|
Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Στοχασμοί γύρω από το '21
(23 Μαρτίου 1963)
Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.
Μέρος Δεύτερο
Τὸ παιχνίδι ἦταν μέγα. Ἄρχισε σὰν εἰδυλλιακὸ πανηγύρι, ἔγινε ἡρωικὸ ἔπος, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα φάνηκε, ὅτι εἶχε μέσα του καὶ τὰ σπέρματα τῆς τραγωδίας.
Ἂς ποῦμε δυὸ λόγια γιὰ τὸ πανηγύρι. «Ἦταν πανηγύρι ἀληθινὸ ἡ ἐκστρατεία» τοῦ Πετρόμπεη στὴν Καλαμάτα, γράφει ὁ Σπῦρος Μελᾶς. Πολὺ σωστά. Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ὅταν προχωροῦσε στὴν Ἀρκαδία ὁ Παπαφλέσσας μὲ περικεφαλαία καὶ μ' ἕνα «θεώρατο» καλόγερο, «παπᾶ Τούρταν ὀνομαζόμενον» ὡς προπομπὸ ποὺ κρατοῦσε ψηλὰ ἕνα μεγάλο σταυρὸ στὸ χέρι, ὄχι μόνο στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἔμοιαζε τὸ ξεσήκωμα τοῦ Γένους μὲ πανηγύρι. Δὲν ἔπαψε ποτὲ νἄχῃ λίγο ἢ πολὺ τὸ χρῶμα τοῦτο. Ὁ Μακεδὼν ἀγωνιστὴς ποὺ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν ἡ Σιάτιστα, ὁ Νικόλαος Κασομούλης, διηγεῖται στὸ διαφωτιστικὸ ἔργο του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά» τὴν ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἔκαμε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, ὅταν, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825, κατάφερε καὶ εἶχε τὴν τιμὴ νὰ μπῇ: «Πατήσας τὸ ἔδαφος μὲ ἐφάνη, ὅτι ἐμβῆκα εἰς μίαν πανήγυριν. Ἐνῷ ἀκαταπαύστως ἐξακολουθοῦσεν ὁ πόλεμος εἰς τοὺς προμαχῶνας, πλῆθος στρατιωτῶν καὶ πολιτῶν, μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκοντο εἰς πανήγυριν, ἔτρεξαν νὰ μᾶς ἰδοῦν...» Αὐτὸ εἶναι τὸ αἰώνιο ρωμαίικο, στὴν καλὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ἴδιος ὁ Κασομούλης περιγράφει πῶς, τέσσερα χρόνια πρίν, ἔγινε ἡ πρώτη του συνάντηση μὲ τὸν Κολοκοτρώνη. Εἶχε ἐκπορθήσει ὁ Γέρος τὴν Τριπολιτσά. Τὸν ἀναζήτησε ὁ Κασομούλης, εἰκοσιτριῶν τότε χρονῶν, στὸ σπίτι ὅπου εἶχε ἐγκατασταθῆ. Ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καί, «μὲ τὰ ποτήρια ὅλοι στὸ χέρι», ἄκουγαν τὸν Κολοκοτρώνη νὰ λέη παλιὲς ἰστορίες, «ἰδοὺ καὶ ὁ Π. Μούρτζινος Σπαρτιάτης, χαρούμενος ἐμβαίνει εἰς τὸ τραπέζι». Ὁ Παναγιώτης Τρουπάκης ἢ Μούρτζινος εἶπε στὸν φίλο του καπετὰν Θοδωράκη νὰ προσέχῃ «νὰ μὴ τοῦ τὴν παίξουν» οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί. «Μόνον τοῦτο ἀπεκρίθη ὁ Κολοκοτρώνης• ἄφησε τοὺς κερατάδες, καὶ ἐγὼ τοὺς ταιριάζω, μὴ σὲ μέλλει. Προστάζει ἔπειτα νὰ λαλήσουν αἱ καραμοῦζες καὶ τὰ τύμπανα χορευτικὸν...» Κ' ἐδῶ βέβαια, στὴν ἐλευθερωμένη Τριπολιτσά, ἦταν ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ κάτι τὸ φυσικό, μὲ πρωταγωνιστὴ ἄλλωστε τὸν ὑπερφυσικὸ Κολοκοτρώνη. Ἀλλὰ στὸ Μεσολόγγι, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1825; Κι ὅμως κ' ἐκεῖ ἦταν τὸ πανηγύρι κάτι τὸ πέρα γιὰ πέρα φυσικό. Εἶναι ἡ φύση τοῦ Ἕλληνος ποὺ κάνει συχνὰ καὶ τὴν πιὸ βαρειὰ μοῖρα νὰ χάνῃ τὸ βάρος της καὶ νὰ χορεύῃ, ὅπως τὸ ζητοῦσε ὁ Ζαρατούστρας τοῦ Nietzsche, Ὁ ἐχθρὸς τῆς βαρύτητος.
Τὸ ἡρωικὸ ἔπος —συνάρτηση τοῦ πανηγυριοῦ— εἶναι συνυφασμένο μὲ πλῆθος τοποθεσίες καὶ περιστατικά. Θὰ παραλείψω τὰ πιὸ πολλὰ καὶ θ' ἀναφέρω, σχεδὸν στὴν τύχη, μερικά: Τὸ στύλωμα τοῦ μεγάλου ξύλινου Σταυροῦ μὲ τὰ χέρια τοῦ Γερμανοῦ στὴν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Πάτρα (στὶς 24 Μαρτίου τοῦ 21), Καρύταινα καὶ Λαγκάδια, οἱ Ἱερολοχῖτες στὸ Δραγατσάνι, ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοῦ Ἀκροκόρινθου, ἡρωικές στιγμές καὶ ὁλοκαυτώματα στὰ Σφακιὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τῆς Κρήτης, ὁ Παπανικολῆς στὴν Ἐρεσσὸ τῆς Λέσβου, Ἀλαμάνα καὶ Χάνι τῆς Γραβιᾶς, Κασσάνδρα, Σούλι (ἔστω καὶ ὡς μοιραῖος ἐπίλογος παλαιότερων θρυλικῶν ὡρῶν), Δερβενάκια, ἡ ἀνύψωση τῆς ἑλληνικῆς σημαίας στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1822, ὁ Κανάρης στὴ Χίο, τὸ ξεσήκωμα στὴν ἀπόμερη Σάμο, ὁ Μιαούλης στὸν Πατραϊκὸ κόλπο, στὸν Ἀργολικὸ ἢ καὶ σ' ὁλόκληρο τὸ Αἰγαῖο, τὸ ὁλοκαύτωμα τῶν Ψαρῶν, Μανιάκι, Μεσολόγγι, ἡ ἡρωικὴ ἐξόρμηση καὶ ὁ θάνατος τοῦ Καραϊσκάκη. Ἐπάνω ἀπ' ὅλα —ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ αὐτὴ ἡ ἀξιολόγηση ποὺ τὴν ἐμπνέει ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἡρωισμοῦ μὲ τὸν ἐκ τῶν προτέρων βέβαιο ἢ σχεδὸν βέβαιο θάνατο— οἱ τριακόσιοι νεκροὶ μὲ τὸν μάρτυρα Ἀθανάσιο Διάκο στὴν Ἀλαμάνα, οἱ τριακόσιοι ποὺ ἔπεσαν στὸ Μανιάκι μαζὶ μὲ τὸν «ἐξωλέστατον» Παπαφλέσσα καὶ ἡ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου.
Αὐτὲς ἦταν μερικὲς στιγμὲς τοῦ μεγάλου ἔπους. Καὶ τώρα ἡ τραγῳδία.
Τὸ ἔπος τὸ γράφει ἑνωμένο τὸ Γένος ἢ τὸ γράφουν ὅσοι, σὲ μιὰ κρίσιμη ὥρα, ἐκπροσωποῦν τὸ Γένος ὡς ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη ἰδέα σὲ μιὰν εὐλογημένη τοποθεσία. Τὴν τραγωδία τὴ γράφει ἡ διχόνοια.
Δὲν θἄταν, ὅμως, σπουδαῖοι ἄνθρωποι ὅσοι πῆραν τὴν εὐθύνη ἐπάνω τους γιὰ τὴν ἐπανάσταση (καὶ ἦταν πολλοὶ οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά τους), δὲν θἄταν οἱ ἄνδρες αὐτοὶ προσωπικότητες καὶ ἄτομα ἰσχυρά, ἂν ὁμονοοῦσαν ἀπόλυτα. Ἡ Ἑλλὰς εἶχε ἀνάγκη ἀπ' ὅλους, ἀπ' ὅλους μαζί, ἀλλὰ οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἦταν τόσο δυνατοὶ καὶ τόσοι πολλοὶ πού, μὲ κάποιο ἄλλο νόημα, δὲν τοὺς χωροῦσε ὁ τόπος ποὺ τοὺς ἤθελε ὅλους ἑνωμένους.
Ὑπάρχει μεγάλη δόση φαρισαϊσμοῦ στὶς πατριωτικὲς παραινέσεις ἐκείνων ποὺ ἐξεγείρονται, παίζοντας τὸν ἀνώτερο, γιὰ τὴ διχόνοια ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς μέρες τους, καθὼς καὶ στὶς Ἱερεμιάδες ἐκείνων πού, ὅταν ἐρευνοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ κακό, ὀδύρονται καὶ διαπιστώνουν μὲ ὕφος ὑπέρτατων κριτῶν τὶς ἀδυναμίες, τοὺς ἐγωισμοὺς καὶ τὶς κακίες τῶν μεγάλων πρωταγωνιστῶν τῆς ἱστορίας ποὺ ὁδήγησαν τὸν τόπο σὲ διχασμό. Ἂν ὁ κριτὴς εἶναι ἁπλὸς ἱστορικὸς μελετητής, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ παίξῃ τὸν ἀνώτερο ἄνθρωπο, γιατὶ ἁπλούστατα δὲν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ δράσῃ. Ἄν εἶναι ὁ ἴδιος πολιτικός, τὰ λέει ὅλ' αὐτὰ ἐπειδὴ τὸν συμφέρουν καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ διαιρέσῃ ὁ ἴδιος τὸν τόπο, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀρέσει νὰ τὸν διαιροῦν ἄλλοι εἰς βάρος του. Ὅταν εἶναι κάποιος στὴν ἐξουσία, θεωρεῖ ἀντιπατριωτικὸ νὰ διαιρῆται ὁ τόπος. Ὅταν εἶναι ὁ ἴδιος ἐκτὸς τῆς ἐξουσίας, τὸν διαιρεῖ.
Ὡραία εἶναι, βέβαια, ἡ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζει τὸν Ἀριστείδη νὰ συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεμιστοκλῆ. Λίγο ἀργότερα, ὅμως, ὁ ἴδιος ὁ δίκαιος Ἀριστείδης —ἴσως δικαίως, γιατί εἶδε, ὅτι ἡ ναυτικὴ ἡγεμονία τῶν Ἀθηναίων δὲ μποροῦσε νὰ εὐοδωθῇ μὲ τὶς βιαιότητες τοῦ νικητοῦ τῆς Σαλαμῖνος — ὑποβοήθησε τὴν προσπάθεια τοῦ Κίμωνος, τοῦ πραγματικοῦ «Ἑλληνικοῦ ἡγεμόνος», γιὰ τὴν παραμέριση καὶ τὸν ἀφανισμὸ τοῦ Θεμιστοκλέους. Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ ἄνδρες ποὺ φθάνουν σὲ εὐαγγελικὸ ἀνθρώπινο ὕψος. Ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης —τὴν ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι στὸν ἀγώνα— πῆγε καὶ βρῆκε τὸν Γῶγο Μπακόλα καὶ φίλησε τὸ χέρι του, τὸ χέρι ἐκείνου ποὺ εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του. Δὲν ξέρουμε, ὅμως, τί θἄκανε κι αὐτὸς ὁ Μᾶρκος, ἡ παρθενικώτερη ἴσως ψυχὴ ἀνάμεσα σ' ὅλους τους καπεταναίους, ἂν δὲν τὸν ἔπαιρνε πρόωρα τὸ βόλι τοῦ ἐχθροῦ, θ' ἀκολουθοῦσε, πιθανώτατα, τὸν Μαυροκορδᾶτο, ὅταν ἄρχισαν οἱ μοιραῖες ἔριδες.
Ἦταν, ὅμως, πραγματικὰ μοιραῖες οἱ ἔριδες; Ἡ ἀπάντηση πρέπει νἄναι κατηγορηματικὰ καταφατική. Εἶναι πολὺ ἄνετη, ἀλλὰ ἐπιπολαιότατα πρόχειρη, ἡ κοινωνιολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου. Εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ λέμε, ὅτι οἱ καπεταναῖοι ἦταν μὲ τὸ λαὸ καὶ οἱ πρόκριτοι, οἱ κοτσαμπάσηδες, καθὼς καὶ οἱ Φαναριῶτες, ὀλιγαρχικοί. Πολλοὶ ποὺ ἦταν, ὡς καπεταναῖοι, δῆθεν μὲ τὸ λαό, ἦταν ἀντιδημοκρατικώτεροι καὶ αὐταρχικώτεροι ἀπὸ τοὺς δῆθεν ὀλιγαρχικούς. Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ σημεῖα στὶς ἐμφύλιες ἔριδες ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν κοινωνιολογικὴ ἑρμηνεία. Ὅμως, τὸ βάθος τῶν διαιρέσεων ἦταν ἀνθρώπινο, πολὺ ἀνθρώπινο, κ' ἑρμηνεύεται μόνο ψυχολογικὰ καὶ ἠθικά. Τί κοινωνικὸ συμφέρον εἶχε ὁ ξερριζωμένος γιατρὸς Ἰωάννης Κωλέττης —ὁ ἄνθρωπος ποὺ στὴν ψυχὴ του ἦταν ἰακωβῖνος— νὰ τὰ βάλῃ μὲ τοὺς καπεταναίους, εἰδικώτερα μὲ τοὺς καπεταναίους τοῦ Μοριᾶ;
Προσωπικὸ συμφέρον εἶχε —συμφέρον συνυφασμένο μὲ τὴ φιλοδοξία του—, κοινωνικό, ὅμως, ὄχι. Μπορεῖ ὁ Ἄρειος Πάγος, δηλαδὴ ἡ τοπικὴ διοίκηση τῆς ἀνατολικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος ποὺ τὴν ἀπάρτιζαν πρόκριτοι μὲ ὀλιγαρχικὴ νοοτροπία, νἄβλεπε στὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο τὸν ἥρωα ποὺ τραβοῦσε τὸ λαὸ μὲ τὸ μέρος του. Ὅποια ὅμως καὶ νἄταν ἡ αἰτία ποὺ ἔκαμε αὐτοὺς καί, ὕστερα, τὴν κεντρικὴ κυβέρνηση στὴν Πελοπόννησο ν' ἀποφασίσουν τὴν ἀντικατάσταση τοῦ Ἀνδρούτσου στὴν ἡγεσία τῶν στρατευμάτων τῆς περιοχῆς, ὁ ἴδιος δὲν εἶχε κανένα κοινωνικό, δηλαδὴ ταξικό, συμφέρον ν' ἀμαυρώσῃ τὴ φωτεινή του δράση μὲ τὸ δρᾶμα τῆς Δρακοσπηλιᾶς. Ὅταν ἀφῆκε τοὺς ἄνδρες του νὰ σκοτώσουν τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, τὸν Ἀλέξιο Νοῦτσο καὶ τὸν Χρῆστο Παλάσκα, ποὺ ἦταν παλαιοί του φίλοι —εἶχαν καὶ οἱ τρεῖς ὑπηρετήσει τὸν Ἀλῆ Πασᾶ— ἀντέδρασε ἁπλούστατα ὡς ἄνθρωπος πού, μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενον νὰ παύσῃ νἄναι ὁ ἀπόλυτος ἀφέντης τῆς ἀνατολικῆς Στερεᾶς, προτίμησε νὰ ἰδῇ νεκρούς τοὺς φίλους του. Καὶ τοῦ ἄξιζε, βέβαια, νὰ μείνῃ ὁ ἀφέντης. Ἄν, ὅμως, κάθε ἡρωικὸς καπετάνιος ἔμενε ἀπόλυτος κύριος τῆς περιοχῆς του, πῶς μποροῦσε νὰ πέρασῃ ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τὰ ἀρματολίκια στὴν ἑνιαία πολιτεία; Δίκιο εἶχε, λοιπόν, ὡς ἕνα σημεῖο κ' ἐκεῖνος, δίκιο εἶχαν καὶ ὅσοι πήγαιναν νὰ ἑδραιώσουν τὴν κεντρικὴ διοίκηση. Ἄρα, ἀφοῦ εἶχαν καὶ οἱ δυὸ πλευρὲς δίκιο, εἶχαν καὶ οἱ δυὸ ὡς ἕνα σημεῖο ἄδικο. Στὶς περιπτώσεις ἀκριβῶς αὐτὲς δὲν ὑπάρχει δυστυχῶς λύση ἄλλη ἀπὸ τὴ σύγκρουση. Καὶ πρέπει ἀπέναντι τῶν μοιραίων συγκρούσεων αὐτοῦ τοῦ εἴδους νἄμαστε στὴν κρίση μας ἀνώτεροι, ὄχι παίζοντας τὸν ἀνώτερο καὶ ἀφήνοντας νὰ ὑπονοηθῇ, ὅτι ἐμεῖς δὲν θὰ ἐκάναμε τὰ λάθη ποὺ ἔκαμαν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ κατανοώντας τὰ λάθη τους. Ὅταν κρίνουμε τοὺς ἄνδρες τοῦ παρελθόντος, πρέπει νὰ ξεκινοῦμε ἀπὸ τὴν ὑπόθεση, ὄχι ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους, ἀλλὰ ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπὸ μᾶς.
Πόσο ξένες πρὸς κάθε κοινωνικό, δηλαδὴ ταξικό, νόημα ἦταν πολλὲς ἢ ὡς ἕνα σημεῖο ὅλες οἱ μεγάλες ἀντιθέσεις ποὺ ἀναπτύχθηκαν στὸν ἀγῶνα, βγαίνει καθαρὰ ἀπὸ μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχε ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1822, μὲ δυὸ καπεταναίους τῆς Ρούμελης. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μολονότι ὁ ἴδιος δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ Μοριᾶ, ἔστειλε τὸν γιό του στὴ Στερεά. Καὶ μᾶς διηγεῖται ὁ Γενναῖος (πού, ὅπως κι ὁ πατέρας του, ἀνῆκε στὸν λαϊκὸ τύπο τοῦ καπετάνιου) , ὅτι στὸ Ξηρόμερο, βρῆκε νἄχουν «φιλονεικίαν μεταξύ τους ὁ Βαρνακιώτης μὲ τὸν Τζόγκα διὰ τὸ κόλι τῆς Κατούνας». Τότε ὁ Γενναῖος, ἂν καὶ παλικάρι δεκάξη μόνο ἐτῶν, εἶπε στὸν Τζόγκα καὶ τὸν Βαρνακιώτη: «ἐδῶ δὲν βλέπω νὰ προσπαθῆτε διὰ τὸ γενικὸν καλόν..., ἄλλα φιλονικεῖτε μεταξύ σας διὰ τὰ ἀρματολίκια καὶ διὰ τὰ κόλια• μάλιστα ἐσὺ Βαρνακιώτη εἶσαι στρατηγὸς τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος... Αὔριον τὸ ἔθνος ἠμπορεῖ νὰ σὲ διατάξῃ νὰ ὑπάγῃς εἰς βοήθειαν τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος ἢ καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησον, καθὼς ἐγὼ ἦλθα τώρα καὶ αὔριον θὰ ἔλθουν ἄλλοι• μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον γίνεται τὸ ρωμαίικον καὶ ὄχι μὲ ἀρματολίκια καὶ κόλια. Ὁ δὲ Βαρνακιώτης ἀπεκρίθη, ὅτι τὸ κόλι αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἀδάμ, ὁ δὲ Τσόγκας εἶπεν, ὅτι εἶναι πρὸ καιροῦ ἡνωμένον μὲ τὸ καπετανᾶτον του». Ἀπὸ τότε εἶδε ὁ Γενναῖος, ὅπως γράφει, «ὅτι εἶχαν τὰ φρονήματα... ὡς ἰδιοτελεῖς ἄνθρωποι, καθὼς ἔπειτα ἐφάνη ποὺ ἐπροσκύνησαν εἰς τοὺς Τούρκους, κατ' ἐξοχὴν ὁ Βαρνακιώτης».
Ἂν ἀκούσουμε, τί ἔλεγε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον στὴν Ἐπανάσταση, δὲν ξέρω ποιὸν μποροῦμε ν' ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὴ βαρειὰ κατηγορία τῆς προδοσίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως τὶς μέρες μας, ὁ Ἕλλην ἔχει τὴν τάση νὰ χαρακτηρίζῃ προδότη ὅποιον δὲν συμφωνεῖ μαζί του. Καὶ ὅμως, εἴμαστε ὁ λαὸς ποὺ γέννησε ἴσως τοὺς λιγώτερους προδότες. Ἦταν, τάχα, προδότες ὁ Θεμιστοκλῆς ἢ ὁ Ἀλκιβιάδης ἢ ὁ Ξενοφῶν; Βεβαιότατα, ὄχι! Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Μαραθῶνος ἕως τὴν ὥρα ποὺ ὁ ὕπατος Λεύκιος Μόμμιος κατέστρεψε τὴν Κόρινθο καὶ διέλυσε τὸ κοινὸ τῶν Ἀχαιῶν (ὁ Ἀχαιὸς Πολύβιος βρισκόταν τὴν ἴδια ὥρα μὲ τὸν μαθητὴ καὶ φίλο του Σκιπίωνα Αἰμιλιανὸ στὴν Καρχηδόνα, χωρὶς νἄναι διόλου προδότης), εἶναι ζήτημα, ἂν πραγματικοὶ προδότες ἦταν περισσότεροι ἀπὸ δυὸ —δυὸ μέσα σὲ τριακόσια πενήντα χρόνια—: ὁ Ἐφιάλτης («τοῦτον αἴτιον γράφω», εἶπε ὁ Ἡρόδοτος) καὶ ὁ Καλλικράτης ποὺ κατέδωσε καὶ παρέδωσε, μετὰ τὴ μάχη τῆς Πύδνας, τοὺς χίλιους ὁμοεθνεῖς του Ἀχαιοὺς (ἀνάμεσά τους καὶ τὸν Πολύβιο) στοὺς Ρωμαίους. Μπορεῖ καὶ νὰ ὑπερβάλλω. Μπορεῖ νἄταν προδότες καὶ ἄλλοι πέντε-δέκα. Ὄχι, ὅμως, περισσότεροι. Καὶ ἦταν ἄσημοι καὶ ἀσήμαντοι. Δὲν ἔγιναν γνωστοὶ παρὰ μόνον ὡς προδότες.
Προδότης εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ εἴτε διευκολύνει τὸν ἐχθρὸ σὲ μιὰ συγκεκριμένη πολεμικὴ ἐνέργεια κατὰ τῆς πατρίδος του (τέτοιος ἦταν ὁ Ἐφιάλτης, μολονότι κι αὐτὸς ἦταν προδότης μᾶλλον περιττός, γιατί τὸ μονοπάτι θὰ τὄβρισκε ἴσως καὶ μόνος του ὁ Ὑδάρνης, ὅπως τὸ βρῆκαν, στὸ 279 π.Χ., ὁ Βρέννος, καὶ στὸ 191 π.Χ. ὁ Κάτων ὁ πρεσβύτερος) ἢ καταδίδει στὸν ἐχθρό καὶ ἐκθέτει σὲ βαρειὰ δοκιμασία συμπατριῶτες του, ὅπως τὄκαμε ὁ Καλλικράτης. Ὅταν οἱ ἀντικειμενικὲς περιστάσεις —καὶ ὄχι ἡ ὑποκειμενικὴ διάθεση— ἀνάγκασαν τὸν Θεμιστοκλῆ νὰ καταφύγῃ στὸν βασιλέα τῶν Περσῶν ἢ τὸν Ἀλκιβιάδη στὴ Σπάρτη, τὶς πράξεις τους αὐτὲς δὲ μποροῦμε νὰ τὶς ὀνομάσουμε προδοσία. Ἂν θέλετε, περισσότερο ἀξιοκατάκριτος ἦταν ὁ Ξενοφῶν πού, χωρίς νὰ τοῦ τὸ ἐπιβάλουν οἱ ἀντικειμενικὲς περιστάσεις, ἀκολούθησε τὸν Ἀγησίλαο κ' ἐπολέμησε, στὸ 394 π.Χ., τοὺς συμπολῖτες του πλάϊ στὴν Κορώνεια, παρά ὁ Ἀλκιβιάδης πού ἡ κακία καὶ ὁ φθόνος τῶν ἀντιπάλων του τὸν ἀνάγκασαν νὰ καταφύγῃ στὴ Σπάρτη.
Καὶ στὴν ἐπανάσταση τοῦ 21 κανένας Ἕλλην ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς καὶ ὀνομαστοὺς δὲν ἦταν προδότης. Οὔτε κὰν ἐκείνους μποροῦμε νὰ κατηγορήσουμε γιὰ προδοσία πού, ὅπως ὁ Βαρνακιώτης καὶ ὁ Ὀδυσσεύς Ἀνδροῦτσος, γύρισαν καὶ πῆγαν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία, μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Καποδίστρια, ἦρθε καὶ συγχώρησε τὸν Βαρνακιώτη. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1824 εἶχε ἀποκηρυχθῆ ὡς προδότης, γιατί εἶχε συνοδεύσει τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου. Πέντε χρόνια ἀργότερα, ὁ φωτισμένος κυβερνήτης τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐκκαθαρίσῃ τὴ δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κι ὁ Βαρνακιώτης κατάλαβε, ὅτι εἶχε χρέος νὰ ὑπακούσῃ• ἔδιωξε τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ Ξηρόμερο καὶ ἀπελευθέρωσε κι αὐτὸ τὸ Μεσολόγγι. Καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο ποὺ ἡ ἀπόγνωση τὸν ὁδήγησε, στὸ 1825, στὴν ἀπόφαση νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸν πασᾶ τῆς Εὐβοίας καὶ πού, ἀφοῦ παραδόθηκε ὕστερα στὸν Γκούρα, στὸ παλιό του πρωτοπαλίκαρο. βρῆκε φριχτὸ θάνατο ἐπάνω στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, τὸν ἀνέβασαν οἱ μαχόμενοι Ἕλληνες, πρὶν ἀπελευθερωθῇ ἀκόμα ἡ Ἑλλάς, στὴν «ἐξαίρετον τάξιν» τῶν μεγάλων ἀγωνιστῶν. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1826, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ θάνατό του, κρίθηκε ἐθνικὰ ἰσότιμος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Καραϊσκάκη καὶ τὸν Μᾶρκο Μπότσαρη.
Ἀλλὰ μήπως καὶ ὁ Καραϊσκάκης δὲν κατηγορήθηκε, δὲν δικάσθηκε καὶ δὲν ἀποκηρύχθηκε, τὸ 1824, ὡς «ἐπίβουλος τῆς πατρίδος καὶ προδότης;» Καὶ εἶναι βέβαιο, ὅτι, ὅταν αἰσθάνθηκε πληγωμένο τὸ φιλότιμό του, ἔκαμε πράξεις ποὺ ἦταν ἐθνικὰ ἀνεπίτρεπτες κ' ἔφθασε ἴσως κι ὥς τὸ σημεῖο νὰ συνεννοηθῇ ἢ νὰ θέλη νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸν ἐχθρό. Ἡ σύγχυση ποὺ προκάλεσε στὴν παιδική του σκέψη —οἱ ἥρωες εἶναι συνήθως παιδιὰ (καὶ μεσ' στὸ παιδὶ παλεύει ἀκόμα ὁ ἄγγελος μὲ τὸ διάβολο) — ἡ πικρία καὶ ἡ ἀπόγνωση, τὸν ἔκαμαν νὰ εἶναι «εὔκολος», ὅπως γράφει ὁ Κασομούλης, «νὰ κάμη καὶ τὸ μεγαλύτερον κακόν». Ὁ ἴδιος, ὅμως, ὁ Κασομούλης, ὀπαδὸς τότε τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ διώκτης τοῦ Καραϊσκάκη, προσθέτει, ὅτι «νὰ προδώσῃ τὴν πατρίδα», αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον. Καὶ δὲν τὴν ἐπρόδωσε. Ἔκαμε λάθη τὸ μεγάλο αὐτὸ παιδί. Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ὅταν οἱ περισσότεροι ἦταν ψυχικὰ πεσμένοι, κατάφερε νὰ ἐνσαρκώσῃ μὲ τὸν ὡραιότερο καὶ ἡρωικότερο τρόπο τὸ Ἔθνος. Ὁ Καραϊσκάκης, ὁ «ἐπίβουλος τῆς πατρίδος», ἔγινε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἡ Πατρίδα ἡ ἲδια.
Ὅλα αὐτὰ τὰ σκοτεινὰ σημεῖα —ἐπιστρέφω τώρα στὴ βασική μου σκέψη— ἦταν συνάρτηση τοῦ μεγάλου ἑλληνικοῦ φωτός. Μόνο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὁ ἥλιος, γεννάει καὶ νύχτες. Ἂν δὲν ἦταν πολλὲς καὶ πολὺ ἰσχυρὲς οἱ προσωπικότητες ποὺ ἀναδείχθηκαν στὸν ἀγῶνα, δὲν θὰ εἴχαμε καὶ τὶς συγκρούσεις, δὲν θὰ εἴχαμε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Δὲν ἀρκοῦσαν, ὅταν ἄρχισε καὶ προχώρησε ὁ ἀγώνας καὶ εἶχαν ὅλοι ἀνακατευθῆ μεταξύ τους, τὰ κοινωνικὰ ἐλατήρια γιὰ νὰ ὁδηγήσουν στὶς τραγικὲς ὧρες ποὺ ἐσήμαναν μὲ ἦχο βαρὺ καὶ σχεδὸν πένθιμο στὸ 1823 καὶ στὰ ἑπόμενα ἔτη. Ἔθνος λιγώτερο ζωντανὸ —ἔθνος ποὺ θὰ εἶχε γεννήσει λιγώτερα ἰσχυρὰ ἄτομα— δὲν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴ δοκιμασία τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἔφθανε στὸ μέγα σάλπισμα τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Μακιαβέλλι, ὁ σοφὸς ρεαλιστὴς καὶ ἠθικὰ εἰλικρινέστατος ἱστορικὸς κριτικός, παρατηρεῖ ὀρθότατα στὸ ἔξοχο ἔργο του «Discorsi sopra la prima Deca di Tito Livio», ὅτι οἱ ἐμφύλιες διενέξεις τῶν Ρωμαίων εἶχαν ἀποτελέσει καὶ σύμπτωμα καὶ παράγοντα τῆς ἰσχύος τῆς Ρώμης. Μόνον ὅπου δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρὰ λαϊκὰ στρώματα καὶ ἰσχυρὲς προσωπικότητες, δὲν ὑπάρχουν ἐσωτερικὲς συγκρούσεις. Καὶ μόνο λαοὶ ἀδύνατοι καὶ ἀσήμαντοι δὲν γεννοῦν ἰσχυρὰ ἄτομα, ἀσυμβίβαστα μεταξύ τους.
Πῶς μποροῦσαν νὰ συμβιβασθοῦν ὁ Μαυροκορδᾶτος καὶ ὁ Κολοκοτρώνης; Ὀρθότατα παρατηρεῖ ὁ Διονύσιος Κόκκινος, ὅτι οἱ δυὸ αὐτοὶ ἄνδρες ἦταν «αἱ δύο μεγαλύτεραι προσωπικότητες τοῦ ἀγῶνος, ἐξ ὅσων διεχειρίσθησαν τὴν ἐξουσίαν μέχρι τῆς ἀφίξεως τοῦ Καποδίστρια». Ἐπειδή, ἀκριβῶς, ἦταν «αἱ δύο μεγαλύτεραι προσωπικότητες», δὲ μποροῦσαν νὰ συνυπάρξουν ὁμαλὰ καὶ ἄνετα. Ἦταν κάτι ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς δυνάμεις τοῦ καπετὰν Θοδωράκη ν' ἀνεχθῇ τὴ «βελάδα» τοῦ Μαυροκορδάτου. Κ' ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίξῃ ἐπάνω στὴν ἀνυπόφορη γι' αὐτὸν «βελάδα» τὰ λεμόνια ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκωνται μιὰ μέρα πλάι του, ὅταν, σὲ μιὰ σύσκεψη, τὰ εἶχαν φέρει γιὰ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη ποὺ ἦταν ἀδιάθετος. Τὰ λεμόνια καὶ ὁ Μαυροκορδᾶτος ἦταν δυὸ παραστάσεις ποὺ εἶχαν συνυφανθῆ στὴ σκέψη τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ ἴδιος μᾶς διηγεῖται στὰ ἀπομνημονεύματά του μιὰ σκηνὴ ποὺ σημειώθηκε, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1823. Ὁ Μαυροκορδᾶτος ποὺ ἔβλεπε ἀδύνατη τὴ συνύπαρξή του στὸ Ἐκτελεστικὸ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, δέχθηκε (ὕστερ' ἀπὸ πολλὲς ἀντιρρήσεις ἢ σκόπιμες δυστροπίες) τὴν προεδρία τοῦ Βουλευτικοῦ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ καπετὰν Θοδωράκη πού, ὅταν τὄμαθε, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Ὅταν πῆγε ὁ Μαυροκορδᾶτος νὰ τὸν κατευνάσῃ καὶ τὸν χαιρέτισε εὐγενικὰ καὶ γελαστός, τὸν ἔβαλε μπροστὰ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ τοῦ εἶπε: «Σοῦ λέγω μὴν καθίσῃς πρόεδρος, διότι ἔρχομαι καὶ σὲ διώχνω μὲ τὰ λεμόνια, μὲ τὴ βελάδα ποὺ ἦρθες»! Καὶ ὁ Μαυροκορδᾶτος παραιτήθηκε —μέσα του διασταυρώθηκαν ὁ φόβος μὲ τὴν ἠθική του ἀνωτερότητα καὶ ἀξιοπρέπεια— κ' ἔφυγε γιὰ τὴν Ὕδρα. Ἀπ' ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν Ὕδρα, ξεκίνησε ὕστερα ἡ βίαιη ἀντίθεση τῶν Κουντουριωταίων πρὸς τὸν Κολοκοτρώνη ποὺ κύριος, ὅμως, ὑποκινητής της δὲν ἦταν ὁ Μαυροκορδᾶτος, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης Κωλέττης. Καὶ τότε γράφηκαν —ἀπὸ τὸ 1824, μὲ τὸ φόνο τοῦ Πάνου, τοῦ πιὸ καλλιεργημένου γιοῦ τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ γαμβροῦ τῆς Μπουμπουλίνας, ποὺ ἔκαμε τὸν ἀγέρωχο πατέρα νὰ πῆ, ὅτι ἀπ' ἐδῶ κ' ἐμπρὸς «δὲν εἶναι πλέον εἰς κατάστασιν νὰ σκεφθῆ», καὶ μὲ τὴν πρόσκληση καὶ κάθοδο τοῦ Ἰωάννου Γκούρα στὸ Μοριᾶ— οἱ φοβερὲς ἐκεῖνες σελίδες ποὺ γέμισαν τὴν Ἑλλάδα μὲ πάθος, μῖσος, πένθος, ἀλλὰ καὶ μετάνοια.
.
Ποιοὶ ἔφταιγαν; Ὅλοι καὶ κανένας. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Τοῦρκος εἶχε, εἰδικώτερα στὴν Πελοπόννησο, σιωπήσει. Προετοίμαζε τὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ αἰγυπτιακὴ ἔκπληξη μὲ τὸν γενναῖο καὶ ὕπουλο Ἰμπραὴμ ὡς μάστιγα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, οἱ Ἕλληνες, ἀφοῦ δὲν εἶχαν ποιὸν νὰ χτυπήσουν, χτυπήθηκαν μεταξύ τους. Ἀπὸ τὸ χάος δὲν δημιουργεῖται ἀνώδυνα ὁ κόσμος, ἡ τάξη, τὸ κράτος. Ὁ Ἰωάννης Μακρυγιάννης, ποὺ στὸ 1824 ἦταν 27 χρονῶν, βρέθηκε —ὁ Ρουμελιώτης στὸ Μοριᾶ— μπλεγμένος στὸν ἐμφύλιο πόλεμο, πιστὸς στὸν Γεώργιο Κουντουριώτη καὶ τὴν κυβέρνηση, ἐχθρός τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὅταν ἔγραψε τὰ «ἀπομνημονεύματά» του, ἐξομολογήθηκε στὸν ἀνώνυμο ἀναγνώστη, στὶς ἄπειρες ἑλληνικὲς γενεὲς τοῦ μέλλοντος, ὅτι ἔμπλεξε στὸν ἐμφύλιο πόλεμο, γιατί «δὲν ἤξερε κανεὶς τί νὰ κάμῃ...»! Ναί, ἔτσι γράφεται συχνὰ ἡ ἱστορία• γράφεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν τί νὰ κάμουν καὶ πού, ὑποχρεωμένοι νὰ πάρουν θέση, τάσσονται μὲ τὴ μιὰν ἢ τὴν ἄλλη μερίδα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἀπ' ἔξω.
Ὅ,τι κακὸ κι ἂν ἔκαμαν οἱ ἄνδρες τῆς ἐπαναστάσεως, τὸ κακὸ ἦταν ἀσύγκριτα μικρότερο ἀπὸ τὸ καλὸ ποὺ εἶχαν κάμει. Κ' ἦταν, βέβαια, καὶ δυὸ τρεῖς ποὺ οἱ περιστάσεις —ἴσως καὶ ἡ ἰδιοσυγκρασία τους— τοὺς κράτησε μακριὰ ἀπὸ τὸ κακό. Τέτοιος ἦταν ὡς ἕνα σημεῖο ὁ θαυμάσιος Ψαρριανός, ὁ Κωνσταντῖνος Κανάρης.
Στὶς 15 Δεκεμβρίου τοῦ 1859, ἡ Σουηδὴ φίλη μας Fredrika Bremer ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν «γηραιὸν ἄνδρα τῆς ἐλευθερίας», ὅπως τὸν ὀνομάζει, καὶ νὰ τοῦ προσφέρῃ μιὰν ἀνθοδέσμη. Δὲν λέει, ὅτι τὸν ἤξερε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Victor Hugo. Τὰ κατορθώματά του τὰ εἶχε διαβάσει στὸ ἱστορικὸ σύγγραμμα τοῦ Zinkeisen. Ὁ Κανάρης, ἑβδομήντα περίπου ἐτῶν, βγῆκε νὰ τὴν προϋπαντήσῃ• κ' εἶχε νεανικὴ ζωηρότητα στὶς κινήσεις του. Ἡ γυναίκα τοῦ πυρπολητοῦ, «μιὰ ὡραία ἐπιβλητικὴ ἡλικιωμένη κυρία» φοροῦσε ψαρριανὸ κοστούμι, ἐνῷ ἐκεῖνος ἦταν ντυμένος εὐρωπαϊκά. Ἡ Fredrika —μὲ διερμηνέα τὸν ἔξοχο ἀμερικανὸ Ἰωάννη Hill ποὺ μὲ τὴν ἰσάξια σύζυγό του ἵδρυσε τόσα σχολεῖα στὴν Ἑλλάδα— εἶπε, ὅτὶ εἶναι εὐτυχὴς ἀντικρύζοντας τὸν ἄνδρα ποὺ γιὰ τὰ ἔργα του τῆς εἶχε μιλήσει τόσο, ὅταν ἦταν νέα, ὁ πατέρας της.
Ὁ Κανάρης ἀπάντησε, ὅτι «εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέτρεψε σ' ἕνα μικρὸ ναυτικὸ ἑνὸς ἑλληνικοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ νὰ κάμῃ γιὰ τὴν πατρίδα του κάτι ποὺ ἔκαμε τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγῶνα συμπαθῆ σὲ χῶρες τόσο μακρινές»!
«Ἦταν ἀληθινὰ μιὰ ὡραία ἀπάντηση», γράφει ἡ Fredrika. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησε, ἂν αἰσθάνθηκε σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του φόβο, ὁ Κανάρης ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα τέτοιο πρᾶγμα δὲν μπαίνει ποτὲ στὸ νοῦ μας. Ὁ κίνδυνος μᾶς διεγείρει. Τὸ τουφεκίδι καὶ ἡ μάχη μοιάζουν μὲ μουσική».
Ὁ σεμνὸς ἥρως δὲν ἔδωσε, ὅπως βλέπουμε, τὴν ἀπάντηση γιὰ λογαριασμὸ μόνο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐχρησιμοποίησε τὸ πρῶτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ. Μίλαγε γιὰ λογαριασμὸ τῶν Ἑλλήνων γενικά. Ἀλλά, ὅταν ἦρθε ὁ λόγος γιὰ τοὺς γιούς του ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸ Ναυτικό, δὲν μπόρεσε ν' ἀποφύγῃ νἄναι κι αὐτὸς Ρωμηός. Διατύπωσε τὸ παράπονό του γιὰ τὴν καθυστέρηση τῆς προαγωγῆς τῶν γιῶν του καὶ τἄβαλε μὲ τὴν Κυβέρνηση!
|
|
|