Γιώργος Κοντογιώργης
Μέσα Επικοινωνίας και Δημοκρατία(1)
1. Το πολιτειακό πεδίο των μέσων επικοινωνίας.
Η αντιμετώπιση της σχέσης Μέσων Επικοινωνίας και δημοκρατίας επιβάλει πρωταρχικά να διευκρινισθεί το πολιτειακό περιβάλλον στο οποίο αυτά καλούνται να λειτουργήσουν.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σε ό,τι αφορά το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, μοιάζει αυτονόητη: το νεοτερικό πολιτειακό περιβάλλον είναι η δημοκρατία. Ποιο, όμως, είναι το πολιτικό πεδίο της δημοκρατίας;
Η νεοτερική πολιτική επιστήμη δεν καταγίνεται, ως προς αυτό, να διευκρινίσει τη φύση της δημοκρατίας και, συνακόλουθα, τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Υποδεικνύει το βιούμενο πολιτικό σύστημα για να επισημάνει ότι αποτελεί το καταστάλαγμα της δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Ως εκ τούτου, το πολιτικό πεδίο της νεοτερικότητας, είναι το πολιτικό πεδίο της δημοκρατίας.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η νεοτερική πολιτική επιστήμη εκκινεί όχι από τη δημοκρατική αρχή, με βάση την οποία θα αξιολογήσει το δημοκρατικό ή μη χαρακτήρα του συγχρόνου πολιτικού συστήματος, αλλ’ αντιστρόφως. Ορίζει το περιεχόμενη της δημοκρατικής αρχής, την έννοια της δημοκρατίας, με πρόσημο το βιούμενο πολιτικό σύστημα.
Η παραδοχή αυτή, δυσκολεύει την προσέγγιση της φύσης του πολιτικού πεδίου των μέσων επικοινωνίας, όχι μόνον διότι εμφανίζεται ως δεδομένη, αλλά και επειδή δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την εξελιξιμότητα του νεοτερικού συστήματος, υπό το πρίσμα της δημοκρατικής αρχής και, μάλιστα, τεχνολογίας της επικοινωνίας, στην οποία έχει ήδη εισέλθει η εποχή μας. Αν το νεοτερικό πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατικό αν όχι το καλύτερο που γνώρισε η ανθρωπότητα, προς τα πού απομένει να εξελιχθεί;
Παραμένει, ωστόσο, ανοικτό το ερώτημα της ελληνικής δημοκρατίας την οποία, μολονότι η νεοτερικότητα την έχει ταξινομήσει στην ανθρωπολογική κατηγορία της «προϊστορίας», δηλαδή ως κατώτερή της, εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει ότι η δημοκρατική αρχή προβάλει ως συνισταμένη τη σύνολη ελευθερία. Ό,τι με διαφορετική διατύπωση, η δημοκρατική ελευθερία καλύπτει σωρευτικά το σύνολο των εκδηλώσεων του ανθρώπου, στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Κατά τούτο, είναι προφανές ότι η ελληνική δημοκρατία δεν ταυτίζεται με τη δημοκρατική αρχή, αποτελεί μια πραγματολογική έκφανσή της, όπως ακριβώς και η νεοτερική εκδοχή της «δημοκρατίας». Στο μέτρο, επομένως, που η δημοκρατική αρχή διεκδικείται από περισσότερα πολιτειακά παραδείγματα, είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε έναν καθόλα συγκριτικό διάλογο μαζί τους, με μέτρο την ελευθερία. Η διαφορετική κοσμοσυστημική κλίμακα στην οποία αναφέρονται τα συγκεκριμένα παραδείγματα, δεν αναιρούν την αναγκαιότητα και, χωρίς άλλο, τη δυνατότητα της σύγκρισης. Άλλωστε, η συζήτηση, όπως τίθεται το ζήτημα, δεν θα οδηγήσει σε μια άμεση συνάντηση των παραδειγμάτων αυτών μεταξύ τους, αλλά του καθενός χωριστά με το δημοκρατικό πρόταγμα, την ελευθερία. Η μέθοδος αυτή, θα μας επιτρέψει να αντι-διαστείλουμε τα επικοινωνιακά συστήματα που προσιδιάζουν στη μικρή και στη μεγάλη κλίμακα και να διερωτηθούμε για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας της επικοινωνίας στη διαμόρφωση του πολιτικού πεδίου της νεοτερικότητας.
Με δεδομένη τη νέα αυτή πραγματικότητα, της τεχνολογικής πολιτικής αγοράς η διερεύνηση του χαρακτήρα του συστήματος που αντανακλούν τα Μέσα Επικοινωνίας γίνεται πλέον επιτακτική. Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι αν με βάση τον τρόπο της συγκρότησής τους, εκπληρώνουν με τον αρμόζοντα τρόπο, δηλαδή συμφώνως προς το σύστημα και τον προορισμό τους.
Το θεμελιώδες γνώρισμα του νεοτερικού πολιτικού συστήματος είναι ότι διχοτομεί τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Η κοινωνία προσλαμβάνεται ως ιδιώτης, η πολιτική αποδίδεται εν είδει ιδιοκτησίας στο κράτος, ορίζεται ως ταυτολογία της κρατικής εξουσίας. Ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος (άρα την πολιτική) ορθώνεται το πεδίο της διαμεσολάβησης, το οποίο συγκροτούν σε πρώτο βαθμό οι κοινωνικές ομάδες συμφερόντων και σε δεύτερο βαθμό οι πολιτικές δυνάμεις.
Το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, προκειμένου να νομιμοποιήσει τον αποκλεισμό της κοινωνίας από την πολιτική και την απόδοσή της στους ειδικούς, επικαλείται μια ακραιφνώς επιχειρησιακή αρχή: την αρχή του καταμερισμού των κοινωνικών έργων. Η αρχή αυτή, ανεξαρτήτως του ότι λαμβάνει ως δεδομένη την απουσία της πολιτικής ελευθερίας, υπονοεί ότι η κοινωνία ως όλον δεν παράγει πολιτική, ή μάλλον, ότι παράγει πολιτική μόνον υπό εξαιρετικές συνθήκες (π.χ. σε στιγμές επανάστασης κλπ). Συναφώς προς την παραδοχή αυτή, η νεοτερικότητα δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία ως εντολέα και, επομένως, ως πολιτειακή συνιστώσα.
Είναι σημαντικό να προσεχθεί η ιδιαιτερότητα αυτή του συγχρόνου πολιτικού συστήματος διότι συνομολογεί ό,τι από τη δημοκρατία της νεοτερικότητας απουσιάζει, όχι μόνον η πολιτική ελευθερία, αλλά και η ίδια η έννοια της αντιπροσώπευσης. Όντως, η αντιπροσωπευτική αρχή απαιτεί τη συνάντηση του εντολέως και του εντολοδόχου στην πολιτική αγορά. Εν προκειμένω, και οι δυο αυτές ιδιότητες ανήκουν στο κράτος, ενώ και ο σκοπός της πολιτικής δεν συνδέεται με την κοινωνική βούληση (και το κοινωνικό συμφέρον), αλλά με ασαφείς και νεφελώδεις έννοιες, τις οποίες επιπλέον προσδιορίζει αυθεντικά ως προς το περιεχόμενό τους και διαχειρίζεται το πολιτικό προσωπικό του κράτους.
Σε τελική ανάλυση, αφού η πολιτική ανήκει αυτονοήτως εν είδει ιδιοκτησίας στο κράτος, στο κοινωνικό σώμα εναπόκειται απλώς να νομιμοποιήσει, διαιτητεύοντας, τους συντελεστές της. Ο πολίτης ως ιδιώτης είναι υπήκοος του κράτους, είναι καταναλωτής της πολιτικής, δεν διαθέτει πολιτική ατομικότητα και, βεβαίως, δεν δικαιούται να ελέγχει θεσμικά την πολιτική.
Στο πλαίσιο αυτό, συντελεστές της πολιτικής είναι, βασικά, οι φορείς των δυο βαθμίδων διαμεσολάβησης, η πολιτική τάξη και οι ομάδες συμφερόντων ή πολιτών. Σε ένα σύστημα διαμεσο-λάβησης –κι όχι αντιπροσώπευσης- είναι προφανές ότι τα μέσα επικοινωνίας καλούνται να παίξουν έναν, επίσης, διαμεσο-λαβητικό ρόλο, ανάμεσα στον νομέα και παραγωγό της πολιτικής και στον υπόχρεο ή καταναλωτή του πολιτικού «προϊόντος». Εξ ου και τα Μέσα Επικοινωνίας γίνονται αντιληπτά και θεσμίζονται ως Μέσα Ενημέρωσης.
Θα επιχειρήσω να καταδείξω, στις σελίδες που ακολουθούν, ότι η οργάνωση και η λειτουργία των Μέσων Επικοινωνίας είναι σύμφωνη με την λογική του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Θα επισημάνω, επίσης, ότι η κριτική που τους ασκείται, υπό το πρίσμα της «δεοντολογίας», δηλαδή της ηθικής, αφορά στις μεταλλάξεις του πολιτικού συστήματος, τις οποίες τα Μέσα Επικοινωνίας αναλαμβάνουν να δαιχειρισθούν. Εστιάζεται, επομένως, στο ουσιαστικό πολιτικό σύστημα και γίνεται με αφετηρία την εμμονή της νεοτερικότητας στο τυπικό πολιτικό σύστημα, ή αλλιώς, σε ένα παρελθόν που έπαψε προ πολλού να υπάρχει.
Ώστε, η θέσμιση των Μέσων Επικοινωνίας ως Μέσων ενημέρωσης, τη στιγμή που λειτουργούν ευρέως ως πεδίο της πολιτικής, συνιστά ένα μείζον πρόβλημα, του οποίου οι επιπτώσεις είναι θεμελιώδεις τόσο για τις μεταλλάξεις που επιφέρει στο πολιτικό πρόβλημα όσο και για τις στρεβλώσεις που, συγχρόνως, προκαλεί, κατά το μεσοδιάστημα, στο πολιτικό σύστημα.
2. Το Μέσον Επικοινωνίας ως Μέσον Ενημέρωσης.
Η πρόσληψη του Μέσου Επικοινωνίας ως Μέσου Ενημέρωσης εκκινεί από τη θεμελιώδη παραδοχή ότι η πολιτική παράγεται στους συντεταγμένους χώρους της πολιτικής εξουσίας του κράτους και, ως δυναμική, στο περιβάλλον της διαμεσολάβησης, ενώ αποδέκτης της είναι η κοινωνία. Το «Μέσον» ως Μέσον Ενημέρωσης, είναι επιφορτισμένο να διακινεί την πληροφορία, και σε ότι αφορά την πολιτική, την πολιτική πληροφορία.Το Μέσον Επικοινωνίας αποβαίνει εντέλει Μέσον πληροφόρησης.Το Μέσον, διακινεί ή, αλλιώς, διαμεσολαβεί την πολιτική πληροφορία, δεν παράγει πολιτική.
Η έννοια της πληροφόρησης εγείρει περισσότερα του ενός ζητήματα: το ένα, εστιάζεται στο περιεχόμενο της πολιτικής πληροφορίας. «Τι είναι είδηση;». Το άλλο, αναφέρεται στην ιεραρχία των ειδήσεων, δηλαδή στην αξιολόγησή τους, η οποία, συνακόλουθα, συνάπτεται επίσης, με τη θεματική τους. Το τρίτο ζήτημα έχει να κάμει με το ποιος διαχειρίζεται την πολιτική πληροφορία, δηλαδή με την αρμοδιότητα ή τη νομιμοποίηση του φορέα του Μέσου.
Όσοι αναφέρονται στα ζητήματα αυτά συμφωνούν ότι υπάρχει ένα έλλειμμα ενημέρωσης, προσάπτοντας στα Μέσα ότι κάνουν κακή διαχείριση της πολιτικής πληροφορίας, ότι τελικά επιλέγουν δευτερεύουσες ειδήσεις, που παράγουν θέαμα κι όχι ειδήσεις που αφορούν στην αιτία της πολιτικής. Γίνεται συχνή αναφορά στα Δελτία που αναλώνονται στην απαρίθμηση φόνων, ατυχημάτων και συναφών κοινωνικών περιστατικών, που κινητοποιούν το θυμικό και φορτίζουν συγκινησιακά το θεατή. Συζητείται, επίσης, η διαχείριση μειζόνων ζητημάτων διεθνούς πολιτικής, όπως εκείνη της πρόσφατης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία περιορίσθηκε στο θεαματικό της υπογραφής, σε ορισμένες δευτερεύουσες ειδήσεις σκανδαλο-θηρικού ή ανεκδοτολογικού χαρακτήρα. Ουδαμού, επισημαίνεται, έγινε αναφορά στην οικονομική, πολιτισμική, πολιτική κλπ φυσιογνωμία των νέων μελών ή στα ζητήματα που ήγειρε η ένταξή τους, γι’ αυτές και για τα παλαιά μέλη της Ένωσης.
Το έλλειμμα ενημέρωσης συνδυάζεται με μια ιδιότυπη ιδιοποίηση που επιβάλλει η νέα «δημοσιογραφική δεοντολογία» και συνίσταται στο ότι οι δημοσιογράφοι οικειοποιούνται ιδιότητες που δεν τους ανήκουν προκειμένου να καρπωθούν «δημοσιότητα» και να μονοπωλήσουν τη διαχείριση του πολιτικού γεγονότος, αλλά και τις ερμηνείες του. Ο ένας, αυτο-αποκαλείται «πολιτικής αναλυτής», ο άλλος «εκλογικός ανα-λυτής», ο τρίτος «οικονομικός αναλυτής» και ούτω καθεξής.
Ώστε, η πολιτική ενημέρωση μεταλλάσσει την πολιτική σε θεατρική σκηνή, της οποίας το περιεχόμενο προσομοιάζει μάλλον με πολιτική επιθεώρηση, με σκηνοθέτη της τον τηλεκράτορα.
Απέναντι στις παρεμβάσεις αυτές που μεταβάλουν την πολιτική αγορά σε θέαμα, προβάλει ως εναλλακτική πρόταση η ηθική ή, όπως αλλιώς λέγεται, η δεοντολογία της δημοσιογραφίας και η έννοια της αποστολής. Επειδή, υποστηρίζεται, αποστολή του δημοσιογράφου είναι η προσήλωση στη δημοσιογραφική δεοντολογία, του διασφαλίζεται και η ελευθερία του ως προς τη διαχείριση της πολιτικής πληροφορίας.
Η θέση αυτή του δημοσιογράφου επικαλείται μια έννοια του πολίτη που χρειάζεται «προστασία», που δεν διαθέτει πολιτική ατομικότητα ούτε θεσμική θέση στο πολιτικό σύστημα. Αναδεικνύει μια έννοια του πολίτη που αποτελεί, επομένως, αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των φορέων της ιδιοκτησίας (της οικονομίας, του κράτους κλπ) και της πολιτικής.
Η αρχή της δεοντολογίας και της αποστολής των Μέσων θέλει να υπογραμμίσει ότι ο πολίτης είναι πελάτης της πολιτικής και γι’ αυτό χρειάζεται προστασία. Προστασία, εννοείται, έναντι της εξουσίας του κράτους διότι, εντέλει, αυτή συνιστά απειλή για τον πολίτη, όχι τα Μέσα Ενημέρωσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η κριτική απευθύνεται ευθέως κατά της εξουσίας, όχι κατά των Μέσων.
Τα Μέσα Ενημέρωσης, από την πλευρά τους, υπενθυμίζουν ότι ο πολίτης είναι, προπαντός, καταναλωτής πολιτικής. Και οι δύο, οι συντελεστές της πολιτικής και των Μέσων, συμφωνούν ότι ο πολίτης δεν είναι, εκ φύσεως, παραγωγός πολιτικής. Όντως, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η επισήμανση αυτή είναι ορθή, αλλά μόνον σε ότι αφορά ένα αυστηρά εξουσιαστικό σύστημα, όπως αυτό της νεοτερικότητας, στο οποίο την πολιτική ενσαρκώνει το κράτος που, ως εκ τούτου, αυτοσυστήνεται ως μοναδικός παραγωγός πολιτικής.
Το κράτος, είτε «συμβάλλεται» στην παραγωγή πολιτικής με τις ομάδες συμφερόντων, που συνωστίζονται στο περιβάλλον της εξουσίας, είτε όχι, ενδιαφέρεται ο πολίτης να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του, ως υπήκοός του. Η λειτουργία όμως, της διαμεσολάβησης, η οποία αποδίδεται στο Μέσον, αντίκειται στη φύση τους. Η αντιμετώπιση της πολιτικής ως «προϊόντος» για κατανάλωση και του πολίτη ως καταναλωτή, δεν αποτελεί ανακάλυψη των Μέσων Ενημέρωσης. Απορρέει από τη φύση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας. Ολόκληρο το σύστημα αυτό οικοδομείται με γνώμονα τη λογική της ιδιοκτησίας: η οικονομία, η πολιτική κλπ. Ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου ή ο εργοδότης, ο κάτοχος του κράτους που ενσαρκώνει ως ιδιοκτήτης την πολιτική, συγκροτεί το σύστημα. Ιδιοκτησία και σύστημα αποτελούν εν τέλει έννοιες ταυτόσημες.
Τα Μέσα Επικοινωνίας, ως Μέσα Ενημέρωσης, γίνονται αντιληπτά ως αντικείμενα εντός συστήματος, με πρόσημο την ιδιοκτησία. Είτε πρόκειται για τα δημόσια είτε για τα ιδιωτικά Μέσα, όλα έχουν τα γνωρίσματα της επιχείρησης. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ο κάτοχος του κεφαλαίου ή της πολιτικής, συγκροτεί το θεσμό και τον διαχειρίζεται κατά την ιδίαν του αντίληψη και συμφέρον. Ως ιδιοκτήτης του συστήματος αποφασίζει ποιόν να επιλέξει ως δημοσιογράφο, την κατανομή ρόλων, αλλά και το πλαίσιο της θεματικής λειτουργίας του Μέσου. Η σχέση της ιδιοκτησίας με το υπαλληλικό προσωπικό είναι δεσποτική, όπως κάθε σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ή, ο υπάλληλος, υπακούει στις εντολές – στην πολιτική γραμμή- της ιδιοκτησίας ή απολύεται.
Όπως κάθε επιχείρηση/ιδιοκτησία, προορισμός του Μέσου ενημέρωσης είναι να εκμεταλλευθεί συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα προϊόντα, από τα οποία προσδοκά το κέρδος. Επομένως, ο ιδιοκτήτης αποφασίζει τι προϊόν θα πωλήσει στον καταναλωτή, πως θα το επεξεργασθεί, θα το συσκευάσει, θα το παρουσιάσει κλπ. Η πρώτη ύλη του Μέσου Ενημέρωσης, από την επεξεργασία και τη μεταπώληση της οποίας αναμένει να αντλήσει κέρδος, είναι η πολιτική.
Κατά τούτο, το σύστημα επιτρέπει στον μεντιάρχη να αποφασίζει ποιος πολιτικός «πουλάει» ή είναι «οικείος» στα ευρύτερα συμφέροντά του, προκειμένου να του δώσει βήμα πολιτικό στο Μέσον, δηλαδή δικαίωμα λόγου. Ποια πολιτικά θέματα αποτελούν «προτεραιότητα» της κοινωνίας, ποια θα συζητηθούν και ποια όχι, ποια λογοκρισία και σε ποιο εύρος θα επιβληθεί κλπ. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι, ενώ η πολιτική εξουσία ουδέποτε ουσιαστικά ετέθη στο απυρόβλητο της κριτικής, οι συντελεστές των Μέσων διαθέτουν συνολικά τη δυνατότητα να επιβάλουν πλήρη σιωπή στην αμφισβήτηση.
Από το σημείο αυτό αρχίζει να γενάται ένα μείζον πρόβλημα. Τα Μέσα Επικοινωνίας έχουν θεσμιθεί για έναν ρόλο που έτσι όπως προτάσσεται, είναι αναιρετική της ύπαρξής τους και, συνεπώς, δεν μπορούν, από τη φύση τους, να τον παίξουν. Ως σύστημα όμως προσιδιάζει πλήρως στον χρόνο της ανθρωποκεντρικής φάσης που διέρχεται η νεοτερικότητα. Η αντίφαση αυτή, δεν δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα, ενόσο η πολιτική κυριαρχία της κρατικής εξουσίας και η μη ανάπτυξη του τεχνολογικού περιβάλλοντος της επικοινωνίας, περιόριζαν τα Μέσα Επικοινωνίας σε μια βασικά ενημερωτική και, ενδεχομένως, κριτική λειτουργία της πολιτικής.
Έκτοτε όμως τα πράγματα έχουν θεμελιωδώς μεταβληθεί, καθώς η τεχνολογία της επικοινωνίας έχει ήδη επιβάλει τα Μέσα ως πρωταρχικό πεδίο παραγωγής πολιτικής και τους συντελεστές τους σε άμεσους διαχειριστές του.
Παρόλ’ αυτά, η προσέγγιση των Μέσων ως των κατεξοχήν διαμεσολαβητών της πολιτικής πληροφορίας, εμφανίζεται πλήρως συμβατή με το καταστατικό επιχείρημα της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών» ή, ακριβέστερα, της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας». Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης τοποθετούνται, κατέναντι της εξουσίας του κράτους, ως ανάχωμα, προκειμένου, αφενός, να μετριάσουν ή να απωθήσουν την αυταρχική του βούληση και αφετέρου, να συνευρεθούν μαζί της στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Οδηγούμαστε έτσι από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση, και περαιτέρω, από μια πολιτική διαδικασία που αναπτύσσεται σε συντεταγμένο κανονιστικά πολιτειακό πλαίσιο, σε μια πολιτική διαδικασία αθέσμητη, που αποθεώνει τους καθαρούς συσχετισμούς δύναμης και το παρασκήνιο.
Για να κατανοηθεί η μετάλλαξη αυτή του πολιτικού συστήματος αρκεί να παρατηρήσει κανείς την περιθωριοποίηση του κοινωνικού σώματος στην εποχή της διακυβέρνησης (ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις), εν αντιθέσει με την περίοδο εγγύς των εκλογών, που επαναφέρει την πολιτική τάξη σε μια σχετικά διαλεκτική τροχιά με την κοινωνία. Όχι διότι ο πολιτικός αισθάνεται ξαφνικά αντιπροσωπός της αλλ’ επειδή χρειάζεται τη νομιμοποίησή της.
Τέλος, η καταχώρηση των Μέσων Ενημέρωσης, ως συστατικών της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», δεν εγείρει το ζήτημα της εσωτερικής τους συγκρότησης και, επομένως, της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής σ’αυτά. Εύλογα αφού κάθε άλλος συντελεστής της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», είναι αυτονοήτως ελεύθερα να οργανώνονται με πρόσημο τη δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας, ακόμη και αν διαπιστώνεται ότι λειτουργούν ως πυρήνες ιδιοποίησης της πολιτικής.
Ο καίριος αυτός ιδιοποιητικός ρόλος των Μέσων στην πολιτική, έχει οδηγήσει την «κοινή δόξα» να τα ορίζει ως τέταρτη εξουσία. Αγνοεί, ωστόσο, η άποψη αυτή ότι συντρέχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εξουσίας και δύναμης. Η εξουσία ορίζει τη θεσμικά συγκροτημένη αποφασιστική δυνατότητα στην πολιτική, όταν ασφαλώς αυτή δεν ανήκει στην κοινωνική ολότητα. Η δύναμη, αντιθέτως, μπορεί να επιβάλει σε κάποιον να ενεργήσει προς ορισμένη κατεύθυνση. Δεν αποφασίζει. Η δύναμη χρειάζεται κάποια εξουσία να συναινέσει και να μεταβάλει τη βούλησή της σε απόφαση. Απαιτείται, συνεπώς, είτε να πείσει, είτε να πειθαναγκάσει είτε να εξαγοράσει τον φορέα της εξουσίας.
Αυτό ακριβώς κάνουν οι συντελεστές των Μέσων Ενημέρωσης, καθώς δεν συγκροτούν εξουσία μέσα στο πολιτικό σύστημα, ούτε και μετέχουν ουσιαστικά στην πολιτική διαδικασία. Με διαφορετική διατύπωση τα Μέσα Ενημέρωσης αποτελούν δύναμη όχι εξουσία.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις κάνουν φανερό ότι το ζήτημα της ελευθερίας του τύπου, των Μέσων επικοινωνίας, γενικότερα, οφείλει να τεθεί διαφορετικά: ελευθερία των Μέσων, ή, αλλιώς, αυτονομία των συντελεστών τους έναντι της κοινωνίας και της εξουσίας, κατά τη διαχείριση της πολιτικής ή, ελεύθερος τύπος/Μέσα, δηλαδή εναρμονισμένος υποχρεωτικά με τη δημοκρατική αρχή. Στην τελευταία περίπτωση, η «δημοσιογραφική δεοντολογία» υπακούει, όχι στην υποτιθέμενη «συνείδηση» του συντελεστή του Μέσου - η πολιτική δεν είναι προσωπική υπόθεση για να αφήνεται στην ελεύθερη, δηλαδή ανεξέλεγκτη, συνείδηση –, αλλά σε ένα προκαθορισμένο, σαφές και κυρωτικό, εν περιπτώσει παράβασής του, περιβάλλον.
3. Τα μέσα επικοινωνίας ως πεδίο της πολιτικής.
Το δίλημμα αυτό έχει αποβεί κρίσιμο στις μέρες μας καθώς οι εξελίξεις έχουν μεταλλάξει σαφώς τη «λογική» των μέσων επικοινωνίας. Από μέσα ενημέρωσης λειτουργούν ευρέως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ως πεδίο της πολιτικής και, κατ’επέκταση, ως πραγματικοί συντελεστές του πολιτικού συστήματος.
Έχει γίνει ίσως ελάχιστα αντιληπτό ότι βρισκόμαστε ήδη ενώπιον μιας καταστατικής μετάβασης από την κλασική βιομηχανική στην τεχνολογική κοινωνία. Οι καθιερωμένες έννοιες της «κοινωνίας της πληροφορίας» και των «μέσων ενημέρωσης», αφήνουν να εννοηθεί ότι οι τεχνολογικές αλλαγές μεταβάλουν τον τρόπο μετάδοσης της πληροφορίας, όχι όμως συνολικά τον κόσμο.
Σε ότι μας αφορά, υιοθετούμε τον όρο «μετάβαση στην τεχνολογική κοινωνία», διότι η τεχνολογική παράμετρος αγγίζει στον πυρήνα του το σύνολο των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και, ως εκ τούτου, μας οδηγεί προοπτικά σε ένα διαφορετικό κοινωνικό-πολιτικό σύστημα. Το νέο επικοινωνιακό περιβάλλον συγκροτεί ή ανασυγκροτεί εκ βάθρων το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Η εικόνα της πραγματικότητας είναι εφεξής η εικόνα που δημιουργούν γ’ αυτήν τα Μέσα. Η εικόνα που έχει ο πολίτης για την κοινωνία, για τον κόσμο, για την πολιτική είναι η εικόνα που εκπέμπουν τα Μέσα. Συγχρόνως, τα Μέσα λειτουργούν ως σημείο συνάντησης των φορέων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Υπό την έννοια αυτή, τα Μέσα Επικοινωνίας ενσαρκώνουν το πολιτικό σύστημα, ενώ με την εξέλιξη όλα δείχνουν ότι θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τον ίδιο τον πυρήνα της πολιτείας.
Η επισήμανση για τη μεταβολή των μέσων επικοινωνίας, σε πεδίο πολιτικής υποδηλώνει ότι ένα, σημαντικό ήδη, μέρος της πολιτικής δυναμικής το παράγουν τα ίδια, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Μαρτυρεί επίσης ότι η πολιτική, που παράγεται στο περιβάλλον της εξουσίας ή των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, «υπάρχει» στο μέτρο που τα Μέσα την αναγνωρίζουν ή αποφασίζουν να τη διακινήσουν προς την κατεύθυνση της κοινωνίας. Τέλος, η πολιτική της εξουσίας, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τους συντελεστές των Μέσων πριν την μεταπωλήσουν στον πολίτη καταναλωτή.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέσα επικοινωνίας, κατέχουν τις λειτουργίες αυτές κατά τρόπο αδιαίρετο και ουσιαστικά κυρίαρχο, όπως κάθε ιδιοκτήτης κατέχει το προϊόν της παραγωγής του.
4. Ανάμεσα στον πολίτη-καταναλωτή και στον πολίτη της πολιτείας.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με την προσέγγιση της πολιτικής ως «προϊόντος» δεν θα ετίθετο, αν η ομηρία του πολιτικού συστήματος δεν είχε λάβει διαστάσεις που να αναιρούν ακόμη και αυτόν τον απλώς διαμεσολαβητικό του χαρακτήρα.
Όντως, η πολιτική ως πρώτη ύλη δεν είναι όπως οποιαδήποτε άλλη πρώτη ύλη (π.χ. το βαμβάκι, ένα ορυκτό κλπ.). Ορίζει την ουσία της πολιτειακής κοινωνίας. Ενσαρκώνει, επομένως, τη διαδικασία και τη δυναμική στο επίπεδο των οποίων αρθρώνεται η συνοχή, η λειτουργία της τάξης ή οι ρήξεις στο περιβάλλον της κοινωνίας, αφορά στην ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας και στο συμφέρον της. Επιπλέον, ακόμη και αν αποδεχθούμε προς στιγμήν τη λογική του συστήματος (την ιδιοκτησιακή του βάση), η πολιτική, όπως κάθε άλλη πρώτη ύλη, όφειλε να μην περιέρχεται στην ιδιοκτησία του επιχειρηματία (του ιδιώτη ή του κράτους) παρά μόνον από τη στιγμή που αυτός καταβάλει το αντίτιμο της αξίας της.
Ωστόσο, η πολιτική δεν «αγοράζεται» από τον τηλεκράτορα διότι εύλογα ο ίδιος σύμφωνα με το «παλαιό καθεστώς» ορίζεται ως απλός «μεταφορέας» της πληροφορίας και, οπωσδήποτε, το κράτος δεν φαίνεται ότι μπορεί εύκολα να παραιτηθεί από τη δική του ταυτοσημία με την πολιτική χωρίς να αναιρεθεί η ουσία της ύπαρξής του. Παρόλ’ αυτά, ο συντελεστής του Μέσου, ερχόμενος να καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργεί η μετάβαση στην τεχνολογία της επικοινωνίας, συγκροτεί μια λεόντεια σχέση με την πολιτική: την παραλαμβάνει δωρεάν, την επεξεργάζεται κατά βούληση και τοποθετείται ουσιαστικά ως άλλος προστάτης της κοινωνίας.
Τέλος, η διαφορά φύσεως που επισημαίνεται μεταξύ οικονομικής και πολιτικής αγοράς δημιουργεί, στο επίπεδο των μέσων επικοινωνίας, μια διαφορετικής τάξεως αντίθεση: ο οικονομικός ανταγωνισμός καλλιεργεί την ομοιομορφία. Ώστε, η ιδιότητα του πολίτη-καταναλωτή και η ιδιότητα του πολίτη της πολιτείας δεν έχουν το ίδιο κίνητρο σε ότι αφορά το ενδιαφέρον για την πολιτική, ούτε οδηγεί στις ίδιες επιλογές. Η μια, ευνοεί το θέαμα, κινείται στο θυμικό.Η άλλη, ευνοεί το διάλογο, ενεργοποιεί τη λογική με γνώμονα το συνολικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Η μια, υποβάλει το άτομο στις προτεραιότητες των Μέσων, ή άλλη, στις προτεραιότητες της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο της πληροφόρησης θα είναι διαφορετικό.
Το σύστημα της ιδιοκτησίας που διέπει το καθεστώς των μέσων επικοινωνίας όχι μόνον επιτρέπει αλλ’ επιβάλει ουσιαστικά τη μετάλλαξη της πολιτικής σε είδος προς κατανάλωση και, συνακόλουθα, σε υποπροϊόν του θεάματος. Τούτο εξηγεί άλλωστε την ευκολία με την οποία επιστρατεύεται το επιχείρημα της ιδιωτικής ή ιδιοκτησιακά διατεταγμένης οικονομίας: Απέναντι στις καίριες επιπτώσεις που συνεπάγεται για τη λογική του πολιτικού συστήματος, ο πολίτης-καταναλωτής, αντιτείνει, πραγματοποιεί με τις επιλογές του ένα καθημερινό δημοψήφισμα για το πολιτικό προϊόν που του προτείνεται. Όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα προϊόντα της αγοράς.
Όμως, σύμφωνα με όσα διαπιστώσαμε παραπάνω, η αξία του επιχειρήματος αυτού είναι σαθρή και αδιέξοδη. Η πολιτική αγορά θέτει διαφορετικής τάξεως ζητήματα, σε σχέση με την οικονομική αγορά. Ο έλεγχος της πολιτικής αγοράς από το κράτος δημιουργεί προβλήματα ιδιοποίησης, τα οποία όμως δεν υποχειριάζουν εν είδει ιδιοκτησίας την κοινωνία, όπως συμβαίνει όταν η πολιτική αγορά υποχειριάζεται από τον φορέα της οικονομικής αγοράς. Συγχρόνως, όμως, είναι εξίσου αδιέξοδη και η προσπάθεια να αντικρουσθεί το επιχείρημα αυτό υπό το πρίσμα της ηθικής θεωρίας, καθώς αφήνει στην ιδιοκτησία – της οικονομίας ή του κράτους – την ελευθερία να διαχειρίζεται την πολιτική κατά το δοκούν.
Αποτέλεσμα του αδιεξόδου αυτού είναι ο πολίτης να έχει μεταβληθεί σε αντικείμενο διαγκωνισμού: θα παραμείνει πελάτης της πολιτικής εξουσίας ή θα γίνει πελάτης του μεντιάρχη; Ο πολίτης, σε κάθε περίπτωση, έχει να επιλέξει ανάμεσα στην ιδιότητα του υπηκόου και του καταναλωτή. Δεν έχει δικαίωμα λόγου, δεν εκλαμβάνεται ως θεσμικός συντελεστής ούτε του πολιτειακού ούτε του μεντιατικού περιβάλλοντος. Μπορεί όμως να ελπίζει σε ρόλους κομπάρσου, με τους οποίους θα γεμίσει ο τηλεκράτορας το σκηνικό του.
Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα συνομολογεί ότι μοναδικός «οδηγός» του Μέσου για τον τρόπο διαχείρισης της πολιτικής είναι το κέρδος: το άμεσο κέρδος της επιχείρησης, αλλά και το έμμεσο, αυτό που προκύπτει, αφενός, από το κοινωνικό κύρος, το οποίο αντλεί ο συντελεστής του Μέσου από αυτό και αφετέρου, από τις ποικίλες όσες διαπλοκές, που υφαίνονται με τον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο.
Αυτή κάθε αυτή η λογική του κέρδους αναιρεί την λειτουργία του μέσου επικοινωνίας ως πεδίου της πολιτικής, αφού η πολιτική λειτουργία εκτρέπεται σε θέαμα. Συγχρόνως, με τη μεταβολή του τηλεκράτορα σε πραγματικό ιδιοκτήτη της πολιτικής, σημειώνεται μια επάνοδος του πολιτικού συστήματος και, δι’ αυτού της κοινωνίας, σε ένα είδος ιδιότυπης δεσποτείας.
5. Συμπεράσματα
Συμπεραίνουμε ότι η θέσμιση και η λειτουργία των Μέσων επικοινωνίας είναι σύμφωνη με το τυπικό πολιτικό σύστημα και, μάλιστα, με την πρώιμη φάση που διέρχεται ο νεοτερικός ανθρωποκεντρισμός. Κάθε σύστημα ή υπο-σύστημα συγκροτείται με όρους ιδιοκτησίας, οπότε ο κάτοχος της ιδιοκτησίας ενσαρκώνει το σύστημα.
Το πρόβλημα που ανακύπτει στις μέρες μας εστιάζεται στις μεταβολές που επήλθαν με την είσοδο στην τεχνολογική κοινωνία και την ανάπτυξη ενός νέου επικοινωνιακού συστήματος, βασισμένου στην τεχνολογία. Ακριβώς σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, στις συνθήκες δηλαδή του πραγματικού πολιτικού συστήματος, αντίκειται η έως τώρα θέσμιση των μέσων επικοινωνίας. Το Μέσον έχει ήδη αναλάβει λειτουργίες πεδίου της πολιτικής, ενώ η θέσμισή του το θέλει να παίζει ρόλους απλής διακίνησης της πολιτικής πληροφορίας.
Οι αντιστάσεις του παλαιού συστήματος εξηγούν και το περιεχόμενο της κριτικής που ασκείται στις νέες λειτουργίες των Μέσων, όσο και τον τρόπο που προκρίνεται για τη θεραπεία του προβλήματος: την επίκληση της δεοντολογίας και της ηθικής, αντί της θεσμικής παρέμβασης με στόχο την εναρμόνισή τους στο νέο πολιτειακό κεκτημένο.
Στο μεταξύ, το πολιτικό σύστημα έχει μεταβληθεί σε όμηρο των εμμονών του: των αρχών στις οποίες βασίστηκε η πρώιμη μεταφεουδαλική εποχή που βιώνει και που κατευθύνονται από την παραδοχή ότι ο πολίτης είναι είτε υπήκοος του κράτους είτε καταναλωτής της οικονομίας, πελάτης της πολιτικής ή της οικονομικής αγοράς.
Όμως, στο συσχετισμό μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, η οικονομία του θεάματος βγαίνει νικητής, διότι το σύστημα, αφενός, δίνει την προτεραιότητα και νομιμοποιεί τις επιλογές της οικονομικής αγοράς (την ταύτιση ιδιοκτησίας και συστήματος) και αφετέρου, η εξουσία του κράτους έχει ήδη πάψει να είναι κυρίαρχη. Στο πλαίσιο αυτό, οι συντελεστές των Μέσων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να επικαλεσθούν το δόγμα της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», για να νομιμοποιήσουν τη συμμετοχή τους στη «διακυβέρνηση» της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή στην ιδιοποίησή της.
Τι πρέπει να γίνει; πολύ απλά, να διαχωρισθεί η ιδιοκτησία από το σύστημα του μέσου επικοινωνίας, έτσι ώστε η δομή, η λειτουργία του, το κανονιστικό του περιβάλλον να διέπονται από την «δημοκρατική» αρχή, ή ακριβέστερα, από τη λογική του δημοσίου χώρου, κι όχι από τις υπαγορεύσεις του συμφέροντος του ιδιοκτήτη. Η μεταρρύθμιση αυτή, εντούτοις, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση, για την οποία όμως δεν συντρέχουν οι συσχετισμοί. Κάτι τέτοιο, θα απαιτούσε άλλωστε τη μετάβαση σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα και, συγκεκριμένα, από το διαμεσολαβημένο στο αντιπροσωπευτικό ομόλογό του, για το οποίο, ασφαλώς, η πολιτική τάξη της νεοτερικότητας ουδόλως είναι προετοιμασμένη. Θα λέγαμε όμως ότι η μεταβολή αυτή, μεσοπρόθεσμα, τουλάχιστον, δεν είναι και εφικτή, αφού δεν αποτελεί καν αίτημα για την κοινωνία.
Όλα δείχνουν, επομένως, ότι οι συνθήκες του αδιεξόδου δεν έχουν ακόμη ωριμάσει επαρκώς, προκειμένου να οδηγήσουν στην υπέρβασή του. Γι’αυτό, κατά την κρίση μου, η λύση του προβλήματος θα επέλθει, αναγκαστικά, μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης του περιβάλλοντος της τεχνολογίας της επικοινωνίας, η οποία θα οδηγήσει εντέλει από μόνη της στο διαχωρισμό της ιδιοκτησίας του Μέσου από το σύστημα καθεαυτό, δηλαδή από τις λειτουργίες του.
Στην περίπτωση αυτή, θα έχει συντελεσθεί, συγχρόνως, ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της μεταβολής του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, από τη λογική της διαμεσολάβησης στην αντιπροσώπευση.
Σημειώσεις
1. Ανακοίνωση στο Συνέδριο Μέσα Επικοινωνίας και Πολιτισμό (Σεπτ. 2003). Δημοσιεύεται στα Πρακτικά του συνεδρίου (επιμ.Λ.Βάσση), Αθήνα, 2004.
|