Κωνσταντίνος Μανίκας
Η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Διάλογος Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού κατά τις Α' και Β' Πανορθοδόξους Διασκέψεις της Ρόδου
Θεολογία 62 (1991) 11-20.
Μέρος 3
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά του περιεχομένου του, το υπό εξέταση κείμενο καθιερώνει ΄έναν εντελώς νέο τρόπο προσεγγίσεως του ζητήματος των σχέσεων των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι, παράλληλα με τη νηφάλια, εποικοδομητική και σοβαρή μελέτη των διαφορών που χωρίζουν τις δύο Εκκλησίες, η θετική πρόταση της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας προς τη Ρωμαιοκαθολική, αλλά συγχρόνως και η δική της δέσμευση, να αρχίσουν από κοινού μια νέα πορεία συνεργασίας, αλληλογνωριμίας και επιδείξεως καλής θελήσεως, με απώτερο σκοπό την δημιουργία καταλλήλων προϋποθέσεων διεξαγωγής ενός ουσιαστικού ενωτικού θεολογικού διαλόγου. Οι θετικές αυτές προοπτικές που θέτει, εισάγουν αναμφίβολα μια νέα εποχή στο διάλογο που διεξάγουν οι δύο Εκκλησίες αδιάκοπα, από το σχίσμα του 1054 και τερματίζει μια μακραίωνα περίοδο αποξενώσεως, κατά την διάρκεια της οποίας ο διάλογος αυτός διεξαγόταν και από τις δύο πλευρές με τα κριτήρια της πολεμικής και απολογητικής γραμματείας, καθώς και της πολιτικής σκοπιμότητας (13).
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί αβίαστα, εκτός των άλλων, και η σύγκριση του κειμένου-προτάσεως της Διασκέψεως με το αντίστοιχο κείμενου της Διορθοδόξου Επιτροπής του Αγίου Όρους (1930), καθώς επίσης και με εκείνο του σχεδίου και καταλόγου που προτάθηκε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την Εκκλησία της Ελλάδος (1956) και αντιγράφει πιστά το προηγούμενο. Και τα δύο αυτά κείμενα, τα προγενέστερα εκείνου της Α΄Πανορθοδόξου Διασκέψεως, αντιμετωπίζουν το ζήτημα των σχέσεων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέσα από το πνεύμα της αντιρρητικής φιλολογίας, που επικρατούσε τότε και υπαγόρευε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες «σχέσεις προφυλάξεως καὶ ἀμύνης κατὰ Ἑτεροδόξων, οἵτινες ἐνεργοῦσι προσηλυτισμὸν καὶ προσπαθοῦσι καθ’ οἱονδήποτε τρόπον νὰ βλάψωσι τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν». Αποκαλυπτική αυτής της νοοτροπίας είναι συγχρόνως η χρήση των όρων «Ρωμαιοκαθολικισμός» και «Ουνιτισμός», αντί εκείνου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ως και η σαφή διάκρισή της από τους ετερόδοξους που δεν ασκούν προσηλυτισμό και «τείνουσι νὰ προσεγγίσωσι πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν» (14). Αντίθετα, στο εκ βάθρων αναθεωρημένο αντίστοιχο κεφάλαιο της Διασκέψεως, που αναφέρεται στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, η αναβάθμιση του ζητήματος των σχέσεων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι όχι μόνο εντυπωσιακή, αλλά και ουσιαστικότερη από θεολογική άποψη: στη νέα ιεράρχηση των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τις ετερόδοξες «Εκκλησίες» και τις υπόλοιπες χριστιανικές ομολογίες, που για πρώτη φορά εφάρμοσε η Διάσκεψη με το κεφ. Αριθ. 5 του καταλόγου, εγκαταλείπεται η παραδοσιακή διάκρισή τους με βάση το κριτήριο της ασκήσεως ή όχι προσηλυτισμού σε βάρος της Ορθοδοξίας και εγκαινιάζεται η αρχή της δογματικής και εκκλησιολογικής εγγύτητας προς την ορθόδοξο διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτήν την οπωσδήποτε θεολογικότερη κατάταξη και αντιμετώπιση των ετεροδόξων, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-και όχι ο «Ρωμαιοκαθολικισμός και ο «Ουνιτισμός»- καταλαμβάνει τη θέση, κατά σειρά εγγύτητας προς την Ορθόδοξο Εκκλησία, αμέσως μετά από τις ελάσσονες αρχαίες ανατολικές Εκκλησίες και πριν από τις χριστιανικές ομολογίες και κοινότητες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση. Δεν πρόκειται πράγματι εδώ γι’ απλή εξωτερική και τυπική διάκριση, αλλά για έμπρακτη αναγνώριση, εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των κοινών εκκλησιαστικών στοιχείων που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, και των πράγματι μεγάλων δυνατοτήτων και ευνοϊκών προοπτικών που διανοίγονται για έναν ουσιαστικό θεολογικό διάλογο, αν φυσικά εκλείψουν οι αρνητικοί παράγοντες της πολεμικής και της αποξενώσεως που συσσωρεύτηκαν κατά το παρελθόν εξαιτίας μιας αντορθοδόξου εκκλησιαστικής δράσεως («ἰδίᾳ προπαγάνδα, προσηλυτισμός, Ουνία»). Το ότι αυτό είναι το βαθύτερο-και ίσως το σημαντικότερο από διεκκλησιαστικής απόψεως-νόημα του κειμένου της διασκέψεως που διαπραγματεύεται τις σχέσεις με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδεικνύει, πιστεύουμε, και το γεγονός ότι οι ρωμαιοκαθολικοί προσκεκλημένοι, κατά τη διάρκεια των επίσημων εκδηλώσεων της Διασκέψεως «αν και δεν ήσαν παρατηρητές, τοποθετήθηκαν, εντός του ναού, αμέσως μετά τους ορθοδόξους, μπροστά από όλος τους άλλους παρατηρητές» (15).
Σημειώσεις
13. «Αἱ κατὰ τὰς ἑνωτικὰς αὐτὰς ἀποπείρας διεξαχθεῖσαι μακραὶ συζητήσεις, ἔχουσαι ὡς κύριον στόχον τὴν δυσχέρανσιν πάσης ἐκκλησιαστικῆς προσεγγίσεως διὰ πολιτικὰς σκοπιμότητας, προσέλαβον ἀκραιφνῶς ἀπολογητικὸν χαρακτῆρα διὰ τῆς συστηματικῆς περιγραφῆς καὶ ἀναιρέσεως πασῶν τῶν χωριζουσῶν τὰς δύο Ἐκκλησίας σοβαρῶν ἤ καὶ δευτερευουσῶν εἰσέτι διαφορῶν, οὕτως ὥστε πᾶσαι αἱ ἑνωτικαὶ προσπάθειαι νὰ δύνανται νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἀγὼν ἀποφυγῆς ταὴς ἑνώσεως». Β. Φειδά, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από του σχίσματος μέχρι της αλώσεως (1054-1453), Αθήναι 1977, σ. 8-9.
14. Βλ. Πρακτικά της Προκαταρκτικής Επιτροπής των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών της συνελθούσης εν τη Αγίω Όρει Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου (8-23 Ιουνίου 1930), εν Κωνσταντινουπόλει 1930, σ. 144.
15. Και αυτό «δεν ήταν προφανώς τυχαίο», κατά την άποψη του παρευρεθέντος ως προσκεκλημένου στη Διάσκεψη D. Duprey, p.b., Les résultats de la Conférence Interorthodoxe de Rhodes, Proche Orient Chrétien, 11 (1961) σ. 369, σημ. 58.
|