image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Μιχαήλ Α. Καλινδέρης

Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας

Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

ΓΕΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ


Γ'. Εις τας Μητροπόλεις και Επισκοπάς

α. Απο τα γενικά. Διοικητικά


Συνειργάζοντο αι συντεχνίαι μετά των Αρχιερέων, οι οποίοι εκλεγόμενοι κατά τους θεσμούς αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας απεστέλλοντο διά να ποιμάνουν την εμπιστευθείσαν εις έκαστον Επαρχίαν.

Η επιτυχία της συνεργασίας εξηρτάτο εκ της παρά του Αρχιερέως δυνατότητος αφομοιώσεως των εντολών, αι οποίαι προήρχοντο εκ των άνω, ήτοι της εν Κων/λει κεφαλής της Εκκλησίας και της παραδόσεως γενικώς, εκ του τρόπου μεταδόσεως αυτών εις τον λαόν κατά τας περιστάσεις και εκ της αναλόγου επαφής και εκτιμήσεως των αντικειμενικών δεδομένων του ήθους και των πράξεων και ενεργειών των ανθρώπων της Επαρχίας εις το στάδιον της ζωντανής εξελίξεως. Οι ταπεινοί εξ άλλου και άσημοι, δεχόμενοι εις χρόνους δουλείας ζωηροτέρας τας εξωτερικάς δυναστείας και καταπιέσεις, έπρεπε να ευρίσκουν περίσσευμα δυνάμεως προς αντίστασιν και οπωσδήποτε να μη παύη ισχυροποιουμένη η εσωτερική ηθική και πνευματική συνοχή των προς την Εκκλησίαν, την Μεγάλην και την του τόπου των. Εις την πλαστικήν ικανότητα του Αρχιερέως ως αρχηγού ποιμνίου και των Χριστιανών ως δεκτών αλλά και τανάπαλιν αντικατοπτρίζεται κατά τα λεπτομερειακά η ζωή των Επαρχιών, διά της οποίας συνεκρατήθη άθραυστος κατά το σύνολον o κρίκος του πολιτειακού, ηθικού, θρησκευτικού και εθνικού δεσμού της παραδόσεως του Γένους (ο εθνικός δεσμός αναφέρεται εις έκαστον των νεωτέρων Κρατών της Βαλκανικής). Πάντως από το απλούν ήθος των συντέχνων, την ειλικρίνειαν, την εντιμότητα, την φιλοπονίαν και την προς τα θεία πίστιν και εμπιστοσύνην των, ως και από τον απόλυτον σεβασμόν προς το πρόσωπον του Δεσπότου πολλαπλήν είχε την ωφέλειαν η Εκκλησία, ηθικήν και υλικήν. Διά τούτο και αύτη περιέβαλε τους συντέχνους διά της στοργής της προσλαμβάνουσα τους εγκριτωτέρους εξ αυτών εις την διοίκησιν της Επαρχίας.

Εις τα γράμματά της η Μεγάλη Εκκλησία προσφωνούσα τον Αρχιερέα, τους κληρικούς και τους άρχοντας ή τους δημογέροντας δεν παρέλειπε και τούς πρωτομαΐστορας και μαΐστορας των ρουφετίων. Οι χαρακτηρισμοί είναι ουσιωδέστατοι εις βάθος και έννοιαν «χρησιμώτατοι και τιμιώτατοι», «ευλογημένα» ή «φιλόχριστα ρουφέτια» κλπ. Αλλά και ο κατά τόπους Αρχιερεύς εις τας διαφόρους Εγκυκλίους του τους αυτούς κολακευτικούς χαραχτηρισμούς εχρησιμοποίει προς τους εσναφλήδες της Επαρχίας του, τους οποίους ούτως ή άλλως είχε και ως κυριωτέρους προστατας του. Διότι εις ποίων άλλων την ειλικρινεστέραν συνεργασίαν ηδύνατο να ελπίζη ο εκ των ποικίλων περιστάσεων και δεινών πληττόμενος Αρχιερεύς;

Ειρηνικοί παράγοντες αμφότεροι, Εκκλησία και συντεχνίαι, ηγωνίζοντο τον καλόν δρόμον της σωτηρίας και κατά το δυνατόν της βελτιώσεως των συνθηκών της δουλείας. Αυτή η μεταλλαγή κέντρων διοικήσεως της Εκκλησίας συνεπεία δεινών κατά τόπους και χρόνους δεν είναι ενδεικτική της ελκτικής προστατευτικής δυνάμεως εκ της αναπτύξεως των συντεχνιών εις ευνοϊκωτέρους τόπους; ( Πρβλ. μεταφοράς εδρών: του Πλαταμώνος εις τα Αμπελάκια, του Σισανίου εις Σιάτισταν, του Σερβίων εις Κοζάνην κλπ. κλπ.

Κατά τον νουν των ως ανωτέρω προσφυής θεωρείται και η παρά τινων συγγραφή της ιστορίας Κοινοτήτων τινών εις κεφάλαια εντός των περιόδων των εκάστοτε Αρχιερατευσάντων. Αλλ' η εκκίνησις εκ της περί της ιστορίας αντιλήψεως, της προβολής δηλαδή των αξιολογωτέρων γεγονότων και προσώπων, συνέτεινεν εις την παραμέλησιν της συγκεντρώσεως και μελέτης των στοιχείων των σχετικών προς τας συντεχνίας, διά να μη είπωμεν εις την περιφρόνησιν των εκ των συντεχνιών ωφελημάτων. Ένεκα τούτων και η επίσημος ιστορία ή ουδέν είπε περί της συμβολής των εις τα καθόλου περί του Γένους -σχεδόν αυτογενή θεωρήσασα και τα της παιδείας- ή παρερμηνεύουσα ως επ' εσχάτων και υπό την επήρειαν ειδικών συστηματικών τινων εργασιών ηναγκάσθη να χαρίση και κεφάλαιον τι δια τας ταπεινάς συντεχνίας. Και λέγομεν παρερμηνεύουσα δια την μη συνεξέτασιν, απολύτως συμφυή, μετά της Εκκλησίας, χωρίς τούτο να σημαίνη εγκώμιον αυτής εκτός των πραγμάτων.

Eίναι αληθές ότι κατά τόπους και καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, ως και πρωτομαΐστορες των εσναφίων ενεπλάκησαν εις τας διενέξεις και διαμάχας των Κοινοτήτων, εις τα λεγόμενα γκοτζαμπασλίκια. Αλλά τοιαύται εκδηλώσεις, εάν δεν προήρχοντο εκ των ανθρωπίνων αδυναμιών και εκ της πολιτικής της τουρκικής διοικήσεως της αποσκοπούσης εις την φθοράν των ενημερουσών ιδίως Κοινοτήτων των υποδούλων, πρέπει κατά τινα τρόπον να οφείλωνται περισσότερον εις τας επιδιώξεις των προεστώτων, «των τσορμπατζήδων» περί των οποίων η ιστορία της Τουρκοκρατίας γενικώτερον έχει εκφρασθή ουχί ευμενώς. Εν πάση περιπτώσει η Εκκλησία μαρτυρείται ότι σπανιώτατα δεν συνετάγη με τας λαϊκάς μάζας, αφού είχεν εξαντλήσει τας ειρηνευτικάς και κατευναστικάς της προσπαθείας συμφώνως προς την βαθυτέραν υφήν του προορισμού της. Η περίπτωσις της χρησιμοποιήσεως των συντεχνιών Σμύρνης εις τον αγώνα προς την Ιεράν Μητρόπολιν αφεώρα εις προσωπικάς ωφελείας και ικανοποίησιν παθών των υποκινητών.

Οπωσδήποτε η Εκκλησία κατ' εγκόσμιον δραστηριότητα ενούσα και συνδέουσα τα της διοικήσεως αυτής και των Κοινοτήτων επεζήτησε την συμμετοχήν των εκ των συντεχνιών νέων δυνατών ανθρώπων αντιπροσωπευόντων κατά τόπους γνησιωτέραν την βούλησιν των υποδούλων εκ νομίμου εξ αυτών εκλογής και ουχί εκ διορισμού της Εξουσίας ως των προεστώτων. Και διά να μη φαίνωνται ταύτα αόριστα πως θα δοθούν συγκεκριμένα τινά παραδείγματα. Ούτω εκ της κοινοτικής οργανώσεως της πόλεως Θεσ/νίκης, αρχομένης της Τουρκοκρατίας, οι άρχοντες οι απαρτίζοντες την 12μελή κοινοτικήν Επιτροπήν (υφίστατο απο του 14ου αιώνος) επτά ήσαν κληρικοί, oι δε υπόλοιποι πρέπει να ήσαν εκ των νέων ανθρώπων των χρόνων της Τουρκοκρατίας, εφ' όσον oι αριστοκρατικής προελεύσεως ευγενείς και αστοί οι μετέχοντες εις την Κοινοτικήν διοίκησιν των βυζαντινών χρόνων είχον εξαφανισθή ούτως ή άλλως. Ποίον το έργον των, αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος γράφει μεταξύ των άλλων: «χρη και προς επιτάγματα δεσποτών νυν μεν είκειν, νυν άλλως οικονομείν και τούτων απειλάς ημερούν και δωρεάς επιδέχεσθαι και το χρηματίζεσθαι καιρού καλούντος ακινδύνως εξευρίσκειν ... και πανταχόθεν τω κοινώ την ασφάλειαν πραγματεύεσθαι».

Σαφεστάτη είναι η σύνθεσις και ο τρόπος εκλογής των αρχόντων της Κοινότητος Σερρών το 1614. Εις γενικήν συνέλευσιν πάντων των χριστιανών, μικρών και μεγάλων, ενώπιον του Δεσπότου, των κληρικών και αρχόντων εξελέγοντο «δώδεκα δίκαιοι και καλοί και ενάρετοι και τον Θεόν φοβούμενοι», εις εξ εκάστου ρουφετίου (διά την κατανομήν πρωτίστως των οικονομικών βαρών).

Ασαφή τα περί της Κοινότητος Ιωαννίνων παλαιότερον, μολονότι τα προνόμια Μητροπολίτου και αρχόντων είχον εξασφαλισθή διά του ορισμού του Σινάν πασά κατόπιν ειρηνικής παραδόσεως της πόλεως και της περιοχής. Βραδύτερον το αστικόν ή δημαιρεσιακόν Συμβούλιον απηρτίζετο εκ του Αρχιερέως, των αρχόντων, των εμπόρων και των πρωτομαϊστόρων των ρουφετίων (34 τον αριθμόν επί Αλή πασά).

Όργανα διοικήσεως της νήσου Μυκόνου ήσαν οι γέροντες κατά το καταστατικόν του έτους 1649. Αλλά τι να συμπεράνη κανείς περί του τι ήσαν οι γέροντες; Παρ' αυτούς δ' ο καπετάνιος και καστελλάνος τι εξουσίαν ήσκει κατά την αυτήν εποχήν;

Τον κανονισμόν της πολιτείας Αδριανουπόλεως συνέταξεν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707 ) συνεργασθείς προς τούτο μετά του Μητροπολίτου και των αρίστων μαϊστόρων των ρουφετίων. Η καλουμένη Κεντρική Εφορία (βραδύτερον) δωδεκαμελής και αύτη, ρυθμίζουσα τας υποθέσεις του κοινού, ετέλει υπό την προεδρίαν του Δεσπότου.

Κλήρος και συντεχνίαι διηύθυνον τα κοινά της Φιλιππουπόλεως ως διοικητιχή Επιτροπή, εις την οποίαν μετείχον (το 1861 ) οι πρωτομαΐστορες των 4 κυριωτέρων συντεχνιών: των αμπατζήδων, καφταντζήδων, γουναράδων και μπακάληδων. Η συμμετοχή επετεύχθη κατόπιν μακροχρονίων αγώνων.

Του Δεσπότου Κοζάνης (+ Σερβtων ) την καλουμένην σύνοδον των κληρικών απήρτιζον (το 1786 και 1789) ιερωμένοι και οφφικιούχοι της Εκκλησίας λαϊκοί, εξ ων εις ο Ρούσης Κοντορρούσης (ως χαρτοφύλαξ), όστις είχε την οικονομίαν του εκ βυρσοδεψείου και φούρνου, την δε σύνοδον του Σισανίου (εν Σιατίστη το 1697 προκαθημένου του Σιατιστέως Ζωσιμά ως Αρχιερέως [πατριάρχου] Αχριδών απετέλουν ιερείς και «ευγενέστατοι άρχοντες» της πολιτείας ως οφφικούχοι της Εκκλησίας, πάντες εκ των εις τας συντροφίας πραγματειών ευδοκιμησάντων, ως ο Θεοδωρής Νεράντζης, ο Γ. Σφήκας κλπ. Νήσων τινών του Αιγαίου (εξ αποίκων κυρίως Αλβανοφώνων) ιεροκρατικόν το σύστημα διοικήσεώς των κατ' αρχάς, θα συμπληρωθή με τον καιρόν δια των καραβοκυραίων. Η προώθησις και η συμμετοχή των πλοιάρχων εις την διοίκησιν της Ύδρας μαρτυρείται διά δύο λαϊκών προσώπων, βραδύτερον δι' 24 προκρίτων συντύχων καλουμένων, ευνοϊκά υπέρ των συντεχνιών υποδημάτων, καλαφατών, ραπτών, καζάζιδων κλπ. λαμβανόντων μέτρα.

Εις τας Αθήνας οι άρχοντες, μετά προηγουμένην συνεννόησιν μετά του Μητροπολίτου, οι επισημότεροι ηγούμενοι των μονών της Αττικής και οι αρχηγοί των συντεχνιών της πόλεως, προέκρινον τους υποψηφίους ως δημογέροντας, (τρεις τον αριθμόν, το 1795, 1798). Εις χοτζέτι αναγνωρίσεως της εκλογής των Δημογερόντων έτους 1815 αναφέρονται «η συντεχνία των σαπωνοποιών, των πραγματευτάδων, των αρτοποιών και των μπαχαρικοπωλών» (αρωματοπωλών ). Εις χοτζέτι του 1819 και η συντεχνία των γουναράδων.

Εις το Μελένικον κυβερνούν ενιαυσίως τρεις επίτροποι του Κοινού λεγόμενοι, άνδρες «επιτήδειοι και φρόνιμοι» και τρεις έφοροι εκ των «προκρίτων πολιτών». Εις το καταστατικόν της πολιτείας το συνταχθέν το 1813 Απριλίου 1 εις «κοινήν συνέλευσιν των εγκατοίκων απάντων» του Μελενίκου, προεδρεύοντος του Πανιερωτάτου Δεσπότου Μελενίκου Ανθίμου, αναγράφονται συμμετέχοντα και εξ εσνάφια: των μπουγιαντζήδων, χρυσοχόων, γουναράδων, ραπτάδων, παπουτσήδων και μπακάληδων. Ο Άνθιμος κατοχυρώνει διά της υπογραφής του το καταστατικόν ως και τα εσνάφια, εκ των οποίων δύο αναλαμβάνουν αυτοπροαιρέτως ειδικάς οικονομικάς ενισχύσεις υπέρ του Κοινού της πολιτείας, ήτοι όσοι κάμνουν βαμβάκια να δίδουν εις το Κοινόν εν γρόσι εις κάθε φόρτωμα, κάθε δε μπογιαντζής να κρατή παστρικόν λογαριασμόν δι' όσας οκάδας μετάξι βάπτει τον χρόνον και επομένως να πληρώνη εις την κάθε οκάν δέκα παράδες. «Τούτους τους παράδες χρεωστούν δύο ή τρεις εκ των πρώτων Μαστόρων να συνάξουν από τους άλλους εις εν μέρος και να τους εγχειρίζουν εις τους Επιτρόπους του κοινού δι' αποδείξεως» (Άρθρον 13 του καταστατικού, έχοντος τον τίτλον «Σύστημα ή Διαταγαί»).

Διά τοιούτων μέτρων εξησφαλίζοντο εις το Μελένικον αι αναγκαίαι προϋποθέσεις, ώστε κατά τα διατυπούμενα εις αυτό το καταστατικόν διοικήσεως της πολιτείας, «να οικονομώνται αι χρείαι των εν τη πολιτεία αγίων του θεού εκκλησιών, να διατηρώνται δύο παντοτινά σχολεία, εν δηλαδή κοινόν και εν Ελληνικόν και να βοηθώνται όσον το δυνατόν εν ανάγκη και οι ενδεείς και πτωχοί αδελφοί» των.

Κατά γενικωτέραν επισκόπησιν εκ της ανιχνεύσεως των στοιχείων των αναφερομένων με σαφήνειάν τινα εις τα περί συντεχνιών -τα παραδείγματα δύνανται να πολλαπλασιασθούν- προκύπτει ότι εις τα των Κοινοτήτων διοικητικά, οικονομικά κλπ. αι συντεχνίαι εμφανή έχουν την συμμετοχήν των και πάνυ ουσιώδη, η δε μετά τούτων συνεργασία των εκπροσώπων της Εκκλησίας Μητροπολιτών -Επισκόπων επιβεβαιούται ως λίαν αναγκαία και πολύτιμος.


Προηγούμενη Σελίδα