image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Μιχαήλ Α. Καλινδέρης

Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας

Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



2. Υπέρ των πτωχών. Το κουτί ελεημοσύνης.

Ητο επί Τουρκοκρατίας πολύ γνωστόν το εσναφικόν κουτί διά την πάντοτε πρόθυμον συμπαράστασίν του εις πάσαν ανάγκην των πολιτών με τα άσπρα της μέσης λεγόμενα, ήτοι τα του κοινού των συντέκνων ταμείου χρήματα, των οποίων η διαχείρισις εγίνετο με πολλήν περίσκεψιν και κοινάς των ομοτέχνων αποφάσεις. Από των χρημάτων των εσναφικών κουτιών ανεμένετο άμεσος πολλάκις η των πρωτομαστόρων των ρουφετίων πρωτοβουλία και επέμβασις προς ανακούφισιν επί εκτάκτου ανάγκης. Εκ περιπτώσεων δ' ως η εκ των συνήθων πυρκαϊών προκαλουμένη δυστυχία εγράφη υπό του Σκαρλ. Βυζαντίου η εικών της ευγενούς αμίλλης των πρωτομαστόρων διά τους πυροπαθείς: «Ύπαγε την επαύριον συμβάσης πυρκαϊάς εις τον τόπον της συμφοράς και θέλεις ιδείν τους κασσιέρας και πρωτομαΐστορας των συντεχνιών διανέμοντας από των χρημάτων του κουτίου άρτον, ενδύματα, εφαπλώματα εις τα θύματα του δεινού. Και τι δεν κατορθώνει o ζήλος και η φιλοτιμία των ευλογημένων τούτων ρουφετίων; »

Ιδιαίτερα κουτιά υπέρ των πτωχών είχον και πολλοί των εν Κων/λει ναών ησφαλισμένα δι' εγγράφων και σιγιλλίων και εξυπηρετούντα πρωτίστως ανάγκας των ενοριτών των. Ήδη το 1712 συνεστήθη κουτίον ελεημοσύνης περιαγόμενον εις τους ναούς της Κων/λεως και «εις καιρόν ανάγκης εις τα ευλογημένα. χριστιανικά ρουφέτια». Tο 1819 επανασυνιστάται «το κιβώτιον ελέους» ή «ενδεών». Τούτου ως επίτροποι ορίζονται επτά μαΐστορες εκ των συντεχνιών των γουναράδων, σαράφηδων, τζεβαερτζήδων, κερεστετζήδων, πακάληδων, σανταλτζήδων και ραπτών.

Κουτιά ελεημοσύνης υπήρχον εις πολλάς πολιτείας και κωμοπόλεις. Το εν Αδριανουπόλει συσταθέν εγκρίσει του Πατριαρχείου αναφέρεται το 1786 (Δεκ. 1) κατά την απόδοσιν λογαριασμού διά των δύο επιτρόπων του, γουνάρη και παντοπώλου, «εν καθαρώ καταστίχω» ενώπιον του Δεσπότου, κληρικών καί «τινων χρησίμων γερόντων των ρουφετίων». Εις τα ανοιχθέντα παρουσία, πάντων «κατά την αρχαίαν συνήθειαν» κουτιά ελεημοσύνης εκ των ναών τα περιέχοντα γρόσια 186 και άσπρα 103 προσετέθησαν «και τα από των τριών ρουφετίων ετησίως, διδόμενα των καφταντζήδων και καλπακτζήδων και αμπατζήδων γρόσια 136». Εξ αποφάσεως υπογραφομένης υπό του Αδριανουπόλεως Καλλινίκου ληφθείσης κατά το προηγούμενον έτος 1785 (Δεκ. 4) πληροφορούμεθα ότι υπήρχον πέντε αυλικαί ομολογίαι γεγραμμέναι από του 1757 έτους: των πέντε ρουφετίων, των γουναράδων δηλαδή, των μπακάληδων, των καφταντζήδων, των καλπακτσήδων και των αμπατζήδων, εκάστη αναγράφουσα ανά 500 γρόσια αφιερωθέντα παρά τινος μακαρίτου Χ"Παναγιώτου του Χ"Κώστα «δια διαφόρους χρείας των εν τη πόλει περιστατουμένων πτωχών». Και η μεν ομολογία των γουναράδων (το κατ' έτος διάφορόν της γρόσια 40) ήτο διά το Νοσοκομείον, η των μπακάληδων διά τα ορφανά ανήλικα βρέφη, η των καφταντζήδων διά την ελευθέρωσιν πτωχών παιδίων απο της φυλακής, αι των δύο άλλων ομολογιών, των καλπακτζήδων και αμπατζήδων δι' υπανδρείαν πτωχών κοριτσιών.

Αλλά και ενωρίτερον, ήτοι το 1732, καθ' α διαλαμβάνει ομολογία επιβεβαιουμένη παρά του Πατριάρχου Κων/λεως συνήγετο εν Αδριανουπόλει «ικανή τις και δαψιλής ελεημοσύνη», (εις γρόσια 1000 ανελθούσα) προοριζομένη διά τα πολλά εκτιθέμενα βρέφη και τους εκ νοσημάτων πάσχοντας. Κατά σχετικήν απόφασιν το κεφάλαιον μένει απαραμείωτον «ες τε των εκθέτων ορφανών παιδίων ανατροφήν και περίθαλψιν, και την εν οσπηταλίοις νοσούντων χριστιανών νοσοκομίαν τε και επισκέψιν». Επίσης προκειμένου περι υπανδρείας πτωχών κοριτσιών Ζακύνθου, αναφέρεται εις έγγραφον του έτους 1706: «...πάσα δύο χρόνους να εβγαίνουν ριάλια τριάκοντα, τα οποία να δίνουνται μιανής πτωχής κορασίδας ανύπαντρης».

Διά την εν Μοσχοπόλει κάσσαν των πτωχών γίνεται μνεία από του 1750 και αορίστως πολλάκις. Εμνημονεύσαμεν δ' ανωτέρω ενώπιον τίνων δίδει λογαριασμόν ο επίτροπος της ελεημοσύνης των πτωχών του ναού του Αγίου Νικολάου Κοζάνης το 1787 (ο επαναδιορισθείς το 1793 δευτερεύων εν ιερεύσι Μανουήλ ως επίτροπος της κοινής (έλεημοσύνης).

Εις το Μελένικον το 1813, ότε συνετάσσετο το καταστατικόν διοικήσεως της πολιτείας, τα κουτιά των πτωχών, ήσαν υπό την φροντίδα του τυχόν επιτρόπου της Εκκλησίας και υπό την δικαιοδοσίαν μόνον των (3) Επιτρόπων του Κοινου. Εκτός των όσων εμαζεύοντο και εξ όλων των σπιτιών όλου του μαχαλά, κάθε Σάββατον της εβδομάδος όπου εγίνετο «παζάρι», περιεφέρετο διά τινος καλού ανθρώπου κουτί των πτωχών, ξεχωριστόν, κλειδωμένον ή βουλωμένον παρά του Επιτρόπου του Κοινού, εις το «παζάρι» όλον και εργαστήρια διά να ρίπτη μέσα o καθείς εκείνο που προαιρείται.

Εκ του ανθρωπιστικού πνεύματος του εμπνεύσαντος τους συντάκτας του Κανονισμού χαρακτηριστικά είναι τα αναφερόμενα εις τον τρόπον διαθέσεως των απο του κοινού εισοδημάτων «να μην αφήσουν (οι επίτροποι του Κοινού) κάν ένα των πτωχών και ενδεών ημών αδελφών παραπονεμένον ποτέ», η δ' ελεημοσύνη να δίδηται «όσoν πρέπει, όταν πρέπει και όπου πρέπει».

Απο τους λογαριασμούς των Επιτρόπων του κιβωτίου ελεημοσύνης ως και από τα κατάστιχα ελεημοσύνης των συντεχνιών μανθάνομεν και που διετίθεντο αναλυτικώς τα εκάστοτε κονδύλια. Προς πίστωσιν δε της αφθονίας των περιπτώσεων ελεημοσύνης ενδεών αρκεί να ρίψη κανείς εν βλέμμα επί οιουδήποτε λ/σμού επιτρόπου ελεημοσύνης οιασδήποτε εκκλησίας και πόλεως. Επικουρίαι εις αναπήρους, γέροντας, ορφανά, χήρας, κορασίδας πτωχάς προς υπανδρείαν, περιπεσόντας εις οικονομικάς δυσχερείας εκ λόγων διαφόρων, διανομαί τροφίμων, επιδομάτων, ειδών αμφιέσεως κατά τας παραμονάς συνήθως των Χριστουγέννων και του Πάσχα ήσαν από τα πλέον συνήθη δείγματα ελέους.

Εις τας μερικωτέρας πλευράς της δυστυχίας τας εκ των κυτίων ελέους πληρωθείσας δεν θα ήτο απροσάρμοστος και η μνεία ενταύθα περιστατικών γενικωτέρων αναφερομένων εις απειλάς καταστροφής διαφόρων Κοινοτήτων εις ας συνέτρεξαν αι συντεχνίαι: Ούτω π.χ. «έκαμαν κατάστιχα τα ρουφέτια, οι άρχοντες και τα χωριά και βγήκαν αυτά που έδωσαν τους γενιτσάρους πουγγιά», όταν το 1772 ήλθεν εις Φιλιππούπολιν ο Κιουτσούκ τσαούσης από την Πόλη και προέβαινεν εις βιαιότητας. «Μεμιγμένα με αίμα και δάκρυα των πτωχών χριστιανών» Κοζανιτών ήσαν τα 1649 γρόσια τα δοθέντα εις τον Χασάν Γκέκαν κατά την αξιοδάκρυτον περίστασιν του 1825 και εις βάρος των πτωχών και αδυνάτων είχε πέσει κατά μέγα μέρος η φορολογία γενικών εξόδων που έκαμαν οι χαντζήδες και παντοπώλαι της πόλεως διά τα βασιλικά ασκέρια κατά τους πέντε δυστυχείς χρόνους από 1820-1825. Δημογέροντες και ρουφέτια της Μοσχοπόλεως το 1774 αποφασίζουν από κοινού να δώσουν τα κτήματα πάντα των φευγάτων διά τας ανάγκας και τα χρέη της πολιτείας «διά το βαρύ φορτίον όπου εφορτώθη εις τα λείψανα των δυστυχισμένων τούτων πτωχών». Προεστοί και ρουφέτια επώλησαν επίσης το πολυκάνδηλον της Μονής του Προδρόμου κατεσκευασμένον με 1000 γρόσια αντί 700 «διά την επείγουσαν χρείαν και ανάγκην της πατρίδος Μοσχοπόλεως» κλπ.


Προηγούμενη Σελίδα