Κωνσταντίνος Μανίκας
Η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Διάλογος Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού κατά τις Α' και Β' Πανορθοδόξους Διασκέψεις της Ρόδου
Θεολογία 62 (1991) 11-20.
Μέρος 1
Α. Οι σχέσεις των Εκκλησιών Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής κατά την Α΄Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου
Το σημαντικότερο ίσως γεγονός στην νεώτερη ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί η σύγκλιση της Α΄Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου) (1), της οποίας η πραγματοποίηση έγινε δυνατή χάρη στη θαρραλέα πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, και έπειτα από προηγούμενη συγκατάθεση όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών (2). Η Διάσκεψη αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς μεταγενέστερων, που ασχολήθηκαν με τα θέματα προετοιμασίας της μέλλουσας να συγκλιθή Πανορθοδόξου Συνόδου, καθώς και με άλλα εξίσου σημαντικά θέματα πανορθοδόξου ενδιαφέροντος, αφορώντα κυρίως τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Η μεγάλη της σημασία έγκειται πρωτίστως στο γεγονός, ότι εξέφρασε την βαθειά συνείδηση της πανορθοδόξου ενότητας και προοδοποίησε την επαναλειτουργία του συνοδικού θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος από πολλούς αιώνες είχε ατονήσει ή και παύσει να λειτουργεί στην πράξη, εξαιτίας κυρίως δυσμενών ιστορικοπολιτικών συνθηκών (3).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, τόσο κατά την μακρόχρονη προετοιμασία της Διασκέψεως αυτής (4), όσο και κατά την διεξαγωγή των εργασιών της, όπου αντιπροσωπεύτηκε από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μητροπολιτών, λοιπών κληρικών και καθηγητών των Θεολογικών σχολών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (5).
Κύριος σκοπός της Διασκέψεως ήταν η κατάρτιση του καταλόγου θεμάτων που θα αποτελούσαν την βάση των συζητήσεων σε μια μέλλουσα να συγκληθή Προσυνοδική Διάσκεψη (Προπαρασκευαστικό στάδιο της Πανορθοδόξου Συνόδου). Όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα των σχέσεων της Ορθοδοξίας με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δεν μπορούσε παρά να κατέχει εξέχουσα θέση στο κείμενο του τελικού καταλόγου, αφού, ως εντασσόμενο στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, περιλαμβανόταν ως θέμα σ’ όλα τα προηγούμενα πανορθόδοξα κείμενα ήδη από το 1920 και αποτελούσε, έστω και έμμεσα, την έκφραση του γενικότερου προβληματισμού του ορθοδόξου θεολογικού κόσμου, που απέρρεε ως φυσική συνέπεια από την συμμετοχή του στην ευρύτερη οικουμενική κίνηση από τις αρχές του αιώνα μας.
Έτσι, στο κεφ. Αριθμ. 5 του εγκριθέντος από τη Διάσκεψη τελικού κειμένου του καταλόγου, με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπον χριστιανικόν κόσμον», η τρίτη παράγραφος, αναφερόμενη στις σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επρότεινε τα εξής:
α) Μελέτη των μεταξύ των δύο Εκκλησιών θετικών και αρνητικών σημείων:
1. Περί την πίστην.
2. Περί την διοίκησιν.
3. Περί την εκκλησιαστικήν δράσιν (ιδία προπαγάνδα, προσηλυτισμός, ουνία).
β) Καλλιέργεια σχέσεων εν τω πνευμάτι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ’ όψιν των υπό της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων (6).
Σημειώσεις
1. Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος στην πατριαρχική απόδειξή του τα Χριστούγεννα του 1961 υπογράμμισε: «Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι κατὰ τὴν ἱερὰν καὶ εὔσημον ταύτην στιγμήν, ὀφείλομεν εὐχαριστῆσαι τῷ ἐνανθρωπίσαντι Θεῷ ἡμῶν καὶ διὰ τὴν εὐλογίαν Αὐτοῦ πρὸς τὴν Ἁγίαν ἡμῶν Εκκλησίαν, τὴν ἐκδηλωθεῖσαν δαψιλῶς διὰ τῆς πραγματώσεως, κατὰ τὸ λῆγον ἔτος, ἑνὸς ἐξαιρετικῶς μεγάλου, τοῦ μεγαλυτέρου ἴσως ἐ τῇ ἱστορία τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου Χριστιανωσύνης γεγονότος, τῆς Διασκέψεως τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Ρόδῳ…». Ορθοδοξία, 36 (1961), σελ. 336. Τον ίδιο χαρακτηρισμό βλ. επίσης και Ι. Καρμίρη, Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις Ρόδου (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961), Θεολογία 32 (1961), σελ. 497.
2. Βλ. το περί συγκλίσεως Προσυνόδου υπ. Αριθ. 108 εγκύκλιο πατριαρχικό γράμμα «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους Πατριάρχας καὶ τοὺς λοιπούς Προέδρους τῶν Ὀρθοδόξων Εκκλησιῶν», με ημερομηνία 12 Φεβρουαρίου 1951, στην Ορθοδοξία, 25 (1951), σελ. 118-120. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχθηκαν κατ’ αρχήν την πατριαρχική πρόταση, πρότειναν όμως την αναβολή της Πανορθοδόξου Προσυνόδου. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1952 ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξαπέλυσε το υπ’ αριθ. 1342 νέο εγκύκλιο πατριαρχικό γράμμα προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με το οποίο ζητούσε τις απόψεις των πάνω στην δυνατότητα αναπροσαρμογής του καταλόγου θεμάτων της Διορθοδόξου Επιτροπής του Αγίου Όρους του 1930 «ἵνα, καθοριζομένων ἐπακριβῶς τῶν ζητημάτων τῆς Προσυνόδου, ἐρευνηθῶσι ταῦτα καὶ μελετηθῶσι ὑπὸ εἰδικῆς ἐκ κληρικῶν καὶ θεολόγων καθηγητῶν παρὰ ταῖς ἀδελφαῖς Ἐκκλησίαις Ἐπιτροπῆς, ἥν ἡμεῖς κατηρτίσαμεν ἤδη ἐξ ἁγίων ἀρχιερέων καὶ τῶν ἐλλογίμων καθηγητῶν τῆς κατὰ Χάλκην ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς». Τέλος, στις 19 Οκτωβρίου 1959, αφού συγκέντρωσε τις προτάσεις όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, απέστειλε την υπ’ αριθ. 632 εγκύκλιο, στην οποία για πρώτη φορά εγινόταν μνεία για σύγκληση Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη νήσο Ρόδο, που αρχικά ορίσθηκε να συγκληθή στις 25 Σεπτεμβρίου-2 Οκτωβρίου 1960 (εγκύκλιος υπ. αρ. 342 της 8.6.1960). Λόγω όμως τεχνικών δυσκολιών η σύγκληση της Διασκέψεως αναβλήθηκε για το επόμενο έτος (εγκύκλιος υπ’ αρ. 310 της 4.5.1961). Βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π. , σελ. 499-501.
3. Βλ. την προσφώνηση του κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Καρμίρη, προς τα μέλη των ορθοδόξων αντιπροσωπειών μετά το τέλος της Διασκέψεως: «Ἀλλ’ ὁ γενικὸς χαρακτὴρ καὶ ἡ μεγάλη σπουδαίοτης τῶν ἐν Ρόδῳ προκριθέντων πρὸς ἔρευναν καὶ κρίσιν θεμάτων, ὡς καὶ αἱ ἄλλαι ἀνάγκαι τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερον καὶ αἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ἐπιβάλλουσιν, ὡς ὑπεδηλώθη, ὅπως τεθῇ εἰς λειτουργίαν ὁ θεσμὸς τῶν γενικῶν Συνόδων, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας…Ἐν πρώτοις διαπιστοῦται γενικῶς, ὅτι ἔχει συνηδειτοποιηθῆ πλέον ὑπὸ τῆς πλειονότητος τῶν Ὀρθοδόξων ἡ ἀπόλυτος ἀναγκαιότης, ὅπως αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, συσφίγγουσαι ἔτι μᾶλλον τοὺς μεταξὺ αὐτῶν δεσμούς, συνεργάζωνται στενότερον ἐπὶ τῶν διορθοδόξων καὶ διεκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἵνα οὕτως ἠνωμέναι παρέχωσιν ἐπιβλητικὴν τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὸν σύγχρονον κόσμον. Εἶναι προφανὲς ὅτι τοῦτο θὰ ἐπιτευχθῇ ἀσφαλέστερον διὰ τῆς συγκροτήσεως γενικῶν ἤ πανορθοδόξων Συνόδων…». Ι. Καρμίρη, οπ.π., σελ. 526-527.
4. Απαντώντας στην πατριαρχική εγκύκλιο του 1952, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων ανακοίνωσε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με το υπ. Αριθ. 739 της 18ης Μαρτίου 1952 έγγραφό του ότι συνέστησε επιτροπή αποτελούμενη «ἐκ κληρικῶν καὶ εὐσεβῶν θεολόγων καθηγητῶν τῶν παρ’ ἡμῖν Θεολογικών σχολών», η οποία ασχολήθηκε με την ανασύνταξη και συμπλήρωση του καταλόγου θεμάτων της Διορθόδοξης Επιτροπής του 1930. Το 1956 η Ιερά Σύνοδος με την υπ. αρ. 889 εγκύκλιο κοινοποίησε τον ανασυνταχθέντα κατάλογο προς τους ιεράρχες και τους καθηγητές των δύο Θεολογικών σχολών για να εκφράσουν την γνώμη τους. Βλ. Εκκλησία 34 (1957), σελ. 8-10. Ακολούθως, αφού διαμορφώθηκε το τελικό κείμενο του καταλόγου, το απέστειλε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, «ἵνα χρησιμεύσῃ, ὡς σχέδιον καὶ βάσις πρὸς περαιτέρω ἐπεξεργασίαν ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προτάσεων καὶ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Ι. Καρμίρη, οπ.π., σελ. 499-500. Συγχρόνως άρχισαν να δημοσιεύονται εμπεριστατωμένες μελέτες Ελλήνων καθηγητών των Θεολογικών σχολών σε έγκυρα εκκλησιαστικά περιοδικά (Θεολογία, Εκκλησία, Αρχείον Εκκλ. και Κανονικού Δικαίου κ. ά.), που πραγματεύονταν επί μέρους θέματα του καταλόγου, που απεστάλησαν προς την Ιερά Σύνοδο, των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών: Α. Σ. Αλιβιζάτου, Τα θέματα της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, Ορθόδοξος Σκέψις, Α΄ (1958), σελ. 148-150, 163-165, 180-182, και Γ. Ι. Κονιδάρη, Τα θέματα της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, αυτόθι, σελ. 203-204.
5. Την επίσημη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούσαν οι Μητροπολίτες: Μυτιλήνης Ιάκωβος, Μαρωνείας Τιμόθεος και Ιωαννίνων Σεραφείμ (ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), καθώς επίσης και οι καθηγητές: Βασίλειος Ιωαννίδης, Αμίλκας Αλιβιζάτος και Παναγιώτης Μπρατσιώτης. Παράλληλα, οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειος Βέλλας και Παναγιώτης Τρεμπέλας αντιπροσώπευσαν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Στην ομάδα των ορθοδόξων παρατηρητών συμμετέσχον ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Δαμασκηνός και οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών: Ιωάννης Καρμίρης, Κωνσταντίνος Μπόνης, Γεράσιμος Κονιδάρης και Μάρκος Σιώτης της Αθήνας. Ιερώνυμος Κοτσώνης, Ιωάννης Τράπας και Ιωάννης Καλογήρου της Θεσσαλονίκης. Τέλος, έλαβον μέρος ο επίσκοπος Αχαΐας Παντελεήμων, ως αντιπρόσωπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου και ο Νικόλαος Νησιώτης ως εκπρόσωπος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σελ. 503.
6. Κείμενα και Πρακτικά της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, 24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961 (εκδ. Οικουμενικού Πατριαρχείου), Κωνσταντινούπολις, 1961, σ. 131. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σ. 511. Του ιδίου, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εκδ. Graz-Austria, τ. Β΄, 1968, σελ. 1082. P. Duprey, Les résultats de la Conférence interorthodoxe de Rhodes Proche Orient Chrétien, 11 (1961), σελ. 367. Α. Παπαδόπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 151.
|