ πὼς ἀπ' ὅλα αὐτὰ τὸν ἔσωσεν ὁ Κύριος καὶ τὸν μετέφερε ἀπ' τὴ γεμάτη μὲ πάθη ζωή, στὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία, καὶ τότε μαζὶ μὲ τὸν φόβο ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη, εὐχαριστῶντας πάντα μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη τὸν Εὐεργέτη καὶ Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.
ν'.— Ὁ νοῦς τότε χάνει τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει στὸ Θεό, ὅταν πιάση φιλία μὲ κακοὺς καὶ βρώμικους λογισμούς.
νγ'.— Ἐὰν θέλης νὰ μὴ στερηθῆς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ φροντίζης ὥστε οὔτε τὸν ἀδελφό σου ν' ἀφήνης νὰ κοιμηθῆ ἔχοντας κάτι τί ἐναντίον σου, οὔτε σὺ νὰ κοιμᾶσαι ἥσυχος ἔχοντας κάτι τί ἐναντίον του. Πήγαινε νὰ συμφιλιωθῆς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ ὅταν ἐπιστρέψης, τότε πρόσφερε στὸν Χριστό, μὲ τὴν συνείδησί σου ἥσυχη καὶ καθαρή, τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης σου μὲ παρατεινόμενη προσευχή.
νδ'.— Ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖται ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἂν δὲν ἔχη τὴν ἀγάπη, φαντασθῆτε πόσο πρέπει νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ νὰ τὴν κάνουμε κι' ἐμεῖς κτῆμα δικό μας αὐτὴν τὴν ἀγάπη.
νε'.— Ἀφοῦ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν σκέπτεται οὔτε κάνει κάτι κακὸ γιὰ τὸν πλησίον, τότε ἐκεῖνος ποὺ φθονεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ λυπεῖται γιὰ τὴν πρόοδό του, καὶ μὲ εἰρωνεῖες προσπαθεῖ νὰ μειώση τὸ καλό του ὄνομα, ἢ μὲ τίποτε ἄλλη κακοήθεια ἐπιζητεῖ τὸ κακό του, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ ἀποξενωθῆ ἀπ' τὴν ἀγάπη καὶ νὰ καταστήση τὸν ἑαυτὸ του ἔνοχο τῆς αἰωνίας Κρίσεως;
νη'.— Μὴ ἀνοίγης τ' αὐτιά σου γιὰ ν' ἀκούσης ὅσα ἡ γλῶσσα τοῦ κατηγόρου τῶν ἄλλων ἐκστομίση, οὔτε πάλι ν' ἀφήνης τὴν γλῶσσα σου νὰ λέη λόγια σὲ ἄνθρωπο φιλοκατήγορο, καὶ νὰ εὐχαριστεῖται λέγοντας καὶ ἀκούοντας κατηγορίες ἐναντίον τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ μὴ χάσης τὴν θεία ἀγάπη καὶ ἀποξενωθῆς ἀπ' τὴν αἰώνια ζωή.
ξ'.— Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται καὶ σοῦ λέει κατηγορίες ἐναντίον ἄλλων, κλεῖσε του τὸ στόμα καὶ μὴ τοῦ ἐπιτρέπης νὰ συνεχίζη, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῆς συνυπεύθυνος μαζί του καὶ ἁμαρτήσης ἔτσι διπλῆν ἁμαρτία, δηλ. καὶ τὸν ἑαυτό σου συνηθίσης στὸ κακὸ καὶ ὀλέθριο πάθος, καὶ ἐκεῖνον ἀφήσης νὰ φλυαρῆ κατὰ τοῦ πλησίον του χωρὶς νὰ τὸν σταματήσης.
ξδ'.— Ἀπὸ τὰ πάθη, ἄλλα μὲν εἶναι σωματικὰ καὶ ἄλλα ψυχικά. Καὶ τὰ μὲν σωματικὰ λέγονται ἔτσι γιατί ἔχουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὸ σῶμα, τὰ δὲ ψυχικὰ ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς ἐπιδράσεις. Καὶ τὰ δύο τώρα εἴδη τῶν παθῶν, καταργεῖ ἡ ἀγάπη ἀφ' ἑνός, καὶ ἡ ἐγκράτεια ἀφ' ἑτέρου, καὶ μάλιστα ἡ πρώτη τὰ ψυχικὰ καὶ ἡ ἄλλη τὰ σωματικά.
ξε'.— Ἀπὸ τὰ πάθη, ἄλλα μὲν ἀποτελοῦν μέρος τοῦ θυμικοῦ, καὶ ἄλλα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο κατηγορίες κινοῦνται διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων. Καὶ πότε; Ἀκριβῶς ὅταν ἡ ψυχὴ στερεῖται τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐγκρατείας.
ξστ'.— Δυσκολώτερα πολεμοῦνται τὰ πάθη ποὺ ἀνήκουν στὸ θυμικό, παρὰ ἐκεῖνα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ γιὰ τὸ θυμικὸ δόθηκε ἀπ' τὸν Κύριο σὰν καλύτερο καὶ ἰσχυρότερο φάρμακο ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.
ξη'.— Μὴ ἐπιπλήξης ποτέ σου κανένα ἀδελφό σου, καὶ μάλιστα χωρὶς λόγο, μήπως μὴ κατορθώνοντας αὐτὸς νὰ ὑποφέρη τὴν θλίψι, ὑποχωρήση παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του στὸν ἀντίδικο, καὶ τότε σὺ δὲν θὰ γλυτώσης ποτὲ ἀπ' τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, ποὺ πάντοτε θὰ σὲ στενοχωρῆ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ θὰ στερῆ τὸν νοῦ σου τῆς παρρησίας πρὸς τὸν Θεό.
ξθ'.— Μὴ δίνης πρόσωπο σὲ ὑπόνοιες πού σοῦ προξενοῦν σκάνδαλο ἢ καὶ σὲ ἀνθρώπους πού σοῦ βάζουν λόγια ἐναντίον κάποιου. Γιατί ὅσοι παραδέχονται κι' ἀκοῦνε διάφορα σκάνδαλα πού, καθ' οἱονδήποτε τρόπον, ἀναφέρονται σὲ ὅσα συμβαίνουν ἠθελημένα ἢ ἀκούσια, αὐτοὶ δὲν ξέρουν τὸν δρόμο τῆς εἰρήνης ποὺ ὁδηγεῖ διὰ μέσου τῆς ἀγάπης στὴ γνῶσι τοῦ Θεοῦ ἐκείνους ποὺ φλέγονται ἀπ' τὸν πόθο της.
οα'.— Ἡ τελειωμένη ἀγάπη δὲν κάνει διάκρισι καὶ δὲν ξεχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὅλοι τους ἔχουν τὴν ἴδια φύσι, ἀνάλογα πρὸς τὶς διαφορετικὲς γνῶμες ποὺ ὁ καθένας τους ἐκπροσωπεῖ, ἀλλὰ ἔχουσα πάντα κατὰ νοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἴδια φύσι ὅλων, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου. Καὶ τοὺς μὲν σπουδαίους τοὺς ἀγαπᾶ σὰν φίλους, τοὺς δὲ κακούς τους ἀγαπᾶ σὰν ἐχθρούς, μὲ τὸ νὰ τοὺς εὐεργετῆ, νὰ τοὺς ἀνέχεται, νὰ ὑπομένη ὅσα αὐτοὶ διαπράττουν, χωρὶς διόλου νὰ συλλογίζεται τὸ κακὸ ποὺ αὐτοὶ ἐνσαρκώνουν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ ὑποφέρη ἐνίοτε πρὸς χάριν τους, ἂν τὸ καλέση ἡ χρεία. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ σκοπὸ νὰ κάνη κι' αὐτοὺς φίλους, ὅσο εἶναι δυνατό. Κι' ἂν ὅμως δὲν τὸ κατορθώση, πάλι δὲν χάνει τὴ καλή της διάθεσι, ἀφοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πάντοτε ἐξ ἴσου προσφέρει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος καὶ Θεός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ ν' ἀποδείξη τὴν ἀγάπη Του γιά μᾶς, πρὸς χάριν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ὑπέστη τὸ Πάθος, καὶ σὲ ὅλους ἐξ ἴσου ἐχάρισε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἂν καὶ ὁ καθένας μόνος του κάνει τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο εἴτε τῆς αἰωνίας δόξης, εἴτε τῆς αἰωνίας κολάσεως.
οε'.—Ἐκεῖνος ποὺ δὲν περιφρονεῖ τὴν δόξα καὶ τὴν ἡδονή, καθὼς καὶ τὴν φιλαργυρία, ποὺ καὶ τὶς αὐξάνει καὶ ἀπ' αὐτὲς τρέφεται, δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὶς προφάσεις τοῦ θυμοῦ• ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν τὶς κόβει, δὲν κατορθώνει ποτὲ νὰ ἐπιτύχη τὴν τελεία ἀγάπη.
οστ'.—Ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἡ μὲν πρώτη ἀποκόβει τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ δεύτερη τοῦ σώματος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Δαυΐδ, ἐφαρμόζοντας αὐτό, λέει στὸ Θεὸ μέσα στὴ προσευχή του: δές, Κύριε, τὴν ταπείνωσι καὶ τὴ κακοπάθειά μου, καὶ συγχώρησέ μου ὅλες τὶς ἁμαρτίες. (Ψάλμ. 24, 18)
οζ'.— Ὁ Κύριος μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ δίνει, κάνει αὐτοὺς ποὺ τὶς τηροῦν νὰ μένουν μακρυὰ ἀπ' τὰ πάθη. Ἐνῶ μὲ τὰ θεῖα δόγματα χαρίζει σ' αὐτοὺς τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.
οη'.— Ὅλα τὰ δόγματα ἀναφέρονται ἢ στὸν Θεό, ἢ στὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ἢ στὴν πρόνοια καὶ τὴ βουλὴ ποὺ ἔχει γι' αὐτὰ ὁ Θεός.
πα'.—Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο ὄψεις: πρῶτα πρῶτα ἔχομε τὸν φόβο ποὺ δημιουργεῖται μέσα μας ἐξ αἰτίας τῶν ἀπειλῶν τῆς κολάσεως, καὶ γιὰ χάρι του μᾶς ἐπισκέπτονται ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ἀγάπη μὲ τὴ σειρά. Ἔπειτα εἶναι καὶ ὁ ἄλλος ἐκεῖνος φόβος ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ πάντα δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ εὐλάβεια, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ ὁδηγηθῆ σὲ περιφρόνησι τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ θάρρους ποὺ γεννᾶ ἡ ἀγάπη.
πβ .— Τὴν πρώτη μορφὴ τοῦ φόβου ἐξοστρακίζει ἡ τελεία ἀγάπη, ἀφοῦ πλέον ἡ ψυχὴ ποὺ τὴν κατέχει, δὲν φοβᾶται πιὰ τὴν κόλασι. Τὴν δεύτερη μορφή, ἡ ἀγάπη πάντα τὴν ἔχει μαζί της. Στὸν πρῶτο φόβο ἔχει ἐφαρμογὴ τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ποὺ λέει: « ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ Κυρίου ὁ καθένας ἀποφεύγει τὸ κακὸ » (Παροιμ. 15, 27) καὶ τὸ « ἀρχὴ τῆς εὐσεβείας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. 110, 10). Στὸν δεύτερο δὲ φόβο ἔχει ἐφαρμογὴ πάλι τὸ «δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ στερηθοΰν ἐκεῖνοι ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεὸ» (Ψάλμ. 33, 10).
πδ'.— Νὰ πῶς παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ἡ ἁμαρτία: Πρῶτα-πρῶτα ἡ μνήμη φέρνει στὴ θύμηση τοῦ νοῦ κάποιο λογισμὸ ἀνύποπτο. Μόλις ὁ λογισμὸς αὐτὸς μείνη γιὰ πολὺ καιρὸ ἐκεῖ, τότε ἀρχίζει νὰ κινῆται καὶ νὰ ζωογονῆται τὸ πάθος ποὺ μέχρι τότε ἦταν σὲ νάρκη. Καὶ ὅταν καὶ τὸ πάθος δὲν συναντήση ἀντίδρασι, τότε νικάει τὸ νοῦ καὶ τὸν ἀναγκάζει νὰ συμφωνήση κι' αὐτὸς καὶ νὰ συναιναίση. Μόλις τώρα δοθῆ ἡ συγκατάθεσις εὐθὺς ἀμέσως ἡ ἁμαρτία γίνεται πράξι. Γι' αὐτὸ ὁ πάνσοφος Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἦταν πρῶτα εἰδωλολάτρες, τοὺς συμβουλεύει πρῶτα νὰ καταπολεμήσουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔπειτα πηγαίνοντας ἀνάποδα καταλήγει μὲ τὴν σειρά του στὴν αἰτία. Αἰτία δὲ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πλεονεξία πού, ὅπως εἴπαμε, γεννάει καὶ αὐξάνει τὸ πάθος. Νομίζω δὲ πὼς ἐδῶ ἡ λέξη γαστριμαργία, χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ νοηθῆ σὰν μητέρα καὶ τροφὸς τῆς πορνείας. Γιατὶ ἡ πλεονεξία εἶναι κακὴ ὄχι μόνο ὅταν ἀναφέρεται σὲ χρήματα ἀλλὰ καὶ σὲ φαγητά. Ὅπως καὶ ἡ ἐγκράτεια δὲν ἀναφέρεται μόνο στὰ φαγητὰ ἀλλὰ καὶ στὰ χρήματα.
πε'.— Ὅπως τὸ πουλάκι, ποὺ τοῦ ἔχουν δέσει τὸ πόδι του μὲ ἕνα σχοινάκι, μόλις ἄρχιση νὰ πετάη, πέφτει πάλι στὴ γῆ, ἀφοῦ ἡ κλωστὴ δὲν τὸ ἀφήνει ἀλλὰ τὸ συγκρατεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἂν ἀρχίση νὰ πετάη πρὸς τὴν γνῶσι τῶν οὐρανίων πραγμάτων, χωρὶς νὰ ἔχη ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν ἀπάθεια, δήλ. τὴν ἀπαγκίστρωσί του ἀπὸ τὰ πάθη, ξαναπέφτει στὴ γῆ πίσω γιατί τὸν τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω τὰ πάθη.
πστ'.— Ὅταν ὁ νοῦς ἐλευθερωθῆ πλήρως ἀπὸ τὰ πάθη, τότε, χωρὶς νὰ διατρέχη τὸν κίνδυνο νὰ γυρίση πίσω, βαδίζει πιὰ τὸ δρόμο ποὺ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴ θεώρησι τῶν ὄντων, κατευθυνόμενος πρὸς τὴ γνῶσι τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
πζ'.— Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός, ἀφοῦ συλλάβει τὸ νόημα ποὺ κρύβουν μέσα τους τὰ διάφορα πράγματα, διὰ μέσου αὐτῶν κατευθύνεται πρὸς τὴν πνευματικὴ θεώρησι. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀκάθαρτος, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας, τότε τὰ νοήματα μὲν τῶν πραγμάτων τὰ νομίζει χωρὶς περιεχόμενο, ἐνῶ στρέφοντας τὸ νοῦ του πρὸς τὰ ἀνθρώπινα, παρασύρεται σὲ αἰσχροὺς καὶ κακοὺς λογισμούς.
πη'.— Ὅταν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ποτὲ δὲν ἐνοχλήσουν τὸ νοῦ σου τὰ διάφορα πράγματα τοῦ κόσμου, τότε γνώριζε πὼς εἶσαι πιὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀπάθειας, δήλ. τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὰ πάθη.
πθ'.— Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀρχίση νὰ καταλαβαίνη ὅτι ἔχει ὑγεία, τότε καὶ τὰ ὄνειρα ποὺ συμβαίνουν στὸν ὕπνο, ἀρχίζει πιὰ νὰ μὴ τὰ ὑπολογίζη, οὔτε νὰ τὰ φοβᾶται.
κα'.—Εἶναι βέβαια μεγάλο πρᾶγμα νὰ μὴ στενοχωρεῖται κανεὶς ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν ποὺ τοῦ συμβαίνουν, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ μένη κανεὶς ἀνεπηρέαστος καὶ ὅταν ἁπλῶς τὰ σκέπτεται. Γιατί ὁ πόλεμος ποὺ μὲ τοὺς λογισμούς μᾶς κάνουν οἱ δαίμονες, εἶναι χειρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ μᾶς γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν ποὺ μᾶς συμβαίνουν.
κβ'.— Ἐκεῖνος ποὺ κατόρθωσε ν' ἀποκτήση τὶς ἀρετὲς καὶ ν' ἀποθησαυρίση τὴν γνῶσι τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἐπειδὴ γι' αὐτὸ ἀντιμετωπίζει τὰ γεγονότα ὅπως στὴν πραγματικότητα παρουσιάζονται, ὅλα ὅσα λέει καὶ ὅσα κάνει, ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς φρόνησης, χωρὶς διόλου νὰ ξεφεύγη ἀπ' αὐτήν. Γιατί ἀπ' τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὰ συμβαίνοντα, ἐξαρτᾶται νὰ γίνη καλὸς ἢ πονηρός.
κγ'.— Δεῖγμα τελείας ἀπαθείας εἶναι τὸ νὰ ἔρχονται στὴν καρδιὰ οἱ σκέψεις γιὰ τὰ διάφορα πράγματα, χωρὶς νὰ φέρουν μαζί τους καὶ τὶς ἀνάλογες ἐπιθυμίες, καὶ τοῦτο καί ὅταν κοιμόμαστε καὶ ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι.
κε'.— Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἥλιος ὅταν ἀνατέλλη καὶ φωτίζει τὸν κόσμο, φωτίζει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ κάνει νὰ φαίνονται τὰ διάφορα πράγματα τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστὸς δηλ. ὅταν ἀρχίζη νὰ παρουσιάζεται στὸν καθαρισμένο πιὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τότε φέρνει τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα: καὶ τὸν ἑαυτό του φανερώνει στὸν ἄνθρωπο αὐτό, καὶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔγιναν καὶ θὰ γίνουν ὅλα ὅσα ἀπ' Αὐτὸν προέρχονται.
κστ'.— Τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε μὲ τὸ νὰ προσπαθήσουμε νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν ἔννοια τῆς οὐσίας Του. Τὸν Θεὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ μεγαλόπρεπα ἔργα Του καὶ ἀπὸ τὴν πρόνοιά Του γιὰ τὸν κόσμο. Μὲ τοῦτα τὰ δύο μέσα, σὰν μέσα ἀπὸ καθρέπτη, βλέπουμε καὶ καταλαβαίνουμε τὴν ἄπειρη Ἀγαθότητα καὶ Σοφία καὶ Δύναμι.
κη'.— Ὁ νοῦς ὅταν πλανᾶται στὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων, τότε τρία πράγματα εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ κάνη: ἢ θὰ ἐρευνᾶ τὰ πράγματα αὐτὰ τὰ φυσικὰ ὅπως ἀκριβῶς τὰ βλέπει, ἢ θὰ προσπαθῆ νὰ καταλάβη μήπως αὐτὰ εἶναι σύμβολα κάποιας ἀοράτου πραγματικότητος, ἢ θὰ ζητῆ νὰ βρῆ τὴν πραγματικὴ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία τὰ ἐδημιούργησεν ὁ Θεός.
κθ'.— Ὅταν δὲ ὁ νοῦς ἀσχολεῖται μὲ τὴν θεωρία τῶν ἀοράτων καὶ πνευματικῶν πραγμάτων, τότε δύο πράγματα πάλι μπορεῖ νὰ κάνη: δηλ. θὰ ἀναζητῆ νὰ βρῆ καὶ τοὺς φυσικοὺς λόγους των μαζὶ μὲ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἔγιναν καθὼς καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει σχέσι μ' αὐτή, κι ἔπειτα θὰ προσπαθῆ νὰ ἐξετάση ποιὰ εἶναι ἡ πρόνοια ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει γι' αὐτὰ τὰ πράγματα καθὼς καὶ ποιὸ εἶναι τὸ σχέδιό Του καὶ ἡ βουλὴ Του γι' αὐτά.
ρ'.— Μόλις ὅμως, ἔτσι κλιμακωτὰ ποὺ βαδίζει, φθάσει ὁ νοῦς καὶ πλησιάση τὸν Θεό, τότε τὸ πρῶτο ποὺ ἀπ' τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἐπιθυμεῖ καὶ θέλει μὲ φλογερὴ ἐπιθυμία ν' ἀποκτήση, εἶναι νὰ ζητήση νὰ μάθη γύρω ἀπ' τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὶς ἐκφράσεις της, δηλ. τὶς καταστάσεις της. Ὅμως μὴ μπορῶντας νὰ προσπελάση μέσα στὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν οὐσία Του, δὲν βρίσκει ἀνάπαυσι καὶ παρηγορία μὲ ὅσα λίγα κατόρθωσε νὰ μάθη. (Γιατί τὸ νὰ καταλάβη κανεὶς τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ εἰσχωρήση βαθειὰ μέσα Του, εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀπόκτηση καμμιὰ ἀνθρώπινη φύσι γενικά). Ἀλλὰ τί κάνει τότε; Τότε μὴ μπορῶντας ν' ἀναπαυθῆ τελείως μπαίνοντας κατ' εὐθεῖαν μέσα στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν οὐσία Του, παρηγορεῖται καὶ ἀναπαύεται μὲ τὸ νὰ καταλαβαίνη καὶ νὰ κατανοῆ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιβάλλουν κατὰ ἕνα τρόπο τὴν οὐσία Του. Δηλ. τὴν αἰωνιότητά Του, τὸ ἄπειρό Του, τὸ ἀόριστό Του, τὴν ἀγαθότητά Του, καὶ τὴν σοφία καὶ δύναμί Του μὲ τὴν βοήθεια τῆς ὁποίας ἐδημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο καὶ προνοεῖ γι' αὐτὸν καὶ ἀποφασίζει ὅ,τι δήποτε σχετικὸ μὲ ὅ,τι ὑπάρχει. Μάλιστα, ἀπ' ὅλα αὐτὰ τοῦτο μόνο μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος: τὸ ὅτι δηλ. ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος, καὶ ὅτι γι' αὐτὸν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε τίποτα, καθὼς τὸ λέγουν καὶ τὸ βεβαιώνουν οἱ Μεγάλοι Θεολόγοι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος καὶ ἅγιος Διονύσιος.
|