Μιχαήλ Α. Καλινδέρης
Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας
Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
7. Αναιρετικά τινα επικρίσεων επί της εκπαιδευτικής πολιτικής της Εκκλησίας.
Ο περί των σχολείων της Τουρκοκρατίας λόγος διά των συντεχνιών και της Εκκλησίας άγει κατ' ανάγκην και εις την ανάλογον εκτίμησιν της θέ- σεως των ελληνικών γραμμάτων και τού σκοπού της διδασκαλίας αυτών εις το Γένος, τον προσδιορισμόν του ορίου επεκτάσεως της επιτροπής της ελληνικής παιδείας επί των ευρυτέρων λαϊκών ομάδων, αλλά και εις την αξιολόγησιν των κατά καιρούς και παρά διαφόρων διατυπωθέντων κατά της Εκκλησίας παραπόνων της μορφής αιτιάσεων ή και βαρυτέρων επικρίσεων.
Δεν διαφεύγει ημάς η εμπλοκή εις τας εκφρασθείσας ήδη γνώμας και αντιγνωμίας, αλλ' εκ της ουσίας του θέματος ημών ελπίζομεν ότι θα διαφανούν αλήθειαί τινες αναμφισβήτητοι.
Κατ' αρχήν απαραίτητον είναι να τονισθή ότι αυτό το Βυζάντιον, το οποίον αντεπροσώπευσε την ανανέωσιν του ελληνικού πνεύματος, μάλιστα από της Μακεδονικής δυναστείας, δεν παρέχει αποδείξεις ότι ήσκησεν ευρείαν και επιβλητικήν την επιρροήν του επί του ευρυτέρου λαϊκού κύκλου, ήτοι δεν ηθέλησεν ή δεν κατώρθωσε να προσηλυτίση και αφομοιώση τα ετερογενή και ετερόφωνα λαϊκά στρώματα. Το ότι υπό κρατικήν εξουσίαν ισχυράν η Μεγάλη Εκκλησία και ενωρίτερον προέκρινε τον αποστολικόν αγώνα και δρόμον του εκχριστιανισμού λαών εξ ιδεώδους κριτηρίου ορμωμένη, του της δωρεάς προς αυτούς των χριστιανικών αρετών μετά της ημερώσεως των ηθών των και του της διερμηνεύσεως επί το σαφέστερον και ευχερέστερον των δογματικών εννοιών, τούτο δύναται να αποτελή τεκμήριον διασφαλίσαν την κοινήν αντίληψιν περί της πνευματικής οικουμενικής ιδέας και αποστολής της.
Το ίδιον τεκμήριον ως αντίβαρον της κυριάρχου εξουσίας της δουλείας θεοκρατικής και ταύτης ουχί εθνικής και εξηρτημένης από μόνης της και πρότερον προνομιούχου πρωτευούσης πόλεως, θα είναι πρωτεύον συντελεστικόν εις ενότητα και ομοφροσύνην των Ορθοδόξων (ετερογενών και ετεροφώνων). Εις το πνεύμα τούτο των καιρών φυλετικαί διακρίσεις και εθνικαί έριδες και ζήλοι και διχοστασίαι δεν ήσαν πρόσφοροι, διό και επί αιώνας ο σεβασμός προς την Μ. Εκκλησίαν της Κων/λεως ήτο ομόφωνος. Ταύτης δε το ενδιαφέρον συνίστατο εις την εξισορρόπησιν των δεδομένων της ζωής διά της ελευθερίας εις την εκλογήν του τρόπου επικοινωνίας προς τα θεία από απόψεως γλώσσης. Ως μικρά απόδειξις του ανεμποδίστου της εκφράσεως της βουλήσεως αλλογλώσσου ομάδος χρήσιμοι είναι αι πληροφορίαι του Γερμανού Γκέρλαχ, είκοσιν έτη πριν η Μ. Εκκλησία προβή εις την πρώτην ουσιώδη απόφασίν της περί ενισχύσεως των θείων και ιερών γραμμάτων επί Ιερεμίου ΙΙ 1593, διά της εντολής και προς τους εκπροσώπους της εις τας επαρχίας περί ιδρύσεως σχολείων διά των κατά τόπους οικονομικών δυνατοτήτων. Εις την μονήν δηλ. του Αγίου Δημητρίου, πλησίον του Pirot, καθ' α σημειώνει ο Γκέρλαχ εις το ημερολόγιόν του, μοναχοί εδίδασκον την βουλγαρικήν γλώσσαν και έψαλλον βουλγαριστί, εις δε την Σόφιαν υπήρχε βουλγαρική σχολή με πολλούς μαθητάς και εις την εκκλησίαν έψαλλον βουλγαριστί και ελληνιστί διά τους εκεί υπάρχοντας Έλληνας.
Η επέκτασις της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών εις τα σχολεία τα από των μέσων περίπου του ΙΖ' αιώνος ιδρυθέντα διά της βουλήσεως των εσναφικών ομάδων ανδρωθεισών εν τω μεταξύ οικονομικώς και η έντασις προς προσέγγισιν των ιδανικών της ελληνικής αρχαιότητος θα προσδώση εις την ιδιότητα του Ορθοδόξου το ειδικόν βάρος του στοιχείου «του μορφωμένου» του ανήκοντος ως πλεονέκτημα εις τον ελληνικής καταγωγής εκλεκτόν της κοινωνίας και θεωρούντος εις τον καιρόν τιμητικόν να συμπαρίσταται οπωσδήποτε εις την εκπροσώπησιν της Εκκλησίας. Και ήτο μεν θείον δώρον το να γεννηθή κανείς Έλλην, αλλ' εάν δέν είχε τύχει της ευνοίας αυτής της Προνοίας, ημπορούσε να γίνη κανείς μιμούμενος τα των Ελλήνων. Μεταλαμβάνων λοιπόν οιοσδήποτε της ελληνικής παιδείας και αναστρεφόμενος μεταξύ των μάλλον προοδευτικών και επιφανών μελών της κοινωνίας, εις ην έζη, εδημιούργει την ψυχολογίαν του εκλεκτού και του υπερόχου της ομάδος έναντι των λοιπών θεωρουμένων αμαθών και βαρβάρων κατά την αρχαίαν ελληνικήν αντίληψιν.
Οι παρέχοντες λοιπόν τα μέσα διά την ίδρυσιν και συντήρησιν σχολείων απανταχού της τουρκικής επικρατείας επαγγελματίαι και βιοτέχναι ανεξαρτήτως γλώσσης, την οποίαν ωμίλουν κατ' οίκον σύμφωνοι προς το πνεύμα της Εκκλησίας, αλλά και το πνεύμα των γραμμάτων της Δύσεως, το επηρεασμένον εκ της αναγεννήσεως των κλασσικών σπουδών, σχολεία και γράμματα προς καταλογήν των παιδιών των εις τους εκλεκτούς ηννόουν μόνον τα ελληνικά, όπως εις την Δύσιν τα λατινικά. Γράμματα βλάχικα, αρβανίτικα, βουλγαρικά κλπ. ή και ακαταλαβίστικα βαβυλωνιακά ποντιακά τσακωνικά κλπ., καίτοι γνησιώτερα ελληνικά, ήτο δυνατόν να θεωρούν άξια, σχολεία δι' αυτά να επιδιώξουν να ιδρύσουν και εις αυτά να στείλουν τα παιδιά των να σπουδάσουν; Ούτω, οι Μοσχοπολίται εκ παραδειγμάτων φιλογενείας και φιλομουσίας αναφαίνονται διδάσκοντες το Γένος υψηλά εθνικά φρονήματα. Αλλά και κανείς δεν ημπόδισε τους λογίους της δαπάνη τοπικών δυνατοτήτων να εκδώσουν τα πρώτα λεξικά των βαλκανικών γλωσσών. Και οι Τσιντσάροι απετέλεσαν κατά τον Δ. Πόποβιτς τα βασικά συστατικά της υποστάσεως της αστικής κοινωνίας της γείτονος Γιουγκοσλαβίας, ανεξαρτήτως του ότι σημαντικόν μέρος των συντρόφων εις πραγματείας της διασποράς δεν ήσαν Τσιντσάροι, αλλά γνησιώτατοι Έλληνες (μονόγλωσσοι και μόνον), ως αποδεικνύεται εκ του τόπου καταγωγής των ανθρώπων και εξ αυτών των παρεμβολών του ιδίου Πόποβιτς. Είναι αξιοσημείωτος η πληροφορία του περι του αρτοποιού του Κάρλοβατς, ο οποίος εκτός της Οδυσσείας δεν είχεν άλλο βιβλίον· και του εκ Βλάτσης Γούσια Μπόντη, εξέχοντος Παλαιοβελιγραδινού εμπόρου, αυτοδιδάκτου γνωρίζοντος εκ στήθους επεισόδια της Ιλιάδος και Οδυσσείας. Διά τα σχολεία και τα γράμματα των ηγεμονιών της Μολδαβίας και Βλαχίας δεν χρειάζεται να μακρηγορήση κανείς. Ως προς δε τα της Βουλγαρίας ιδανικά θα αφήσωμεν αυτόν τον εμπνευστήν της βουλγαρικής αφυπνίσεως, Παΐσιον, τον καθηγούμενον της εν Άθω μονής Χιλανδαρίου, να ομιλήση: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίζης την φυλήν και την γλώσσαν σου...» Γνωρίζω, γράφει ο ίδιος εις την Σλαβοβουλγαρικήν του Ιστορίαν το 1762, Βουλγάρους, οι οποίοι τόσον πολύ προχωρούν εις την πλάνην των, ώστε δεν αναγνωρίζουν πλέον την φυλήν των, αλλά μανθάνουν να γράφουν και να αναγινώσκουν ελληνιστί, και μάλιστα εντρέπονται να λέγωνται Βούλγαροι. Διατί, ω ανόητε, εντρέπεσαι να ονομάσης σεαυτόν Βούλγαρον και δεν θέλεις να σκέπτεσαι και να αναγινώσκης βουλγαριστί; Λέγεις: «Οι Έλληνες είναι περισσότερον γραμματισμένοι και επιτηδειότεροι, ενώ οι Βούλγαροι αμαθείς και χονδροκέφαλοι και δεν είναι εις θέσιν να μεταχειρισθούν τας λέξεις των επιτηδείως. Δι' αυτό είναι καλύτερον να είμαι Έλλην». Δεν είναι δύσκολον να εννοήση κανείς ότι ο Παΐσιος διά των ως ανωτέρω του εικονίζει παραστατικώς το πνεύμα των «ελληνιζόντων» ομοφύλων του, εις ους ανήκε και ο ίδιος, διό και είχεν επιλεγή παρά της Μ.Εκκλησίας δι' αποστολήν εις την Ρωσίαν, αλλ' εν ταυτώ αφήνει να διαφανούν και αι θετικαί δυνάμεις του Έθνους του. Εις τας κατηγορίας εφεξής λογίων περί καταστροφής βιβλίων, χειρογράφων και μνημείων της λεγομένης δόξης του βουλγαρικού έθνους και ειδικώς ληστείας του βουλγαρικού λαού παρά των αντιπροσώπων της ελληνικής εκκλησίας, αρκετόν θα ήτο το επιχείρημα αδιαφορίας αυτών τούτων των ιθαγενών κληρικών και λαϊκών εκ του ότι δεν εδοκίμαζον ουδεμίαν υπερηφάνειαν διά το παρελθόν των. Το μοναδικόν παράδειγμα του Τουρνόβου Ιλαρίωνος του Κρητός έχει ήδη διελευκανθή διά της απαλλαγής εκ της κακοφημίας του δήθεν εμπρηστού της βιβλ.ιοθήκης του άλλοτε εν Τουρνόβω βουλγαρικού πατριαρχείου. Πάντως εις την αντίληψιν της κατά τα εγκόσμια εξισορροπήσεως των δεδομένων της ζωής εκ μέρους της Μ. Εκκλησίας Κων/λεως και της άνευ φυλετικών διακρίσεων προαγωγής εις την ηγεσίαν της, δεν χρειάζεται απόδειξις γενναιοτέρα από την επί του προσκηνίου της βουλγαρικής αφυπνίσεως παρουσίαν κληρικών και λαϊκών τολμησάντων και την από της τροφού αυτών Μητρός απόσχισίν των.
Ότι η Μεγάλη Εκκλησία θα είχε συνοχήν ευπαγεστέραν και αυθεντικότητα ευρυτέραν, εάν εστηρίζετο επί ομάδων ομογλώσσων, τούτο θα ήτο αναντίρρητον, αλλ' εν προκειμένω δι' αυτά τα πραγματικά δεδομένα το μάλλον αξιόμαχον αφορά εις τας επικρίσεις της εκπαιδευτικής αυτής πολιτικής επί του ουσιώδους προβλήματος του εξελληνισμού των Ορθοδόξων. Η απάντησις θα είναι ενιαία εκ των καρπολογημάτων της πολιτικής της, όταν αύτη ενταχθή εις συνεξέτασιν προς τας απαιτήσεις των ομάδων. Ούτω το Πατριαρχείον Κων/λεως, ενώ εδέχθη κατηγορίας διά τας επιδιώξεις των εν Βουλγαρία (Έλλήνων) Μητροπολιτών περί εξελληνισμού των Βουλγάρων κλπ., διά την μη εκπλήρωσιν «του θεμελιώδους καθήκοντος κραταιώσεως του Ελληνισμού διά της διαδόσεως της ελληνικής γλώσσης εις τας διαφόρους φυλάς», επεκρίθη επίσης παρά της εθνικής ημών ιστορίας.
Αλλ' η ιστορία της επιβιώσεως των λαϊκών ομάδων μετά των όλων συνεκτικών αυτών δεσμών, εν οις και του της γλώσσης, οδηγεί εις ορθοτέρας σκέψεις και συμπεράσματα ως προς την ισχύν της μομφής. Διότι, χωρίς να επεκτεινώμεθα εις άλλας εποχάς και εις καταστάσεις μέχρι των καθ' ημάς χρονων κινδυνεύοντες να περιπέσωμεν εις τα λαβυρινθώδη και επίμαχα περί του πώς επι τυγχάνεται η γλωσσική αφομοίωσις των λαϊκών ομάδων και πώς εν τη ιστορική εξελίξει διατηρείται η εθνική ιδιομορφία ή αλλοιούται -και η διάσπασις δεν εξηφάνισεν ομάδας επί αιώνας-, το δείγμα της εκπαιδευτικής δραστηριότητος των Φαναριωτών εις τας παριστρίους ηγεμονίας είναι αρκετά διαφωτιστικόν εις την διαστολήν τουλάχιστον των αποτελεσμάτων. Διότι ναι μεν πανθομολογείται η ευεργετική επίδρασις της ελληνικής παιδεύσεως προς πάντας τους μεταλαβόντας αυτής αλλοδαπούς και εγχωρίους -εκ των επιχωρίων δυνατοτήτων ήσαν και τα μέσα συντηρήσεως των ελληνικών σχολείων-, αλλ' ημπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι αι ομάδες του ρουμανικού λαού δεν έμειναν ανέπαφοι κατά την εθνικήν των ιδιομορφίαν; Και εάν διά της εξουσίας των Φαναριωτών προπαρεσκευάσθησαν ιθαγενή στελέχη εκ της ελληνοπρεπούς μορφώσεως και ουδέν πέραν τούτου ειμή μόνον και δυσαρέσκειαι συμπαρομαρτούσαι εις πάσαν εξουσίαν, ερωτάται ως προς τα ύπερθεν ημών: Δι' ων μέσων διέθετεν η Εκκλησία της Τουρκοκρατίας κατά πάσας τας εποχάς, ιδίως όταν οι λόγιοι εσπάνιζον και η ιδία ήτο ανίσχυρος κατά τους δύο πρώτους μάλιστα αιώνας της δουλείας, ήτο κατορθωτός ο εξελληνισμός λαϊκών ομάδων συμπαγών ως της συντηρητικωτάτης γεωργικής ζαντρούγκας με την σλαύαν ή βουλγάραν μητέρα; Των λογίων αι σκέψεις ευθυγραμμίζονται, ορθώς βεβαίως, προς τα αποτελέσματα, δι' ων και η Σερβία και η Βουλγαρία προσφέρονται εκ της αναλόγου μορφωτικής επιδράσεως των ελληνικών σχολείων εις τα κυριώτερα κέντρα και των περιοχών των, αλλ' αι των ιθυνόντων τα της Εκκλησίας αντιλήψεις ως προς τι το κατορθωτόν και κατά δύναμιν και εις τον καιρον του ήσαν βαθύτεραι και αντικειμενικώτεραι. Κατά ταύτα, ήτοι διά τούς αδιασπάστους δεσμούς των λαϊκών ομάδων, εις ους οφείλεται και η επιβίωσις ημών, ως Έθνους εις τας έκπαλαι εστίας -στο σπίτι μας ήρθαν και κονεψαν και μουσαφίρηδες μπελιαλήδες- η κατά της Εκκλησίας της Τουρκοκρατίας επικριτική γνώμη δεν φαίνεται ευσταθούσα καθ' ο μέρος αφορά εις το εμπράκτως επιτεύξιμον του ελληνισμού διά της ελληνικής γλώσσης των ευρέων της υπαίθρου ιδίως λαϊκών στρωμάτων των αλλοφύλων και αλλογλώσσων ορθοδόξων και αν ακόμη ως θεμελιώδες καθήκον της Ηγεσίας προυτίθετό ποτε η γλωσσική αυτών αφομοίωσις αντί της εμμονής και της κραταιώσεως εις την πίστιν.
Η Εκκλησία, τη συμπαραστάσει των συντεχνιών, ήτοι των εκασταχού επιτοπίων δυνατοτήτων υπό την βραδείαν εξελικτικήν των μορφήν, συνέβαλε κατά το δυνατόν και κατά τας περιστάσεις πρώτον εις τον θρησκευτικόν και ηθικόν διαφωτισμόν των υποδούλων ορθοδόξων, διά της ιδρύσεως ναών και μονών ιδία εις την ύπαιθρον, προσκεκολλημένη ως προς τα του εσωτερικού κοινωνικού βίου θέσμια αυτής εις την παλαιάν βυζαντινήν ιδέαν, έπειτα δε διά της ιδρύσεως σχολείων ελληνικών εις την δημιουργίαν στελεχών κατά το μάλλον ή ήττον ευπαιδεύτων, χρησίμων εις την πνευματικήν αφύπνισιν του Γένους συμφώνως και προς τον γενικώτερον χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας τον ουχί καθαρώς λαϊκόν αλλ' υψηλότερόν πως, αριστοκρατικόν την υφήν, προσιδιάζοντα εις τους μάλλον νοήμονας.
Ούτω πως απέμεινεν ασφαλής και αναλλοίωτός πως η εθνική ιδιομορφία των λαών κατά τα ιδιάζοντα πολιτιστικά των στοιχεία: ήθη, έθιμα, παραδόσεις, δημοτική ποίησις, λαϊκόν άσμα και παν είδος λαϊκής τέχνης, μετά της γλώσσης, εφ' ων πάντων στηριχθέντες οι λαοί μετά την απελευθέρωσίν των ανέπτυξαν τον ίδιον αυτών πολιτισμόν.
Αλλ' από τα ευγενή κοινά της ιστορίας της Ορθοδοξίας και του αρχαίου ελληνισμού επιτεύγματα όχι μόνον δεν εζημιώθησάν ποτε οι λαοί, αλλά πολλαπλώς και φιλαδέλφως ευεργετήθησαν. Φαίνεται δ' ότι ως προς την διατήρησιν της μνήμης ευεργεσίας ισχύει το δίδαγμα του ιστορικού της αρχαιότητος (Θουκυδίδου) ότι ο ευεργετήσας «δράσας την χάριν» εξ ευγενεστέρων ιδανικών παρωρμήθη «δι' ευνοίας ω δέδωκε σώζειν» παρά ο αντοφείλων.
Πάντως, εις τας πηγάς της πνευματικότητος της Εκκλησίας Κων/λεως οπωσδήποτε λεληθότως και εν επιγνώσει δεν θα παύσουν να προστρέχουν πάντοτε οι αληθείς ταγοί των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
|