Αθανάσιος Γιέφτιτς (πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης)
Τό περιβάλλον καί τό πρόσωπο
(Προσχέδιο γιά τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου στόν Ντοστογιέφσκυ).
Από το περιοδικό Ἐποπτεία, «Ἀφιέρωμα στὸ Ντοστογιέφσκυ», Ἀθήνα, Νοέμβριος 1981,τ.62, σελ. 875-886.
Ἀπό τόν Φεβρουάριο, ἐφέτος, γίνονται σέ ὅλο τόν κόσμο διαλέξεις, ὁμιλίες καί γράφονται ἄρθρα καί βιβλία πρός τιμήν τοῦ Ντοστογιέφσκυ μέ τήν εὐκαιρία συμπληρώσεως ἑκατό χρόνων ἀπό τήν κοίμησή του. Τά ὅσα λέγονται τώρα πρός τιμήν τοῦ Ντοστογιέφσκυ εἶναι λίγα μπροστά σ’ἐκεῖνα πού ἔχουν γραφτεῖ μέχρι σήμερα. Κι εἶναι γνωστά τά πολλά ὀνόματα μεγάλων ἀνδρῶν τῆς ἀνθρωπότητας, πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ με τόν Ντοστογιέφσκυ -φιλόσοφοι, λογοτέχνες, συγγραφεῖς, θεολόγοι και ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος. Ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε ὅτι στή Ρωσία, ἤδη οἱ σύγχρονοι τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἀσχολήθηκαν μέ τό ἔργο του, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Τολστόι -τόν ἄλλο μεγάλο συγγραφέα τῆς Ρωσίας-καί στήν συνέχεια οἱ Μερεσκόφσκυ, Μπερντιάεφ, Μοτσούλσκυ, Σεστώφ. Καί στή σοβιετική Ρωσία πολλοί συγγραφεῖς, ὅπως εἶναι π. χ. ὁ Βασίλειος Γκρόσμαν, γράφουν σπουδαῖες μελέτες, καί γίνονται ἐκδόσεις ἔργων του. Μετά τήν ἐπανάσταση λιγόστεψαν οἱ ἐκδόσεις ἔργων τοῦ Ντοστογιέφσκυ, τελευταῖα ὅμως ἄρχισαν καί πάλι νά ἀσχολοῦνται μέ αὐτόν καί νά γράφουν, καί μπορῶ νά πῶ ἀρκετά σοβαρά. (Σπουδαία εἶναι ἡ νέα ἔκδοσις ὅλων τῶν ἔργων τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἀπό τήν Ἀκαδημία τῆς Μόσχας -21 τόμοι μέχρι τώρα και συνεχίζεται). Μπορῶ ἐπίσης νά πῶ, ὅτι δέν ὑπάρχει δυτικός συγγραφέας πού νά μήν ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ αὐτόν. Οἱ Ἀντρέ Ζίντ, Κάφκα, Καμύ, Στέφαν Τσβάϊχ, τελευταῖα ὁ Ἕρμαν Ἔσσε, καί πολλοί ἄλλοι. Ὁμολογῶ ὅτι δέν διάβασα οὔτε τους μισούς ἀπ’ αὐτούς, ἀλλά ὅσους διάβασα εἶναι, νομίζω, ἀπό τούς βασικούς. Ἄν στό κείμενο αὐτό ἀσχοληθῶ ἐδῶ καί κεῖ μέ κάποιον, θά τό κάνω ὄχι μέ τήν πρόθεση ν’ ἀμφισβητήσω ἤ νά μειώσω τή γνώμη του• ἁπλῶς θά τούς ἀναφέρω μήπως μᾶς βοηθήσουν στήν κατανόηση τοῦ πολύπλοκου, πολύπλευρου καί πολυδιάστατου ἔργου τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Καί τό πρῶτο στό ὁποῖο θἄθελα νά ἐπιστήσω τήν προσοχή σας, εἶναι ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶναι πολύπλοκος καί πολύπλευρος καί πολυδιάστατος, καί δέν πρέπει ν’ ἁπλοποιεῖται ἡ κοσμοθεωρία του καί ἡ ἀνθρωπολογία του, τό ἔργο του γενικά. Ὅπως ξέρετε, ὑπάρχουν μονόπλευρες προσεγγίσεις τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἀπό την μία ἄκρη μέχρι την ἄλλη. Μερικοί τόν θεωροῦν ἀρνητικό καί σχεδόν σκοτεινό, ἕναν συγγραφέα πού ἀποκαλύπτει τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης κολάσεως. Ἄλλοι τόν θεωροῦν πολύ θετικό καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ γνώμη του, ἡ σκέψη του, τό ἔργο του, εἶναι μία περιγραφή μιᾶς καταστάσεως ἀνθρώπινου παραδείσου. Μέ τήν εὐκαιρία, θα παρακαλοῦσα, ὅσα γράφω ἐδῶ περί Ἀνατολῆς και Δύσεως, γιά θέματα πού σήμερα ἔχουν ὁπωσδήποτε μιά πολιτική χροιά, ὅπως εἶναι π. χ. ὁ περσοναλισμός, ὁ σοσιαλισμός κ.λ.π.νά τά διαβάζουμε μένοντας πιστοί στόν Ντοστογιέφσκυ, νά τά προσεγγίζουμε ὅπως ἐκεῖνος τά προσέγγισε καί ὄχι ἁπλῶς μέ μιά μονόπλευρη, σύγχρονη σκοπιά, ὄχι μέ μιά προσέγγιση πολιτική και ἰδεολογική, εἴτε ἀνατολική εἴτε δυτική.
Θά ἤθελα ν’ἀρχίσω ἀπό ἕνα ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκυ πού, ἀπ’ ὅτι ἄκουσα καί ἔμαθα, εἶναι ἐλάχιστα γνωστό στά ἑλληνικά.
Πρόκειται γιά τό «Ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα». Ὁ Ντοστογιέφσκυ ἦταν συντάκτης ὁρισμένων περιοδικῶν ὅπως εἶναι τά Vremiá (Χρόνος), Grazdanin (Πολίτης) καί ἄλλα. Καί συμπλήρωνε τά περιοδικά αὐτά μέ ὑλικό πού ὁ ἴδιος θεωροῦσε. Ἐργαζόταν ὡς λογοτέχνης, ὡς συντάκτης, ὡς σχολιαστής τῆς ἐπικαιρότητας μέ ἄρθρα καί σχόλια, ἀλλά καί μέ ὁρισμένα διηγήματα, ὅπως εἶναι τά θαυμάσια διηγήματα «Τό ὄνειρο ἑνός γελοίου», «Μιά γλυκιά γυναίκα» (ἡ πραεῖα Krotkaya) κ. ἄ. Τό «Ἡμερολόγιο» αὐτό περιέχει σχεδόν ὅλη τήν τελευταία περίοδο τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀπό τό 1873 μέχρι τό 1878 πού ἤτανε συντάκτης τοῦ περιοδικοῦ Grazdanin (Πολίτης), ἀλλά συμπεριλαμβάνει ἐπίσης, καί ἄλλα προηγούμενα ἔργα του κυρίως ἀπό τό 1860. Τό 1860 εἶναι ἡ ἐποχή πού γύρισε ὁ Ντοστογιέφσκυ ἀπό τήν Σιβηρία καί τό Ἡμερολόγιο ἀποδίδει κατά κάποιον τρόπο τήν Β΄περίοδο τῆς ζωῆς του. Ἤδη αὐτό μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ ἔχει δύο περιόδους καί ἄρα δύο κοσμοθεωρίες. Νομίζω ὅμως ὅτι ἡ διάκριση αὐτή εἶναι τεχνητή- ὅπως θά φανεῖ στήν συνέχεια. Στό Ἡμερολόγιό του ὁ Ντοστογιέφσκυ καίτοι γράφει μετά τά τέσσερα χρόνια τῆς Σιβηρίας, ἀναφέρεται στά πρῶτα χρόνια τῆς λογοτεχνικῆς του σταδιοδρομίας. Το Ἡμερολόγιο αὐτό εἶναι πάμπλουτο. Περιέχει πάρα πολλά θέματα πού ἀποτελοῦν κατά κάποιο τρόπο σχολιασμό τοῦ ἴδιου τοῦ Ντοστογιέφσκυ πάνω στά καλλιτεχνικά του ἔργα, στά μεγάλα του μυθιστορήματα. Ἐγώ θά σταθῶ κατ’ ἀνάγκην σέ ἕνα τμῆμα τοῦ Ἡμερολογίου, πού μᾶς δίνει τό κλειδί γιά νά προχωρήσουμε στό θέμα «Ὁ ἄνθρωπος στον Ντοστογιέφσκυ». Πρόκειται για ἕνα ἄρθρο πού λέγεται “Sreda” καί σημαίνει το περιβάλλον, τό ἀνθρώπινο περιβάλλον, ἐκεῖ πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, τό milieu.
Ἐπειδή ἄκουσα ὅτι δέν εἶναι μεταφρασμένο στα ἑλληνικά (ΣτΕ: ὑπάρχει μεταφρασμένο στα ἑλληνικά ἀπό τήν Μ. Ζωγράφου σέ ἐκδόσεις Δαρεμᾶ)
κάνω κατ' ἀρχήν μιάν περίληψη τοῦ περιεχομένου τοῦ ἄρθρου "Sreda", το περιβάλλον.
Θυμᾶμαι, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, στήν ἀρχή τῆς συγγραφικῆς μου σταδιοδρομίας, γνώρισα τούς πρώτους ἀνθρώπους στή Ρωσία πού ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα ἄνθρωπος. Ἦταν οἱ Μπιελίνσκυ, Χέρτσεν, Πισάρεφ, Ντομπρολιούμπωφ, Τσερνιτσέφσκυ. Κι ὅπως εἶναι γνωστό, αὐτοί ἦσαν οἱ πρῶτοι ρῶσοι σοσιαλιστές. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀλλά καί ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἐνδιαφέρθηκαν γιά τούς γάλλους σοσιαλιστές, τήν Γεωργία Σάνδη, τόν Φουριέ, τόν Προυντόν καί ἀπό τούς γερμανούς κυρίως γιά τούς Φόϋερμπαχ καί Στράους πού ἦσαν οἱ μεγαλύτεροι Ἑγελιανοί τῆς ἀριστερᾶς καί φίλοι τοῦ Μάρξ. Ὁ Φόϋερμπαχ, μάλιστα, μποροῦμε νά ποῦμε, ἦταν πνευματικός δάσκαλος καί ὁδηγός τοῦ Μάρξ στήν περί ἀνθρώπου καί θρησκείας ἀντίληψή του. Τούς διάβαζε αὐτούς, λοιπόν, ὁ Ντοστογιέφσκυ καί μετά γνώρισε καί τούς ρώσους σοσιαλιστές Μπιελίνσκυ, Χέρτσεν καί στή συνέχεια τόν Τσερνιτσέφσκυ. Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶχε ἐνθουσιασθεῖ κυρίως μέ τόν Μπιελίνσκυ.
Ὁ Μπιελίνσκυ εἶναι, ὡς γνωστόν, ὁ πρῶτος κριτικός τῆς λογοτεχνίας πού μίλησε γιά τό πρῶτο ἔργο τοῦ Ντοστογιέφσκυ —γραμμένο ἐν εἴδει ἐπιστολῶν μεταξύ δύο προσώπων— μέ τίτλο «Οἱ Φτωχοί». Ὁ Μπιελίνσκυ ἐξεφράσθη μπροστά σέ πολλούς ἀνθρώπους μέ τά καλύτερα λόγια γιά τό ἔργο αυτό τοῦ Ντοστογιέφσκυ, εἶπε ὅτι ἀνατέλλει νέος ἥλιος στόν πνευματικό οὐρανό τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας. Ὁ Ντοστογιέφσκυ μποροῦμε νά ποῦμε πώς καμάρωσε κι ἐνθουσιάστηκε μέ τόν Μπιελίνσκυ. Ὄχι, βέβαια, μόνο ἐπειδή τόν ἐπαίνεσε. Κυρίως τόν ἐνθουσίαζε, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, τό πρόσωπο τοῦ Μπιελίνσκυ. «Ἀπ' ὅλα τά πρόσωπα πού εἶχα γνωρίσει», γράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ στό Ἡμερολόγιο του, «ὁ Μπιελίνσκυ μοῦ ἔκανε τήν πιό μεγάλη ἐντύπωση. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού ζοῦσε γιά τήν ἰδέα του. Κι ἔμεινε μέχρι τέλους μιά φλόγα πού ἔκαιγε τό ὑλικό τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς του ὑποστάσεως». Στήν συνέχεια, ὁ Ντοστογιέφσκυ γνώρισε καί ἄλλους, ἀλλά γρήγορα ἀνακατεύθηκε μέ τή συνωμοσία του Πετρασέφσκυ. Τότε τούς συνέλαβαν, τούς καταδίκασαν εἰς θάνατον καί στή συνέχεια ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Τσάρου καί τόν καταδίκασαν σέ τέσσερα χρόνια στή Σιβηρία.
Τότε πού ἔπρεπε νά πάει στή Σιβηρία, οἱ γυναῖκες τῶν καταδικασμένων, πού εἶχαν ἀποφασίσει ν' ἀκολουθήσουν τούς συζύγους τους στά κάτεργα (ὁ Ντοστογιέφσκυ τίς ἐπαινεῖ γιά τή μεγάλη θυσία πού κάνανε, τήν ἀνεξήγητη, ἀνυπολόγιστη θυσία, νά περάσουν τέσσερα χρόνια μαζί μέ τούς συζύγους τους στή Σιβηρία), κατόρθωσαν νά πάρουν μιά ἄδεια, ἀπό τούς συνοδούς πού θά τούς ὁδηγοῦσαν στή Σιβηρία, νά δοῦν ὁρισμένοι κατάδικοι τόν Μπιελίνσκυ, λίγη ὥρα πρίν ξεκινήσουν γιά τά κάτεργα. Ὁ Μπιελίνσκυ, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ ὅταν ἦρθε καί μᾶς εἶδε μᾶς εἶπε μέ λύπη καί συμπάθεια: «δέν φταῖτε ἐσεῖς, οἱ καϋμένοι, φταίει ἡ sredá (τό περιβάλλον), ἡ κοινωνία». (Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά διακρίνω καί νομίζω πώς εἶναι μιά ἀδυναμία, —ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά πῶ— τῆς νεοελληνικῆς τό ὅτι δέν διακρίνει τήν κοινωνία ὡς société δηλ. περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν κοινωνία ὡς communion, δηλ. ὡς τρόπο ἐπικοινωνίας, ὡς σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό διπλανό του, ὡς τρόπον τοῦ κοινωνεῖν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό θά μοῦ ἐπιτρέψετε κάθε φορά νά διευκρινίζω μέ ποιά ἔννοια χρησιμοποιῶ τή λέξη κοινωνία).
Λοιπόν, «δέν φταῖτε ἐσεῖς, φταίει ἡ κοινωνία αὐτή, δηλαδή τό περιβάλλον», ἔλεγε ὁ Μπιελίνσκυ, καί περίεργο, γράφει περαιτέρω ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ ἁπλός ρωσικός λαός συνήθιζε χρόνια τώρα ἐπί τσαρικῆς Ρωσίας νά συνοδεύει τουλάχιστον μέχρι τό σταθμό τοῦ σιδηροδρόμου τούς καταδίκους σέ κάτεργα καί νά τούς λυπᾶται, νά τούς συμπονάει, νά τούς δίνει χρήματα, νά τούς δίνει εὐαγγέλια, νά τούς δίνει κάτι, καί νά τούς λέει: «καϋμένοι, δέν φταῖτε ἐσεῖς, οἱ δυστυχισμένοι». Ὅμως ἤδη τότε, γράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ, κατάλαβα ὅτι ὑπῆρχε μιά διαφορά στόν τρόπο πού ἔλεγε τά ἴδια περίπου λόγια γιά μᾶς ὁ Μπιελίνσκυ, (ὅτι εἴμαστε δυστυχισμένοι, ὅτι δέν φταῖμε ἐμεῖς, ἀλλά ἡ κοινωνία μᾶς ἔχει κάνει νἄμαστε ἐγκληματίες, συνωμότες κλπ) ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο το ἔλεγε ὁ λαός. Κυρίως, τό ὑπόβαθρο τοῦ περιεχομένου τῶν ἴδιων αὐτῶν ἐκφράσεων τοῦ λαοῦ, ἤτανε διαφορετικό. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά ἀναπτύσσει τό ἄρθρο του αὐτό — «Sredá», τό κοινωνικό περιβάλλον.
Ὁ Μπιελίνσκυ, ὅπως καί ἄλλοι, ἀνῆκε σ' αὐτούς πού τούς ὀνόμαζαν τότε «δυτικούς» σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς σλαυόφιλους. Οἱ «σλαυόφιλοι» εἶχαν μορφωθεῖ στή Δύση, ἀλλά μετά στράφηκαν περισσότερο πρός τή Ρωσία τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ οἱ «δυτικοί» πού ἦταν ἐπίσης μορφωμένοι στή Δύση, ἦταν καί στραμμένοι πρός τή Δύση. Ἔτσι οἱ Χέρτσεν, Τσερνιτσέφσκυ, Μπιελίνσκυ κ.α, ἦταν ἄνθρωποι πού εἴτε πῆγαν στή Δύση, σπούδασαν καί γύρισαν στή Ρωσία, εἴτε δέν πῆγαν διόλου στήν Εὐρώπη, ἀλλά μάθανε τή Δύση καί γίνανε —ὅπως λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ— ἐμιγκρέ χωρίς νά ἔχουν βγεῖ κἄν ἀπ' τή Ρωσία. Ἤτανε στραμμένοι, λοιπόν, ὅλως δι’ ὅλου πρός τή Δύση. Οἱ σλαυόφιλοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἦταν ἐπίσης μορφωμένοι δυτικά καί ἀγαποῦσαν τή δύση, ἀλλά ἦταν στραμμένοι περισσότερο πρός τήν Ἀνατολή. Μάλιστα, ὑπάρχει ἕνας θαυμάσιος χαρακτηρισμός τῶν δύο μερίδων αὐτῶν: γιά τούς μέν ἡ Εὐρώπη ἦταν ἡ χώρα τῶν θαυμάτων, ἐνῶ γιά τούς ἄλλους (τούς σλαυόφιλους) ἦταν καί πάλι ἡ χώρα τῶν θαυμάτων, ἀλλά ἦταν σάπια, νεκροταφεῖο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί (Μπιελίνσκυ, Τσερνιτσέφσκυ, Πισάρεφ κ.α.) εἶχαν ἤδη ἀναπτύξει τίς ἰδέες τῶν Γεωργία Σάνδη, Φουριέ κλπ., καί κυρίως τοῦ Φόϋερμπαχ καί τοῦ Στράους. Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἀναδύονταν ἡ Ἑγελιανή ἀριστερά και ὁ Μάρξ. Ὡστόσο στόν Ντοστογιέφσκυ, ἀπ’ ὅσο ξέρω, δέν γίνεται ἀπ' εὐθείας ἀναφορά στόν Μάρξ. Ἀναπτύσσεται ἐπίσης ἡ ἰδέα ὅτι τό περιβάλλον δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο καί εὐθύνεται γιά τόν ἄνθρωπο. Ἑπομένως ὁ σκοπός τῆς καλλιέργειας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς τελειοποιήσεώς του εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ περιβάλλοντος. Καί, γιά νἄμαστε ἐξηγημένοι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐκινοῦντο μέ πλήρη εἰλικρίνεια• μάλιστα δέ, οἱ γάλλοι σοσιαλιστές ἤτανε καί χριστιανοί, καί χριστιανικό ἦταν τό ἐνδιαφέρον τους γιά τόν ἄνθρωπο. Οἱ Μπιελίνσκυ, Τσερνισέβσκυ κ.α., πού εἶχαν ὑποστεῖ τήν ἐπίδραση τοῦ Φόϋερμπαχ, ἀπογύμνωσαν ἀπό τή θρησκεία, κι ἀκόμη ἀπό τόν ἴδιο τό «χριστιανισμό» αὐτή τήν ἰδέα τῆς ἀναμορφώσεως καί τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς κοινωνίας. Ὁ Ντοστογιέφσκυ ἀναφέρει ὅτι, ἐνῶ ἦταν ὀπαδός τοῦ Μπιελίνσκυ καί ἐνθουσιαζόταν μέ τή σοσιαλιστική ἰδέα, (καί πάλι θυμίζω, ὅτι ἐδῶ ἐννοοῦμε τό σοσιαλισμό ὡς λύση τοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου στή διάσταση τήν κοινωνική τοῦ ἀνθρώπου• θά ξαναμιλήσουμε γι' αὐτό ἀργότερα), ὡστόσο, λέει: «δέν μποροῦσα ν' ἀμφισβητήσω τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ν' ἀμφισβητοῦμε τίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ, ναί! Ἀλλά τό Χριστό γιατί νά Τόν βγάζουμε ἔξω;». Καί ὅταν μέν ὁ Μπιελίνσκυ ἀσκοῦσε κριτική στό χριστιανισμό ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν ἐκφράζονταν, ὅταν ὅμως ἀσκοῦσε κριτική στό Χριστό κοκκίνιζε καί σιωποῦσε. Ὁ Μπιελίνσκυ ἔλεγε τότε στούς ἄλλους: «Βλέπετε πῶς κοκκινίζει;» Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ ἤτανε ἀπό τήν ἀρχή χριστιανός καί παρέμεινε χριστιανός καί ὡς σοσιαλιστής. Πέρασε βέβαια ἡ πίστη του ἀπό μεγάλες δοκιμασίες: «Μέσα ἀπό μεγάλη φωτιά ἀμφιβολιῶν πέρασε τό ὡσαννά μου, ἡ πίστη μου», λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλά ἔμεινε, πρῶτον, χριστιανός, καί, δεύτερον, μέ τόν προσανατολισμό τῶν γάλλων σοσιαλιστῶν —τῆς Γ. Σάνδη, τοῦ Φουριέ, κλπ.,— ἔβλεπε δηλ. τόν ἄνθρωπο συμπονετικά, θά ἔλεγα χριστιανικά, καί προσπαθοῦσε νά λύσει τά προβλήματά του. Τό κέντρο ὅμως στούς γάλλους σοσιαλιστές, ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν κοινωνία, στή société, ὁ ἄνθρωπος ὡς σύνολο. Καί εἶναι γνωστό αὐτό πού ἀνέπτυξε στή συνέχεια ὁ Μάρξ, τόν ἄνθρωπο ὡς γενικόν ὄν, (ὡς ὄν τοῦ «γένους»), ὡς ὄν πού ἀποδίδει ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἄς μή μείνουμε περισσότερο σ' αὐτό, ἀλλά εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα, ὄχι ἁπλῶς ἡ ἰδέα, ἀλλά ἡ θέση ὅτι δέν μποροῦμε νά σκεφτόμαστε γιά σωτηρία καί τελειοποίηση μόνο ἑνός ἀνθρώπου, ἤ τῶν ἀνθρώπων ἀπομονωμένα. Καί ὁ Ντοστογιέφσκυ ἔμεινε πιστός στήν ἰδέα αὐτή μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Πάντοτε τόν ἐνδιέφερε ὁ ἄνθρωπος ὡς κοινωνία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.
Ἔτσι, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἦταν σοσιαλιστής καί μαθητής τοῦ Μπιελίνσκυ, ἀλλά ἀκόμη καί πρίν ἀπ' τήν Σιβηρία, συνεχίζει στό ἄρθρο τοῦ Sredá ἄρχισε νά διαφοροποιεῖται ἀπό τόν Μπιελίνσκυ. Ἔμεινε ὅμως τό ἐνδιαφέρον του γιά τόν ἄνθρωπο ὡς μή μεμονωμένη ὕπαρξη καί, γιά τόν ἄνθρωπο ὡς μέλος κοινωνίας, δηλ. γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Τοῦτο δέ, ἔμεινε πάντα ἡ πρωταρχική καταβολή στό ἔργο του. Ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν πρόδωσε τίς βασικές του θέσεις, τό βασικό του ἐνδιαφέρον τό ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωπιστικό, φιλάνθρωπο θά λέγαμε, τό ἐνδιαφέρον του γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ὡς πρόσωπο, ἀλλά καί ὡς ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ Ντοστογιέφσκυ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, θά λέγαμε ἔτσι χοντρά, τῶν ἄκρων. Ἤ ὅλα θά τά κερδίσουμε, ἤ ὅλα θά τά χάσουμε. Καί ὄχι μεμονωμένα — ὅπως δυστυχῶς πολλοί χριστιανοί τό ἐκλάμβαναν τότε, ἀλλά καί σήμερα. Τό θέμα δέν εἶναι νά σωθῶ ἐγώ, νά σωθεῖ ἡ ψυχή μου, νά σωθοῦμε ἔτσι μεμονωμένα. Κατ' αυτό τόν τρόπο, θά ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ χριστιανός ἀρνεῖται τή μεγάλη κλίση του καί ἀποστολή του νά σώσει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Καί ἐδῶ, ὁ χριστιανός δέν ἔχει νά πεῖ τίποτα ἐναντίον τοῦ ἐνδιαφέροντος πού προέβαλλε ὁ γαλλικός σοσιαλισμός γιά τόν ἄνθρωπο, γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό ἴδιο ἐνδιαφέρον ἔχει καί ὁ χριστιανισμός, καί γι’ αὐτό ὁ Ντοστογιέφσκυ καί ἔγινε σοσιαλιστής καί ἔμεινε χριστιανός. Ἔτσι, μπορούμε νά ποῦμε, παρ' ὅλο τό πέρασμα του μέσ' ἀπό τίς πολλές περιπέτειες πού τά ἔργα του μαρτυροῦν —καί ὁ Ντοστογιέφσκυ πέρασε ἀπ' ὅλες τίς δοκιμασίες πού περνάει ἡ πίστη ἡ χριστιανική στο Θεό— ἔμεινε μέχρι τέλους χριστιανός, δηλαδή πιστός συνειδητά καί εἰλικρινά.
Μετά τούς « Ἀδελφούς Καραμαζώφ», ἄν θυμᾶστε, γράφανε μεγάλα πνεύματα στή δύση: «ὁ μεγάλος αὐτός συγγραφέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαγγείλει μιά νέα ἐποχή γιά τή ρωσική λογοτεχνία, αὐτός τώρα μᾶς μιλάει γιά πίστη; Εἶναι σκοταδιστής, ὀπισθοδρομικός». Καί ὁ Ντοστογιέφσκυ ἀπαντάει σ' αὐτά: «Ἐμένα μοῦ τά λένε αὐτά οἱ συνάδελφοι ἀπό τή Δύση; Ἄς πᾶνε πρῶτα νά μαθητεύσουν στόν ἀθεϊσμό τοῦ Ἰβάν μου, στόν Ἰβάν Καραμάζωφ. Ὁ Ἰβάν εἶναι πολύ βαθύς. Ἄς καταλάβουν λοιπόν πρῶτα τόν Ἰβάν, τό βάθος τῆς ἀρνήσεως τοῦ Ἰβάν, τόν ἀθεϊσμό τοῦ Ἰβάν, καί μετά ἄς ἔρθουν νά μέ ποῦν σκοταδιστή». Αὐτό πού θέλει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά πεῖ εἶναι ὅτι: ἐγώ πέρασα αὐτό τό δρόμο εἰλικρινά καί ὁλοκληρωτικά, μή μοῦ λέτε τώρα ὅτι μιλάω ἐπιπόλαια γιά τήν πίστη.
Παρ' ὅλες, λοιπόν, τίς δοκιμασίες, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἔμεινε πιστός ὡς τό τέλος. Δῶρο Θεοῦ ἡ μεγαλοψυχία, ὅπως καί νά τό ὀνομάσετε, εἶχε ἀπό τήν ἀρχή τοποθετήσει στο κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του τό ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά σέ ἀντίθεση μέ πολλούς χριστιανούς, δέν ἐνδιαφερόταν μόνο γιά ἕνα ἄνθρωπο, ἀλλά γιά τόν ἄνθρωπο ὡς κοινωνία, ὡς ἀνθρωπότητα, ὡς ἀνθρώπινο γένος. Καί τό δεύτερο: καίτοι ἦταν σοσιαλιστής, ἀρχίζει στή συνέχεια νά διαφοροποιεῖ τή στάση του ἔναντι τῶν σοσιαλιστῶν πού καί αὐτοί ἐνδιαφερόντουσαν εἰλικρινά γιά τόν ἄνθρωπο ὡς ἀνθρώπινο γένος, ὡς κοινωνία. Ἐδῶ μπαίνει στή μέση τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Τί γίνεται μέ τό θέμα τοῦ προσώπου; Μᾶλλον μέ τό θέμα τῆς ἐλευθερίας, πού εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου; Καί ἐδῶ ἀρχίζει νά ἀναδύεται ὁ μεγάλος, ὁ πραγματικός Ντοστογιέφσκυ— τουλάχιστον κατά τή γνώμη μου.
Ὁ καθηγητής τοῦ Βελιγραδίου Νικόλαος Μιλόσεβιτς, σ’ ἕνα ἀπό τά σπάνια πνεύματα στή Σερβία σήμερα, καθηγητής τῆς φιλολογίας, μαρξιστής (ἀλλά μέ κάποια διαφοροποιημένη στάση ἔναντι τοῦ ἐπίσημου μαρξισμοῦ τῆς Γιουγκοσλαβίας), ἴσως ἔχει κάποιο δίκηο ὅταν λέει ὅτι οἱ ἀρνητικοί ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκυ εἶναι πιό δυνατοί ἀπό τούς θετικούς ἥρωες. Εἶναι, λέει, λίγο ἀμυδρός ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τῶν Καραμάζωφ, ὁ Ἀλιόσα καί ἄλλοι, ἔναντι τῶν ἀρνητικῶν ἡρώων, ἔναντι τοῦ Ἰβάν Καραμάζωφ, ἔναντι τοῦ Σάτωβ στούς δαιμονισμένους, τοῦ Σταυρόγκιν, κυρίως, τοῦ Ρασκόλνικοφ καί ἄλλων.
Ἀλλά θά ἐπανέλθω στόν καθηγητή Νικ. Μιλόσεβιτς, διότι δέν εἶμαι ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τήν θέση του. Πάντως, θέλω νά πῶ ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν ἀδίκησε τούς ἀρνητικούς ἥρωές του. Τούς ἔδωσε καί τούς παρουσίασε σέ ὅλη τους τήν πληρότητα.
Οἱ ὀπαδοί τοῦ σκοτεινοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὅπως εἶναι ὁ Ἀνατόλ Φράνς, ἐν μέρει ὁ Κάφκα καί ὁ Καμύ, ὁ Στέφαν Τσβάιχ καί ἄλλοι, ἔχουν πάρει πολλά από τόν Ντοστογιέφσκυ. Ὁ Νίτσε —πού δέν ξέρουμε ἄν διάβασε Ντοστογιέφσκυ—, ἀντιπροσωπεύει ἐν πολλοῖς τό ἴδιο πνεῦμα (καί ὑπάρχει ἕνα λαμπρό κείμενο τοῦ Λεόν Σεστώφ πού παραλληλίζει Νίτσε καί Ντοστογιέφσκυ). Αὐτοί λοιπόν, πού συμβατικά χαρακτηρίζονται «ντοστογιεφσκική ἀριστερά», προεκτείνουν τή σκοτεινή πλευρά τοῦ μεγάλου συγγραφέως καί δέχονται τίς θεωρίες τῶν Σταυρόγκιν, Κυρίλωφ, Σάτωβ, Ἰβάν Καραμάζωφ. Αὐτοί, στήν πραγματικότητα, δείχνουν πώς ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν ἔδωσε καρικατοῦρες ἀλλά ρεαλιστικά πρόσωπα. Τούς ἄλλους, τούς θετικούς ἥρωες, ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν τούς ἔδωσε τελεσίδικα ἀλλά μᾶλλον τούς ἄφησε στήν ἀρχή τοῦ θετικοῦ δρόμου, καί μάλιστα, ὅπως θά θυμᾶστε στό τέλος τοῦ τελευταίου του καί πιό σπουδαίου μυθιστορήματος Ἀδελφοί Καραμάζωφ, ὑπόσχεται ὅτι θά γράψει ἕνα μυθιστόρημα γιά τόν Ἀλιόσα Καραμάζωφ σάν συνέχεια τοῦ ἔργου. Ὁ καθηγητής Νικ. Μιλόσεβιτς, πού προανέφερα, ἀμφιβάλλει ἄν ὁ Ντοστογιέφσκυ θά μποροῦσε νά γράψει ἕνα τέτοιο ἔργο γιά τόν Ἀλιόσα, δηλ. ἕνα μυθιστόρημα μέ πλήρη θετική μορφή ὁλοκληρωμένη, τοῦ Ἀλιόσα. Ἤ, ἀκόμη λιγότερο, ἕνα ἄλλο μυθιστόρημα πού ὑποσχόταν κάποτε ὁ Ντοστογιέφσκυ νά γράψει περί τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατο, λέει ὁ Μιλόσεβιτς, διότι οἱ ἀρνητικοί του τύποι εἶναι πιό δυνατοί. Τοῦτο ὅμως σημαίνει ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ πράγματι ζοῦσε αὐτά τά πρόσωπα (τά ἀρνητικά) σ' ὅλη τήν πληρότητά τους καί σ' ὅλο τους τό βάθος. Ζοῦσε ὅλη τή διάσταση αὐτῆς τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού προσπαθεῖ νά σωθεῖ μέσα στήν κοινωνία (= τό κοινωνικό περιβάλλον) καί μᾶλλον ὡς κοινωνία. Δηλαδή τή θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι προϊόν τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος, καί ἡ βασική του ὑποχρέωση εἶναι ἡ ἀναμόρφωση τῆς κοινωνίας, ἔτσι ὥστε νά σωθεῖ ὅλη ἡ ἀνθρωπότης. Καί ἄν θά μποροῦσαν νά ἐκλέξουν οἱ ἥρωες αὐτοί, θα προτιμοῦσαν τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας ἔναντι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου προσωπικά, ἀτομικά —γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα. Τό ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατο ὁ Ντοστογιέφσκυ τό εἶχε καταλάβει καί πρίν να πάει στή Σιβηρία. Στή Σιβηρία, ἡ ἐμπειρία τῆς κοινῆς ζωῆς, τέσσερα χρόνια σέ μιά —ὅπως λέει ὁ ἴδιος— ἀναγκαστική κοινωνία τοῦ ἔδωσε μεγάλο δίδαγμα. Βεβαίως ἡ φυλακή εἶναι κάθε ἄλλο παρά κοινωνία, ἀλλά ὁ Ντοστογιέφσκυ στό «Σπίτι τῶν νεκρῶν» δέν περιγράφει τόσο τήν ἀπαίσια φυλακή καί τόν τρόπο πού ζοῦν οἱ φυλακισμένοι• ἐκεῖνο πού περισσότερο τόν ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς ἀναγκαστικά κοινῆς ζωῆς: τῆς ζωῆς πού ὀργανώνεται κοινά, ἀναγκαστικά, πού θυσιάζει —γιά νά ἐκφρασθῶ πιό σωστά καί πιό πιστά πρός τόν Ντοστογιέφσκυ— τήν ἐλευθερία χάριν τοῦ κοινοῦ, χάριν τοῦ γενικοῦ. Ἔστω, τήν τρελή ἐλευθερία. Ἡ φυλακή, λοιπόν, ἔχει τή μορφή ζωῆς πού θέλει ὁ σοσιαλισμός. Καί ὁ Ντοστογιέφσκυ συνεχίζει τήν περιγραφή της, μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τή Σιβηρία, στό ἔργο του το «Ὑπόγειο», πού εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό σημαντικούς σταθμούς τῆς —ἄς τό πῶ συμβατικά— «ἀλλαγῆς» τοῦ Ντοστογιέφσκυ, καίτοι ἀπ' τήν ἀρχή τόνισα ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκυ κράτησε τίς βασικές του θέσεις.
Ὁ ἥρωας τοῦ «Ὑπόγειου» εἶναι ἕνας παράξενος ἄνθρωπος. Ἀλλοπρόσαλλος, παράλογος, ὅπως ξέρετε, κοροϊδεύει τούς πάντες καί τά πάντα, ἀκριβῶς γιά νά δείξει τό παράλογο τῆς ἐλευθερίας, τό ὑπέρλογο, ἀπρόβλεπτο, ἀνοργάνωτο καί μή ἐπιδεχόμενο καμιά ὀργάνωση, κανένα προσδιορισμό. «Ἐλευθερία σημαίνει ἐλευθερία, καί τέλειωσε. Δύο καί δύο κάνουν τέσσερα, λένε τά μαθηματικά. Γιατί νά εἶναι τέσσερα; — Ἔ! μά, δέν μπορεῖς νά σπᾶς μέ τό κεφάλι σου τόν τοῖχο. Ἔτσι εἶναι τά πράγματα. Δέν τό δέχομαι αὐτό, δέν τό θέλω. Γι’αὐτό τί μέ νοιάζει ἄν θά σπάσω τό κεφάλι μου στο τοῖχο; Θέλω νά δείξω ὅτι μπορῶ νά χτυπῶ μέ τό κεφάλι μου τόν τοῖχο, νά ἀρνοῦμαι τό δύο καί δύο κάνει τέσσερα».
Χτυπάει ὁ ἥρωας τοῦ «Ὑπόγειου» τή λογική, ὡς ἕνα βασικό σημεῖο συστήματος, ὀργανωμένου «γιά τό καλό τῆς ἀνθρωπότητος». Στή συνέχεια χτυπάει καί τό ἠθικό στοιχεῖο. Θυμᾶστε τό σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου κάθεται μόνος του καί ἔρχεται μιά γυναῖκα, περίπου σάν τή Σόνια Μαρμελάντοβα στο «Ἔγκλημα καί Τιμωρία». Ἔρχεται νά τοῦ ζητήσει μιά βοήθεια, νά τή στηρίξει ἠθικά: «Χάνομαι» τοῦ λέει, «δῶσε μου μιά συμβουλή, παραστάσου με ὡ ἄνθρωπος». Καί αὐτός τῆς ἀπαντάει: «Ξέρεις τί θά ἤθελα ἐγώ;» «Τί;» λέει, «Νά χαθεῖς καί σύ καί ὁ κόσμος, γιά νά πίνω ἐγώ ἥσυχα τό τσάϊ μου». Εἶναι ἀπάνθρωπο, ἀπαράδεκτο αὐτό. Ὁ Ντοστογιέφσκυ ὅμως τοῦ δίνει τά ἐπιχειρήματα, γιατί θέλει νά πεῖ: «Κύριε, οὔτε ἠθικά δέχομαι νά δεσμεύεις τήν ἐλευθερία μου». Εἶναι ἕνα ἀπό τά πολύ βασικά σημεῖα πού θ' ἀναπτύξει ἀργότερα ὁ Ἰβάν Καραμάζωφ, μᾶλλον ὁ Ντοστογιέφσκυ μέσω τοῦ Ἰβάν Καραμάζωφ, στό μεγάλο καί θαυμάσιο κεφάλαιο «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής» στούς «Ἀδελφούς Καραμάζωφ». Θυμᾶστε τί προτείνει ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής στό Χριστό στίς φυλακές τῆς Ἰσπανίας; «Ἐσύ,» λέει, «ἔβαλες ὑπερβολικά ψηλά τόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο εἶναι ἀνεδαφικό. Δέν καταλαβαίνεις τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θέλει να τοῦ δώσεις ψωμί, αὐθεντία, ἐντυπωσιακότητα, θαῦμα, ἐξουσία καί θά γίνει πιστός ὀπαδός σου. Κατόπιν θά θυσιασθεῖ γιά σένα, θά σ' ἀγαπάει, θά κάνει ὅτι θέλεις. Ξέρω ὅτι ἐσύ προτιμᾶς τήν Ἐλευθερία, καί θέλεις μόνο ἐλεύθερα ν' ἀκτινοβολεῖς τήν ἀγάπη στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ ἄνθρωπος ν' ἀπαντάει μέ ἐλεύθερη ἀγάπη. Αὐτό ὅμως δέν ἀποδίδει στόν ἄνθρωπο. Ἔχεις λάθος εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν ἄνθρωπο καλλίτερα». Καί ὁ Ἱεροεξεταστής τοῦ μιλάει —ἄν τὄχετε προσέξει— ὡς ἀσκητής, παρακαλῶ. Ὁ Ἱεροεξεταστής ἤτανε, ὅπως ἕνας μοναχός: ἀσκητής, ἄνθρωπος τῆς θυσίας, ἄνθρωπος πού θέλει τό καλό καί τή σωτηρία ὅλων (ὅπως οἱ σοσιαλιστές). Δέν μιλάει ἕνας χοντροκομμένος. Κάτι τέτοιο θἄταν ἄδικο, καί ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν θἄταν ὁ Ντοστογιέφσκυ ἄν τόν παρουσίαζε σάν ἕναν ἀπάνθρωπο. Παρουσιάζει λοιπόν ὁ Ντοστογιέφσκυ πολύ εὐαίσθητη τή θέση τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ. Ὁ Χριστός, βέβαια, δέν ἀπαντάει τίποτα —αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό— ἤθελε ὅμως ὁ Ντοστογιέφσκυ νά συζητήσει μέ τόν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή το ἴδιο θέμα πού εἶχε ἀρχίσει στό «Ὑπόγειο»• μήπως δηλ. δέν ὑπάρχει πράγμα, δέν ὑπάρχει νόμος, δέν ὑπάρχει λογική, δέν ὑπάρχει καλό ἤ ἠθικό πού νά μπορεῖ ν' ἀναμετρηθεῖ μέ τήν ἐλευθερία πού νά μπορεῖ νἆναι τιμή(= τίμημα) τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, πού νά μπορεῖ δηλ. ν' ἀγορασθεῖ μέ αὐτό ἡ ἐλευθερία;
Ὁ Λ. Σεστώφ, ὁ ρῶσος συγγραφέας πού ἀνάφερα πάρα πάνω, ἔχει ἀναπτύξει στό ἔργο του Περί Ντοστογιέφσκυ τή θεωρία, ὅτι ὅλος ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐξηγεῖται μέ τό « Ὑπόγειο». Ὁλόκληρος ὁ Ντοστογιέφσκυ μετέχει σ' αὐτό τό πρόσωπο πού ἀρνεῖται κάθε σύστημα χάριν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἔχει πάρα πολύ δυνατά ἐπιχειρήματα ὁ Σεστώφ. Ὅποιος ἔχει διαβάσει τόν Σεστώφ θά δεῖ ὅτι εἶναι ἕνας ἄλλος Μπερντιάεφ κατά κάποιο τρόπο, (βέβαια σέ διαφορετικό ἐπίπεδο. Ὁ Σεστώφ ἦταν μεγάλη μορφή καί προσωπικός φίλος τοῦ Χοῦσσερλ). Δέν εἶναι ἴσως ἀρκετά γνωστός, ἀλλά γιά τή ρωσική φιλοσοφία καί γενικά γιά τήν εὐρωπαϊκή σκέψη εἶναι πολύ σημαντικός συγγραφέας. Τελευταῖα, ἄς τό προσθέσω κι αὐτό, εἶναι περίεργο ὅτι στή Γιουγκοσλαβία ἀναπτύσσεται μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τόν Σεστώφ, ἐνῶ γιά τόν Μπερντιάεφ τό κλῖμα δέν ἔχει σέ μᾶς ἀκόμη ὡριμάσει. Τόν Σεστώφ ὅμως τόν καταλαβαίνουν, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἐναντίον κάθε συστήματος, ἀγωνίζεται γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ξεκινάει ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ «Ὑπογείου» τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Μολονότι νομίζω πώς ὁ Σεστώφ δίνει μιά μονομερή ἑρμηνεία τοῦ Ντοστογιέφσκυ, πάντως, ἔχει καταλάβει ἕνα βασικό στοιχεῖο μέσα στό «Ὑπόγειο» τοῦ Ντοστογιέφσκυ• ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διαμαρτύρεται, πάσῃ θυσίᾳ, ἐναντίον κάθε συστήματος πού θά προσπαθοῦσε νά ἐξαγοράσει τήν ἐλευθερία του, πού ὡς τίμημα θά θέλει τήν ἐλευθερία του.
Ἔτσι, στό «Σπίτι τῶν νεκρῶν» καί στό «Ὑπόγειο» ἀρχίζουν νά ἀνοίγουν ὁρίζοντες καί νά δίνονται νέες διαστάσεις γιά μιά ἄλλη προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου. Καί γι' αὐτό ὁ Ντοστογιέφσκυ γυρίζει στό μικρό του ἄρθρο «sredá» (τό κοινωνικό περιβάλλον)• θέλει να ἐξηγήσει γιατί διέφερε ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ ἀπό τη γνώμη τοῦ Μπιελίνσκυ, στό ὅτι δηλ. οἱ καταδικασμένοι στά κάτεργα «εἶναι δυστυχισμένοι καί δέν φταῖνε αὐτοί οἱ καϋμένοι». Ὁ Μπιελίνσκυ πίστευε ὅτι φταίει ἡ κοινωνία, διότι ἐσεῖς εἴσαστε δημιούργημα τῆς κοινωνίας καί ἄρα δέν φταῖτε ἐσεῖς, ἀλλά φταίει ἐκείνη. Ἐπομένως, καί ἔγκλημα ἐπιτρέπεται ἐναντίον αὐτῆς τῆς κακῆς κοινωνίας. Καί θυμᾶστε τούς Δεκεμβριστές τῆς Ρωσίας, τούς πρώτους ἐπαναστάτες τοῦ 1825 καί, στή συνέχεια, τούς ἀναρχικούς ὅπως εἶναι ὁ Νετσάγιεφ, ὅπως εἶναι ὁ φίλος τοῦ Μάρξ, Μπακούνιν, πού λέγανε ὅτι ἐπιτρέπεται κάθε κακό ἐναντίον τῆς κοινωνίας, διότι «ὅσο χειρότερα τόσο καλύτερα» ὅσο περισσότερα ἐγκλήματα τόσο πιο καλά θά μαρτυρήσουμε ὅτι ἡ κοινωνία αὐτή πρέπει ν' ἀλλάξει.
Σ’ ὅλα του τά ἔργα ὁ Ντοστογιέφσκυ συζητάει μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί συμμερίζεται τή γνώμη τους θά ἔλεγα, ἑκατό τά ἑκατό, ἀλλά προχωρεῖ καί πιό πέρα. Ἀρχίζει τή διείσδυση στήν ψυχή τοῦ λαοῦ. Γιατί ἔλεγε ὁ λαός ὅτι: εἴμαστε δυστυχισμένοι καί δέν φταῖμε ἐμεῖς, οἱ κατάδικοι; Ὄχι, ἐπειδή δέν φταῖμε, ἀλλά ἐπειδή ὅλοι φταῖμε! Ὅλοι φταῖμε γιά ὅλα. Αὐτό ἐν ὀλίγοις εἶναι ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ. Δέν φταῖτε ἐσεῖς οἱ κατάδικοι. Φταῖμε ὅλοι ἐμεῖς. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι δέν φταῖτε καί σεῖς προσωπικά, ἀλλά τό θέμα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς εὐθύνης εἶναι θέμα πανανθρώπινο.
Τό ἄρθρο τοῦ Ντοστογιέφσκυ «Sredá» (= περιβάλλον) γράφτηκε μέ ἀφορμή τά νέα ρωσικά δικαστήρια. Μετά τήν κατάργηση τοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος στή Ρωσία, ὅπως ξέρετε, ἀνέλαβαν, κατά τό πρότυπο τῆς Ἀγγλίας, νά ἔχουν δικαστήρια σέ κάθε κοινότητα, ἀπό 12 χωρικούς, πολῖτες. Καί ἐνῶ ὁ δικαστής δικάζει τόν κάθε παραβάτη, τήν ἀπόφαση βγάζουν οἱ χωρικοί, οἱ ἁπλοί πολῖτες. Καί αὐτοί, κατά τό πλεῖστον, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀθωώνανε τούς κατηγορουμένους, τούς παραβάτες, τούς ἐγκληματίες. Γιατί; ρωτάει. Συγχωρούσανε τό κακό ἤ πίστευαν ὅτι φταίει τό περιβάλλον; Ὁ Ντοστογιέφσκυ δίνει μιά θαυμαστή γνώμη πού, κατ' ἐμέ, ἐξηγεῖ πάρα πολλά.
Μήν ξεχνᾶτε, λέει, ὅτι ὁ ρωσικός λαός εἶναι πολύ πρόσφορος στήν ἰδέα τῆς sredá (τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος). Μήπως λοιπόν αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού προσφέρθηκε ὁ ρωσικός λαός —βέβαια ἐδῶ ἔχουμε ἕνα προφητικό στοιχεῖο στόν Ντοστογιέφσκυ— νά δεχθεῖ τίς ἐπιδράσεις τῆς φιλοσοφίας τῆς sredá, τῆς φιλοσοφίας τοῦ περιβάλλοντος; —ἔτσι περίπου ὀνομάζει τό σοσιαλισμό τοῦ Μπιελίνσκυ καί τοῦ Τσερνιτσέφσκυ. Ὁ λαός μας εἶναι πολύ νέος ὡς πρός τήν ἰδέα τοῦ περιβάλλοντος, τῆς κοινωνίας ἡ ὁποία ευθύνεται, καί πού δεν μπορεῖ νά ξεχωρίσει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ρωσικός λαός μας ἔχει τήν τάση —ἀπό τή φύση του, ἀπό τίς σλαβικές του, ἄς ποῦμε, καταβολές— νά γίνει τό πιό πρόσφορο ὑλικό γιά τήν ἰδέα τῆς φιλοσοφίας τῆς sredá, τῆς φιλοσοφίας τοῦ περιβάλλοντος. Ἀλλά, συνεχίζει, ὁ λαός ἐννοοῦσε διαφορετικά τή sredá. Ἀσφαλῶς φταίει ἡ sredá, ἀλλά ἡ sredá αὐτή εἶμαι ἐγώ, εἶσαι ἐσύ, εἴμαστε ἐμεῖς καί ὄχι ἡ σχέση μας, ὄχι ἡ κοινωνία μας ὡς société, ἀλλά ἐμεῖς ὡς πρόσωπα. Μέ ἄλλα λόγια, ἐάν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ δικασταί εἴμασταν διαφορετικοί, ἄν ἐμεῖς εἴμασταν καλύτεροι, θά ἤσουν καί σύ. Ἔτσι, μ' αὐτόν τόν τρόπο, μοιραζόμαστε τό ἔγκλημά σου, τό παίρνουμε πίσω ἐπάνω μας, ὄχι ἁπλῶς ἀπό συμπάθεια, ἀλλά ἀπό πραγματική συμμετοχή στό ἔγκλημά σου. Φταῖμε, λοιπόν, κι ἐμεῖς πού ὁδηγήθηκες ἐκεῖ. Μήν ξεχνᾶς ὅμως ὅτι φταῖς κι ἐσύ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἀπόφαση τῶν ἐνόρκων, εἴτε καταδικαστική εἶναι εἴτε ἀθωωτική, γίνεται μέ πόνο καί μέ μιά αὐτοκαταδίκη. Μ’ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ χριστιανικός τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς ἁμαρτίας. Μή νομίζουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία, τό κακό γενικά, εἶναι ἔξω ἀπό μᾶς. Εἶναι θέμα τῆς ἐλευθερίας μας. Καί ἐλευθερία σημαίνει εὐθύνη. Ἐλευθερία σημαίνει ὅτι ἐσύ, προσωπικά, τοποθετεῖσαι ἔναντι τοῦ πράγματος, καί ὄχι ἡ ἔρευνα του πῶς ἔχει ἀντικειμενικά τό πρᾶγμα.
Ὁ Μπερντιάεφ στή θαυμάσια μελέτη του γιά τόν Ντοστογιέφσκυ (πού νομίζω μεταφράστηκε στά ἑλληνικά μέ τίτλο «Τό Πνεῦμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ») προσπαθεῖ βέβαια νά πεῖ μέσω τοῦ Ντοστογιέφσκυ καί τίς δικές του ἰδέες, ἀλλά θέλει νά τονίσει καί κάτι πού εἶναι σωστό: ὅτι τό θέμα τῆς ἐλευθερίας εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἐξήγηση τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἐάν ἡ ἐλευθερία μπαίνει ὡς θεμελιῶδες δημιουργικό συστατικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου —καί χωρίς ἐλευθερία δέν ἔχουμε τόν ἄνθρωπο— τότε ἡ σημασία τῆς ἐλευθερίας εἶναι πολύ μεγάλη. Ὅμως ὅταν αὐτή ἡ ἰδέα ἡ ἐλευθερία ἀποκοπεῖ ἀπό τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ὑπάρξεως, ὅταν γίνει αὐτοσκοπός, τότε οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι καταντοῦνε τραγικοί. Ἔτσι, καί πάλι δέν βρίσκουμε διέξοδο, καί πέφτουμε θῦμα τῆς ἴδιας μας τῆς ἐλευθερίας. Ἀλλά ἐλευθερία, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, σημαίνει προσωπική στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ περιβάλλοντος, τῆς κοινωνίας καί τῶν πάντων. Τήν ὥρα πού θά ἀποδεχθοῦμε μιά μετατόπιση τῆς εὐθύνης στό περιβάλλον, στή sredá, καταργεῖται ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο. Ἐδῶ τώρα ἔρχεται ὁ δεύτερος Ντοστογιέφσκυ. Ἐκεῖνος πού ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Κρατάει ὅλο του τό ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὡς κοινωνία, ὡς ἀνθρώπινο γένος, ὡς ἀνθρωπότητα, καί ποτέ του δέν τό ἀρνήθηκε, διότι μόνιμο ἐνδιαφέρον του μένει αυτό. Τώρα ὅμως ἔχει τή βασική διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου. Καί ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο σημαίνει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐλευθερία, καί ἡ ἐλευθερία σημαίνει ἀγάπη, κοινωνία ἐν ἐλευθέρα —ὄχι ἀναγκαστική— ἀγάπη. Ἀγάπη ἀπροϋπόθετη, μή ἀναγκαστική ἀγάπη, μή φιλόκερδη, ἀλλά ἀνιδιοτελής ἀγάπη, πού εἶναι ἄσκοπη, δηλ. χωρίς κανέναν ἄλλο σκοπό. Μόλις ἡ ἀγάπη ὑποταχθεῖ σ' ἕνα σκοπό, ὑποτάσσεται καί ἡ ἐλευθερία σ' ἕνα ἄλλο σκοπό, διαστρέφεται καί καταργεῖται.
Δέν ὑπάρχει σκοπός γιά τήν ἀγάπη, ὅπως δέν ὑπάρχει σκοπός γιά τόν Θεό, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ὁ ἄνθρωπος δύναται ὡς πρόσωπο νά σταθεῖ, νά ὑπάρχει, νά λειτουργεῖ, νά κοινωνεῖ μέσα στήν κοινωνία μόνον ὅταν εἶναι ἐλεύθερος καί ἀγαπάει ἐλεύθερα. Γι’ αὐτό τόν λόγο καί ὁ Χριστός δέν ἀπάντησε στόν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή ὅταν τόν κατηγόρησε ὅτι «ἐσύ ὑπερτίμησες τόν ἄνθρωπο• ἤθελες μόνο μέ τήν ἐλευθερία, μέ τήν ἀγάπη σου, νά προκαλέσεις τήν ἐλεύθερη ἀπάντηση τῆς καρδιᾶς του. Μόνο οἱ ἀκτίνες τοῦ προσώπου Σου νά προκαλέσουν τήν ἀγαπητική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου στή δική σου ἀγάπη, ἀλλά δέν τόν κατάλαβες τόν ἄνθρωπο. Γι’αὐτό θά καταδικασθεῖς αὔριο». Τή στιγμή πού τό διαβάζει ὁ Ἰβάν στόν Ἀλιόσα, ὁ Ἀλιόσα πετιέται καί λέει: «μά αὐτό δέν εἶναι κατηγορία ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἔπαινος Του». Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ θέση τοῦ «δεύτερου» Ντοστογιέφσκυ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στίς κατηγορίες τοῦ Ἱεροεξεταστή ὁ Χριστός δέν λέει τίποτα• λέει ὅμως ὁ Ἀλιόσα — καί ἐδῶ διαφέρει ριζικά ἀπό τόν Ἰβάν, μολονότι εἶναι Καραμάζωφ. (Ἄν διαβάσατε τό ἄρθρο τοῦ Χέρμαν Ἕσσε «Ἡ καταστροφή τῆς Εὐρώπης καί οἱ ἀδελφοί Καραμάζωφ», ἄρθρο μέ ἐνδιαφέρον γραμμένο ὅταν ἦταν πολύ νέος, τό 1919, θά γνωρίζετε ὅτι δείχνει τήν ταυτότητα ὅλων τῶν Καραμάζωφ• «ὅλοι εἶναι Καραμάζωφ καί μήν τό ξεχνᾶμε ὅτι τό ἔργο εἶναι ἐνιαῖο». Στήν συνέχεια, ὅμως, ὁ Ἕσσε ἀναπτύσσει τή δική του θεωρία γιά τόν Ντοστογιέφσκυ καί τούς Καραμάζωφ πού εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἀλλ' απαράδεκτη). Καί ὁ Ἀλιόσα, λοιπόν, δέν διαφέρει ἀπό τούς ἀδελφούς του. Θυμᾶστε τί εἶπε ὁ Ἀλιόσα στόν ἀδελφό του Μίτια; «Στήν ἴδια σκάλα εἴμαστε». Ἀργότερα, ὁ Μίτια πῆγε στό δικαστήριο γιά τόν δῆθεν φόνο τοῦ πατέρα του. Δέχεται νά πάει στή φυλακή, καίτοι δέν σκότωσε αὐτός τόν πατέρα του, ἀλλά ὁ Σμερντιακώφ ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Ἰβάν. Ὁ Μίτια δέχεται ὅτι φταίει —ἀναλαμβάνει τόν φόνο τοῦ πατέρα του—, διότι τοῦτο ἐντάσσεται στό γενικό ἀνθρώπινο βίωμα, στήν ἐμπειρία ὅτι ὅλοι φταῖμε γιά ὅλα.
Ἄς θυμηθοῦμε τό «Ὄνειρο ἑνός γελοίου», τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν γελοῖος, πού ὅλοι τόν ἔλεγαν γελοῖο, (ὁ Ντοστογιέφσκυ δέχεται πάντοτε πώς ἡ γνώμη τοῦ κόσμου εἶναι πολύ ρεαλιστική, καί στή συνέχεια βάσει αὐτοῦ προχωρεῖ πιό πέρα). Αὐτός λοιπόν ὁ γελοῖος περιγράφει τό ὄνειρό του, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι μιά μεγάλη πανανθρώπινη ἀλήθεια. Βρέθηκα, λέει, στόν παράδεισο καί εἶμαι ἀκριβῶς ἐγώ ἐκεῖνος πού διέπραξε τό προπατορικό ἁμάρτημα, τήν πρώτη ἐκείνη παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, καί τότε, ἔξαφνα, κατάλαβα ὅτι ὅλος ὁ κόσμος γκρεμίστηκε, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος διαστρεβλώθηκε, καί εἶμαι ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος, εἶμαι ἐγώ πού φταίω.
Σήμερα, ὅταν ἕνας θεολόγος μιλάει γιά τό προπατορικό ἁμάρτημα ἀναφέρεται στό ἔργο αὐτό τοῦ Ντοστογιέφσκυ ὡς μαρτυρία περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Βέβαια, ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν εἶναι θεολόγος ἤ ἄνθρωπος πού θέλει νά δώσει ἄμεσα πρακτικά ἐπιχειρήματα γιά τή θρησκεία καί τή θεολογία. Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶναι τόσο τίμιος! Δέν διδάσκει, δέν συμπεραίνει, δέν βγάζει γιά σᾶς συμπεράσματα, καί τήν ἰδιότητα αὐτή θά πρέπει νά τήν ἐκτιμήσουμε σάν κάτι τό σπάνιο. Ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν κάνει τόν δάσκαλο γι’ αὐτό καί πάρα πολλά θέματα παραμένουν ἀνοιχτά, καί εἶναι σάν νά λέει: «πάρτε το ὅπως θέλετε διότι εἶσθε ἐλεύθεροι• καί, οὐσιαστικά πρέπει νά τοποθετηθεῖτε ἐλεύθερα ἀπέναντι στό θέμα». Ἐδῶ, λοιπόν, βρίσκεται ἡ ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεῖ στόν καθηγητή Νικόλα Μιλόσεβιτς καί σέ τόσους ἄλλους πού λένε ὅτι οἱ θετικοί ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκι), δέν εἶναι τόσο δυνατοί ὅσο οἱ ἀρνητικοί. Διότι δέν εἶναι οἱ θετικοί του ἥρωες πιό ἀδύνατοι. Ἀδυναμίες ἔχει ἡ τοποθέτηση τοῦ Μιλόσεβιτς, ὡς ἐλεύθερου ἀνθρώπινου προσώπου, ἔναντι των καί αὐτό εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι ἤθελε ὁ Ντοστογιέφσκυ. Τό θέμα λοιπόν εἶναι πῶς τοποθετεῖσαι ἐσύ ἔναντί των. Διότι χωρίς ἐσένα τό θέμα δέν θά λυθεῖ. Εἶσαι ἐσύ πού θά πεῖς τό ναί ἤ τό ὄχι, τό σύν ἤ τό πλήν, ἐσύ πού θά τό γράψεις. Ἄρα: «Ὅλοι φταῖμε γιά ὅλα» σημαίνει ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἐκ τῆς φύσεως ἀλλά καί ἐκ τῆς ἐλευθερίας μας ἐντεταγμένοι στό ἀνθρώπινο γένος. Εἴμαστε ὅλοι κάτι ἑνιαῖο, καί ἑπομένως ὅλοι εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ καί συμμέτοχοι τῆς ἀνθρώπινης πτώσεως. Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια τοῦ σοσιαλισμοῦ τῶν χρόνων τοῦ Ντοστογιέφσκυ, δηλαδή τῆς κοινωνικότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὁλότητός του, τῆς ἑνότητος καί καθολικότητας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν τό ἀρνεῖται ποτέ αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέλος τῆς κοινωνίας, εἶναι γιά κοινωνία, εἶναι ὁ ἴδιος κοινωνία, δέν ὑπάρχει ἐκτός κοινωνίας. Εἶναι γεγονός ὅτι σ’ αὐτό τόν κόσμο ἐρχόμαστε ἀπό τήν κοινωνία δύο ἀνθρώπων. Ἐρχόμαστε στόν κόσμο ἀπό κοινωνία καί ἀναπτυσσόμαστε μέσα στήν κοινωνία, καί ἑπομένως, οὐσιαστικά, εἴμαστε κοινωνικά ὄντα. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ διάστασή μας κοινωνική.
Ἐξίσου ὅμως ὁ Ντοστογιέφσκυ τονίζει καί τό δεύτερο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο. Εἶναι ἐξίσου πρόσωπο ὅσο εἶναι καί κοινωνία. Ἤ, μᾶλλον, ὡς πρόσωπο πού εἶναι τό συστατικό του, δέν ἔχει ἁπλῶς μιά διάσταση, ἀλλά εἶναι κοινωνία, καί δημιουργεῖ κοινωνία, ζεῖ στήν κοινωνία, ζεῖ ὡς ὄν κοινωνικόν.
Ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο — ὄχι μόνον τό «εἴκοσι τοῖς ἑκατό» ἀλλά τό ἑκατό τοῖς ἑκατό. Ὅπως καί ἡ κοινωνικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἑκατό τοῖς ἑκατό. Ἐδῶ, ἡ λογική ὑπερβαίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἀπό τήν ἴδια τή ζωή. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Ντοστογιέφσκυ «ἡ λογική συνήθως ἔχει δύο ἤ τρεῖς λύσεις — ἡ ζωή ἔχει ἑκατομμύρια». Εἶναι ἡ ὑπεροχή τῆς ζωῆς ἔναντι τῆς ratio, ἔναντι τοῦ νόμου, ἔναντι τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ἔναντι κάθε συστήματος. Διότι κάθε ἀνθρώπινη λογική, ἀκόμη καί κάθε ἠθική, κάθε ἰδεολογία καί αὐτή ἡ θρησκεία μπορεῖ νά εἶναι σύστημα, ἐνῶ ἡ ζωή δέν εἶναι σύστημα. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σύστημα καί ὁλόκληρη ἡ προσπάθεια τοῦ Ντοστογιέφσκυ εἶναι ν’ ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε σύστημα πού θά ἐμείωνε τόν ἄνθρωπο ὡς ζωή, ὡς πρόσωπον κατ’εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Ἔτσι ξαναβρισκόμαστε στό μεγάλο θέμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Πρόσωπο καί Κοινωνία. Ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο καί ὡς κοινωνία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί στή σύγχρονη σοβιετική Ρωσία κατάλαβαν τόν Ντοστογιέφσκυ πάρα πολύ καλά. Καί βέβαια, οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσοι ἔχουν ὁπωσδήποτε καλλίτερες προϋποθέσεις νά τόν καταλάβουν ἀπό πολλούς ἄλλους. Ἔχει πολύ πιό βαθιά κατανοήσει τόν Ντοστογιέφσκυ ἡ σοβιετική ἰντελιγκέντσια, παρά π.χ. ἡ ἀμερικανική, ἰδίως τώρα μετά τήν ἐμπειρία τοῦ σοσιαλισμοῦ. Οἱ Ρῶσοι ἔχουν τή δυνατότητα νά καταλάβουν τόν Ντοστογιέφσκυ διότι ζοῦν τήν ἴδια τήν ἐμπειρία τῶν ἡρώων του. Γιά παράδειγμα, ἕνας νεαρός ρῶσος, ὁ Μπορίς Μιχαήλοβιτς Βαντίμοβ πού σπούδασε ὡς κρατικός ὑπότροφος στή Φιλοσοφική Σχολή τῆς Μόσχας, ἐτοίμαζε τήν Ἐργασία τῆς διατριβῆς του μέ θέμα «Ρωσική φιλολογία τοῦ 15ου καί 16ου αι.», καί μελετοῦσε τήν ὅλη κουλτούρα τῆς Ρωσίας τῶν αἰώνων ἐκείνων. Ἦταν, βεβαίως, ἕνας ἄνθρωπος μέ βάθος, ὡστόσο ὀπαδός τῆς ἰδεολογίας πού ἐπικρατεῖ στή σοβιετική Ρωσία. Καθώς συνέχιζε τίς μελέτες του κατάλαβε καί πολλά ἄλλα σημαντικά πράγματα• τό ἀποτέλεσμα ἤτανε ὅτι ἔχασε τήν ὑποτροφία του, καί διώχθηκε ἀπό τή θέση του, ὡς βοηθός στό πανεπιστήμιο, διότι εἶδε ὅτι ἡ παλαιά βυζαντινή ὀρθόδοξος Ρωσία ἦταν κάτι τό διαφορετικό ἀπό τήν σοβιετική Ρωσία. Μετά τήν ἀποπομπή του ἔγραψε ἕνα ἄρθρο, (τό ὁποῖο φυγαδεύθηκε ἀπό τή Ρωσία καί δημοσιεύθηκε στό Παρίσι) πού ἀφορᾶ ἀκριβῶς στό θέμα μας, δηλ. τό θέμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ: «Ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο καί ἡ κοινωνία, σέ ἀντιδιαστολή μέ ἄτομο καί société». Βασισμένος λοιπόν στόν Ντοστογιέφσκυ, λέει ὁ Βαντίμοβ πώς μόνο ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο δημιουργεῖ τήν κοινωνία, τήν ἀνθρωπότητα ὡς κοινωνία. Προϋπόθεση δέ νά δημιουργηθεῖ τό πρόσωπο, ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων, ἡ ἀνθρωπότης ὡς κοινωνία τῶν ἀνθρώπων πού εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ, δηλ. πρόσωπα. Διαφορετικά, ἐφ’ ὅσον θά προσπαθήσουμε νά ἐπιλύσουμε τό θέμα «ἄτομο καί société» θά βρεθοῦμε σέ ἀδιέξοδο. Τό πρόβλημα «ἄτομο καί société» βρίσκεται ἐντελῶς σέ κοινωνιολογικό ἐπίπεδο. Ἐνῶ πρόσωπο καί κοινωνία(«Τό πρόσωπο ἐν κοινωνία») βρίσκεται σέ ὀντολογικό, σέ ὑπαρξιακό επίπεδο, σ’ ἕνα ἐπίπεδο πολύ βαθύτερο καί ἀποδίδει πληρέστερα τόν ἄνθρωπο. Γιά νά ὑπάρχει σωστή κοινωνία πρέπει νά ὑπάρχουν σωστά πρόσωπα γιά να ὑπάρξουν σωστά πρόσωπα πρέπει νά ὑπάρχει σωστή κοινωνία. Εἶναι ἀλληλοσυνδεόμενα καί ἀλληλοπροϋποτίθενται. Οἱ διαπιστώσεις αὐτές τοῦ Βαντίμοβ προέρχονται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πεῖρα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς ἐκκλησίας. Καί δέν διστάζει, ὁ νέος αὐτός Ρῶσος, νά πεῖ ὅτι πρέπει νά γυρίσουμε πίσω στίς βασικές θεολογικές θέσεις τῶν Πατέρων μας, τῆς πίστεώς μας περί τῶν Τριών θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος πού βρίσκεται ἐν πλήρῃ καί τελείᾳ καί ἑνιαίᾳ κοινωνίᾳ.
Ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί κοινωνία κατ’ ἐξοχήν. Καί μόνο ἐπειδή εἶναι Κοινωνία Προσώπων, ἡ Ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τό καθένα κατ’ ἐξοχήν πρόσωπο καί ὡς πρόσωπα ζοῦν τήν κοινωνία τῆς μιᾶς θεότητας. Καί ὁ ἄνθρωπος, εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, αὐτῆς τῆς κοινωνίας τῶν Προσώπων. Κατ’ ἀρχήν, δέν εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ διότι εἶναι λογικός, διότι εἶναι ἀθάνατος, διότι ἔχει ψυχή κλπ. Ἡ εἰκόνα αὐτή μεσά του εἶναι ὀντολογική διότι εἶναι πρόσωπο ἐν κοινωνίᾳ, κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρόσωπον ἐν κοινωνίᾳ σημαίνει ἐλευθερία καί ἀγάπη, οὐσιαστικά δημιουργικά συστατικά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἁπλῶς προσόντα του, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του. Ἄν στραφοῦμε πρός τή θέση του Σάρτρ, δηλ. τοῦ ὑπαρξισμοῦ, θά ἀκούσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλευθερία, ἡ θέση ὅμως αὐτή εἶναι πολύ παλαιότερη. Ὁ Συμεών ὁ νέος θεολόγος τό ἔχει πεῖ αὐτό τόν Ι’-ΙΑ' αἰώνα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος σημαίνει ἐλευθερία. Ἐπίσης καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «νά εἶσθε ἐλεύθεροι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», «νά εἶσθε ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ» κ.ο.κ.
Ἀλλά αὐτό εἶναι θέμα εἰδικό καί δέν θ’ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ περισσότερο. Ὁ Ντοστογιέφσκυ μένει πιστός στήν ἀρχική του θέση νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὡς πρόσωπο καί ὡς κοινωνία• ὡς ἀνθρωπότης. Γυρίζει στίς πολύ παλιές ρίζες (γιά μᾶς τουλάχιστον πού κατά τήν ἀνεξιχνίαστη κρίση τοῦ Θεοῦ εἴμαστε κληρονόμοι τῆς παραδόσεως αὐτῆς), γυρίζει στήν παράδοση καί τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας Προσώπων.
Εἶναι γνωστό τό μεγάλο θέμα τῆς sobornost, τῆς καθολικότητας τῆς ἐκκλησίας πού ἀνέπτυξαν ὁρισμένοι «σλαυόφιλοι» στήν Ρωσία, ὅπως ὁ Χωμιάκωβ κ.ἄ. λίγο πρίν ἀπό τόν Ντοστογιέφσκυ. Καί ἡ λύση πού δίνει ἡ ἐκκλησία ὡς κοινωνία δέν εἶναι κοινωνιολογική, δηλ. σύλλογος ἀνθρώπων, πλειοψηφία κ.τ.λ. Ὅλες οἱ κατηγορίες αὐτές πρέπει νά πέσουν, νά σταθοῦν μόνο οἱ κατηγορίες πρόσωπο, ἀγάπη, ἐλευθερία κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, εἶναι ἡ λύση, ἀλλά καί αὐτή ὄχι ὡς σύστημα, ὄχι ὡς θρησκεία, διότι ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν διστάζει νά ἀπορρίψει καί τή θρησκεία. Ἡ θρησκεία, ὡς κάτι ὀργανωμένο —εἴτε θεϊκό, εἴτε ἀνθρώπινο δέν ἔχει σημασία— καταντᾶ σύστημα πού ἴσως λύνει πολλά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καταργεῖ καί θυσιάζει τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ μόνη διέξοδος, ἤ καλλίτερα ἡ μόνη σωτηρία, ἡ μόνη ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεός πού —ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τό πῶ καίτοι ὁ Ντοστογιέφσκυ δέν τό λέει ἔτσι ἀκριβῶς— κατήργησε κάθε σύστημα γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος σωσμένος. Δέν ὑποτάχθηκε ὁ Θεός στό σύστημα, ὅπως πῆγε νά τόν ὑποτάξει ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής (καί εἶναι γνωστά τά βαριά λόγια πού ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ γιά τήν Καθολική Ἐκκλησία). Ὁ Ντοστογιέφσκυ τά ἔλεγε αὐτά στό γενικό πλαίσιο περί Δύσεως καί Ευρώπης, ἀλλά ὁ ἴδιος ἀγαποῦσε πολύ τήν Εὐρώπη, τήν γνώριζε, τήν ἔλεγε ἡ «χώρα τῶν θαυμάτων», «τό ἀγαπητό νεκροταφεῖο» ὅπου πᾶμε καί κλαῖμε τήν τραγικότητά μας. Τό νά ὀνομάσουμε τόν Ντοστογιέφσκυ ἁπλῶς ἀντιδυτικό εἶναι ἁπλούστευση, ὅπως ἐπίσης εἶναι ἁπλούστευση νά τόν θεωρήσουμε ἁπλῶς ἀνατολικό. Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶναι πάνω καί ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἀπό τήν Δύση. Διότι ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαντλεῖται μέ τήν Ἀνατολή καί τή Δύση, οὔτε μέ τό θέμα περσοναλισμός-σοσιαλισμός ὡς ἰδέα τῆς κοινωνιολογίας, ἡ ἰδέα τῆς προσωπικῆς μόνον σωτηρίας.
Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινή μας πραγματικότητα, χωρίς νά καταργήσει τόν ἄνθρωπο, χωρίς νά καταστήσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ὡς Θεό, ἕνα σύστημα γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά μένει ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος καί μένει ἡ ἐλευθερία του ἀνεξανάγκαστη, καί ἀκόμη, ἄν θέλετε, μένει ἡ τραγική θέση ἐκλογῆς πού δέν αἴρεται μέ τίποτα. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή μοῖρα του, εἶναι σωτήρ τοῦ ἑαυτοῦ του ἤ δικαστής τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί ἐδῶ βρίσκεται, νομίζω, μιά χριστιανικότατη ὁμολογία του Ντοστογιέφσκυ: ὅτι ὁ Θεός ἦρθε γιά τόν ἄνθρωπο, κι ὄχι γιά νά κάνει σύστημα. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος κι ὄχι σύστημα. Γιατί θά εἶναι ἀπαίσιος καί ἀπαράδεκτος ἕνας Θεός πού γίνεται σύστημα καί καταργεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο. Ἡ διαμαρτυρία τοῦ ἀνθρώπου τοῦ «Ὑπογείου», εἶναι ἐναντίον τοῦ συστήματος πού θέλει νά λύσει ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου γιά νά•τόν σώσει, νά τόν θεραπεύσει, νά τόν κάνει πράγματι τέλειο ἀλλά χωρίς νά τόν ρωτάει, χωρίς νά τόν ὑπολογίζει. Ἡ λύση εἶναι ἡ ἀκόλουθη: θυμᾶστε τήν θαυμάσια ὁμολογία τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Χριστός διότι, λέγει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὅλη ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ὅτι ὁ Λόγος σάρξ έγένετο. Ἔτσι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἕνα παράδοξο, ὅτι δηλ. ὡς πρός τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός «ἔσωσε» τόν Ἑαυτό του μέ τόν Χριστό. Μᾶς προσεφέρθη ἐν τῷ Χριστῷ, προσεφέρθη ὡς Χριστός —Θεάνθρωπος— ἀλλιῶς θά καταντοῦσε σύστημα ὁ Θεός, ἄσχετα ἄν θά ἦταν Θεός βουδιστικός, ἑβραϊκός, σοσιαλιστικός ἤ ὁ Θεός τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Καί τό σύστημα αὐτό θά ἤτανε ἀπάνθρωπο καί καταλυτικό γιά τόν ἄνθρωπο ἐάν δέν ἤτανε ὁ θεός αὐτός Χριστός, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος. Γιά τοῦτο ἦρθε ὁ Χριστός τόσο ταπεινά καί ἀνεπίβολα, κενωτικά καί μή ἀναγκαστικά. «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Καί τοῦτο εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, καί εἶναι τό μοναδικό ἀληθινά φιλάνθρωπο κήρυγμα• δέν ἔχουμε τίποτα ἄλλο νά ποῦμε πέραν αὐτοῦ. Ἄς προστεθεῖ καί τό ὡραιότατο χωρίο τοῦ Ντοστογιέφσκυ «ἡ ὀμορφιά θά σώσει τόν κόσμο», ἡ ὀμορφιά αὐτή τοῦ Χριστοῦ πού δέν εἶναι σύστημα πού σέ καταργεῖ ὡς ἄνθρωπο, ὡς πρόσωπο, ὡς ἐλευθερία ὡς ἀγάπη, ὡς κοινωνία ἐν ἀγάπη. Διαφορετικά, ἡ ἐλευθερία χάνει τό νόημα της ὅταν αὐτοανακηρυχθεῖ ἀτομικός αὐτοσκοπός, ἤ, μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἐλευθερία ἀνακηρυχθεῖ σύστημα τό ὁποῖο δέν ὑπολογίζει τόν ἄνθρωπο, τότε αὐτοκαταργεῖται. Αὐτή ἦταν ἡ μοῖρα τῶν «Δαιμονισμένων», ἡ μοῖρα τοῦ Ρασκόλνικωφ, ἡ μοῖρα ὅλων ἐκείνων πού πῆγαν νά βγάλουν τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ὑψώσουν σέ ὑπεράνθρωπο — θέμα πού ἀνέπτυξε, ὅπως γνωρίζετε, ὁ Νίτσε. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μείνει ἄνθρωπος, καί στό Χριστό ἔμεινε ἄνθρωπος• γιατί τό κάθε σύστημα, πού πάει νά σώσει τόν ἄνθρωπο δημιουργώντας ἕνα γενικό ἄνθρωπο, ἕναν ἄνθρωπο πού τό πρόσωπο του ἔχει χαθεῖ, εἶναι ἀπάνθρωπο. Γι’ αὐτό μόνη λύση πού εἶχε ὁ Θεός καί πού εἶναι πράγματι σωτήρια γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος.
Ἔτσι ὁ Θεός δέν εἶναι ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου• οὔτε ὅμως ἐννοεῖται ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπό τό Θεό, διότι εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ φύσεως εἶναι σχετικός (ἀναφορικός) μέ τόν Θεό• εἶναι δηλ. φύσει προσωπικός καί φύσει κοινωνικός ὅπως ὁ Θεός. Ἡ δραματική αὐτή στάση τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ ἐλευθερία του ὡς κορμός τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεώς του, ἀλλά καί ὡς κριτής του, μᾶς ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τόν Ντοστογιέφσκυ στή βαθύτατη, παραδοσιακή ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πού τήν ἐξέφρασε ὁ Ἁγ. Μάξιμος: ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά κριθεῖ βάσει τοῦ ἑαυτοῦ του, βάσει τῆς ἐλευθερίας του. Ἔτσι, τό θέμα πού ἀνέπτυξε ὁ Κάντ —τοῦ ἑτεροήθους, τοῦ ἑτερονόμου ἤ τοῦ ἤθους μέσα στόν ἄνθρωπο— εἶναι ψευδοπρόβλημα. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ἐν τῷ Χριστῷ, ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, εἶναι ἐν τῇ κοινωνίᾳ, μέ τό Θεό. Γιά μᾶς ὁ Χριστός εἶναι ἀλήθεια καί δυνατότητα, εἶναι πρόταση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, κτῆσις καί ἄνοιγμα καί δρόμος, εἶναι δυνατότητα σωτηρίας καί ὄχι ἀναγκαστική σωτηρία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ μοναδική ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἀλλά ὄχι ἀναγκαστική ἐλπίδα. Εἶναι ἐλευθερία. Ἀλλά ἐν ἐλευθερίᾳ καί ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκκλησία ὡς ἀγαπητική κοινωνία μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του• ὄχι ὅμως μόνο προσωπικά, ἀλλά καί κοινωνικά, ἐν ὁλότητι καί καθολικότητι (= sobornost)• ἡ ἐκκλησία πρέπει νἆναι αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός: ἐλευθέρα κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, καί ὄχι σύστημα πού ὑποτάσσει τούς ἀνθρώπους ἔστω σ' ἕνα «μεγάλο καλό» καί «μεγάλο ἀγαθό» πού λέγεται σωτηρία. Δέν ἀξίζει ἡ σωτηρία πού ὑποτάσσει τόν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι αὐτοσκοπός• ἐνῶ ὅ,τι σκοπεύεται εἶναι ἡ ζῶσα καί ἐλευθέρα ἐν ἀγάπη αἰωνία κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Δέν ὑπάρχει λοιπόν τίποτε μεγαλύτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο καί γι’αὐτό ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐδῶ, νομίζω βρίσκεται ἡ μεγάλη μαρτυρία τοῦ Ντοστογιέφσκυ, μαρτυρία σύγχρονου ὀρθόδοξου ἀποστόλου καί προφήτη, ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῆς λογοτεχνίας, ἀλλά τῆς ἀνθρώπινης, ὑπαρξιακῆς καί κοινωνικῆς προσωπικῆς μαρτυρίας.
Ὁ Ντοστογιεφσκυ ἔδωσε μιά τέτοια μαρτυρία περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς χώρου ὅπου μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο καί ὡς κοινωνία, χωρίς νά καταργηθεῖ οὔτε νά παραμορφωθεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, χωρίς ν' ἀδικήσουμε τόν ἴδιο τό Θεό. Ὁ Ντοστογιέφσκυ γνώριζε πολύ καλά τό Φόϋερμπαχ, ὅπως τόν γνωρίζετε ἀπό τά ἔργα του « Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας» καί « Ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», καί τίς ἰδέες του ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι προεκτάσεις τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ Θεός εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ντοστογιέφσκυ τό παραδέχεται ἐν μέρει, ἀλλά τοῦτο εἶναι ἕνα μόνο ἐπίπεδο τοῦ προβλήματος, ἐνῶ τό πρόβλημα εἶναι βαθύτερο.
Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Φόϋερμπαχ ἰσχύει, τότε θά μπορούσαμε νά ποῦμε: ἐν τάξει, δημιουργεῖς τό Θεό σου κατ’ εἰκόνα σου, ἀλλά τότε μήπως φταῖς ἐσύ πού ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού εἶναι, ἀφοῦ ἐσύ εἶσαι τέτοιος πού εἶσαι; Ἄν ἐσύ ἤσουν καλλίτερος θἄταν καλλίτερος κι ὁ Θεός. Καί καλλίτερος ὄχι μέ τήν ἠθική, ἁπλῶς, ἔννοια. Ἄν ἐσύ ἤσουν ἀληθινότερος καί γνησιότερος ὡς ἄνθρωπος, τότε κι ὁ Θεός σου θά ἦταν ἀληθέστερος. Ἐσύ φταῖς πού ἔχεις ἕναν τέτοιο Θεό• αὐτός ὁ Θεός σοῦ ἀξίζει, διότι εἶναι δικό σου δημιούργημα. Γιά τοῦτο καί ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἀντιοχείας ἔλεγε: Δεῖξε μου τόν ἄνθρωπό σου καί θά σοῦ δείξω τόν Θεό σου. (Ὁ Χάϊντεγγερ λέει κάτι παρόμοιο στήν τελευταία του δήλωση στό Spiegel: «Θεολόγοι προσέξατε μή δεχθεῖτε θεό ἀνάξιο Θεοῦ»). Ὁ Ντοστογιέφσκυ δίνει μιά ὀρθόδοξη μαρτυρία γιά τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, ὅταν μᾶς λέει: «προσέξατε μήν κάνετε εἴδωλα. Εἴδωλο μπορεῖ νἆναι καί ἡ κοινωνία, εἴδωλο καί ἡ ἐλευθερία, εἴδωλο καί ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν ἔχει τόν μόνο ζῶντα καί Ἀληθινό Θεό, ἄν δέν ἔχει δηλαδή τόν Θεάνθρωπο Χριστό». Τό ἴδιο μαρτυρεῖ καί ὁ Ἅγ. Ἀνδρέας Κρήτης εἰς τόν Μεγάλο Κανόνα: «αὐτοείδωλον ἐγενόμην», ἔγινα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου. Εἶναι φοβερό νά προσκυνᾶς εἴδωλο καί ὄχι τόν ἀληθινό Θεό, πού ταυτόχρονα σημαίνει νά ἔχεις ἀνθρώπινο εἴδωλο καί ὄχι τόν ἀληθινό ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου τήν ἀλήθεια ἀποκάλυψε καί φανέρωσε αὐτοπροσώπως ὁ Χριστός ὡς ἐνανθρώπισις Θεοῦ, δηλ. ὁ Χριστός ὡς ἐκκλησία, πού περιέχει τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καί ὡς κοινωνία.
|