Νατάσα Κεσμέτη
Πρόσωπα μέσα στο Παρόν του Χριστού
Το «χους εσμέν και εις χουν απελευσόμεθα»
έχει για περιεχόμενο όλο τον αρμαθό των προσκαίρων
ματαιοτήτων μας, αυτό που θα σπαρεί για να φθαρεί,
και ν' ανθίσει απ' αυτό η μεγάλη Μεταλλαγή μας.
Όπου ην Κήπος.
Τ.Κ. Παπατσώνης
ΑΠΟ την ώρα που διάβασα την πρόσκληση του «Ακρίτα», ένας αρμαθός προσώπων, που ήδη εσπάρησαν, άρχισε να μ' απασχολεί. Κάποια από αυτά τα πρόσωπα, είναι αλήθεια, έρχονται και επανέρχονται στην ορατή περιοχή της προσοχής μου χρόνια τώρα.
Το πρώτο είναι η δευτερότοκη, από τα δώδεκα παιδιά του εκ μητρός Καππαδόκη παππού μου, Άννα. Η θεία μου λάτρευε τους γονείς της, μ' έναν τρόπο σχεδόν άγνωστο για σήμερα: ήσαν τα υπέροχα πρότυπά της, οι άξονες και οι φάροι της στη ζωή. Γεννημένη από αυτούς στο τουρκόφωνο Νέβσεχιρ Καισαρείας, τουρκόφωνη κι η ίδια, γνώριζε καλά μόνο τα Ελληνικά της Λειτουργίας, των Ακολουθιών, των Ψαλμών κ.λπ.
Πέθανε από καρκίνο του στομάχου, το 1964 στην Αθήνα. Δεν ήταν μόνο η άκρα υπομονή με την οποία αντιμετώπισε κι αυτό το «κακό», όπως και τόσα άλλα στη ζωή της ούτε μόνο το απίστευτο θάρρος της. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το θάρρος, πρέπει να δώσω ένα παράδειγμα: μετά την εγχείρηση (κατά την οποία διαπιστώθηκε απλά ότι ο όγκος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε τίποτα δεν μπορούσε να γίνει, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να εξηγήσω, η τομή παρέμεινε ανοιχτή)· καθώς κάποια στιγμή κανείς δεν έτρεχε σε βοήθειά της, βρήκε το κουράγιο να ξαναβάλει μέσα, μόνη της, τον όγκο που είχε βγεί από την πληγή της. Δεν ξέρω αν τότε συνειδητοποίησε ότι πεθαίνει, πάντως λίγο αργότερα άρχισε να ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία,που γνώριζε απ' έξω, να κηδεύει, δηλαδή, τον εαυτό της -ζητώντας κι από τις αδελφές της να κάνουν το ίδιο. Ακόμα, πριν το τέλος της έδωσε αληθινή μάχη, ακουστή αν όχι ορατή και από τους παρισταμένους συγγενείς: με αποστροφή έδιωχνε κάποιους «μαύρους αγγέλους» που την πλησίαζαν, όπως έλεγε, και με αγαλλίαση, εκστατικά προσκαλούσε να έρθουν πιο κοντά της «άλλοι, λευκοί», μαζί και οι γονείς της.
Έτσι κοιμήθηκε η Άννα Σαβαΐδου, το γένος Ωραιοπούλου.
Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο παπά Νικόλας που με βάφτισε.Ήταν πολύτεκνος, σχεδόν αγράμματος, πάντως ολιγογράμματος, φτωχός και με τη φήμη του λαίμαργου. Ίσως όμως είχε περάσει μεγάλη πείνα, αφού έθαψε κάποια απ' τα πολλά παιδιά του, όταν, αντί για αλεύρι, τους πούλησαν γύψο στον πόλεμο. Έψαλλε πολύ άσχημα και είχε τόσο κακήν άρθρωση που δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγε. Σ' αυτόν με πρωτοπήγανε για εξομολόγηση.
Είχα μεγάλη αγωνία, γιατί ο τρόπος που μιλούσανε για το γεγονός και επαναλάμβαναν «μην τολμήσω και δεν πω την αλήθεια ή κρύψω τίποτα» ήταν από μόνος του απειλή τιμωριών. Τι ωραία έκπληξη που με περίμενε. Θυμάμαι ακόμα το χέρι του στο κεφάλι μου, ζεστό και τρυφερό. Ήξερε από παιδιά. Το πρόσωπό του είχε κάτι το αστείο, και παρόλο που ήταν σοβαρός... ήταν σαν να γελούσε ταυτόχρονα.
Τώρα θυμάμαι με τι σεβασμό κάναμε στην άκρη τα παιδιά, όταν σιωπηλά περνούσε το Άγιο Δισκοπότηρο, απ' το χωματόδρομό μας, για να πάει να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο.
Υπάρχει μια ιταλική παροιμία που λέει: «Αγράμματος, σαν Έλληνας παπάς».
Ο παπά-Νικόλας Κουλουριώτης, χωρίς να πει τίποτα, μου έδωσε, ωστόσο, την πρώτη ζωντανή αίσθηση ελευθερίας και συγχώρεσης, με μια φαιδρή και ιλαρυντική κατανόηση. Πως να: Ο Θεός δεν κάθεται να ψειρίζει «λάθη κι όλο λάθη κι άλλα ασυγχώρητα λάθη» σα μαγκούφα δασκάλα, μα είναι με το ...μέρος των Παιδιών!
Το τρίτο πρόσωπο, ο κ. Μιχάλης Πιτυλάκης, δεν ήταν αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «άνθρωπος της εκκλησίας». Σήκωνε βαρύτατες τσάντες με τα εμπορεύματά του, σ' όλη του τη ζωή, κι ανεβοκατέβαινε μ' αυτές πολυκατοικίες και μέγαρα. Ωστόσο, καθόλου δεν του ταίριαζε να τον πεις «υπαίθριο μικροπωλητή», ούτε και το «εμπορικός αντιπρόσωπος» του πήγαινε -ίσως γιατί δεν χωρούσε κάτω από μιαν ετικέττα, παρά που ο ίδιος χαιρόταν και καμάρωνε πραγματικά με την εργασία του. Αλλά και με τι δεν χαιρόταν;
Σελίδες δεν θά 'φταναν γι αυτόν τον άνθρωπο των αρχών και των ξεκαθαρισμένων αξιών που μόνος του είχε αποφασίσει για τη ζωή του, καθώς... πεντάρφανος από τριώ χρονώ, και που τις ακολουθούσε με τη συνέπεια, την πειθαρχία και την αξιοπρέπεια ευγενούς ανδρός.
Στον Πειραιά όπου κυρίως εργαζόταν, ευφυώς τον αποκαλούσαν: Ο Περιπατητής Φιλόσοφος! Αυτό κυρίως ήταν! Στα χείλη του είχε λόγο σοφίας, λόγο συνέσεως και, ως Απειράνθιος, εκείνο το χιούμορ και την εκφραστική δεινότητα που μπορεί να αποδείξει μωρούς, ασόφους και αφθόγγους πολλούς... πολυφθόγγους ρήτορας.
Είχε ενθουσιασμό για τη ζωή και την ομορφιά, ιδίως την αποτυπωμένη στις γυναίκες· τα παιδιά του έλεγαν πως ο Θεός του επέτρεψε ακόμα και με το θάνατό του, να τις τιμήσει... αφού κοιμήθηκε, ενενηκοντούτης, μια Κυριακή των Μυροφόρων.
Όταν αποσύρθηκε από τη δουλειά του, επιφύλαξε για τον εαυτό του ένα νέο , ασύνηθες , έργο: έγινε Ευχοδότης. Τουτέστιν, με πρόγραμμα και τάξη επικοινωνούσε τηλεφωνικά μ' ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, για να τους δώσει έναν ευφρόσυνα αισιόδοξο λόγο μαζί με την αγαπημένη του ευχή: «Σας εύχομαι, οικογενειακώς υγεία, χαρά και αγάπη»!
Ήμουν παρούσα όταν πλησίαζε να τελευτήσει, Τα μάτια του, ωσάν νηπίου, ήσαν ολοκάθαρα και γαλήνια. Έφυγε με μιαν αναπνοούλα.
Αν έλεγα πως οι τρεις αυτοί άνθρωποι εκπροσωπούν στη συνείδησή μου τρεις πλευρές ή εκδηλώσεις του Θεανδρικού Προσώπου του Χριστού, θα ήταν μια μεγάλη και ίσως ασυγχώρητη υπερβολή. Μπορώ όμως να το θέσω αλλιώς:
Δεν ήσαν ούτε κάλπικοι άνθρωποι ούτε κάλπικοι χριστιανοί. Κι αν ο Χριστός φανερώνεται στο Παρόν μας και στο Παρόν του Άλλου, τότε για μένα, υπήρχε μέσα τους κάτι από αυτήν την Παροντικότητα του Χριστού. Αυτήν που στην ντοστογιέβσκική ζυγαριά βαραίνει περισσότερο κι απ' την Αλήθεια. Ίσως γιατί... είναι η ζώσα αλήθεια.
Αγαπημένος Γέροντας μου είπε κάποτε να θυμάμαι να ρωτάω συχνά «τι είναι για μένα ο Χριστός». Μέσα στα χρόνια παρατήρησα πως οι απαντήσεις όχι μόνο παρουσιάζουν ποικιλία αλλά πηγάζουν, κάθε φορά, κι από διαφορετικό βάθος του εαυτού μου.
Κλείνοντας, λοιπόν, παραθέτω Το αντίκρυ γιατί για μένα αποτελεί την πιο πρόσφατη απάντηση της ψυχής μου στο ίδιο πάντα ερώτημα. Είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Κώστα Μιχαηλίδη, του σοφού Κύπριου στοχαστή που δεν τον ενέπνεαν μόνο οι Προσωκρατικοί, στους οποίους είχε ειδίκευση, αλλά ιδιαίτερα το Άκτιστο Φως. Ο σεμνός δάσκαλος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1998 και νομίζω πως δεν θα διαφωνούσε που τον συμπεριλαμβάνω στη συντροφιά των ταπεινών:
Η ζωή τους είναι πάντα απλή και ρυθμική και αφημένη στα σχήματα που γνωρίζουν: στη γη , στα βράχια και στον άνεμο.
Εκεί κοντά τους είναι το κοιμητήρι τους με όλους τους αγαπημένους και τους δικούς, εκεί κοντά και η εκκλησία.
Η καμπάνα χτυπάει συχνά γιατί μεγάλωσαν και όλο και πιο συχνά κάποιος ταξιδεύει για πέρα.
Είναι σα να πηγαίνει στα νησιά που είναι κι αυτά αντίκρυ.
Τι όμορφα που φαίνονται τα νησιά καθώς βγαίνουν από τις γάζες του πρωϊνού Ήλιου και τις αναπνοές των κυμάτων.
Οι γαλάζιοι τους ίσκιοι σαν μεγάλα καράβια ανηφορίζουν τον ορίζοντα ώσπου τα πίνει η ζέστη της μεσημβρίας.
Γενιές φεύγουνε κι άλλες ακολουθούν και πόσοι ακούνε τη φωνή Σου.
Έλα παρ' όλα τα εμπόδια που έχουμε υψώσει, διάσχισε τους ποταμούς της λύπης, τις αιώνιες απορίες της ζωής.
Κι έτσι είναι σα να μπαίνουν σε πλοιάρια, μικρές βάρκες οι νεκροί και πηγαίνουν απέναντι να κατοικήσουν.
Αλλά κι από κει θα φαντάζει πως έρχονται εδώ, σε τούτο το νησί το δικό μας, που αχνοφαίνεται κάποιες ώρες απ' τα μέρη τους.
Μπορεί ο αποχωρισμός να είναι τόσο αβάσταχτος στην πόλη γιατί δεν έχει αντίκρυ, δεν έχει κάπου να αναπαύεται το μάτι κι όσα σύγχρονα κτίρια και να κατασκευάσουν το αντίκρυ δεν κατασκευάζεται.
Υπάρχει ή δεν υπάρχει.
Και δεν αρκεί, αυτό θέλω να πω, ένα αφηρημένο κάπου.
Η ψυχή δεν γαληνεύει σ' αυτή την αφαίρεση.
Η ψυχή, γυρεύει το δικό της χώμα όπως το σώμα.
Όσο κι αν έχω ψάξει δεν έχω βρει άλλο χώμα από Σένα για τη ψυχή.
Δεν θέλω να σε πω Κύριο, αν και μπορεί να είναι αυτό το όνομά σου.
Κανένα όνομα δεν είναι αρκετό για Σένα.
Ξεχειλίζεις σαν το νερό μιας υδρίας από πέτρα ή πηλό.
δεν σε χωράει κι ωστόσο κάτι μένει από Σένα.
Μια δροσερή σταγόνα ή μια σταλαματιά φως που δείχνει πως είσαι εδώ, πως κυλάς ασταμάτητα.
Αλλά ένα ίχνος Σου μένει για τα μάτια μας και τα χέρια μας που δεν αναπαύονται πουθενά αλλού απόλυτα και βαθιά όσο σε Σένα.
Αλλά πιο πολύ για την ψυχή μας που ακουμπάει πάνω σου.
Καταλαβαίνεις, με το να πληγώσουμε τη φύση τόσο πολύ, η ψυχή μας έχασε τη μοναδική θέα της: Εσένα αντίκρυ,
Εσένα που είσαι το αντίκρυ.
Θα ήταν καλύτερα να πω πως έχασε την πιο προσιτή της εικόνα αλλά η φύση δεν είναι εικόνα, δεν είναι θέαμα.
Κι οι άνθρωποι στα ορεινά του νησιού μας
Δεν βλέπουν κανένα θέαμα.
Ίσα ίσα που η ζωή τους ήταν πάντα σκληρή.
Τα βουνά πετρώδη, τα μονοπάτια τραχιά.
Οι άνεμοι κι οι ομίχλες δέρνουν τον τόπο.
Αλλά κι έτσι το αιώνιο εξεικονίζεται μέσα στο ρυθμό της γης και της θάλασσας που βλασταίνει με το δικό της τρόπο πάλι και πάλι.
Είναι μια πράξη αρπαγής, μια πράξη ιερόσυλη να μετατρέπεται ο κόσμος σε θέαμα, γιατί το θέαμα είναι κι αυτό ένα ακόμη αντικείμενο, μια υπόθεση χρήσης και εξάντλησης.
Ενώ το αντίκρυ Σου είναι τόσο οικείο και τόσο πλησίον που θέλω να Σου πω πως είσαι ο πιο πλησίον για την ψυχή μας, το μόνο χώμα που την ανακουφίζει να το αγγίξει, να του αφεθεί.
Αντίκρυ, Πλησίον, ο ανεξάντλητος Τόπος μας.
Πληγώνοντας τη φύση, κάνοντάς την αξιοθέατο και αξιοποιήσιμο αντικείμενο, περιορίζοντάς την σε όρους αποκλειστικά αγοράς, λέμε πως χαλάμε τον τόπο μας, αλλά πόσο καταλαβαίνουμε πως αυτός ο τόπος είναι ο μόνος που μπορούμε να σταθούμε και να ταξιδέψουμε;
Συγχώρεσέ με, δεν το λέω καθαρά γιατί μοιάζει σύνθετο ενώ είναι απλό πως είσαι ο Τόπος ως Εσένα και μαζί ο Τόπος σε Σένα.
Το όχημα και το ταξίδι, το πολύ εγγύς και το αντίκρυ, η πιο ακριβή συνάντηση.
Γι' αυτό υπάρχει ένας νόστος για το χωριό, για το νησί, για το σπίτι, για την πατρίδα.
Πίσω απ' όλα τούτα στέκεσαι
μέσα στη μεγάλη εχθρικότητα που τυλίγει τα έργα και το βίο μας.
Σαν Καλή Ώρα, Καλωσόρισμα, Καλό Συναπάντημα.
Γιατί αυτή η συνάντηση μοιάζει δύσκολη ωστόσο; Ο θόρυβος και η βιασύνη, η λύπη και η ανησυχία Σε απομακρύνουν, και πού βρίσκεται μια ειρηνική καρδιά; Πώς μπορούμε να Σε προσκαλέσουμε ακόμα κι όταν είμαστε κάτω από βαριές σκιές; Πώς να σε φωνάξουμε;
Γενιές φεύγουνε κι άλλες ακολουθούν και πόσοι ακούνε τη φωνή Σου.
Έλα παρ' όλα τα εμπόδια που έχουμε υψώσει, διάσχισε τους ποταμούς της λύπης, τις αιώνιες απορίες της ζωής.
Πού πήγανε οι μέρες της ευδίας;
Τώρα η καταχνιά απλώνεται κι αυτή η ανείπωτη αγωνία.
Κάτι μας διαμηνά ωστόσο η άμπωτις που τραβάει τα νερά πίσω στις πηγές τους.
Και σημασία έχουν πάντα οι πηγές, τα αναβλύζοντα νερά.
Με τα φώτα μέσα τους κι ολόγυρά τους.
Με τα χρώματα.
Η δόξα των πηγών.
Καθόμαστε συντριμμένοι μέσα στην πηχτή καταχνιά κι η αδράνεια παραλύει την καρδιά μας.
Δεν ακούγεται φλοίσβος.
Δεν ακούγεται κελαϊδισμός.
Πώς μας ξεγελά έτσι η καρδιά μας.
Κι ο Χορευτής πού πήγε, αυτός που στήνει τη γιορτή και την πανήγυρη, αυτός που υψώνει τη χαρά σαν λάβαρο και ξαναδένει τις κορδέλλες στα μαλλιά και ψάλλει την ωραία φωτιά, αυτή που καίει το φόβο:
Είμαστε πλάσματα, είμαστε πλάσματα σαν σπίθες.
Πώς δεν είναι κανείς εδώ να συνάξει τις σπίθες;
Είσαι Εσύ μα μέσα στην καταχνιά δεν σε ξεχωρίζουμε Αγάπη, αγάπη, αγάπη, αγάπη πώς σωπαίνεις κάποτε με μια σιωπή πιο βαθιά από κάθε σιωπή.
Έλα και δώσε μας σχήμα και βάρος και όγκο.
Χωρίς εσένα είμαστε σκιές.
Έλα και πλάσε μας χωρίς διχασμό, χωρίς αυτό το μαχαίρι που μας κόβει.
Ο μόνος δίκαιος χτύπος της καρδιάς αγάπη, αγάπη.
|