Δημήτριος Κωνσταντέλος
Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές
Β' Μέρος
Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ και η αντίληψις που έχει ένα έθνος για τον εαυτό του και τις αξίες του είναι προϊόντα της μνήμης που διατηρεί από την ιστορία του και την πολιτιστική εμπειρία πού κατέχει και ζει.
Η μνήμη του αρχαίου Ελληνισμού από τη Μυκηναϊκή εποχή καί τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων καί της Ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν ζωντανή καθ' όλη τη βυζαντινή χιλιετία. Οι Βυζαντινοί δεν γνώρισαν ποτέ διακοπή στην ιστορία του Ελληνισμού. Οι αρχαίοι "Ελληνες θεωρούνταν ειδωλολάτρες μεν, πλην όμως πρόγονοι. Ή αυτοσυνειδησία των Βυζαντινών είχε διαμορφωθεί από τη μελέτη των ιστορικών -του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Πολυβίου, του Πλουτάρχου, - των ποιητών καί φιλοσόφων - του Όμηρου, του Σοφοκλή, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, των ιατρών καί
επιστημόνων -Ιπποκράτη, Γαληνού, Άρίσταρχου, "Ηρωνα, Στράβωνα, Πτολεμαίου καί άλλων των κλασσικών καί μεταγενεστέρων χρόνων.
Ή εικόνα πού είχαν εκείνοι πού κατοικούσαν στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τον εαυτό τους ήταν μία σύνθεση αποτελούμενη από τη γλώσ-
σα πού μιλούσαν, τη γραμματεία πο' μελετούσαν, την παιδεία πού διδά σκονταν καί την ελληνική χριστιανι κή θρησκεία πού λάτρευαν, στοιχεΐ( πού τους συνέδεαν αδιάκοπα με τούι αρχαίους προγόνους τους.
Γνώμες "Εγκριτων Ιστορικών
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις c διάσημος Ούγγρος Ελληνιστής Ιούλιος Μοράβσικ γράφει δτι είναι προτιμότερο να μιλάμε για Έλληνολογία παρά για Βυζαντινολογία. Το ουσιαστικό «Έλληνολογία» πιο περιεκτικά καί ιστορικώς με περισσότερη ακριβολογία εκφράζει τον χαρακτήρα καί το ήθος του βυζαντινού κράτους καί πολιτισμού.(1)
Άλλα ό Μοράβσικ δεν ήταν ό μόνος πού συνιστούσε την αντικατάσταση του ονόματος «Βυζαντινολογία» με το «Έλληνολογία» καί «Ελληνισμός των μέσων αιώνων». Ό Γεώργιος Όστρογκόρσκι, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της υπό συζήτηση περιόδου, στο τέλος του πρώτου μέρους της Ιστορίας του γράφει ότι τώρα μπορούμε να ομιλούμε για την ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Καί ό προ ολίγων μηνών αποθανών Ρώσσος 'Αλέξανδρος Καζντάν σε μια πολύ σημαντική μελέτη του με θέμα «Συνέχεια καί 'Ασυνέχεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» τονίζει δτι ή Αυτοκρατορία ήταν ελληνική, αν καί περιείχε μερικές μειονότητες, 'Αρμενίους, Ιταλούς, Σλάβους. Περιορίζομαι σε τρεις μαρτυρίες μη Ελλήνων ιστορικών καί φιλολόγων,(2) οι όποιοι δεν νομίζω δτι έπασχαν από ελληνικό πατριωτικό εθνικισμό, όπως θα χαρακτηρίζονταν μερικοί από μας αν θα λέγαμε το 'ίδιο πράγμα.
Οι όροι Ρωμαίος-Γραικός
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι αυτοί πού σε σχολικά εγχειρίδια άκριτα ονομάζονται «Βυζαντινοί» αύτοπροσ-διορίζονταν ως Ρωμαίοι, δηλαδή πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Καί τούτο γιατί γι' αυτούς ή Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε με την πτώση της Ρώμης. Το διάταγμα του Καρακάλλου το 212, δια του οποίου όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολιτογραφήθηκαν ως Ρωμαίοι πολίτες, είχε αποφασιστική σημασία για τη «ρω-μανοποίηση» του Ελληνισμού.
'Αλλά, ενώ οι πολίτες της νέας αυτοκρατορίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, γι' αυτό και Ρωμιοί και Ρωμιοσύνη, επειδή το κράτος τους ήταν μια συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι γειτονικοί και άλλοι λαοί [Λατίνοι, Φράγκοι, Ρώσοι, 'Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Χάζα-ροι, Εβραίοι] τους ονόμαζαν Γραι-
κούς ["Ελληνες] και Γιουνάνι, Γιαβά-νι ["Ιωνες]. Ενώ οι «Βυζαντινοί» καλούσαν το κράτος τους «Βασίλειον των Ρωμαίων» οί ξένοι λαοί το ονόμαζαν Γραικία ή Γιουναστάν ή Γιο-βάν [Ιωνία].
Το όνομα «Γραικός», το όποιο κατά τον 'Αριστοτέλη, 'Απολλόδωρο, το χρονικό της Πάρου και άλλες αρχαίες πηγές είναι αρχαιότερο του «Έλληνας»,(3) χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και από τους Βυζαντινούς για λόγους αυτογνωσίας. Τις περισσότερες δμως φορές χρησιμοποιούνταν για να δηλωθεί ή παιδεία, ή γλώσσα, ή πολιτισμένη παράδοση. Με μερικές• μόνο εξαιρέσεις, όλοι οί ξένοι λαοί
χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «Γραικοί» και «Γραικία» για να δηλώσουν τον "Ελληνα και την Ελλάδα, ή οποία κατ' αυτούς ταυτιζόταν με την Βαλκανική χερσόνησο και την Μικρασία. Κατά κανόνα οί μη ελληνικές πηγές αναφερόμενες στον εθνικό ελληνικό χαρακτήρα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αρχαίων, μη χριστιανών, και χριστιανών Ελλήνων.
Ή μέγιστη πλειονότητα αυτών των ίδιων των Βυζαντινών είχαν συνείδηση της αδιάσπαστης ενότητας τους με τους αρχαίους "Ελληνες, ειδωλολάτρες μεν, όπως προείπαμε, πλην δμως προγόνους. "Αν και μετά τον τέταρτο αιώνα το εθνικό όνομα «Έλλην» είχε χάσει το αρχικό νόημα του και ταυτίστηκε με το «ειδωλολάτρες», το «Γραικός» και το «"Ιωνας» έπεδίωσαν ως εθνικά και συνώνυμα ονόματα και χρησιμοποιούνταν από τους γειτονικούς λαούς, της Δύσεως και της 'Ανατολής του Βορρά και του Νότου. Ό Πρίσκος, ιστορικός του 5ου μ.Χ. αιώνα, γράφει δτι καθ' όν χρόνον ήτο απεσταλμένος πρέσδυς στην Αυλή του 'Αττίλα συνήντησε κάποιον ένδεδυμένον Σκυθικά πού μιλούσε Ελληνικά. "Οταν ό Πρίσκος τον ρώτησε που είχε μάθει την ελληνική, εκείνος χαμογέλασε και είπεν: «Είμαι Γραικός εκ γενετής».(4)
Ό Θεόδωρος Στουδίτης
Δεν ήταν ασύνηθες στους μεταγενέστερους Βυζαντινούς συγγραφείς να χρησιμοποιούν το «Γραικός» ή «Γραικοί» ή και το «"Ελληνας» ακόμη για να αναφερθούν στους γηγενείς της Αυτοκρατορίας. 'Ολίγα μόνο παραδείγματα. Σέ γράμμα του στο πνευματικό του παιδί Ναυκρά-τιο, ό Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] εκφράζει τη λύπη του για κάποιο μοναχό ονόματι 'Ορέστη"πού λιποτάκτησε στους είκονομάχους και τον ενθαρρύνει να μείνει πιστός στις αρχές του «χάριν της δόξης του Χρίστου υπέρ ου δονείται ή ταπεινή Γραικία μάλα». Έ Γραικία εδώ, ή οποία συνταράσσεται πολύ από την
εικονομαχία, είναι ολόκληρη ή βυζαντινή αυτοκρατορία, οπός την περιγράφουν παί μη ελληνικές πηγές της ιδίας εποχής.
Σέ παρηγορητική του επιστολή στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μονής Κλουβιού, ό Θεόδωρος ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «καί εν Αρμενία καί εν Γραικία». Ή δυτικά της «αφ1 ήλιου ανατολών» Αρμενίας Γραικία δεν είναι άλλη ειμή ή βυζαντινή αυτοκρατορία. Οί γηγενείς ή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ονομάζονται Γραικοί από τον διάσημο ηγούμενο της Μονής Στου-δίου. Σέ επιστολή του στον άσηκρήτη Στέφανο, ό Θεόδωρος θρηνεί την είκονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα του Δ' [775-780] καί ιδιαίτερα τις διώξεις εναντίον των εικο-νοφίλων πού εξαπέλυσε το 780.
Αποκαλεί τον αυτοκράτορα αντίχριστο προ του Αντίχριστου καί εκφωνεί: «Ακούσατε πάντα τα έθνη, ένωτίσασθε πάντες οι κατοι-κοϋντες την οίκουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς»."
Κατά τον δέκατο αιώνα στην περιγραφή της ανωμαλίας καί αναταραχής πού προκάλεσε ή Σλαβική ομάδα εγκατεστημένη στην περιοχή των Πατρών, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει δτι οι Σλάβοι κατ1 αρχήν λεηλάτησαν τις κατοικίες των γειτόνων τους Γραικών καί κατόπιν πήγαν εναντίον της πόλεως των Πατρών."
Ή "Αννα Κομνηνή
Το «Έλλην» ως εθνικό όνομα καί όχι συνώνυμο του «ειδωλολάτρης» χρησιμοποιείται από την "Αννα την Κομνηνή [1083-1154] καί άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς. "Οταν γράφει για το τόξο τσάγγρα ή "Αννα τονίζει ότι το τόξο αυτό είναι άγνωστο στους "Ελληνες καί αναφέρεται στους συγχρόνους της "Ελληνες κι όχι τους αρχαίους. "Οταν ή "Αννα Κομνηνή καυχάται για την αρχαία κλασσική της παιδεία ομιλεί ως γνή-
σια απόγονος των Ελλήνων καί δχι ως αλλοδαπή πού διδάχθηκε την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Γράφει για την πατρίδα της. Επαινεί την έλληνικώτατη προφορά πού είχε ό Ιωάννης Ιταλός σαν να είχε έλθει στην «πατρίδα μας» καί να είχε έκμάθει την ελληνική από παιδικής ηλικίας.7
Ό Μιχαήλ Ψελλός
Ό Μιχαήλ Ψελλός, ό «ύ'πατος των φιλοσόφων», κατά τον ενδέκατο αιώνα [1018-1081] είχε ελληνικότατη συνείδηση. "Οταν κατακρίνει τον ιστορικό Ηρόδοτο, διότι έγραφε κολακευτικά λόγια για τους Πέρσες καί προσβλητικά για τους "Ελληνες, ό Ψελλός γράφει σαν να προσεβλήθη ό ίδιος, άφοΰ ό Ηρόδοτος προσέβαλε τους προγόνους του.8
Όλίγες ακόμη μαρτυρίες από ελληνικές πηγές επαρκούν για να επιβεβαιώσουν το έγκυρο των απόψεων μας ότι το «Γραικός» καί το «"Ελλην» ως εθνικά ονόματα χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς συγγραφείς δσες φορές το καλούσαν οι περιστάσεις.
Ό Θεοφάνης ό όμολογητής
Ό Θεοφάνης ό όμολογητής καί ό Πληθών ό Γεμιστός, ό πρώτος του 8ου καί 9ου αιώνα καί ό δεύτερος του Μου, είναι περισσότερο συγκεκριμένοι στον προσδιορισμό τον δρο
«Γραικός» παί «"Ελληνας». Ό Θεοφάνης, πού έγραψε στις αρχές του 9ου αιώνα, διηγείται δτι δταν πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη μετέβη στην Αυλή του Καρλομάγνου για να ζητήσει την κόρη του Έρυθρώ ως σύζυγο του Κωνσταντίνου του 6ου άφησε πίσω τον διδάσκαλο και μοναχό Έλισσαΐο για να διδάξει στην Έρυθρώ τη γλώσσα και την παιδεία των Γραικών και τους νόμους της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Για τον Θεοφάνη ό λαός, ή γλώσσα, ή παιδεία είναι Γραικοί και Γραικικοί.9
Κατά τον δωδέκατο αιώνα οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιαται ή Άκομινατοι κάμνουν ευρεία χρήση των ονομάτων «'Έλληνες» και «Ελλάς», ενίοτε δε και «Γραικοί», ως εθνικά ονόματα, όχι μόνο με αναφορά στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά ως ονόματα της σύγχρονης εποχής τους. Ό Νικήτας γράφει για «"Ελληνες άνδρες» και ονομάζει τις πόλεις πού κατακτήθηκαν από τους εχθρούς «ως πόλεις δλας ελληνίδας». Ό δε πρεσβύτερος αδελφός του Μιχαήλ, πού έγινε και αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θρηνεί την παρακμή των Ελλήνων λόγω των Λατινικών κατακτήσεων με τις Σταυ-ροφορίες.10
Κατά τον 13ο αιώνα μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας οι οροί «"Ελληνες» και «Ελλάς» γίνονται περισσότερο κοινόχρηστοι. Επί παραδείγματι ό αυτοκράτορας Ιωάννης Γ Βατατζής σε επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο τον ενδέκατο βλέπει τον εαυτό του να βασιλεύει σε γένος των Ελλήνων και δτι «εν τω γένει των Ελλήνων ημών ή σοφία βασιλεύει και ως εκ πηγής εκ ταύτης πανταχού ρανίδες άνέδλυσαν».11
Είναι γνωστόν δτι, με βάση τη γλώσσα και την παιδεία, ό τελευταίος σημαντικός φιλόσοφος του Βυζαντίου Γεώργιος Πληθών Γεμιστός χαρακτηρίζει τους κατοίκους της φθινού-σης αυτοκρατορίας «"Ελληνες».12 Με βάση λοιπόν την γλώσσα πού
μιλούσαν, τα γράμματα πού διδάσκονταν, την ιστορική μνήμη πού καλλιεργούσαν και την αυτοσυνειδησία πού κατείχαν οι γνήσιοι Βυζαντινοί ήσαν Γραικοί, "Ελληνες και Ρωμηοί, δροι συνώνυμοι. Ή άντίληψις πού είχαν για τον εαυτό τους ενισχύεται από την γνώμη πού είχαν και οι γείτονες της αυτοκρατορίας. 'Αλλά έπ' αύτοΰ στο επόμενο τεύχος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Byzantion, τομ.25 (1965), σσ. 291-301.
2. George Ostrogorsky, History of the Byzantine State μετάφρ. στα Αγγλικά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, "Continuity and Discontinuity in Byzantine History", Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.
3. 'Αριστοτέλης, Μετεωρολογία 1:14. 'Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1:49. Χρονικόν Πάρου Α 6, 10-12, έπ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, 6λ. ίδιατέρως σσ. 36-38,138.
4. Πρίσκος Πανίτης, Fragments, έπ. C. Müller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Pariw 1868), σσ. 69-110, κυρίως σ. 86.
5. Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές 145, 458, 419, εκδοσις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τόμοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.
6. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υίόν Ρωμανόν, κεφ. 49. Έπ. Gy. Moravcsik και μετάφρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.
7. "Αννα Κομνηνή, Άλεξιάδα, Βιβλ. 10, κεφ. 8, Πρόλογος 4-5, Βι6λ. 5, κεφ. 5, Βιβλ. 10, κεφ. 9.
8. Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Κωνσταντίνος IX. 24.
9. Θεοφάνης, Χρονογραφία AM 6274, επ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.
10. Νικήτας Χωνιάτης, Βασιλεία Ανδρονίκου του Κομνηνού, έκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μιχαήλ 'Ακομινάτος Χωνιάτης, Τα Σωζόμενα, έκδ. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, 2 τομ. ('Αθήναις 1880), 1:100, 183,2:292.
|