Γρηγόρης Κασσιμάτης
Ἡ σημασία τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821
(23 Μαρτίου 1972)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Ἀπὸ τὸν Ἐσωτερικὸν Κανονισμὸν τῆς Ἀκαδημίας καὶ διὰ τοῦ ἄρθρου 14 αὐτοῦ ὁρίζεται ὅτι ἡ Πανηγυρικὴ Συνεδρία τῆς 25ης Μαρτίου εἶναι ἀφιερωμένη, ἀφ' ἑνὸς μὲν εἰς τὴν ἐπέτειον τῆς ἀνιδρύσεως τῆς Ἀκαδημίας, ἀφ' ἑτέρου δὲ εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας, διὰ τὸν ὁποῖον, κυρίως, ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας ὀφείλει νὰ εἴπη τὸν προσήκοντα λόγον.
Εἶναι ἡ σύνθεσις αὕτὴ τῶν δύο ἐπετείων, τοῦ μεγάλου ξεσηκωμοῦ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς ἀνιδρύσεώς τοῦ κορυφαίου πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Ἀρχαιότητος, ἀπόδειξις ὄχι μόνον τῆς βουλήσεως τοῦ νομοθέτου διότι αὐτὴ πολλάκις ἔχει μεταβατικὴν ἰσχύν, ἀλλὰ κυρίως τῆς πεποιθήσεως τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς πίστεως τῆς κοινωνικῆς συνειδήσεως αὐτοῦ ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀκμὴ τῆς πατρίδος εἶναι διηνεκῶς συνυφασμένη μὲ τὸν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγῶνα αὐτοῦ.
Καὶ περὶ τῆς μὲν πρώτης πτυχῆς τοῦ ἑορταστικοῦ διπτύχου τοῦ καθιερωμένου διὰ τοῦ ἀναφερθέντος ἄρθρου 14 τοῦ Κανονισμοῦ ἡ Ἀκαδημία ἐπρονόησε ἐφέτος, ἀφ' ἑνὸς μὲν προβαίνουσα εἰς ἔκθεσιν τῶν ἐκδόσεων αὐτῆς εἰς τὴν ἀπελευθερωθεῖσαν μεγάλην αἴθουσαν δεξιὰ τῷ εἰσερχομένῳ. Εἰς τὴν ἔκθεσιν αὐτὴν παρακαλῶ νὰ μεταβῶμεν μετὰ τὸ τέλος τῆς παρούσης πανηγυρικῆς συνεδρίας. Ἀφ' ἑτέρου δ' ἀποφασίσασα τὸν ἑορτασμόν τῆς πεντηκονταετηρίδος ἀπὸ τῆς ἀνιδρύσεως αὐτῆς, πεντηκονταετηρίδος, συμπιπτούσης μὲ τὴν 25ην Μαρτίου 1976.
Τῆς δευτέρας πτυχῆς, τοῦ πανηγυρισμοῦ, δηλαδή, τοῦ ἀγῶνος τῆς ἀνεξαρτησίας, ἔπεσεν εἰς τοὺς ἰδικούς μου ὤμους, ὡς προέδρου τῆς Ἀκαδημίας, τὸ βάρος.
Εἶναι δὲ τὸ βάρος μέγα. Διότι δὲν ὑπάρχει μορφὴ τοῦ λόγου δυσχερεστέρα ἀπὸ τὸν πανηγυρικόν. Ὁ Ἰσοκράτης ἀπησχολήθη ἐπὶ δέκα ἔτη διὰ νὰ σύνταξῃ τὸ ἀπαράμιλλον μνημεῖον τῆς Ἀθηναϊκῆς δόξης, ὡς θεμελίου τῆς πανελληνικῆς ἑνότητος, τὸν «Πανηγυρικόν» του. Καὶ ὁ μεγαλόπνευστος «Ἐπιτάφιος» τοῦ Ἡγέτου τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, δὲν γνωρίζομεν μὲν πόσον ἀπησχόλησε τὸν Περικλῆ, ἀσφαλῶς ὅμως, ἡ μορφὴ ὑπὸ τὴν ὁποίαν μᾶς τὸν παρέδωσε, «δίδαγμα ἐσαεί» τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, ὁ Θουκυδίδης, δὲν εἶναι ἔργον μιᾶς στιγμῆς.
Διότι ἀκριβώς αὐτὴ εἶναι ἡ δυσκολία τοῦ πανηγυρικοῦ. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι παφλασμὸς λόγων καὶ λέξεων ἔντεχνος —ἢ καὶ ἄτεχνος— συναρμογή. Πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ τοὺς συναισθηματισμοὺς καὶ ὁ ἔπαινός του νὰ εἶναι ἔλλογος. Νὰ προκαλῇ ὄχι δάκρυα, ἀλλὰ σκέψιν. Νὰ ἀφίνῃ εἰς τὸν σκεπτόμενον ἀκροατὴν ὕλην πρὸς συλλογισμόν, συλλογισμὸν ἐλεύθερον. Διότι ὅπως εἶπεν ὁ Βελεστινλῆς «ὅποιος συλλογᾶται ἐλεύθερα, συλλογᾶται καλά».
Καὶ ἡ δυσκολία γίνεται μεγαλύτερη ὅταν πρόκειται νὰ ἐπαινεθῇ —καὶ νὰ ἀναλυθῇ— ἕνα γεγονὸς πολύπλευρον, μὲ ρίζας ποὺ ὑπερβαίνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα, μὰ καὶ μὲ συνεπείας ποὺ ὑπερφαλαγγίζουν κατὰ πολὺ καὶ τὸ «συμβεβηκός» καὶ τὸ «ἐνδεχόμενον», ἵνα κατ' Ἀριστοτέλη ὁμιλήσωμεν, δηλαδὴ καὶ τὸ ἑκάστοτε ὁρατὸν ἢ προβλεπόμενον μέλλον. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ἐπιδέχεται πολλὰς ἐξηγήσεις —καὶ εἶναι ὅλες σωστές. Δι' αὐτὸ βλέπομεν ὅτι γίνεται κάθε φορὰ ἀντικείμενον ἑρμηνειῶν ποὺ εἶναι περισσότερον σύμφωνες μὲ τὰς ἀντιλήψεις ἢ καὶ τὰ ἰδεολογικὰ συμφέροντα τῶν ἑρμηνευτῶν, κατ' ἀποκλεισμὸν ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ σμικρύνεται ἔτσι ἡ ἀξία του ὡς θεμελιώδους ἱστορικοῦ φαινομένου, πανευρωπαϊκῆς ἂν μὴ καὶ παγκοσμίου σημασίας.
Καὶ ἦτο ὁ Ἑλληνικὸς ξεσηκωμὸς γεγονὸς παγκοσμίου σημασίας.
Ἦτο. Καὶ εἶναι. Καὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ πρὸς τὰ ἒσω.
Πρὸς τὰ ἔξω πρῶτον. Εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος ἐπεκράτει σύγχυσις ἰδεῶν. Καὶ ἡ σύγχυσις αὕτη ἦτο, ὅπως πάντοτε ὅταν συναντᾶται εἰς τὴν Ἱστορίαν, ὅπως σήμερον π.χ., ἐπώδυνη ἐγκυμοσύνη νέων δημιουργιῶν. Ἡ Γαλλικὴ 'Επανάστασις εἶχεν ἤδη γκρεμίσει τὰ εἴδωλα. Ἀλλ' ἡ βαθεῖα ἐπεξεργασία τῶν συνθημάτων της, ποὺ ἐξεκίνησεν ἀπὸ τὴν πνευματικὴν κίνησιν τοῦ 16ου αἰῶνος μὲ τὴν ἀναγέννησιν τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, διὰ τὴν ὁποίαν ὑπῆρξαν βασικὸς συντελεστὴς οἱ Ἕλληνες λόγιοι ποὺ κατέφυγον εἰς τὴν Δύσιν, καὶ ὡδηγήθη εἰς τὴν ὡρίμανσιν μὲ τὴν ἐργώδη καλλιέργειαν τῆς ἐγκυκλοπαιδείας, δὲν κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρωθῆ ἀπὸ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, ὥστε νὰ γίνουν τὰ συνθήματα ταῦτα τρόποι πρακτικῆς ζωῆς. Ὅλαι αἱ ἐπαναστάσεις ἀναγκάζονται νὰ ὑπερτονίσουν τὴν σημασίαν τῶν ἰδανικῶν, χωρὶς νὰ ἀναζητοῦν ἢ καὶ νὰ προβλέπουν τὰ σκοτεινά των σημεῖα, τὰς ἐπιπτώσεις των καὶ τὴν πρακτικὴν των ἐφαρμογήν. Ἐστερημένα ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητον πραγματισμὸν τὰ ἰδανικὰ καταλήγουν εἰς ἀλλόκοτους κενοὺς μύθους, ποὺ οἰστρηλατοῦν μὲν ἴσως προσκαίρως τὰς μάζας ἢ ἐπιτρέπουν τὴν ἐκμετάλλευση ἀπὸ τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντα, δὲν ἁπλώνουν ὅμως τὰς ρίζας ποὺ εἶναι ἀπαραίτητοι διὰ τὴν δημιουργίαν μιᾶς νέας κοινωνίας, πρᾶγμα ποὺ ἐπιδιώκουν ἀρχικῶς αἱ Ἐπαναστάσεις, ὅταν ἀξίζουν εἰς τὴν κρίσιν τῆς Ἰστορίας τὸν τίτλον αὐτόν.
Ἔτσι ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις ἐξεσφενδόνισε μὲν τὸ τρίπτυχον «Ἐλευθερία - Ἰσότης - Ἀδελφότης», τὸ ὁποῖον ἐγαλβάνισε ἐπὶ δεκαετηρίδας τοὺς λαούς, εἰς τὸ τέλος ὅμως ὁδήγησε, μὲ ἀργὸν δὲ ρυθμόν, καὶ μετὰ πολυώδυνον κύησιν, εἰς τὴν ἐπικράτησιν εἰς τὴν Δύσιν μιᾶς μόνον ἀξίας ἐκ τοῦ τριπτύχου αὐτοῦ, τῆς ἐλευθερίας ὡς πολιτικῆς πράξεως. Διότι ἡ ἐλευθερία ὡς ἰδανικὸν καί, ἀκόμη, ὡς διεκδίκησις εἶναι συνηρτημένη μὲ τὴν φύσιν καὶ μὲ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ ἀξία ὅμως αὐτὴ ὡδήγησε, διὰ τῆς ἐφαρμογῆς της εἰς τὴν οἰκονομικὴν ζωήν, εἰς τὴν ἐπίτασιν τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητος. Καί, φυσικά, εἰς τὴν αὐτόματον γένεσιν τῶν ἀντιδράσεων, ποὺ ἐσφυρηλάτησαν σιγὰ-σιγὰ ἕνα ἄλλον κυρίαρχον μῦθον, συνηρτημένον αὐτὸν ὄχι πλέον μὲ τὸ ἰδανικόν τῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐξ ἴσου συνυφασμένον μὲ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου ἰδανικόν της ἰσότητος, τὸν μῦθον τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε τὸ σύνθημα τῆς ἄλλης μεγάλης Ἐπαναστάσεως, τοῦ αἰῶνος μας αὐτῆς, τῆς Ρωσικῆς.
Φυσικά, ὅπως ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις δὲν ἐπέτυχε νὰ καθιέρωσῃ τὴν πραγματικὴν ἐλευθερίαν, παρὰ τὴν θυσίαν τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἀδελφότητας, ἔτσι καὶ ἡ Ρωσικὴ δὲν ἐπέτυχε τὴν κοινωνικὴν δικαιοσύνην, παρὰ τὴν θυσίαν τῆς ἐλευθερίας. Καὶ ἡ μὲν πρώτη ὡδήγησε μετὰ μακρὰν ἐπεξεργασίαν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τοῦ συστήματος τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς δημοκρατίας, πολιτεύματος κατὰ θεμελιώδη βάσιν ἀριστοκρατικοῦ καὶ ἀξιοκρατικοῦ, ποὺ προϋποθέτει καθ' ἑαυτήν, ὄχι βέβαια τὸν στραγγαλισμόν, ἀλλὰ τὴν ἐνσυνείδητον πειθάρχησιν τῆς ἐλευθερίας καὶ εἰς τὸν πολιτικὸν ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν οἰκονομικὸν —ἰδίως δὲ εἰς αὐτὸν— τομέα, ὑπὸ τὰς προϋποθέσεις δὲ αὐτὰς δὲν εὑρέθη μέχρι τοῦδε τελειότερον πολίτευμα, ἡ δευτέρα ὅμως δὲν γνωρίζομεν ἀκόμη εἰς ποῖον κοινωνικὸν καὶ οἰκονομικὸν σχῆμα θὰ ὀδήγησῃ, διότι διέρχεται τὴν φάσιν τῶν παιδικῶν ἀσθενειῶν τῆς ἀναπτύξεώς της, συρρικνουμένη ἐσωτερικῶς μὲν ἀπὸ τὴν ἔντονον ἀστικοποίησίν της, ἐξωτερικῶς δὲ ἀπὸ τὴν κρίσιν τοῦ ἐπεκτατισμοῦ, ἐθνικοῦ καὶ ἰδεολογικοῦ, εἰς ὅλας της τὰς προσφύσεις.
Εἰς αὐτὴν τὴν ἐποχήν τῶν ἐργωδῶν κυοφοριῶν ἐξερράγη ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις. Καὶ ἀπέδειξε κάτι τὸ ὁποῖον εἶχε λησμονηθῇ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ναπολέοντος καὶ τὴν συγκρότησιν τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας. Τὸ κάτι αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνια ἀλήθεια ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀκλόνητα καθεστῶτα. Ὅσον περισσότερο αὐταρχικὰ εἶναι, τόσον περισσότερον εἶναι εὔθραυστα.
Οὐδεὶς ἐφαντάζετο ὅτι ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία θὰ ἐνικᾶτο ἀπὸ μίαν φούχταν ραγιάδων. Ἀλλὰ οἱ ραγιάδες αὐτοὶ ἦσαν Ἕλληνες. Καὶ εἰς τὸ τέλος ἐπίστευσαν καὶ αὐτοὶ ὅτι δὲν εἶναι ραγιάδες.
Καὶ ἄλλοτε εἶχε χάσει μάχας ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἡττηθῇ. Μετὰ τὴν ναυμαχίαν τῆς Ναυπάκτου, ἠπείλησε καὶ πάλιν τὴν Δύσιν καὶ διετήρησε τὴν Κύπρον, τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸ ὀλίγου σφετερισθῆ. Καὶ ἀπὸ τὸν σφετερισμὸν αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον πολλοὶ εἶναι οἱ αἴτιοι —διότι πολλάκις οἱ ἄνθρωποι, κυριαρχούμενοι ἀπὸ τὸν κοντόφθαλμον φανατισμό τους, καθίστανται προδόται τοῦ μέλλοντος τῆς φυλῆς των — ἀπὸ τὸν σφετερισμόν, λοιπόν, αὐτὸν ἀρχίζουν τὰ ἀνιστόρητα βάσανα τῆς ἑλληνικῆς Μεγαλονήσου.
Ὅλαι αἱ προσπάθειαι τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰς ἐξεγέρσεις των, ἄλλα καὶ τῶν Δυνάμεων τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ρωσίας μὲ τὰς δολοπλοκίας των, δὲν κατώρθωσαν νὰ κρημνίσουν τὸν θρῦλον τῆς Τουρκίας ὡς μεγίστης Δυνάμεως. Ἴσως οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι ἔχασαν μετὰ τὴν Ναύπακτον τὴν ἐσωτερικὴν πίστιν εἰς τὴν δύναμίν των, ἡ ὁποία εἶχεν ἐνδεχομένως κλονισθῇ καὶ ἐνωρίτερον, εἰς τὰς πύλας τῆς Βιέννης, ἀλλὰ ἡ πολιτικὴ των τέχνη, δεδοκιμασμένη πάντοτε ἕως σήμερον, κατώρθωσε νὰ διατηρῇ τὴν ἐπίφασιν τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ἀκμῆς.
Τὸ φοβερὸν τραῦμα τὸ κατέφεραν εἰς τὴν Ὀθωμανικὴν Αύτοκρατορίαν οἱ Ἕλληνες. Διὰ τοῦτο, δηλαδὴ καὶ διὰ τοῦτο, ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶναι κοσμο-ἱστορικῆς σημασίας γεγονός. Βεβαίως, τὸ ἐγχείρημα δὲν ἦτο εὔκολον. Βεβαίως, ἡ νίκη πολλάκις διεκυβεύθη ἀπὸ τὰς συνήθεις ἀθλιότητας τῶν φρικτῶν ἐλαττωμάτων μας. Βεβαίως, τὸ εὐρωπαϊκὸν φιλελληνικὸν ρεῦμα ἔδωσε φτερὰ εἰς τοὺς ἀγωνιζομένους καὶ ὠδήγησε εἰς τὸ Ναυαρῖνον εἰς οὐσιαστικὴν ἀνυπακοὴν τῶν συμμαχικῶν στόλων εἰς τὰς κυβερνήσεις των. Τὸ γεγονὸς ὅμως μένει. Καὶ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα. Ὕστερα ἀπὸ θυσίες ἀμέτρητες, ἀπὸ ἡρωισμοὺς ὑπεράνθρωπους, ἀπὸ ὁλοκαυτώματα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἡ Ἑλλὰς ἔγινε ἐλεύθερη. Καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν, ὅπως εἰς τὴν ζωήν, «Τὰ στερνὰ τιμοῦν τὰ πρῶτα».
Εἶπα ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις ὑπῆρξε ἱστορικὸν γεγονὸς παγκοσμίου σημασίας καὶ διότι ἐκλόνισε ὁριστικῶς τὸ δέος τῶν λαῶν καὶ τὴν πίστιν εἰς τὸν μῦθον τοῦ ἀκλονήτου τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν συνῆλθε αὕτη πλέον διὰ μακρὸν χρόνον ποτέ, ὡς δύναμις παγκοσμίου σημασίας.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ καθιερώνει τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὡς ἱστορικῆς σημασίας γεγονός. Ὁ ξεσηκωμὸς τοῦ '21 εἰσέφερε εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης ἀρχικῶς, καὶ τοῦ Κόσμου ἔπειτα, μίαν ἄλλην ἔννοιαν, τὸν πατριωτισμόν.
Βλέπομεν σχεδὸν πάντοτε εἰς τὴν ἱστορίαν νὰ ἐναλλάσσωνται δύο ρεύματα κρατικῶν καὶ κοινωνικῶν δημιουργιῶν. Τὸ ἕν εἶναι διασπαστικόν, τὸ ἄλλο ἑνωτικόν. Καὶ συνήθως τὰ ρεύματα αὐτὰ δὲν ξεκινοῦν ἀπὸ θετικὰς ἰδεολογίας, ἀλλ' εἶναι συνέπειαι τῆς ἐξεγέρσεως ἢ τῆς κατακραυγῆς κατὰ τοῦ παρόντος. Συνειδητοποιοῦν μὲ ἀντιθετικὰς μορφὰς τὴν αἰωνίαν ἀνάγκην τῆς ἀλλαγῆς. Εἰς τὴν Ἀρχαίαν Ἑλλάδα ἡ ἀνεξαρτησία τῶν Ἄστεων ἐνωρὶς ἤρχισε νὰ μεταβάλλῃ περιεχόμενον μὲ τὰς συμπολιτείας, τὰς συμμαχίας καὶ τοὺς ἀγῶνας πρὸς κυριαρχίαν τῶν Ἀθηνῶν ἢ τῆς Σπάρτης. Τὸ συγκεντρωτικὸν φαινόμενον εἶχε προηγηθῆ εἰς τὴν Ρώμην καὶ ὡδήγησεν εἰς τὴν αὐτοκρατορικὴν ἄρθρωσιν τοῦ κόσμου. Μετὰ ταῦτα, τὰς μεγάλας αὐτοκρατορίας, τὴν ρωμαϊκήν, τὴν ἑλληνοβυζαντινὴν καὶ τὴν γερμανικὴν διεδέχθησαν τὰ μικρὰ φεουδαρχικὰ ἢ φυλετικὰ κρατίδια. Ἀπὸ τοῦ Μεσαίωνος ἤρχισε, μὲ τὴν μάχην τῆς Μοναρχίας κατὰ τοῦ φεουδαρχισμοῦ, τὸ συγκεντρωτικὸν ρεῦμα. Μὲ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν τὸ ρεῦμα ἐστράφη πρὸς στιγμὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, διὰ νὰ συντεθῇ εἰς νέαν μορφὴν μὲ τὴν κοσμοκρατορίαν τοῦ Βοναπάρτη. Ἀλλ' ἡ νέα αὐτὴ μορφὴ ποὺ ἦτο συγχρόνως διασπαστικὴ εἰς τὴν βάσιν, διότι ἐπεκαλεῖτο τὴν ἀπελευθέρωσιν, ἀλλὰ συγκεντρωτικὴ εἰς τὴν κορυφὴν διότι ἐξετύλιγε τὴν ὀπτασίαν τῆς κυριαρχίας, ἐστηρίχθη διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸ ἰδανικὸν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς συνόλου κοινωνικοῦ, μὲ διακριτικὸν θεμέλιον τὴν ἐθνικήν του ὁμοιογένειαν. Οὕτως ἐξεπήδησε ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνικοτήτων, τὴν ὁποίαν προσεπάθησε νὰ χαλιναγωγήσῃ ἡ Ἱερὰ Συμμαχία στηριζομένη εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς παθητικῆς νομιμότητος.
Ἡ Γαλλικὴ ὅμως Ἐπανάστασις καὶ ὁ Κορσικανὸς δαυλός της εἶχον ἤδη ἀνοίξει τοὺς ἀσκοὺς τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνικοτήτων ἐκυριάρχησε ὁλόκληρον τὸν 19ον αἰῶνα, κυρίως εἰς τὴν Εὐρώπην. Ἀλλ' ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε προσλάβει ἄλλο περιεχόμενον, οὐσιαστικώτερον. Δὲν ἦτο κρύον δόγμα λογικῆς κατασκευῆς. Ἔγινε πυρσὸς ἀγάπης καὶ φλόγα ἐλευθερίας. Διότι τὸ Ἔθνος ἔγινε πατρίς. Ὄχι ἡ μικρὰ πατρὶς τῶν ἀρχαίων μας προγόνων. «Πατρὸς καὶ μητρὸς κ.λ.», οὔτε ἡ πολιτικὴ πατρὶς τοῦ Ρουσσὼ καὶ τοῦ Νταντὸν ἢ τοῦ Saint -Just, ποὺ ἔλεγε ὅτι «πατριῶται εἶναι μόνον ὅσοι ὑπηρετοῦν τὴν Δημοκρατίαν», ἀλλ' ἡ πατρὶς ποὺ δένει τὸ παρὸν ἑνὸς λαοῦ μὲ τὸ παρελθὸν καὶ ποὺ ὠθεῖ σὲ κάθε θυσίαν διὰ τὸ μέλλον.
Ἡ νέα ὅμως ἔννοια ἦτο ἀσαφής. Ἐχρειάζετο διὰ νὰ γίνῃ κτῆμα τῶν νέων καιρῶν, ἁπτὸν καὶ ἀδιάβλητον παράδειγμα. Καὶ ἀκόμη οἰκοδόμησιν, ἐπάνω εἰς τὴν ἀνασυρομένην ἀπὸ τὴν ἀσάφειαν νέαν πραγματικότητα, μιᾶς ἰδέας, μιᾶς πίστεως, ἑνὸς φλογεροῦ σημάντρου, ποὺ νὰ συναρπάζῃ τὴν ψυχὴν τῶν λαῶν, πού, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἔννοιαν τῆς Πολιτείας καὶ τοῦ Ἔθνους, ὄχι μόνον νὰ χωρίζῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἑνώνῃ τοὺς λαούς, ποὺ ἐγίνετο πλέον προφανὲς ὅτι εἰς τὴν Εὐρώπην τουλάχιστον, μὲ τὴν ἐπικρατοῦσαν βιομηχανικὴν καὶ οἰκονομικὴν ἐπανάστασιν, ἐκαλοῦντο εἰς ἀναπότρεπτον, ἀλλὰ καὶ ἀδυσώπητον συνεργασίαν. Τὸν πύραυλον αὐτόν, φλογερὸν καὶ ἀκτινοβόλον, ἔδωσαν εἰς τὸν Κόσμον οἱ Ἕλληνες.
Τῆς πατρίδος ὁρισμὸς δὲν ὑπάρχει. Αἱ μεγάλαι ἒννοιαι ποὺ ὅταν ὑπάρχουν εἶναι «ἄξιαι καθ' ἑαυτὰς» δὲν ἐπιδέχονται ὁρισμοὺς «κ' οὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτι φάνοιεν». Τὸ δίκαιον κανεὶς ποτὲ —οὔτε οἱ Ρωμαῖοι— ἠμπόρεσε νὰ τὸ ὁρίσῃ.
Καὶ ἂν τὸ δίκαιον συνδέεται μὲ τὸν κοινωνικὸν ἄνθρωπον, εἶναι δηλαδὴ γενικόν, ὁ πατριωτισμὸς εἶναι προνόμιον τῶν λαῶν ἐκείνων πού, εἴτε εἶναι ἔθνη ἑνιαία ἢ Κράτη εἴτε ὄχι, ἔχουν τὴν δικαιολογημένην συνείδησιν ὅτι πηγάζουν ἀπὸ μίαν πολυαίωνην ἱστορίαν καὶ τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τὴν συνεχίζουν.
Ἄλλοι λαοὶ δημιουργοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων μίαν τέτοιαν πίστιν ποὺ τοὺς κεντρίζει εἰς τὴν δημιουργίαν.
Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς γνωρίζει ἐξ ὑπαρχῆς, ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἐφεύρῃ τίποτε ἐκ τῶν ὕστερων διότι ἔχει παρελθόν, δηλαδὴ ἱστορίαν, ὅτι συνδέεται μὲ αὐτὴν καὶ ὅτι τὴν συνεχίζει. Ἐξ ὀνόματος αὐτῆς τῆς ἱστορίας, αὐτῆς τῆς πίστεως καὶ αὐτοῦ, ἂς εἴπωμεν τὴν λέξιν, τοῦ πατριωτισμοῦ, ὕψωσε τὸ λάβαρον τῆς ἀνταρσίας κατὰ τοῦ δυνάστου του. Καὶ ἐν ὀνόματι αὐτοῦ ἐδημιουργήθη ὁ φιλελληνισμός. Καὶ αὐτὸν εἰσέφερε εἰς τὴν πολιτικὴν κονίστραν τῆς Εὐρώπης μὲ τὴν Ἐπανάστασίν του καὶ μὲ τὴν νίκην του. Τὸν πατριωτισμὸν. Ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ πατριωτισμοῦ ἔγιναν αἱ πολιτικαὶ καὶ πολεμικαὶ ἀναζυμώσεις τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ αὐτὸν ἐπεκαλέσθη, παραποιοῦσα ὅμως τὰ δεδομένα του, ἡ μαρξιανὴ διαλεκτική, θέτουσα μὲν καὶ αὐτὴ ὡς βάσιν τὴν «Ἀνάγκην» τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ τοποθετοῦσα εἰς τὴν πάλην τῶν τάξεων, εἰς τὸ στιγμιαῖον παρόν, τὴν ἔννοιαν τῆς πατρίδος. Οὕτως, ἐνῷ ὁ πατριωτισμὸς ὁδηγεῖ κατ' ἀνάγκην πρὸς τὴν συγκέντρωσιν, ὁ μαρξισμὸς ὁδηγεῖ κατ' ἀνάγκην πρὸς τὴν διάσπασιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν θέλει νὰ διαφύγῃ διὰ τῆς οὐτοπίας μιᾶς νέας ἀταξικῆς κοινωνίας.
Αὐτὴ ἡ εἰσφορὰ τῶν Ἑλλήνων εὑρίσκεται, ὅπως ὑπηνίχθην πρὸ ὀλίγου, καὶ εἰς τὴν βάσιν τῆς Ἑνώσεως τῆς Εὐρώπης. Ὀρθῶς —καὶ μὲ πόσην γλαφυρότητα— ὁ σεβαστός μας συνάδελφος κ. Γεώργιος Μαριδάκης, ἐκφωνῶν πρὸ εἴκοσι ἑνὸς ἀκριβῶς ἐτῶν ἀπὸ τὸ ἴδιον τοῦτο βῆμα τὸν πανηγυρικὸν της 25ης Μαρτίου, ἐτόνιζεν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις ἔδωκεν ἀφορμὴν εἰς τὴν ἰδέαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνότητος.
Εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνότης μία μορφὴ πατριωτισμοῦ. Ἀλλὰ δὲν ἔχει μόνον ἡ μορφὴ αὐτὴ τοῦ πατριωτισμοῦ, τὴν ἀρνητικὴν ὄψιν ποὺ εἶχεν ἄλλοτε καὶ ἴσως, ἀπό τινων πλευρῶν, ἔχει καὶ σήμερον διὰ πολλούς, τὴν ἄμυναν κατὰ τῶν βαρβάρων τῆς Ἀσίας ἢ τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει ἀκόμη εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς ἰλιγγιώδους τεχνικῆς προόδου ὡς στόχον καὶ τὴν ἄμυναν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ κατὰ τῆς ἀπολύτου κυριαρχίας τῆς μηχανῆς, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πολιτιστικὴν ἢ πολιτικὴν ἀπάθειαν καὶ ποὺ κινδυνεύει ἔτσι νὰ μεταβάλῃ ἡμᾶς πλέον, εἰς βαρβάρους, πού, δυστυχῶς διὰ τὸν ποιητὴν τῆς παρακμῆς, δὲν εἶναι καθόλου «μία κάποια λύσις».
Καὶ πέραν τούτου ἔχει πλέον καὶ τὴν θετικήν της πλευράν. Ἀπὸ τῆς σκοπιᾶς τοῦ 1972 ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνότης παρουσιάζεται μὲ ἄλλο πρῖσμα.
Ὅ,τι πρὸ εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἐνεφανίζετο ὡς ὅραμα πηγάζον ἀπὸ τὴν λογικήν τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ θολωνόμενον ἀπὸ τὴν νεφέλην τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνικιστικῶν ἀντινομιῶν, σήμερον προσλαμβάνει βαθμηδὸν ὑπόστασιν ποὺ δημιουργεῖ μὲν νέα προβλήματα, ἀποτελεῖ ὅμως ζέουσαν πραγματικότητα. Εἴμεθα πράγματι μακράν, ἴσως αἰῶνας μακράν, ἀπὸ τὸ φθινόπωρον τοῦ 1949 ὅταν, εἰς τὸ Στρασβοῦργον, ὡραματιζόμεθα —καὶ ὑπῆρξα μεταξὺ τῶν ἐνθουσιωδῶν, ἀλλὰ καὶ ἐνεργῶν αὐτῶν ὁραματιστῶν— τὴν ὀπτασίαν μιᾶς Εὐρώπης ἡνωμένης, καὶ εἰς τὸν πολιτικὸν καὶ εἰς τὸν οἰκονομικὸν καὶ εἰς τὸν πνευματικὸν τομέα. Ἀλλ' εἴμεθα δίπλα εἰς τὴν πραγματικότητα τῆς οἰκονομικῆς Ἑνώσεως τῆς Εὐρώπης διὰ τῆς Κοινῆς Ἀγορᾶς. Ἑνώσεως ποὺ διασπᾶ βαθμηδὸν τὸ σύνορον τῆς ἁπλῆς τελωνειακῆς Ἑνώσεως, καὶ βαδίζει πρὸς τὴν θεμελίωσιν γενικωτέρων πολιτιστικῶν καὶ πολιτικῶν ἀξιῶν. Καὶ ἡ ἕνωσις αὐτὴ κινδυνεύει νὰ παρουσιάσῃ τρομακτικὰς ἀντινομίας, διότι ἠμπορεῖ νὰ ὁδηγήση εἰς τὴν ρῆξιν μεταξὺ τῶν πλουσίων καὶ τῶν πτωχῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης μὲ ὅλας τὰς ἐξ αὐτῆς διαλυτικὰς συνεπείας. Εἴμεθα πλέον μακρὰν ἀπὸ τὴν ἐπιταγήν της ἀμύνης κατὰ τῶν βαρβάρων, ὁ ἐκ τῶν ὁποίων κίνδυνος ἀπεμακρύνθη καὶ παριστάμεθα ἀδύναμοι θεαταὶ τῶν ἐσωτερικῶν μας διχονοιῶν. Εἶναι καὶ αἱ διχόνοιαι αὐταὶ σὰν τὰς διχονοίας ποὺ τοσάκις εἰς τὴν Ἱστορίαν κατέστρεψαν τὸν Ἑλληνισμόν, διότι ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν πατριωτισμό τὰ Κράτη —καί, ὅπερ χειρότερον, τοὺς ἡγέτας των— καὶ κατακαλύπτουν τὸ κάλεσμα τῆς Εὐρώπης. Ἕνα κάλεσμα, τὸ ὁποῖον ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν μὲ τὸν χρωστῆρα τοῦ Christian Griepenkerl ἐνθυμίζει εἰς πάντας μὲ ὅλην τὴν ἀνθρωπίνην ἀλληγορίαν του.
Τὸ κάλεσμα τῆς Εὐρώπης εἶναι ἡ προμηθεϊκὴ πρόκλησις πρὸς τὴν μοῖραν, εἴτε ἡ μοῖρα λέγεται Ζεὺς εἴτε ἔχει τὸ ὄνομα τῶν Τιτάνων. Προσέξατε τὴν σειρὰν τῶν ὀκτὼ τοιχογραφιῶν ποὺ κοσμοῦν τὴν αἴθουσαν εἰς τὴν ὁποίαν εὐρισκόμεθα. Ἀρχίζουν ἀριστερὰ τῷ εἰσερχομένῳ, παρουσιάζουν τὴν ἐπανάστασιν τῶν Τιτάνων κατὰ τοῦ Διὸς —θὰ ἐλέγομεν σήμερον κατὰ τοῦ κατεστημένου—, ἐμφανίζουν τὴν δημιουργίαν ἑνὸς τρίτου παράγοντος, τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πλαστουργεῖται μὲ τὸν πηλὸν καὶ τὸ πῦρ ἀπὸ τὸν Προμηθέα καὶ ζωντανεύει μὲ τὸ νέκταρ ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ Ἀθηνᾶ, προχωροῦν εἰς τὴν συντριβὴν τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Τιτάνων μὲ τὴν βοήθειαν ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, τοῦ Προμηθέως ἀκριβῶς, κατὰ τοῦ ὁποίου ὅμως στρέφεται μετὰ ταῦτα καὶ ὁ Ζεύς, διότι ὁ Προμηθεύς, αἰώνιος αὐτὸς δημιουργός, δὲν ἐβοήθησε εἰς τὴν συντριβὴν τῶν Τιτάνων διὰ νὰ καθιερώσῃ νέον αὐθέντην, ἐξολοθρευτὴν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ διὰ τοῦτο σύρεται δεσμώτης εἰς τὸν Καύκασον. Ἀλλὰ καὶ ὑφιστάμενος τὸ μαρτύριον τοῦ ἀετοῦ ποὺ κατατρώγει τὸ ἧπαρ του, ἐξακολουθεῖ νὰ προκαλῆ τὸν Δία —καὶ τὴν μοῖραν— καὶ εἰς τὸ τέλος νικᾶ. Διότι πάντοτε ἐπέρχεται εἰς τὴν ἀλληγορίαν τῆς ἱστορίας ἡ λύσις. Εἴτε εἶναι κάθαρσις, εἴτε εἶναι σύνθεσις. Εἰς τὴν πορείαν ὅμως πρὸς τὴν σύνθεσιν —ἢ τὴν κάθαρσιν— οἱ ἀδύνατοι θυσιάζουν ἑαυτοὺς ὅταν δὲν θυσιάζωνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Χείρων ἀπαρνεῖται τὴν ἀθανασίαν καὶ ἀσπάζεται τὸν θάνατον. Καὶ εἰς τὸ τέλος, εἰς τὸν πίνακα ἄνωθεν τῆς θύρας, ἡ σύνθεσις ἐπέρχεται. Ὁ Ζεύς, οἱ Θεοί, οἱ ἀπελευθερωθέντες Τιτᾶνες καὶ ὁ Προμηθεύς, ὁ νικητὴς τῆς μοίρας καὶ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς ἀλλαγῆς, ἐργάζονται διὰ τὴν δημιουργίαν ἑνὸς καλύτερου Κόσμου.
Αὐτὴν τὴν προμηθεϊκὴν ἀναγέννησιν τοῦ Κόσμου καλεῖται νὰ ἐπιτύχῃ, μὲ τὸ ξεπέρασμα τῶν ἰδιαιτέρων συμφερόντων κάθε ἔθνους καὶ κάθε τάξεως καὶ μὲ τὴν συντριβὴν τῶν Τιτάνων, τῆς ἀντιδράσεως κάθε μορφῆς ἀλλὰ καὶ τῆς τυραννίας κάθε μορφῆς, ἡ σημερινὴ Εὐρώπη. Εἰς τὴν σύνθεσιν τὴν ὁδηγεῖ ὁ πύρινος δάκτυλος τοῦ προμηθεϊκοῦ μύθου, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ φιλογενὴς ἱδρυτὴς τοῦ Μεγάρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἠθέλησε νὰ κοσμηθῇ ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ Ἀνωτάτου Πνευματικοῦ Ἱδρύματος τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος, ὡς δεῖγμα τῆς συνεχείας τοῦ ἀρχαίου κλέους, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς δημιουργίας, ποὺ ἔθεσε τὸν ἐλεύθερον ἄνθρωπον κριτὴν καὶ κυβερνήτην, καὶ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, μὲ μόνα του ὅπλα τὴν σκέψιν του καὶ τὸ θάρρος του.
Ὁ αἰώνιος Ἑλληνισμὸς ὁλοκληρώνει ἔτσι τὴν εἰσφοράν του εἰς τὴν δημιουργίαν ἀλλὰ καὶ τὸν συγχρονισμὸν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος, τοῦ ὁποίου, ὅπως εἶπεν ὁ σοφός μας συνάδελφος, ἐξέφρασε τὰ πρῶτα σκιρτήματα, ἀλλὰ καὶ ἔθεσε τὰ πρῶτα θεμέλια ὁ ἐθνικός μας ξεσηκωμὸς τοῦ 1821.
Τὴν ἰδίαν αὐτὴν ἔννοιαν τοῦ πατριωτισμοῦ θὰ συναντήσωμεν καὶ κατὰ τὴν ἀναζήτησιν τῆς σημασίας τῆς ἐθνεγερσίας πρὸς τὰ ἔσω.
Τὸ θεμέλιον τοῦ πατριωτισμοῦ εἶναι, ὅπως ἐσυνειδητοποιήθη μὲ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, ὁ λαϊκὸς ὀπτασιασμὸς τῆς μακραίωνος συνεχείας. Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας ἐπίστευσαν βαθέως ὅτι εἶναι συνεχισταί, ὄχι μόνον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἡ διαμάχη ποὺ ἐκυριάρχησε καθ' ὅλην τὴν διαδρομὴν τῆς βυζαντινῆς περιόδου μεταξὺ Ἐλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ καὶ εἶχε καταλήξει πολλάκις εἰς τρομερὰν ἀδελφομαχίαν, παρὰ τὰς προσπαθείας, ὄχι μόνον τῶν Βασιλέων, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπέκειντο πάντοτε εἰς τοὺς Βασιλεῖς, εἶχεν ἤδη κτίσει ἀπὸ τοῦ 7ου αἰῶνος τὰς βάσεις μιᾶς συνθέσεως ποὺ κατέστη ὅμως κοινὴ λαϊκὴ συνείδησις, κυρίως εἰς τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Χρόνους βαθείας ἐπεξεργασίας τῆς λαϊκῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο χρόνους δημιουργίας, τοὺς ὁποίους ἐπιγραμματικῶς εἶχε χαρακτηρίσει ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ὡς «χρόνους αἰχμαλωσίας καὶ ὄχι δουλείας τοῦ Γένους».
Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος, διεκήρυξεν ὁ Κοραῆς τὸ 1803, δὲν ἐδουλώθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλ' εὑρίσκεται ἀπὸ αἰώνων, καὶ πρὸ δηλαδὴ τῆς πτώσεως τῆς Βασιλευούσης, εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν μὲ αὐτούς. Εἶναι δηλαδὴ prisonnier de guerre et non esclave. Εἰς αὐτὴν τὴν κρυσταλλίνην φράσιν ἐνσωματοῦται ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν χρόνων τῆς Τουρκικῆς κατακτήσεως. Καὶ ἔχει διπλῆν σημασίαν, τὴν ὁποίαν, ὁ μὲν Μέγας Διδάσκαλος τοῦ Γένους εἶπε μὲ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ διαμορφουμένου διεθνοῦς δικαίου τῆς ἐποχῆς, σήμερον ὅμως δυνάμεθα νὰ συμπληρώσωμεν μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ κοινωνικὴν ἐμπειρίαν πού μᾶς κατέλιπον δύο περίπου αἰῶνες θαυμάτων καὶ ταλαιπωριῶν τῆς ἱστορίας μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἱστορίας τῶν λαῶν.
Καὶ οἱ Ἕλληνες καὶ ἄλλοι λαοὶ ὑπῆρξαν πολλάκις ἐξ ἀτυχημάτων ἐξωτερικῶν ἢ ἐσωτερικῶν αἰχμάλωτοι, ἀλλ' ὄχι πάντοτε δοῦλοι. Δοῦλοι ὑπῆρξαν μόνον ὅσοι ἐδέχθησαν τὴν μοῖραν των, εἴτε διότι, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ συνηθέστερον, δὲν εἶχαν τὴν συνείδησιν τῆς ἐθνικῆς των συνεχείας, εἴτε διότι ἔδωσαν εἰς τὸν πατριωτισμόν των ἄλλο περιεχόμενον, ἀρνητικόν συνήθως, ποὺ τοὺς ὡδήγησε εἰς τὴν ὑποταγήν.
Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν ἀπέκτησαν τὴν συνείδησιν τῆς ἱστορικῆς των συνεχείας. Διὰ τοῦτο εἰς αὐτοὺς πρώτους ἐφούντωσεν ἡ ἔννοια τοῦ πατριωτισμοῦ. Οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ἀργότερον, ὅπως εἶπα ἀνωτέρω, κατέκτησαν τὴν μεγάλην αὐτὴν ἔννοιαν καὶ τὴν ἐσυνειδητοποίησαν μὲ τὸν ξεσηκωμόν μας.
Ἀλλ' ἡ Τουρκοκρατία ἀπεκάλυψε ἐν συναρτήσει μὲ τὸν πατριωτισμόν, δηλαδὴ μὲ τὴν πεποίθησιν εἰς τὴν συνέχειαν τῆς κρατικῆς ὑποστάσεως τῆς Ἑλλάδος, καὶ μίαν ἄλλην, σύγχρονον αὐτήν, ἔννοιαν. Τὴν ἔννοιαν τῆς ἐνεργοῦ νομιμότητος. Οἱ Ἕλληνες ἐπίστευσαν ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία συνεχίζετο. Καὶ ὅτι ἀντιπρόσωπος τοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου ἦτο ἡ Ἐκκλησία, ὡς κατ' ἐντολὴν αὐτοῦ ἡγέτις του αἰχμαλώτου Γένους.
Τὸ Ἔθνος ὀφείλει πολλὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του. Οὐδέποτε ὅμως εἶδε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς αὐτοτελῆ πολιτικὴν ἐξουσίαν. Ἡ βασικὴ πολιτικὴ διαφορὰ μὲ τὸν Παπισμὸν εἶναι αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἑλληνικὸν χῶρον ὑπῆρξε πάντοτε εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ Γένους ἐντολοδόχος τοῦ Ἕλληνος Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἷλκε τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Τοῦρκον ὅπως οἱ Ἡγεμόνες τῶν παραδουναβίων χωρῶν, ποὺ ἀπέβλεπαν εἰς τὴν ἀνίδρυσιν μιᾶς πολυεθνικῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Οὔτε καὶ ἀνέλαβε δι' ἀνταρσίας τὴν ἐξουσίαν. Ὅπως εἰς τὸ Βυζάντιον ἦτο ὑποτεταγμένη εἰς τὸν Αὐτοκράτορα, ἔτσι καὶ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν κατ' ἐξυπακουομένην διαταγὴν τοῦ Αὐτοκράτορος, φορέως καὶ ἐμβλήματος τοῦ Ἑλληνικοῦ πλέον καθαρῶς πατριωτισμοῦ, συνεχιστοῦ τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἀναζητεῖ ἀκόμη ἡ γοργόνα, ἀνέλαβε νὰ διαφυλάξῃ τὸ Γένος μέχρις ὅτου «πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς» θὰ ξαναζωντανέψῃ ὁ μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ σύγχρονος ἔννοια τῆς νομιμότητος.
Δὲν ἔχει ἡ ἔννοια αὕτη καμμίαν σχέσιν μὲ τὸ πρακτικὸν δόγμα ὅτι ἡ κατάκτησις ἢ ἡ ἐπανάστασις, ἐφ' ὅσον ἐπικρατήσουν, δημιουργοῦν δίκαιον. Τὸ δόγμα εἶναι ἀκριβές. Στηρίζεται εἰς τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων, δηλαδὴ εἰς τὴν πραγματικότητα τῆς ἀσκήσεως τῆς ἐξουσίας. Καὶ ἡ ἄσκησις αὐτή, οἱανδήποτε καὶ ἂν ἔχῃ ἀφετηρίαν, στηρίζεται εἰς τὴν βίαν. Οἱ τιθέμενοι κανόνες δικαίου εἶναι ὑποχρεωτικοί. Ὑπὸ τὴν Τουρκικὴν κατάκτησιν, ὅπου οἱ δυνάσται ἠθέλησαν νὰ μεταβάλουν τὸ ἰσχῦον δίκαιον, ἐπέβαλον τὴν θέλησίν των. Τοῦτο, π.χ., συνέβη εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν ἀγροτικῶν κτημάτων μὲ τὴν ἀρκετὰ εὐρεῖαν ἐφαρμογὴν ἑνὸς ἀγνώστου εἰς τὸ Βυζάντιον ἀνατολικοφεουδαρχικοῦ συστήματος. Ἐπίσης, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τῆς φορολογίας.
Τὸ ἐφαρμοζόμενον ὅμως δίκαιον εἶναι ὑπόθεσις πρακτική. Ἡ νομιμότης εἶναι ἔννοια μακρᾶς πνοῆς. Προϋποθέτει παγίους θεσμούς, οἱ ὁποῖοι, ὁποθενδήποτε ἐπιβαλλόμενοι, συνδέονται μὲ ὡρισμένας προϋποθέσεις.
Ἡ πρώτη προϋπόθεσις εἶναι ἡ ἰσχὺς τῶν θεσμῶν αὐτῶν καὶ ἔναντι τῶν κατεχόντων de facto τὴν ἐξουσίαν. Ἡ διαδικασία τῆς ἐξελίξεως, τῆς συνεχίσεως τῆς μεταβολῆς τῆς ἐξουσίας, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν θέλησίν της ἀλλ' ἀπὸ τοὺς θεσμούς. Οἱονδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ πολίτευμα, εἴτε μοναρχικὸν εἴτε ἀριστοκρατικὸν εἴτε δημοκρατικόν. Ὑπάρχουν θεσμοὶ εἰς τὴν μοναρχίαν, γραπτοὶ ἢ ἄγραφοι, ποὺ καθορίζουν τὴν διαδοχήν. Εἰς τὸν Σαλικὸν Νόμον ὑπετάσσοντο οἱ βασιλεῖς τῆς Δύσεως.
Δευτέρα προϋπόθεσις τῆς νομιμότητος εἶναι ἡ παράδοσις. Τὸ παρελθὸν κυβερνᾶ εἰς πεῖσμα τῆς δημαγωγίας. Διότι αἱ ρίζαι τῆς ζωῆς τῶν λαῶν πηγαίνουν πολὺ μακριά. Ἡ διακοπὴ τῆς συνεχείας δὲν ἔχει σχέσιν μὲ τὸ πάγιον αἴτημα τῆς ἀλλαγῆς. Εἰς ὅσας ὅμως περιπτώσεις ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ καθίσταται ἐκ τῶν πραγμάτων ὁριστικὴ —ἐκ τῶν πραγμάτων ὅμως, ὄχι ἐκ τῆς θελήσεως ὀλίγων ἀνθρώπων, ὅπως συνέβη μὲ τὴν Τουρκικὴν κατάκτησιν— ἡ διακοπὴ τῆς συνεχείας διασπᾶ μὲν τὴν νομιμότητα, δὲν δημιουργεῖ ὅμως αὐτομάτως νέαν νομιμότητα.
Διὰ νὰ θεμελιωθῇ νέα νομιμότης χρειάζεται μία ἄλλη προϋπόθεσις. Μακροχρόνιος ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν καθολικὴν κοινωνικὴν συνείδησιν τῶν θεσμῶν —ὄχι τῶν προσώπων— ποὺ καθιερώνουν τὴν νέαν νομιμότητα. Θεσμῶν ποὺ κυβερνοῦν καὶ ὑποτάσσουν τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰ πρόσωπα.
Πάντα ταῦτα δὲν ὑπῆρξαν κατὰ τὴν Τουρκικὴν κατάκτησιν. Ὀρθῶς εἶδε ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς τὸ θέμα.
Βεβαίως, καὶ ἡ Ἱερά Συμμαχία τὴν νομιμότητα ἐπεκαλεῖτο. Ὅπως καί, ἀλλοίμονον, ὁ Ὀργανισμός Ἡνωμένων Ἐθνῶν, κηρύσσων τὸ ἀμετάβλητον τῶν συνόρων κατὰ τὸν νόμον του καὶ ἀποστέργων εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν λειτουργίαν τῆς αὐτοδιαθέσεως τῶν λαῶν, ποὺ διακηρύσσει ὁ ἴδιος ἀλλὰ ποὺ παραβλέπει ὅτι συναρτᾶται ἀρρήκτως μὲ τὰς συγχρόνους ἐννοίας τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς διεθνοῦς εἰρήνης διὰ τῆς δημοκρατίας. Αἱ νομιμότητες ὅμως αὐταὶ εἶναι πλασταί, δὲν ἔχουν τὰς ρίζας των εἰς τὴν Ἱστορίαν καὶ δὲν στηρίζονται εἰς τὴν θέλησιν τῶν λαῶν. Δὲν ἠμπόδισεν ἡ Ἱερὰ Συμμαχία τὴν Ἑλλάδα νὰ ἀνακτήσῃ τὴν ἀνεξαρτησίαν της, ὅπως δὲν ἠμπόδισεν καὶ ὁ ΟΗΕ νὰ ἐλευθερωθῇ ἡ Ἀνατολικὴ Βεγγάλη. Ἠμπόδισεν ὅμως, πρὸς τὸ παρὸν τὴν ἕνωσιν τῆς Κύπρου μὲ τὴν μητέρα πατρίδα. Ἄλλην νομιμότητα, εἶχον καὶ ἔχουν εἰς τὴν ψυχὴν των οἱ Ἕλληνες. Νομιμότητα φωτεινήν, δημιουργικήν, πράγματι νόμιμον.
Αὐτὴν τὴν ἔννοιαν τῆς νομιμότητος, ἔννοιαν σύνθετον ἀλλ' ἐν ταυτῷ ἁπλῆν, συνηρτημένην εἰς τὴν ἰδικήν μας περίπτωσιν μὲ τὸν πατριωτισμόν, τὴν βλέπομεν εἰς ὅλα τὰ ἐπαναστατικὰ Συντάγματα, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄκρως δημοκρατικοῦ ἢ τοῦ μοναρχικοῦ των προσανατολισμοῦ. Διότι ἔχομεν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη. Οὐδέποτε ἡ Ἐπαναστατημένη Ἑλλὰς εἶχε τὴν συνείδησιν ὅτι δημιουργεῖ τί τὸ νέον διὰ τῆς ἀνατροπῆς ἑνὸς ὑφισταμένου καθεστῶτος. Ἡ πίστις, ποὺ διέτρεχε τὸ Ἔθνος εἶναι ὅτι ἐλυτρώθη ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ ἐπανῆλθε εἰς τὴν μακραίωνα νομιμότητα τῆς παραδόσεώς του. Ἀποκορύφωμα τῆς πίστεως αὐτῆς ἦτο τὸ πρῶτον πάγιον νομοθετικὸν κείμενον, τὸ ἀναφερόμενον εἰς τὴν εἰσαγωγὴν τοῦ δικαίου. Ἐλέχθη, καὶ ἀπὸ ἐμὲ πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅτι οἱ νόμοι καὶ οἱ κώδικες κρύπτουν ὑπὸ τὴν ξηρότητα τῆς διατυπώσεώς των τὴν ἐποποιΐαν τῆς μεγάλης ἀνθρωπίνης περιπετείας εἰς τὴν μακραίωνα ἐξέλιξίν της.
Εἰς τὸ περιλάλητον διάταγμα τοῦ 1835 καθαρίζονται ὡς ἰσχύον δίκαιον «οἱ νόμοι τῶν βυζαντινῶν ἡμῶν Αὐτοκρατόρων». Ἡ νομιμότης τοῦ Κωνσταντίνου συνεχίζετο διὰ τῶν Συνελεύσεων τοῦ Ἀγῶνος καὶ τοῦ Καποδίστρια μέχρι τοῦ Ὄθωνος. Ἔτι δὲ πλέον, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως τοῦ Διατάγματος τούτου, τὸ ὁποῖον μετὰ ἑκατὸν περίπου ἔτη ἀπεκάλυψε ὁ ἀείμνηστος Τριανταφυλλόπουλος, ἐπροτιμήθη ἡ διατύπωσις «νόμοι τῶν βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων» ἀντὶ τῆς ἀναφορᾶς μόνον εἰς τὸν Ἀρμενόπουλον, ὅπως ἦτο ἡ ἀρχικὴ καὶ σκέψις καὶ πρᾶξις, διότι οὗτοι, οἱ νόμοι τοῦ Βυζαντίου, εἶχον θεσπισθῆ νομοθετικῶς, εἶχον δηλαδὴ τὴν νομιμότητα τῆς καταγωγῆς, ἐνῷ ἡ κωδικοποίησις τοῦ Ἀρμενοπούλου ἦτο ἰδιωτικὴ συλλογή, δυναμένη νὰ χρησιμοποιηθῇ μόνον διὰ τὸ εὔκολον τῆς χρήσεως.
Ἄλλωστε καὶ τὰ προσωρινὰ πολιτεύματα τοῦ Ἀγῶνος, ἀνάλογον εἶχον διατύπωσιν. Ἐψήφιζεν ἡ ἐν Ἐπιδαύρῳ πρώτη Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις: «αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἡμῶν Αὐτοκρατόρων καὶ τοὺς παρὰ τοῦ βουλευτικοῦ καὶ ἐκτελεστικοῦ σώματος ἐκδιδομένους νόμους...».
Ἡ δὲ δευτέρα ἐν Ἄστρει Ἐθνικὴ Συνέλευσις καθώριζε: «Κατὰ μὲν τὰ ἐγκληματικὰ καὶ πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως...».
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον οἱ νόμοι, ποὺ ξεσκεπάζουν τὴν λαϊκὴν πραγματικότητα. Μέχρι πρὸ ὀλίγου ἔζη εἰς τὰς Μυκήνας φύλαξ, ὀνόματι Ἀριστοτέλης, ὁ ὁποῖος, ὁδηγῶν τοὺς ἐπισκέπτας εἰς τὴν πύλην τῶν «Λεόντων», ὅπως ἐσυνηθίσαμεν νὰ λέγωμεν τὴν πύλην τῶν «Λεαινῶν», ἔλεγε: «Ἐδῶ ἦταν τὸ παλάτι τῶν Βασιλέων μας». Ἀνέτρεχεν ὁ πατριωτισμός του εἰς τὰ ς Μυκήνας! Ἀλλὰ μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἄλλο τρανὸν παράδειγμα τοῦ πατριωτισμοῦ αὐτοῦ; Τὰ ὀνόματα τῶν πλοίων, ποὺ ἡτοιμάσθησαν ὡς ἐμπορικά, τάχα, διὰ τὸν ξεσηκωμὸν μὲ τὰς ἐνεργείας τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας εἰς τὴν Ὕδραν, τὰς Σπέτσας, τὰ Ψαρά, τὴν Ἄνδρον, τὴν Κάσον καὶ ἀλλοῦ, εἶχαν ὅλα ἀρχαιοελληνικὰ ὀνόματα. Θεμιστοκλῆς, Περικλῆς, Ἀγαμέμνων, Ἀθηνᾶ, Ἀλέξανδρος, Ἀριστείδης κ.ο.κ.
Αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ καὶ γενικώτερον τοῦ Κόσμου, Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τιμῶμεν σήμερον τὴν ἐπέτειον.
Ἀλλ' ἡ τιμὴ δὲν εἶναι δυνατόν, οὔτε πρέπον, οὔτε ἑλληνικὸν νὰ περιορίζεται εἰς μόνους τοὺς ἑορτασμούς. Πρέπει κάθε φορὰ ποὺ δίδεται ἡ εὐκαιρία, μὲ τὸν ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων σταθμῶν τῆς ἱστορίας μας, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες, ἀπὸ τοῦ ἀνωτάτου μέχρι τοῦ κατωτάτου, νὰ προβαίνωμεν εἰς ἔλεγχον τῆς συνειδήσεώς μας, νὰ ἀντιπαραθέτωμεν ὄχι τὰς πράξεις μας πρὸς τὰς πράξεις τῶν τιμωμένων προγόνων, διότι ἡ ἱστορία δὲν ἐπαναλαμβάνεται, ἀναπλάσσεται, μόνον, ὑπὸ ἄλλας μορφάς, ἀλλὰ τὴν πίστιν μας πρὸς τὴν πίστιν των, τὸν πατριωτισμόν μας πρὸς τὸν πατριωτισμὸν των, τὴν θέλησίν μας διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ Γένους καὶ τὴν νομιμότητα τῆς συνεχείας του, πρὸς τὰ ἰδικά των χαρίσματα.
Δὲν φθάνει δηλαδὴ ἡ ἐπίκλησις τοῦ Σολωμοῦ:
Ὦ τριακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ' ἐμᾶς
τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μὲ σᾶς!
Τὸ κάλεσμα τοῦ Γένους ἐπιβάλλει νὰ εἶναι κάθε νεώτερη γενεὰ καλύτερη ἀπὸ τὴν προηγούμενην. Νὰ διδασκώμεθα μὲν ἀπὸ τὸ κλέος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ὀλισθήματα τοῦ παρελθόντος, νὰ τάσσωμεν ὅμως ὡς στόχον νὰ εἴμεθα —ὄχι νὰ γίνωμεν — «πολλῷ κάρρονες».
Διότι οἱ καιροὶ δὲν εἶναι μενετοί. Ἡ ἀνθρωπότης προχωρεῖ πρὸς ἕνα ἄδηλον ἀλλὰ κοσμογονικὸν μέλλον. Πρέπει νὰ βοηθήσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν οἰκοδόμησίν του, κατὰ τὰς δυνάμεις μας. Οἱ βραδυποροῦντες συνθλίβονται. Καὶ ὅσοι βλέπουν μόνον πρὸς τὰ ὀπίσω, καταρρέουν.
Καὶ αἱ δυνάμεις μας αὐταὶ συναρτῶνται μὲν ἀπὸ τὸ παρελθόν μας, διότι ἔχομεν τίτλους ποὺ ὀλίγοι λαοὶ ἔχουν, ἀλλ' ἐξαρτῶνται καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας θέλησιν, θέλησιν καὶ πίστιν ὁμονοίας, μόχθου καὶ συγχρόνων ἰδανικῶν.
Ἡ πρόκλησις τοῦ διαγραφομένου μέλλοντος προβάλλει ἀπειλητική.
Δὲν εὑρίσκω ἄλλην ἔκκλησιν πρὸς τοὺς Ἕλληνας παρὰ τὸ χορικόν τοῦ «Φαέθοντος» τοῦ Εὐριπίδου, ὅπως τὸ ἐμαθαίναμε στὰ νιάτα μας στὸ Γυμνάσιον, ποὺ παίρνει, σήμερα, ἕνα ἀλλόκοτον συμβολισμόν.
Ἔγρεσθ’ ἔγρεσθ' ἀπὸ κοίτας• ἤδη φέγγος κατὰ γᾶν
γλαυκᾶς ἔλαμψεν Ἕω• φεύγει δι' ἂστρ’ εἰς νύχθ’ ἱεράν.
Τότε θὰ μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ:
«Αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ,
δὲν ἔχω ἄλλο κανέναν.
Μεθύστε μὲ τ' ἀθάνατο
κρασὶ τοῦ εἰκοσιένα.»
|