Γιάννης Κοντός
Οἱ φίλοι του, τὸν εἶχαν ξεχάσει στὴν Ιταλία, νόμιζε
«Ἡ Λέξη», Ἀθήνα, Νοέμ.-Δεκ. 1997 Ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.
Μαύρη κηλίδα
στὸ λευκὸ πουκάμισο
οἱ τύψεις του. Νευρικὰ περπατοῦσε
μὲ τὰ φτερὰ καλὰ κρυμμένα.
Ἀσημένια τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ χέρια.
Φῶς πάνω στὸ φῶς
καὶ τὸ ποτῆρι πάντα ἄδειο.
Πατοῦσε χορταράκι
καὶ ἤτανε σὰν νὰ πατάει κάρβουνο.
Ἔκανε ἄνω κάτω τὸ σπίτι,
γιὰ νὰ βρεῖ καμιὰ κρυμμένη λέξη.
Ἔψαχνε μέχρι στὶς ραφὲς τῶν ρούχων
καὶ στὰ μποτίνια του. Ἔψαχνε
στὸν ἀχυρώνα καὶ στοὺς δρόμους.
Κοιτοῦσε τὸ παραμικρό,
τὸ ἐλάχιστο, τὸ τυλιγμένο
στὸ κουκοῦλι τοῦ καιροῦ.
Ὅλο ἔφευγε πρὸς τὰ μέσα του,
πρὸς τὸ σκοτεινό. Αὐτὸς
ἀπὸ συναισθηματικὴ πάθηση
τὸ ἔβλεπε γαλάζιο.
Στὸ γαλάζιο ἔμεινε γιὰ πάντα:
ἀφοῦ τὶς νύχτες ἔβαξε ἀπέναντί του,
τὸν μικρὸ Διονύσιο καὶ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.
(Ὅσο γιὰ γράμματα, ἀκόμη φτάνουν ἀπὸ τὴν Κρεμόνα).
|