Σαράντος Ι.
Καργάκος
Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης Μητροπολίτηs Δράμας Η μητρόπολη Δράμας ήταν η πιο ταραγμένη, βασανισμένη και διαρκώς απειλούμενη επαρχία της Μακεδονίας. Ο Χρυσόστομος έφθασε στην πόλη στις 22 Ιουλίιου 1902 κι έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον τοπικό πληθυσμό. Με το πρώτο κήρυγμά του έδωσε πνοή ηρωικού ήθους στο ποίμνιό του, που είδε στο πρόσωπό του ηγέτη χαρισματικό και εμπνευσμένο. Μία μικρή περικοπή αρκεί για να φανεί το μεγαλείο και το πλούσιο λεκτικό μεγαλείο της θείας εκείινης φωνής και πνοής: «Την αποστολήν μου αυτήν εν μέσω υμών θα επιτελέσω κατά τους νόμους της θείας αρμονίας, εάν λειτουργών εμπνεύσω την κατάνυξιν της καρδίας και ουχί απλώς την προσευχήν των χειλέων, εάν εμφυσήσω το θάρρος και την ελπίδα και ουχί την ανίαν και το δέος, εάν ανασύρω τους μαργαρίτας, τους οποίους εγκλείει εις το βάθος πάσα ελληνική καρδία, εάν ανοίξω τους κρουνούς της αγάπης, εάν δώσω παλμόν θάρρους, υπερηφανίας και θυσίας εις όλας τας ψυχάς, εάν συντονίσω τα αισθήματα και ωθήσω εις έργα φωτός» (Λοβέρδος, ένθ.αν. σελ. 65). Ακολούθως ο Χρυσόστομος συγκεντρώνει λεπτομερώς στοιχεία και με αναρίθμητα υπομνήματα ενημερώνει το Πατριαρχείο για τις βουλγαρικές αγριότητες στη Μακεδονία: καταλήψεις εκκλησιών και σχολείων, δολοφονίες προκρίτων, ιερέων, δασκάλων. Παράλληλα ενημερώνει και τις τουρκικές αρχές. Αλλά οι εκθέσεις και τα υπομνήματα μένουν νεκρό κεφάλαιο, όταν στην εγκληματική δράση δεν υπάρχει αντίδραση. Ο Χρυσόστομος σπάει τον κλοιό του φόβου και κηρύσσει την αντίσταση στη βία. Γράφει στο Πατριαρχείο: «Απεφασίσαμεν και ημείς μετά της δημογεροντίας να μετέλθωμεν εν ανάγκη και το έσχατον μέσον της αυτοδικίας, αμυνόμενοι των δικαίων μας, άλλως κινδυνεύομεν να ίδωμεν απογυμνουμένην την μητρόπολιν εκκλησιών και τας κοινότητας σχολείων και τα χωρία κατοίκων υπό την θύελλαν του πυρός και του σιδήρου, την οποίαν εξαπέλυσε το μακεδονικόν κομιτάτον τη ανοχή των τουρκικών αρχών» (Ένθ.αν. σελ. 74). Ακολούθως αρχίζει τις περιοδείες και το κήρυγμα στα χωριά που ολικώς ή μερικώς είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Ο Βόλακος, ή Κλεπούσνα, η Κουμπάλιστα, η Προσωτσάνη, το Ζύρνοβο και άλλα χωριά επανέρχονται στο Παριαρχείο. Ακόμη και η βουλγαρόφωνη Σκρίτζοβα. Σε άλλα χωριά ανοίγει σχολεία και εκκλησίες που είχαν κλείσει μέ την τρομοκρατία οι κομιτατζήδες. Ο Χρυσόστομος για τη δράση του αποσπά τους θερμούς επαίνους του Πατριάρχη. Σ' ένα δυσεύρετο σήμερα βιβλίο, που τυπώθηκε στις Σέρρες τό 1924, με τίτλο «Η Δράμα και η Δραβήσκος»(4), διαβάζουμε το ακόλουθο εγκώμιο για τον Χρυσόστομο: «Εις δε την προσήκουσαν εξύμνησιν του φιλοστοργοτάτου πατρός και ποιμένος του Αποστολικού Θρόνου Φιλίππων και Δράμας και είτα Σμύρνης αειμνήστου Χρυσοστόμου δεν θα εξαρκέση ο ασθενής ημών κάλαμος. Οι παλμοί των καρδιών απαξαπάντων των εν Δράμα και Σμύρνη επαρχιωτών αυτού pάλλουσαι εκ σεβασμού και στοργής προς τον αοίδιμον και ηρωικόν Ιεράρχην και μέγαν άνδρα του έθνους τονίζουσιν εναρμόνιον μέλος λατρείας προς Αυτόν εκ σεβασμού. Η εκκλησία ανέγραψεν ηδη αυτόν εις την πάγχρυσον στήλην των τροπαιοφόρων μεγαλομαρτύρων, η δε ιστορία περιέλαβε εις το δαφνοστεφές ηρώον των μεγάλων του έθνους αγωνιστών». Και ο Δραμηνός ιστορικός τελειώνει το εγκώμιο προς τον Χρυσόστομο λέγοντας ότι στην Ευρώπη πάνω στον τάφο των μεγάλων καλλιτεχνών χαράσσεται λατινιστί ο χαρακτηρισμός «circumspectus», που σημαίνει «περίβλεπτος». Και αυτόν τον προσφυά τίτλο απονέμει στον Χρυστόστομο. Και επιλέγει: «Ούτως και εν απάση τη επαρχία Δράμας μέχρι και του ασημοτέρου ζευγηλατείου τα πάντα φωνούσι "Χρυσόστομος"». Ο Χρυσόστομος γίνεται αμέσως Απόστολος της Μακεδονικής Ιδέας. Όταν η βουλγαρική προπαγάνδα επιτηδείως επιρρίπτει ευθύνες στους Έλληνες ίεράρχες για τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στή Μακεδονία, ο Χρυσόστομος εξεγείρεται και συντάσσει ένα μνημειώδες έγγραφο προς τον Πατριάρχη με το οποίο κατακεραυνώνει την εγκληματικότητα αλλά και τη δολιότητα των Βουλγάρων και παράλληλα εξυμνεί το σθένος, την εγκαρτέρηση και την μαχητικότητα του μακεδονικου λαού. «Αρκεί να είπωμεν, γράφει, ότι τα θύματα κατισχύουσι των δημίων των, ότι το αίμα των εθνομαρτύρων της μακεδονικής γης εγένετο σπορά παράγουσα υπεράφθονον βλάστησιν». Εδραία πεποίθηση του Χρυσοστόμου είναι πως η Μακεδονία δεν πρόκειται, παρά τις τρομερές δοκιμασίες, να χάσει ποτέ την ελληνικότητά της. Γιατί όμως; Ο Χρυσόστομος γράφει: «Διά τον απλούστατον λόγον, ότι η κυρίως Μακεδονία ην και εστί και έσται χώρα καθαρώς ελληνική, ήτις, ίνα καταστή βουλγαρική, απαιτείται ουδέν ολιγώτερον ή αφ' ενός μεν να στραγγαλισθή η Ιστορία και η εθνογραφία, αφ' ετέρου δε να εξολοθρευθώσι τα τρία τέταρτα του λοιπού πληθυσμού αυτής και να κατασκαφώσιν όλα τα σχολεία και αι εκκλησίαι και σύμπασαι, μηδεμιάς εξαιρουμένης, αι κεντρικαί πόλεις της Μακεδονίας και επί τέλους να παραδοθώσιν εις το πυρ και τας φλόγας όλα τά μνημεία αρχαία, βυζαντινά, νεώτερα, μηδενός εξαιρουμένου, χωρίς να φεισθή τις μηδ' αυτών των εν τοις σπλάγχνοις της γης κρυπτομένων, άτινα η σκαπάνη των αρχαιολόγων πολυάριθμα καθ' εκάστην ανασύρει εκ των εγκάτων της γης και άτινα πάντα είναι ελληνικά, και τότε, αλλά μόνον τότε, όταν σβεσθώσι όλα τα φώτα της Ιστορίας και της Στατιστικής, της Γεωγραφίας και της Επιστήμης, τότε, όταν ή Μακεδονία καταστή απ' άκρου εις άκρον εν μέγα κοιμητήριον νεκρών, μίια άγρια έρημος, μία χώρα ερέβους άνευ ιστορίας, άνευ παρελθόντος, άνευ παρόντος, άνευ μέλλοντος, θα καταστή και χώρα βουλγαρική». (Λοβέρδος, ένθ' αν. σσ. 85-86). Λόγω των ανωμάλων συνθηκών που επικρατούσαν τότε στην Μακεδονία, προεκλήθη παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που υποχρέωσε την Πύλη να προβεί σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Την εποπτεία των μεταρρυθμίσεων ανέλαβαν Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι και Ιταλοί αξιωματικοί με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Δε Τζώρτζη πασά, που η έδρα του ήταν στη Θεσσαλονίκη. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις ζώνες και κάθε μία από τιςενδιαφερόμενες δυνάμεις ανέλαβε τη διοικητική οργάνωση μιας από τις ζώνες αυτές. «Κατά κακή σύμπτωσι, γράφει ο Κ. Πολίτης στο βιβλίο του «Χρυσόστομος ο Σμύρνης»(5), την περιφέρεια της Δράμας ανέλαβαν οι Άγγλοι, τους οποίους επηρέαζε απολύτως ο βουλγαρόφιλος ανταποκριτής των "Τάιμς" Μπάουτσερ. Αυτός κατηύθυνε την "μεταρρυθμιστική" πολιτική, ένδιαφερόμενος ζωηρότατα διά την προστασία των βουλγαρικών διεκδικήσεων. Ο Μπάουτσερ ήτο συμπαθής και στους Τούρκους και γι' αυτό η προσπάθειά του ήταν κατοχυρωμένη απ' όλες τις πλευρές. Δεν είχε λοιπόν ο Χρυσόστομος ν' αντιμετωπίση τον βουλγαρικό μονάχα κίνδυνο. Άπειρα προσκόμματα παρεμβάλλοντο στον δρόμο του, τα οποία αντιμετώπιζε με καρτερία και σθένος» (σσ. 25-26). Αλλά για τον Χρυσόστομο Ορθοδοξία σημαίνει Ορθοπραξία. Πέρα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, πέρα από την εθνική του δράση, καταστρώνει και εκπληρώνει ένα πλήρες πρόγραμμα κοινωνικής προνοίας και εκπαιδευτικής πολιτικής. Προτού, όμως, αναφερθούμε σ' αυτό, κρίνουμε σκόπιμο να τονίσουμε μια ιδιαίτερη πλευρά της προσωπικότητος του μεγαλόπνευστου Ιεράρχη: την αγάπη του, προς την αθλούμενη νεολαία. Αυτός ο ζηλωτής των ασκητών, ήταν λάτρης της γυμναστικής. Ήθελε μιαν αθλούμενη και εύρωστη νεολαία, ανθεκτική στους μόχθους και τους κόπους, με σώμα υγιές που να ενοικεί σ' αυτό υγιές πνεύμα. Κάθε χρόνο συνεκέντρωνε στο κεντρικό γυμναστήριο της Δράμας 3.000 μαθητές, άριστα γυμνασμένους, και απένεμε ο ίδιος, ως νέος Ελλανοδίκης, τα βραβεία στους νικητές, ευλογώντας και εκφωνώντας θεσπέσιους λόγους που θύμιζαν τα εγκώμια προς τους αθλητές του Πινδάρου. Εκάλυψε όλη την επαρχία του με γυμναστήρια και τα εφοδίασε όλα με τα πιο σύγχρονα όργανα γυμναστικής. Ήθελε να βλέπει νειάτα γεμάτα λεβεντιά κι όχι κακομοιριά. Και μετά, αναρίθμητα έργα ευποιίας: Ανήγειρε τον περικαλλή μητροπολιτικό ναό της Δράμας, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, δύο ευρύχωρα κτήρια κατεργασίας καπνού με τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές της υγιεινής, νοσοκομείο, φιλανθρωπικό σύλλογο κυριών, νεκροκταφείο κ.λπ. Ανάλογα έπραξε και στα γύρω χωριά, την Τσατά Ατζά, το μαρτυρικό Δοξάτο, την Πρωσοτσάνη, το Ροδολείβος. Στο Κιούπκιοϊ, πατρίδα του Πατριάρχη Νεοφύτου Η' και του Προέδρου Κ. Καραμανλή έκτισε εκκλησία, σχολείο και γυμναστήριο. Στην Αλιστράτη, δεύτερη έδρα της επαρχίας, έκτισε μητρόπολη, γυμναστήριο και ορφανοτροφείο για τα παιδιά που οι γονείς τους σφαγιάστηκαν από τις βουλγαρικές συμμορίες. Στη Μονή Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου ίδρυσε γεωργική σχολή και κάλεσε ειδικό γεωπόνο από την Ιταλία για να διδάξει τους νέους της περιοχής σύγχρονες μεθόδους καλλιεργείας. Στη διάρκεια των 8 έτων που έμεινε στη Δράμα, ο Χρυσόστομος έπραξε πολλαπλάσια των όσων έπραξε το ελληνικό κράτος σε τριπλάσια χρόνια. Ο αριθμός των 34 σχολείων που ίδρυσε είναι επαρκής απόδειξη. Για ν' ανακτήσει σωματικές και ψυχικές δυνάμεις ο Χρυσόστομος το 1906 επισκέπτεται τα Ιεροσόλυμα. Ο ιερός χώρος τον εμπνέει. Κατά την επιστροφή παρακολουθεί στην Αθήνα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906. Οι θεατές τον αποθεώνουν ως αθλητή των εθνικών αγώνων. Οι ελληνικές επιτυχίες τον γεμίζουν ελπίδα για το πεπρωμένο της φυλής. Γυρίζει στη Δράμα με αναπτερωμένο ήθικό. Και συνεχίζει με νέο ενθουσιασμό. Και για να προβάλει όχι την Μητρόπολή του αλλά τη Μακεδονία γενικώτερα, ίδρυσε στους Φιλίππους ναΰδριο πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού, για να υπενθυμίσει στους Χριστιανούς όλης της υφηλίου ότι στα χώματα της Μακεδονίας, στους Φιλίππους ειδικά, ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία της Ευρώπης. Και όταν οι Βούλγαροι άρχισαν την εξόντωση και εκρίζωση των Ελλήνων της Αν. Ρωμυλίας το 1906 (καταστροφή Αγχιάλου, Στενημάχου κ.λπ.), η Μητρόπολη Δράμας έγινε καταφύγιο των διωκομένων. Οι Βούλγαροι στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Τον διαβάλλουν στην τουρκική διοίκηση και πείθουν τον βαλή (=νομάρχη) της Θεσσαλονίκης Ρεούφ να εκδώσει διαταγή στις 26 Απριλίου 1907, με την οποία απαγορεύεται στο Χρυσόστομο να κάνει περιοδείες. Όμως ο απτόητος Μητροπολίτης μεταβαίνει στο Ροδολείβος, για να χοροστατήσει στην κηδεία δολοφονηθέντος από Βουλγάρους Έλληνα πατριώτη. Ο μουτεσαρίφης Δράμας Ζια Πασάς του απαγορεύει να πάει στην Τσατάλτζα, για να εγκαινιάσει τη νέα εκκλησία. Ο Χρυσόστομος του απαντά αγέρωχα: εντολές λαμβάνω μόνο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο ανυπότακτος ιεράρχης κρίνεται επικίνδυνος. Οι Τούρκοι προσπαθούν να μειώσουν τις δικαιοδοσίες του (τον κατηγορούν στην Ιερά Σύνοδο και τον αποβάλλουν από το Διοικητικό Συμβούλιο που υπό την προεδρία του μουτεσαρίφη ρυθμίζει τις τοπικές υποθέσεις). Ο Χρυσόστομος προσφεύγει στη διπλωματία. Απευθύνεται ώς Μητροπολίτης της πρώτης ευρωπαϊκής χριστιανικής εκκλησίας προς τον πρωθιεράρχη της Αγγλίας, τον αρχιεπίσκοπο της Κανταβρυγίας. Παράλληλα, επειδή φοβείται μετάθεση σε κάποια απόμακρη επισκοπή της Ανατολής,απευθύνεται προς τον Αρμάνδο Ποττέν, επιτετραμμένο της Ελλάδος στην Πόλη και του ζητεί, σε περίπτωση μεταθέσεως, να τοποθετηθεί στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, «όπως δυνηθώ, γράφει, να αγωνισθώ εκ νέου εις την πρώτην γραμμήν του πυρός και εν η περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω ως αετός και ουχί να αποθάνω αδρανών εις τινα ορνιθώνα της Ανατολής. Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων έτερόν τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω τό αίμα μου*». Στην κρίσιμη αυτή ερίοδο έπεσε στα χέρια των Τούρκων το απόρρητο βιβλίο αντιγραφής των επιστολών του Χρυσοστόμου. Ήταν η χρυσή ευκαιρία που περίμεναν οι Τούρκοι, για ν' αποδείξουν την ανατρεπτική δραστηριότητά του. Ο μέγας Βεζύρης απαίτησε από το Πατριαρχείο την βίαιη απέλασή του. Ο υπουργός των εξωτερικών της Αγγλίας σερ Εδουάρδος Γκρέυ υπέδειξε και αυτός ανάκληση του Χρυσοστόμου ως εμψυχωτή του Μακεδονικού Αγώνος. Στις 25 Αυγούστου 1907 ο αρχιαστυνόμος Δράμας παρουσιάζεται στον Μητροπολίτη και τον πληροφορεί ότι κατά διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη οφείλει εντός 20 ωρών να εγκαταλείψει την πόλη και ν' αναχωρήσει για Θεσσαλονίκη. «Διαταγάς λαμβάνω μόνον από tο Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινονπόλεως», απάντησε ο Χρυσόστομος. Αλλά και το Πατριαρχείο βρέθηκ προ τετελεσμένου γεγονότος. Έτσι στις 30 Αυγούστου ο Χρυσόστομος αναγκάσθηκε ν' αποχωρισθή το ποιμνιό του. Προηγουμένως έκανε λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό. Όλος ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης και των πέριξ χωριών είχε συγκεντρωθεί εντός και εκτός του ναού. Ο Χρυσόστομος εξεφώνησε θερμόν ενθαρρυντικό λόγο**. Εν τω μεταξύ είχαν φθάσει Τούρκοι αστυνομικοί για να τον συνοδεύσουν μέχρι του τραίνου. Ο Χρυσόστομος μ' ένα περιφρονητικό νεύμα και με μια απλή κίνηση τους υπέδειξε να σηκώσουν τις αποσκευές του και τους μετέτρεψε σε αχθοφόρους του. Ο ίδιος, περικυκλωμένος, για λόγους προστασίας, από τις δασκάλες και τις μαθήτριες και συνοδευόμενος από πλήθη λαού, έφθασε μέχρι του σταθμού. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού ο δημογέροντας Νίκας του είπε δυνατά μια φράση που επιγραμματοποιεί την όλη πατριωτική συνεισφορά του Χρυσοστόμου: - Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια. Μένε ήσυχος. Θα γίνη το θέλημά σου... Ο Γεώργιος Σουρής, τον οποίον οι νεώτερες γενιές στο βαθμό που τον γνωρίζουν, τον γνωρίζουν σαν σατιρογράφο και αγνοούν ότι παράλληλα υπήρξε και εθνικός βάρδος, αφιέρωσε στον Χρυσόστομο πολύστιχο ποίημα με το οποίο εγκωμιάζει τη γενναιότητα του «Ιστορικού Ιεράρχη», όπως τον ονομάζει, και παράλληλα καυτηριάζει την ηττοπαθή στάση του ελληνικού κράτους. Παραθέτουμε την αρχή και το τέλος του ποιήματος: «Στέφανος και για τον Δράμας τον παπά τον ήρωά μας. Άφοβος, ανδρειωμένος για την Πίστι για το Γένος δείχνει στήθος μαχητού μπρος στις λόγχες του στρατού ..................................... ..................................... Και με τούτον τον Παπά κάθε φρόνημα ψηλώνει Κι εγώ βλέπω κάποιο χέρι με σταυρό και με μαχαίρι που το Γένος ευλογεί και το κράτος φασκελώνει(6). _________________________________ Σημειώσεις *Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένη και η επιστολή την οποία έστειλε στον Μεγάλο Χαρτοφύλακα των Πατριαρχείων Μ. Γεδεών στις 14 Σεπτεμβρίου 1906 μόλις πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου: «Τις οίδεν και οπόσους άλλους αδελφούς και ίσως και τον γράφοντα αυτά, αναμένει η αυτή τύχη ». ** Προηγουμένως είχε γράψει ενθαρρυντική επιστολή προς τους δημογέροντες της Δράμας. Σε αυτή μεταξύ των άλλων γράφει: «Όλαι αι πληγαί μας είναι εις το στήθος το οποίον αντετάξαμεν εις τους εχθρούς. Ουδεμίαν πληγήν έχομεν επί των νώτων, ώστε να αισχυνώμεθα. Θα βαδίσωμεν, όπου αν ο δάκτυλος της Θείας Προνοίας μας οδηγήση...»
4. Ευάγγελος Γ. Στρατής: «Η Δράμα και η Δραβήσκος», Σέρραι 1924, σς. 39-40. 5. Κ. Πολίτης: «Ο Χρυσόστομος Σμύρνης» (Έκδοσις της εφημερίδος «Πατρίς», Αθήναι 1434, σς. 25-26). 6. «Ρωμηός, φύλλο της 8ης Σεπτε3μβρίου 1907
|