Μιχαήλ Α. Καλινδέρης
Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας
Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
5. Οι έφοροι των σχολείων.
Ως έφοροι των σχολείων διωρίζοντο πρωτομαΐστορες ή ευυπόληπτοι μαΐστορες υποδεικνυόμενοι υπό των συντεχνιτών των και εγκρινόμενοι συνήθως υπό της γενικής συνελεύσεως των μελών εκάστης τούτων. Η προτίμησις εις την εκλογήν εφόρων εκ των πλουσιωτέρων συντεχνιών και εκ των δεδοκιμασμένων εις προθυμίαν και ζήλον συντέχνων απέβλεπεν εις την καλυτέραν λειτουργίαν των σχολείων, την ανεύρεσιν και επαύξησιν των προσόδων, την καλήν διαχείρισίν των και εις την αποφυγήν παρεκτροπών. Η εκλογή των εφόρων διά τα σχολεία της Κων/λεως εγίνετο παρά του Οικουμενικού Πατριάρχου. Εις όσα σχολεία ήσαν προσηρτημένα εις ναόν τινα, οι επίτροποι των ναών ήσαν συνήθως και οι έφοροί των. Τον όρον έφοροι χρησιμοποιούμεν προς διαστολήν από των επιτρόπων των ναών, ενώ επί της αυτής σημασίας διά τα σχολεία απαντώμεν χρησιμοποιουμένους τους όρους: επίτροπος-εία-εύω, επιστάτης, επόπτης, κηδεμών κλπ.
Εκ των συγκεκριμένων μνημονεύομεν τα ακόλουθα: Πρώτον εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν οι επίτροποι, κατά γράμμα του Πατριάρχου Νεοφύτου Ζ' 1773, ήσαν εξ, εξ ων δύο Αρχιερείς, δύο άρχοντες και δύο εκ των ευλογημένων ρουφετίων των χριστιανών γουναράδων και τζεβαερτζήδων. H απόδοσις λογαριασμού της διαχειρίσεως διά καθαρών καταστίχων εγίνετο άπαξ του έτους (την 1ην Απριλίου). Αι ομολογίαι της σχολής διεφυλάσσοντο εις σιδηρούν κιβώτιον, του οποίου το κλειδί παρελάμβανον και εκράτουν οι εκ των ως άνω ρουφετίων επίτροποι (τας σφραγίδας οι επίτροποι Αρχιερείς).
Ήτο τιμητική η θέσις του Επιτρόπου εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν, ώφειλε δ' ο επιλεγόμενος εσναφλής να ανταποκριθή εις τας απαιτήσεις της θέσεώς του, «να αναπληρώση το ανήκον εις όλον το σώμα χρέος προς την Σχολήν ταύτην του Γένους». Από την δημοσιευθείσαν αλληλογραφίαν του Σχολάρχου Δωροθέου Πρωίου πληροφορούμεθα ότι η εκλογή συνεπιτρόπου της σχολής εκ των αξιολογωτέρων συντεχνιών της Κων/λεως το 1805 εγένετο εγγράφω προτάσει του ιδίου Σχολάρχου. Ούτω, εζήτησεν ούτος εκ των γουναράδων ονομαστί τον τιμιώτατον Κυρίτζην Μιχαλάκην επιδεξίως γράψας: «Η εκλογή εξήρτηται ελευθέρως εκ του εδικού σας τάγματος (=συντεχνίας)... ανίσως δε εζητείτε και την ημετέραν ψήφον, ηθέλομεν εκλέξη τον ...». Εκ των σαράφηδων «συνεπίτροπον και συμπράκτορα εζήτησεν» ένα ουχί ονομαστί και παρά των εμπορικών συστημάτων άνδρας νουνεχείς και φιλοκάλους «ως πολυχειρίας και πολλής προνοίας» δεομένης της σχολής.
Η επιστασία των εν Μουχλίω (Κων/λεως) σχολών ανετέθη εις τους επιτρόπους της εκκλησίας της Θεοτόκου της Μαγουλιωτίσσης και εις τους πρωτομαΐστορας και μαΐστορας του ευλογημένου ρουφετίου των αμπατζήδων, καθ' α ελέχθησαν και ολίγον ανωτέρω. Δύο εκ της συντεχνίας των φερμελετζήδων διωρίσθησαν διά την επίβλεψιν των δύο εν Σταυροδρομίω σχολών, διότι αύτη υλικώς εβοήθει αυτάς κατά τα ανωτέρω επίσης. Γουναράδες, αμπατζήδες και άλλοι ενορίται αναφέρονται διορισθέντες έφοροι και επίτροποι της σχολής Εδίρνε-καπί, κατά Πατριαρχικόν γράμμα έτους 1798.
Διά τα εν Παλαιστίνη σχολεία, τα οποία ιδρύθησαν υπό του Γεωργίου Καστριώτου το 1720, το σιγίλλιον Γαβριήλ του Γ' μας πληροφορεί: «κοινή γνώμη του φιλοχρίστου ρουφετίου των γουναράδων, τρείς εξ αυτων άρχοντες εκλεγέντες κατεστάθησαν του είναι επιτρόπους».
Tο 1785 δωρεά εις χρήμα εκ διαθήκης προς την μονήν και την σχολήν Πάτμου θα διανέμηται «διά χειρός των εν τη βασιλευούση ευρισκομένων χρησίμων γουναράδων επιτρόπων του αυτού μοναστηρίου και της εκείσε σχολής».
Επίτροποι και επιστάται της εν Αδριανουπόλει Ελληνικής σχολής, εις γούναρης και εις παντοπώλης δίδουν το 1799 ( Μαρτίου 1) ακριβή λογαριασμόν εν καθαρώ καταστίχω περί των εισοδημάτων και δαπανημάτων αυτής ενώπιον του Αδριανουπόλεως Γαβριήλ. Αποκαθίστανται δ' ούτοι αύθις επίτροποι και επιστάται «ειδήσει τε και γνώμη και των εντιμοτάτων κληρικών και τιμιωτάτων γερόντων και προεστώτων της πολιτείας ταύτης, επί τω επιστατείν» κλπ. «και έξουσι τον μισθόν περί τούτου πολλαπλάσιον παρά Θεού, προσεπικαρπούμενοι πάντες και τας ημετέρας ευχάς και ευλογίας». Οι αυτοί επίτροποι είναι και το 1801 κατά πράξιν καταχωρισθείσαν εις τον κώδικα της Μητροπόλεως και βεβαιωθείσαν παρά του Δεσπότου Γαβριήλ.
Δεν είναι σπάνια τα παραδείγματα, καθ' α οι έφοροι ήσκησαν τα καθήκοντά των δι' επιδείξεως υπερμέτρου ζήλου και αναμείξεως εις τα εσωτερικά των σχολείων, οχληροί γενόμενοι εις τους διδασκάλους. Κατά διάταξιν σιγιλλίου έτους 1856, εάν μέλος της εφορείας φανή καταχρώμενον ή αντενεργούν και αντιπράττον προς τας αποφάσεις της σχολής και καταβλάπτον τα συμφέροντα ταύτης, ο κατά τόπον Αρχιερεύς θα αφαιρή από αυτό πάσαν επιστασίαν και θα αναθέτη εις άλλο άξιον μεγαλυτέρας εμπιστοσύνης.
Δεν ημπορεί να αρνηθή κανείς εν ταυτώ ότι διά των εφόρων τα σχολεία των κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας επετύγχανον την μεγαλυτέραν απόδοσιν εξασφαλιζομένην διά της επιλογής των ικανωτέρων διά των κατ' έτος ανανεουμένων συμβάσεων. Οι μη ικανοί ανεζήτουν εργασίαν εις τα κατώτερα σχολεία. Ούτω δε την φήμην των τα σχολεία ελάμβανον εκ των ευκλεών διδασκάλων.
|