image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Χάρις Καλλιγά

Μοριάς: Μονεμβασία καί Μυστράς

[Ευχαριστώ πολύ θερμά τους Thames & Hudson για την άδεια να χρησιμοποιήσω τα παραθέματα από το “A Traveller’s Alphabet. Partial Memoirs”, Λονδίνο, 1991, όπως και τη Δρα Aν Σούκμαν. Η επιστολή στο τέλος αυτού του κειμένου απευθυνόταν προς εμένα, το 1998.]


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ σερ Στήβεν Ράνσιμαν είχε ιδιαίτερη ευαισθησία για κάποιους τόπους της Ελλάδας.

Όταν συναντήθηκα για πρώτη φορά μαζί του πριν από 25 χρόνια, στο Μπέρμιγχαμ, σε ένα από τα πρώτα Βυζαντινά Συμπόσια που είχε αρχίσει να οργανώνει ο Άντονυ Μπράυερ και που έγιναν σταδιακά θεσμός, μιλήσαμε για τη Μονεμβασία, τον τόπο όπου είχαμε εστιάσει και το επαγγελματικό αλλά και το επιστημονικό μας ενδιαφέρον με τον Αλέξανδρο Γ. Καλλιγά. Μου ανέφερε με συγκίνηση ότι ήταν το πρώτο μέρος που γνώρισε από την Ελλάδα. «Η τρομακτική ομορφιά του τόπου παραμένει αξέχαστη», αναφέρει στην εισαγωγή που μου έκανε την τιμή να γράψει στο βιβλίο μου για τη Βυζαντινή Μονεμβασία. Όπως τονίζει με πολλή έμφαση στα γραπτά του, αντιπαθούσε πολύ έντονα, σε όλη την Ελλάδα, τα γνωστά, τουριστικά μέρη. Και όταν, προς τα τέλη της δεκαετίας του '70, πολλοί φίλοι που διδάσκουν Βυζαντινή Ιστορία σε βρετανικά πανεπιστήμια ενδιαφέρθηκαν να οργανώσουμε σειρές θερινών μαθημάτων στη Μονεμβασία, ίσως γιατί φοβήθηκε την επίδραση που θα είχαν στην εξέλιξη του τουρισμού, μας είπε: «Αφήστε τη Μονεμβασία ήσυχη». Αλλά εκτός από το δεσμό που είχε αναπτύξει με τη Μονεμβασία και την αγάπη του για τον επιβλητικό βράχο, που ξεπερνούσε την πρώτη εκείνη ανάμνηση,το ενδιαφέρον του απλωνόταν πιο πέρα, στον Μυστρά και ολόκληρο τον Μοριά.

Το 1991 κυκλοφόρησε το βιβλίο ‘A Traveller’s Alphabet. Partial Memoirs, δηλαδή «Μερικά απομνημονεύματα» ή μήπως «Μεροληπτικά»; Είναι ένα βιβλίο αλλιώτικο από τα γνωστά έργα του Ράνσιμαν καί, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει ως τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά. Το βιβλίο είναι οργανωμένο σε 26 κεφάλαια, όσα και τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου, και στο τέλος υπάρχει ένα ακόμη κεφάλαιο. Κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε έναν τόπο που το όνομά του αρχίζει με το γράμμα αυτό του αλφαβήτου. Για καθέναν από τους τόπους αυτούς, πού εκτείνονται από την Αλάσκα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την Κίνα,τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία, περιλαμβάνοντας την Αίγυπτο, τη Δαμασκό και τη Ρουμανία, ή την Ουρ των Χαλδαίων, συμπυκνώνει σκέψεις, εμπειρίες, αντιδράσεις, σχόλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα κεφάλαιο δεν αναφέρεται στην πατρίδα του, τις Βρετανικές νήσους και τη Σκοτία.

Με δικά μας, κοντινά, μέρη σχετίζονται τρία κεφάλαια: Ένα, στο Α, το αφιερώνει στον αγαπημένο του Άθω, στο Άγιο Όρος. Ένα κεφάλαιο στο Ι, στην Κωνσταντινούπολη-Ισταμπούλ, όπου έζησε και δίδαξε, «ζητώντας συγγνώμη από τους έλληνες φίλους μου», γράφει, «το οποίο είναι στην πραγματικότητα παραφθορά των μεσαιωνικών ελληνικών λέξεων "στην πόλιν"». Και, στο Μ υπάρχει το κεφάλαιο Μorea: Monemvasia and Mistra, που αρχίζει ως εξής:

Η Ελλάδα είναι για μένα μια δεύτερη πατρίδα. Αλλά,αν προσπαθούσα να πω όλες μου τις εμπειρίες εκεί πηγαίνοντας πάνω κάτω στην ηπειρωτική Ελλάδα ή ανάμεσα στα νησιά, δεν θα έμενε και πολύς χώρος να καλύψει ένα βιβλίο τα ταξίδια μου και σε άλλες χώρες. Πρέπει λοιπόν να περιοριστώ σε τόπους που αρχίζουν με το γράμμα Μ. Ευτυχώς περιλαμβάνουν πολλούς από αυτούς που αγαπώ περισσότερο. Υπάρχει η Μακεδονία...

Και λίγο πιο κάτω μιλάει για τα Μετέωρα, το Μέτσοβο, τη Μήλο και άλλα μέρη.

Ακόμη πιο νότια είναι εκεί που αισθάνομαι πιο ευτυχισμένος στην Ελλάδα. Η μεγάλη χερσόνησος, γνωστή στους αρχαίους χρόνους και ξανά πάλι σήμερα ως Πελοπόννησος, αλλά για την οποία προτιμώ το πιο μελίρρυτο όνομα Μοριάς, όπως η «μουριά»... Είναι το μέρος της Ελλάδας όπου έχει κανείς με τον καλύτερο τρόπο συνείδηση του Μεσαίωνα.

Παρά το γεγονός ότι η γνωριμία του με την Ελλάδα άρχισε από τη Μονεμβασία, ας εξετάσουμε πρώτα τη σχέση του με τον Μυστρά, όπου πρωτοπήγε το 1928.

«Έμεινα τρεις μέρες στη Σπάρτη και περπατούσα κάθε μέρα τα τέσσερα μίλια ως το σύγχρονο χωριό του Μυστρά και το ένα μίλι ως την πύλη της παλιάς πόλης. [...] Τα ερείπια ήταν σχεδόν αποκλειστικά δικά μου, εκτός από έναν ηλικιωμένο βοσκό κατσικιών, που περνούσε το κοπάδι του κάθε απόγευμα μέσα από τα ερείπια, και εκτός επίσης από τις μοναχές της μονής που είναι συνδεδεμένη με το ναό της Θεοτόκου Παντάνασσας. [...]

Ξαναπήγα στον Μυστρά για μία μέρα το 1947. [...]

Τον Σεπτέμβριο του 1976 οργανώθηκε στην Αθήνα το 15ο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών. Λίγο νωρίτερα έλαβα ένα μήνυμα και μου ζητούσαν να φροντίσω να έρθω στην Ελλάδα λίγες μέρες πριν από την επίσημη έναρξη του Συνεδρίου, για να παραστώ σε μια τελετή του Μυστρά. Μετά από λίγο άκουσα τη φήμη ότι επρόκειτο να δώσουν το όνομά μου σε ένα δρόμο στη μικρή σύγχρονη πολιτειούλα κάτω από τα ερείπια. Όταν ήμουν στην Αθήνα υπεύθυνος του Βρετανικού Συμβουλίου για δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, μια από τις ευτυχέστερες υποχρεώσεις μου ήταν να δίνω υποτροφίες για τη Μεγάλη Βρετανία σε νέους και πολλά υποσχόμενους Έλληνες. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν άξιοι υποψήφιοι ανάμεσα στη γενιά που μεγάλωσε κατά τη διάρκεια των χρόνων που η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο. Οι περισσότεροι δικαίωσαν τις υποτροφίες τους και μπόρεσαν μετά να παίξουν κάποιο ρόλο στην ελληνική δημόσια ζωή. Ένας από αυτούς ήταν πλέον βουλευτής Σπάρτης.[...]

Νωρίς το πρωΐ, στις 2 Σεπτεμβρίου 1976, ξεκινήσαμε από την Αθήνα μια πομπή τριών αυτοκινήτων. Ταξίδεψα με το υπουργικό αυτοκίνητο μαζί με τον υπουργό. Στο δεύτερο αυτοκίνητο ήταν η κυρία Τρυπάνη με τον Ντμίτρι Ομπολένσκι από την Οξφόρδη και στο τρίτο, ο διευθυντής Αρχαιοτήτων. [...] Στο ξενοδοχείο στη Σπάρτη μας έδωσαν λίγο χρόνο για να τακτοποιηθούμε, πριν ξεκινήσουμε για τον Μυστρά.

Εκεί στην κεντρική πλατεία, την Πλατεία Παλαιολόγων, έμοιαζε να έχει μαζευτεί ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης. Υπήρχε ένας μικρός δρόμος που ξεκίναγε από την πλατεία προς τα δυτικά και πάνω στον τοίχο του κτιρίου, στη γωνία, μια ελληνική σημαία ήταν τυλιγμένη γύρω από κάτι, ενώ στον τοίχο απέναντι από την πλατεία υπήρχε μια αγγλική σημαία. Καθώς έβγαινα από το αυτοκίνητο, μια παχουλή ξανθή κυρία ήρθε και μου πρόσφερε μια ανθοδέσμη από ροζ τριαντάφυλλα, εξ ονόματος των γυναικών της Σπάρτης - μια τιμή που δεν μου οφειλόταν, αφού δεν είχα κάνει ποτέ τίποτε γι' αυτές. Ανακάλεσα στη μνήμη μου πώς συμπεριφέρονται τα μέλη της βασιλικής οικογένειας σ' αυτές τις περιπτώσεις και πρόσφερα την ανθοδέσμη στην κυρία Τρυπάνη, να μου την κρατάει. Έπειτα ό τοπικός δάσκαλος, πού ήταν καί δήμαρχος της πόλης, έβγαλε ένα λόγο για να με καλωσορίσει σε τόσο προσεκτική καθαρεύουσα, που είναι ζήτημα αν κατάλαβα τίποτε. Τον ακολούθησε ο υπουργός, ο οποίος στο τέλος της ομιλίας του, σε πιο απλά ελληνικά, τράβηξε ένα σκοινί και έπεσαν οι δύο σημαίες και αποκάλυψαν μια πλάκα με το όνομα του δρόμου στα ελληνικά, εκεί που ήταν η ελληνική σημαία, και μια στα αγγλικά, εκεί που ήταν η αγγλική. Τότε εγώ απηύθυνα έναν σύντομο χαιρετισμό στα ελληνικά, το κείμενο του οποίου είχε δεχθεί επεμβάσεις και σχεδόν εξ ολοκλήρου ξαναγραφτεί. [...] Από τον δήμαρχο του Μυστρά μου δόθηκε ένα έγγραφο που με ανακήρυσσε επίτιμο δημότη της πόλης. Δεν γνώριζα με ποιόν άλλο τρόπο να δείξω την ευγνωμοσύνη μου, εκτός από το να γράψω ένα βιβλίο για τον Μυστρά καί να το αφιερώσω σε κείνον και τους συμπολίτες του.»

Μετά την περιγραφή της τελευταίας του επίσκεψης στον Μυστρά, το 1986, καταλήγει:

»Άφησα τον Μυστρά εντυπωσιασμένος περισσότερο από ποτέ από την ομορφιά και την ατμόσφαιρα του, και ευτυχής που είδα πόσο καλά προχωρούσαν τα έργα συντήρησης, αν καί λίγο τρομαγμένος από το μεγαλειώδες σχέδιο να αναστηλωθεί το Παλάτι των Δεσποτών.

Ανάμεσα στα διάφορα μέρη του Μοριά που αναφέρει στο Μ, όπως η Μεθώνη, το Μέγα Σπήλαιο, ο Μέρμπακας, κάνει μερικά σχόλια και για τη Μάνη. Αυτά είναι κάπως αρνητικά για τη μανιάτικη φιλοξενία,ίσως επειδή δεν έτυχε να γνωρίσει την ντόπια φιλοξενία και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι είναι τουλάχιστον ισάξια σε θέρμη με εκείνην που προσφέρει για πολλά χρόνια στον ίδιο χώρο ο φίλος του, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, αν και βέβαια όχι τόσο διασκεδαστική. Είχα την εμπειρία της μανιάτικης φιλοξενίας στα σπουδαστικά μου χρόνια, απλόχερης αλλά λιτής, δωρικής στην κυριολεξία , αλλά και αυτής στο ωραίο σπίτι του Φέρμορ στην Καρδαμύλη, με τις εναλλαγές γρήγορης συζήτησης, ξεκαρδιστικού γέλιου και θαυμάσιου φαγητού με άφθονο κρασί. Η πρώτη επίσκεψη έγινε ξεκινώντας με τον Στήβεν Ράνσιμαν, το καλοκαίρι του 1982, από τη Μονεμβασία, όπου είχε έρθει ειδικά για να κάνει μια ομιλία για τον Μονεμβασιώτικο Όμιλο με θέμα τίς Σταυροφορίες.»

Αλλά για τη σχέση του με τη Μονεμβασία ας αρχίσουμε από την αρχή.

«Οι γονείς μου δανείστηκαν το κότερο του πάππου μου, μια τρικάταρτη σκούνα που λεγόταν Sunbeam (Ηλιαχτίδα), διάσημο γύρω στα 1870, γιατί ήταν το πρώτο κότερο που περιέπλευσε τον κόσμο, με τον αρχικό του ιδιοκτήτη, Λόρδο Μπράσσεϋ. Ξεκινήσαμε από τη Νάπολη τον Μάρτιο του 1924 πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη .[...]

Μια εξαιρετικά ωραία μέρα, στις αρχές Απριλίου, περάσαμε το Ταίναρο και περιπλεύσαμε τον Κάβο Μαλιά προς το αγκυροβόλιο κάτω από το βράχο της Μονεμβασίας. Ο όγκος του, χίλια πόδια ψηλός, ανέβαινε πάνω απ' τη θάλασσα, συνδεδεμένος μόνο με ένα στενό πέρασμα με τη στεριά. Το όνομα στα ελληνικά σημαίνει «μόνη είσοδος». Από τους Φράγκους, με την ανικανότητα που τους διέκρινε να προσαρμόσουν τη γλώσσα τους στο τοπικό ιδίωμα, έγινε Malvoisi, το οποίο οι Άγγλοι μετέφρασαν ως Malmsey• και στον ύστερο Μεσαίωνα ήταν κατ' αρχήν γνωστή για τα πλούσια κρασιά του Μοριά που εξάγονταν από το λιμάνι της. Και πράγματι, το βαρέλι μέσα στο οποίο ο Δούκας του Κλάρενς συνάντησε ένα τόσο θλιβερό τέλος θα πρέπει να είχε περάσει από τον κόλπο όπου βρισκόμασταν τώρα αγκυροβολημένοι. Από τη θάλασσα η Μονεμβασία ήταν πολύ όμορφη• αλλά, όταν αποβιβαστήκαμε, φτάσαμε σε μια μελαγχολική πόλη. Απλωνόταν κατά μήκος της νότιας πλευράς του βράχου, ανάμεσα σε έναν απότομο γκρεμό και τη θάλασσα. Τείχη την προστάτευαν ακόμη από την ανατολική και τη δυτική πλευρά, ενώ κατά μήκος της ακτής υπήρχε ένα μακρύ τείχος. Προς βορράν ακουμπούσε στον γκρεμό. Η είσοδος γινόταν από ένα θολωτό πέρασμα, κάτω από έναν προμαχώνα. Μέσα όμως από τα τείχη, εκτός από μερικές εκκλησίες σε κακή κατάσταση, οι στενοί δρόμοι είχαν για όριο εγκαταλελειμμένα σπίτια, μερικά από τα οποία είχαν υπάρξει ωραία στην εποχή τους. Μας είπαν ότι όλο και περισσότεροι κάτοικοι πήγαιναν να εγκατασταθούν απέναντι, σε έναν νέο οικισμό πάνω στη στεριά, όπου τους είχαν υποσχεθεί σύγχρονες ανέσεις, όπως αποχέτευση και ηλεκτρικό. Οι εκκλησίες ήταν κλειδωμένες και κανείς δεν έμοιαζε να ξέρει ποιος κρατούσε τα κλειδιά. [...] Ήταν θλιβερό να βλέπει κανείς τη φθορά σε ένα τόσο όμορφο περιβάλλον, και ήταν μια ανακούφιση το σκαρφάλωμα στο μονοπάτι που ανέβαινε ελικοειδώς πάνω στην παρειά του βράχου, προς τα ερείπια της πάνω πόλης στην κορυφή. Εκεί, μισοκρυμμένα στη χαμηλή βλάστηση, μπορούσες να διακρίνεις τα θεμέλια εκκλησιών και τζαμιών, στρατώνων και σπιτιών, βυζαντινών, βενετσιάνικων και τούρκικών, καλυμμένα από άφθονα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα. Ένα κτίριο στεκόταν ανέπαφο, ο ναός της Αγίας Σοφίας, χτισμένος στην άκρη της βορεινής πλευράς του απότομου βράχου, στα τέλη του 13ου αιώνα, κατά διαταγήν του ευσεβούς αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’. Ήταν σε καλή κατάσταση, αν και οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό ήταν αποσπασματικές και τα χρώματά τους ξεθωριασμένα. Στεκόταν ακέραιος και αξιοπρεπής μέσα στην ερήμωση. Αποπλεύσαμε το ίδιο βράδυ για τη Σύρα, μετά για τη Μύκονο (ένα από τα Μ που προτιμώ λιγότερο).[...]

Πενήντα οκτώ χρόνια πέρασαν ώσπου να ξανάρθω στη Μονεμβασία. Έμεινα μακριά από την Ελλάδα από το 1967 ως το 1974, κατά την περίοδο της κυβέρνησης των Συνταγματαρχών, μη επιθυμώντας να δω τη χώρα που αγαπούσα να υφίσταται μια κακή διακυβέρνηση με τόση σκληρότητα. Λίγο μετά την πτώση τους, πήγα στην Αθήνα. Ο κ. Καραμανλής, ο προσωρινός πρωθυπουργός, με μεγάλη καλοσύνη βρήκε το χρόνο να με δεχθεί. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας με ρώτησε πότε είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα. Είπα ότι πήγα στη Μονεμβασία το 1924. Τότε μου είπε ότι η πόλη ανακατασκευαζόταν και ότι θα έπρεπε να μου δοθεί ένα σπίτι εκεί.

Πολλές φορές αναρωτηθήκαμε αν η προσφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπήρξε αόριστη ή αν προσφέρθηκε στον Ράνσιμαν κάποιο συγκεκριμένο σπίτι της Μονεμβασίας, ποιο μπορεί να ήταν αυτό και γιατί δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα.»

Στο κείμενό του, αφού μας κάνει την τιμή να αναφερθεί στην αρχιτεκτονική μας δουλειά εκεί, συνεχίζει με τις επόμενες επισκέψεις του στη Μονεμβασία. Κατά τη διαμονή του το καλοκαίρι του 1982, υπήρξε πολύ περήφανος για το σπίτι όπου φιλοξενήθηκε.
«Όταν έμεινα εκεί, το 1982, φιλοξενήθηκα σε αυτό που απομένει τώρα από το κτίσμα όπου κάποτε έμεναν οι αυτοκράτορες, όταν επισκέπτονταν την πόλη.

Μια από τις επόμενες επισκέψεις του έγινε Ιούνιο, με πανσέληνο. Σαν μικρό παιδί χάρηκε το φεγγάρι στο ταρατσάκι της ταβέρνας του Μπόμπου, και η απόλαυση συνεχίστηκε ατενίζοντας τον Μαλέα από την Πλατεία της Χρυσαφίτισσας. Ήδη από την πρώτη επίσκεψή του τον ενδιέφερε ειδικά η εικόνα στην εκκλησία αυτή:

Ήθελα ειδικά να δω την εικόνα της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, που κάποια μέρα πέταξε από μια εκκλησία του χωριού Χρύσαφα, κοντά στη Σπάρτη, για να εγκατασταθεί στη Μονεμβασία.»

Το 1991 τα μέλη του Μονεμβασιώτικου Ομίλου αποφασίσαμε να οργανώσουμε το Δ' Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης προς τιμήν του Στήβεν Ράνσιμαν και ήρθαν γι' αυτό πολλοί φίλοι και θαυμαστές του. Η συγκίνηση η δική του και των παρισταμένων ήταν μεγάλη όταν, μετά τις προσφωνήσεις, ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης της Μονεμβασίας.

Κατά τη διάρκεια του Συμποσίου οργανώθηκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση στο τζαμί της κάτω πόλης, με επιμέλεια της Λεονόρας Ναβάρι και της Φανής-Μαρίας Τσιγκάκου, με θέμα: «Από τον Βιλιβάλδο στον Ράνσιμαν. Βρετανοί ταξιδιώτες στην Πελοπόννησο», που εγκαινίασε η τότε υπουργός Πολιτισμού κυρία Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη. Τα Πρακτικά του Συμποσίου μαζί με τον κατάλογο της έκθεσης αποτύπωσαν με τρόπο μόνιμο αυτά που οργανώθηκαν καί πραγματοποιήθηκαν τότε.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν συνέχισε να παρακολουθεί με πολύ ζωηρό ενδιαφέρον όσα συνέβαιναν στη Μονεμβασία. Πάντα έγραφε μόλις λάβαινε τα προγράμματα των συμποσίων και τόνιζε την επιθυμία του να ξανάρθει. Όταν το 1997 το Συμπόσιο είχε θέμα την πειρατεία, μας ανέφερε ότι ο παππούς του είχε συμβάλει στην εξάρθρωση της πειρατείας στο Αιγαίο. Του ζητήσαμε ένα μικρό κείμενο για να διαβαστεί στο Συμπόσιο,αλλά δεν το έστειλε. Επαναλάβαμε αργότερα την πρόταση, για να συμπεριληφθεί στην έκδοση των Πρακτικών. Η απάντησή του, τον Σεπτέμβριο του 1998, ήταν:

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να προτείνετε να συμβάλω με ένα μικρό άρθρο για την εμπειρία του παππού μου σε σχέση με τους πειρατές στο Αιγαίο. Έγραψε την αφήγηση του για το επεισόδιο σαν μια διήγηση, θεωρώντας ότι αυτό θα γινόταν καλύτερα αποδεκτό από το κοινό του 19ου αιώνα. [...] Μπορώ να σας δώσω ένα αντίγραφο της αφήγησης του παππού μου, με δικές μου σημειώσεις. Αλλά πραγματικά δεν πιστεύω ότι το αποτέλεσμα θα έχει την επιστημονική αξία και την πληρότητα που διατηρούν οι μονεμβασιώτικες εκδόσεις σας.[...]

Έχω αρχίσει και είμαι σε κακή κατάσταση. Μου φαίνεται δύσκολο ακόμη και να ανέβω τη στριφτή σκάλα προς τη βιβλιοθήκη μου στον πύργο μου εδώ. [...] Κατά τα άλλα, νιώθω ευτυχής που είμαι ακόμη ζωντανός και ενδιαφέρομαι για τα πράγματα που είχαν για μένα σημασία -ένα από τα οποία είναι και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.

Δεν νομίζω ότι θα μπορέσω να έρθω στην Ελλάδα φέτος. Τον επόμενο χρόνο, αν επιζήσω, ελπίζω να το καταφέρω.»

Δεν ήρθε όμως...

Προηγούμενη Σελίδα