Επίσκοπος Ποζάρεβατς και Μπρανιτσέβου Ιγνάτιος (Μίντιτς)
Η Θεολογική Βάση της Ζωγραφικής του π. Σταμάτη Σκλήρη
Αρθρο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Sabornost (ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ), 1-2, 1999, της Επισκοπής Ποζάρεβατς και Μπρανιτσέβου, με γενικό αφιέρωμα «Ζωγραφική και Πίστη».
Κείμενο του Μητροπολίτη και αγιογραφίες έργων του παπα Σταμάτη Σκλήρη από την έκδοση Ξενητειά, εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α.Α.Λιβάνη Αθήνα 1999
1. Η ανανέωση της βυζαντινής ζωγραφικής στις αρχές του 20ού αιώνα χάρη στον Φώτη Κόντογλου εξαρχής κινήθηκε σε αισθητικά κυρίως πλαίσια. Σε αντιδιαστολή προς την αναγεννησιακή και τη σύγχρονη ζωγραφική, η βυζαντινή ζωγραφική, ως προς την αισθητική, παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Οι αιτίες για τη διαφοροποίηση της βυζαντινής εικόνας από τις άλλες ζωγραφικές τάσεις αναζητήθηκαν παντού εκτός από τη θεολογία. Στη θεολογία της εικόνας δε δόθηκε προσοχή. Αλλά και στις περιπτώσεις που δινόταν προσοχή στη θεολογία της βυζαντινής ζωγραφικής, η θεολογία αυτή ερμηνευόταν κυρίως από την ηθική, δηλαδή την ασκητική άποψη.
Όλοι γνωρίζουν, και το επαναλαμβάνουν, ότι η κύρια διαφορά ανάμεσα στη βυζαντινή και την αναγεννησιακή εικόνα έγκειται στο ότι στην πρώτη τα πρόσωπα είναι ασκητικά, ενώ στη δεύτερη δεν είναι. Παραμελείται εκείνο που είναι βέβαιο: η εσχατολογική διάσταση της βυζαντινής εικόνας, η οποία κυριαρχούσε σε όλη τη βυζαντινή ζωγραφική. Η εσχατολογία είναι τόσο παρούσα στη βυζαντινή εικόνα, ώστε αποκτά κανείς την εντύπωση ότι σε αυτήν υποτάσσονται τα πάντα: από το σχέδιο μέχρι τις εικαστικές και αισθητικές λύσεις, μέχρι σημείου το αισθητικό στοιχείο, το κάλλος ως αρμονία να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ή, πιο , σωστά, η αισθητική της βυζαντινής εικόνας προέρχεται από την οντολογία, η οποία πάλι πηγάζει από τα έσχατα και δε θεμελιώνεται στην ιστορία, δηλαδή στη νατουραλιστική αισθητική.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι εικονογράφοι αντιγράφουν κατά γράμμα τους παλαιούς μαστόρους, με ελάχιστη επίγνωση της θεολογίας που εκφράζει η εικόνα, ενώ τα έργα πλημμυρίζουν τους ναούς και τα σπίτια μας, διαμορφώνοντας έτσι την κοινή γνώμη χωρίς τα αληθινά θεολογικά κριτήρια (και αυτό συμβαίνει και με τη θεολογία γενικά). Δεν αφήνουν περιθώρια για μια διαφορετική και πιο κριτική εικαστική έκφραση. Μερικοί εικονογράφοι όμως, στους οποίους ανήκει κατεξοχήν ο π. Σταμάτης Σκλήρης, με το εικονογραφικό τους ύφος θέλουν να στρέψονν την προσοχή του σύγχρονου ανθρώπου και χριστιανού στη θεολογική άποψη της εικόνας. Η δική τους εικονογραφία δεν είναι «εορτή για τα μάτια» στα πλαίσια της αισθητικής νατουραλιστικού τύπου και δε συμβάλλει στην «κοινή ευτυχία» και τέρψη, πράγμα στο οποίο μετεβλήθη εδώ και πολύ καιρό η επιστήμη και τέχνη του κόσμου και, δυστυχώς, και η θεολογία και η εικονογραφία της Εκκλησίας. Αντίθετα, η εικονογραφία τους αποτελεί βάσανο για το πνεύμα. Γι' αυτό η εικονογραφία των παραπάνω εικονογράφων, με κύριο εκπρόσωπο τον πατέρα Σταμάτη Σκλήρη, αργά και δύσκολα γίνεται αποδεκτή στους εκκλησιαστικούς κύκλους, διότι συνειδητά τείνει να εκφράσει τα βασικά στοιχεία της ορθόδοξης πίστεώς μας, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό και στοιχεία της σύγχρονης ζωγραφικής.
Ο σκοπός του άρθρου μας ωστόσο δεν είναι να κάνει κριτική στη σύγχρονη ζωγραφική ούτε στους σύγχρονονς θεολόγους. Γι’αυτό δε θα έφθαναν αρκετά βιβλία, και πόσο μάλλον ένα άρθρο. Σκοπός του άρθρου είναι να αναδείξει σύντομα τη θεολογία που αποτυπώνεται στα εικαστικά έργα του πατρος Σταμάτη, με την ελπίδα ότι αυτό θα κινητοποιήσει και άλλους, έτσι ώστε να κοιτάζουν την εικόνα με άλλα μάτια και, πριν από όλα, ως εικαστική έκφραση της θεολογίας της Εκκλησίας. Να τη θεωρούν δηλαδή έργο τέχνης με το οποίο φανερώνεται η πίστη στο μέλλον του κόσμου αυτού και όχι μόνο η αισθητική.
2. Η εικονογραφία του πατρός Σταμάτη διαπραγματεύεται τα προβλήματα που πηγάζουν από την πάλη με τα αιώνια και πανανθρώπινα θέματα της ύπαρξης και του θανάτου. Μέσα στην προοπτική αυτή θεωρεί και το Θεό και το ανθρώπινο πρόσωπο και την υπόλοιπη φύση, θέλοντας να δείξει πως η ορθόδοξη εικόνα, όπως επίσης και ο γραπτός λόγος στην Εκκλησία φανερώνει τη λύση, όπως αυτή δόθηκε από τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Βασικό χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του πατρός Σταμάτη είναι η αύξουσα προοπτική των εικονιζομένων. Αυτό υποδηλώνει πως γι’αυτόν η εσχατολογία είναι η αλήθεια ενός όντος και όχι η ιστορική πραγματικότητα. Η εικόνα είναι το πορτρέτο της εσχάτης πραγματικότητας των όντων, εικόνα της αλήθειας που θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον. Για να το καταδείξουμε, θα χρησιμοποιήσουμε τη διήγηση που ανέφερε ο ίδιος ο πατήρ Σταμάτης στην ομιλία του κατά την έκθεσή του στο Τρέμπινιε το 1998, θέλοντας να δείξει την εσχατολογική διάσταση των εικόνων του και γενικά της ορθόδοξης εικόνας σε σχέση με τη σύγχρονη ζωγραφική: όταν ο Πικάσο έφτιαξε το πορτρέτο μιας φιλότεχνης κυρίας κι εκείνη παραπονέθηκε πως δεν της μοιάζει, ο ζωγράφος απάντησε: «Σας απέδωσα όπως θα είσαστε μετά από μερικά χρόνια». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η εικονογραφία αντίστοιχα αποδίδει τα πράγματα όπως θα είναι στο μέλλον, στη Βασιλεία του Θεού. Μόνο που το μελλοντικό πορτρέτο μας δείχνει γεροντότερους, ενώ αντίθετα η εικόνα παρουσιάζει τους αγίους στην αιώνια νεότητα του Παραδείσου.
Όμως τι είναι η εσχατολογία και πώς αυτή παρουσιάζεται στις εικόνες του πατρός Σταμάτη; Σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, η χριστιανική Εκκλησία αποτελεί την αποκάλυψη του μέλλοντος αιώνος, δηλαδή της αλήθειας του κόσμου, η οποία συνδέεται με το μέλλον και τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτή η ίδια η ύπαρξη κατά τη χριστιανική οντολογία θεμελιώνεται στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού, που θα πραγματοποιηθεί την Έσχατη Ημέρα. Και η αλήθεια αυτή του κόσμου, τα έσχατα, είναι η κοινωνία των πάντων με τον Χριστό. Στο τέλος, ο Κύριος θα συναγάγει γύρω Του όλους που Τον αγαπούν επί το αυτό και θα ιδρύσει τη Βασιλεία Του, της οποίας «ουκ έσται τέλος». Για ένα χριστιανό τα έσχατα ή η τελική πραγματικότητα του κόσμου αποτελούν το πρωτότυπο, σύμφωνα με το οποίο αυτός συγκρίνει και προσαρμόζει όλη τη ζωή του μέσα στην ιστορία και τη σχέση του με τον άλλο άνθρωπο και τον κόσμο. Γι’ αυτό η αυθεντική έκφραση του χριστιανισμού είναι η Εκκλησία, δηλαδή η ευχαριστιακή σύναξη, ως η μελλοντική Βασιλεία. Αυτή είναι η ρίζα και το αρχέτυπο της Εκκλησίας και η πηγή της ιστορίας της.
Σύμφωνα με αυτή την πίστη η ύπαρξή μας στην ιστορία είναι εικών της αιώνιας ύπαρξης. Κι όμως όχι η ιστορία αλλά η Εκκλησία αποτελεί την εικόνα της μελλοντικής καταστάσεως. Βάσει της εικόνας αυτής γνωρίζουμε εν μέρει, βλέπουμε την αλήθεια εν εσόπτρω και προγευόμαστε μερικώς τη μελλοντική Βασιλεία και την αιώνια ζωή. Η Εκκλησία ακριβώς είναι η έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης που θεμελιώνεται όχι στους νόμους της ιστορίας αλλά στην ελευθερία. Δηλαδή στην κοινωνία με τον άλλο, ανεξάρτητα από τις συγγενικές και φυλετικές σχέσεις και τους φυσικούς νόμους. Ούτε η εντός της ιστορίας Εκκλησία δεν είναι η τελειότητα της ζωής, είναι μόνο εικόνα της τελειότητας. Η ύπαρξή μας συνεπώς στην τωρινή κατάσταση δεν είναι τέλεια, όπως δεν ήταν και στο παρελθόν. Μόνο στην ευχαριστιακή σύναξη συναντάμε την εικόνα των εσχάτων, στα οποία θα πραγματοποιηθεί η τέλεια αληθινή ύπαρξη. Η τελική κατάσταση είναι και η μόνη ακέραιη αλήθεια και της Εκκλησίας και του κόσμου. Ο Θεός έχει δημιουργήσει τα σύμπαντα ακριβώς για την πραγματικότητα αυτή, για τη Βασιλεία που έρχεται.
Εικονίζοντας οι άνθρωποι στη λειτουργική σύναξη την εικόνα των εσχάτων, ταυτόχρονα συμβάλλουν στο να είναι τα έσχατα παρόντα μέσα στην ιστορία, έστω και αμυδρώς, ώσπου να πραγματοποιηθεί η Βασιλεία μια για πάντα. Το ερώτημα που θέτουμε εδώ είναι: με ποιο τρόπο όλα αυτά προβάλλουν μέσα από τις εικόνες του πατρός Σταμάτη;
Το βασικό στοιχείο το οποίο χρησιμοποιεί ο εν λόγω ζωγράφος για να δείξει την αλήθεια της ύπαρξης των όντων σε μια εικόνα, την εσχατολογική τους δηλαδή κατάσταση, είναι το φως. Πάνω σε ένα σκούρο προπλασμό ο ζωγράφος πλάθει και διαμορφώνει ένα πρόσωπο προσθέτοντας διαρκώς πιο φωτεινά χρώματα. Η εικόνα ζωγραφίζεται με το φως, το οποίο με τα διαφορετικά επίπεδα των χρωμάτων, που είναι και φορείς του ζωγραφικού φωτός, διαμορφώνει το πρόσωπο και όλη την πλαστικότητά του: το βάθος, το ύφος και το πλάτος, τον υπαρξιακό χώρο. Μέσα από το σκοτεινό background, με την προσθήκη των χρωμάτων, αναδύεται το πρόσωπο, ενώ το σκοτεινό background εξαφανίζεται και στο τέλος μένει μια στενή γραμμή περιφερικά, που περιγράφει το πρόσωπο και τα εικονιζόμενα.
Με τον τροπο αυτό ο πατήρ Σταμάτης δηλώνει την πίστη της Εκκλησίας ότι ο Θεός κάλεσε στην ύπαρξη τον κόσμο εκ του μηδενός. Το μηδέν παρουσιάζεται εδώ με το σκοτεινό τόνο που εξαφανίζεται μπροστά στο φως, ως έκφραση της ποιητικής θείας αγάπης και μένει στις άκρες ως το περίγραμμά του. Ο υποκάτω τόνος μένει στις άκρες της ύπαρξης ως δείκτης του γεγονότος ότι το κτίσμα, παρά την κατά χάρη αθανασία, ποτέ δε θα χάσει το χαρακτηριστικό του κτιστού, δηλαδή δε θα γίνει άκτιστο κατ' ουσίαν. Το φως που πέφτει πάνω στο πρόσωπο διώχνει το σκότος και έτσι διατηρεί το ον στην ύπαρξη χάρη στο φως, δηλαδή στην αγαπητική ενέργεια του Δημιουργού Θεού. Συνεπώς, το φως είναι εκείνο που κάνει ένα ον να υπάρχει στην εικόνα, στον πίνακα.
Ωστόσο, το φως στις εικόνες του πατρός Σταμάτη συμπεριφέρεται έτσι ώστε να μην αφήνει σκιές. Η ύπαρξη, δηλαδή η φωτεινότητα, ενός όντος στην εικόνα δεν είναι σε βάρος ενός άλλου, όπως συμβαίνει στη φύση και με το φυσικό φως, με την έννοια ότι στη φύση το ένα ον που βρίσκεται πίσω από το άλλο μένει αφώτιστο, βρίσκεται στη σκιά. Όλα τα όντα στην εικόνα του πατρός Σταμάτη, ακόμη κι αν δεν είναι εξίσου φωτισμένα, δέχονται το φως σε ποσοστό και με τον τρόπο που αυτό το φως τα κάνει υπαρκτά και ακέραια, ακόμη και όταν ορισμένα βρίσκονται πίσω από τα άλλα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αποκτά κανείς την εντύπωση ότι στην εικόνα δεν υπάρχουν ασήμαντα όντα σε σχέση με την κατάταξή τους στην εικόνα. Δε βρίσκονται εκεί δήθεν ως κόσμημα, για να καταδειχθεί η σημαντικότητα των όντων που εικονίζονται σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει στους αναγεννησιακούς πίνακες. Κάθε ον είναι συγκεκριμένο και ακέραιο, άσχετα από το αν βρίσκεται σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο, ακριβώς χάρη στο φως που πέφτει πάνω του.
Όλα αυτά αναδείχνουν και μας πείθουν οτι το φως με το οποίο ζωγραφίζει ο πατήρ Σταμάτης είναι ελεύθερο, που σημαίνει άκτιστο, αφού δεν εξαρτάται από τους φυσικούς νόμους, όπως συμβαίνει με το φυσικό-κτιστό φως που συναντάμε στους αναγεννησιακούς και άλλους πίνακες.
Σε αντίθεση λοιπόν προς την κοσμική τέχνη, που αντικατοπτρίζει την ιστορική πραγματικότητα χωρίς να βγαίνει από τα όρια και τους νόμους της φύσεως, διότι χρησιμοποιεί το φυσικό φως, ο πατήρ Σταμάτης με την ειδική χρήση του φωτός, δηλαδή ελεύθερα, ζωγραφίζει τον κόσμο στην εσχατολογική του κατάσταση, χωρίς να καταργεί την ιστορία αλλά μόνο τους νόμους και τις αρνητικές διαστάσεις της, που την κάνουν να είναι θνητή μέσα στο νυν αιώνα. Χρησιμοποιώντας την εξπρεσιονιστική μέθοδο της ζωγράφησης με τα λεπτά φωτεινά περάσματα στις άκρες του εικονιζομένου, ο πατήρ Σταμάτης ελευθερώνει το είναι από τους φυσικούς νόμους (π.χ. το νόμο της βαρύτητος κ.τλ.), από τους οποίους αυτό διέπεται μέσα στην τωρινή ιστορική βιωτή, και το τοποθετεί σε μια άλλη πραγματικότητα, στην εσχατολογία, όπου δεν ισχύουν ούτε κυριαρχούν οι νόμοι αυτοί, αλλά όλα είναι απελευθερωμένα από τους καταναγκαστικούς νόμους.
Καταρχήν, χάρη στη συμπεριφορά του φωτός, η εικόνα του πατρός Σταμάτη παρουσιάζει τον άνθρωπο και τον κόσμο σε διαφορετική κατάσταση από ό,τι είναι στην παρούσα στιγμή, δηλαδή στην ιστορία, χωρίς να παραμελεί βέβαια την ιστορική του μορφή και το είδος. Η ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου, βασισμένη στην ελευθερία που θα πραγματοποιηθεί στα έσχατα σε αντίθεση προς την ιστορική τους πραγματικότητα, που βασίζεται στους φυσικούς νομους, συνίσταται καταρχήν στην υπέρβαση του θανάτου και στη διάσωση του ανεπανάληπτου ενός προσώπου. Αυτό κατορθώνεται με μια ειδική συμπεριφορά του εικαστικού φωτός.
Το φως στην εικόνα του ζωγράφου μας δεν αίρει την ιστορία, όπως και τα έσχατα δεν αίρουν την ιστορία. Αυτό που κάνει είναι μόνο να τη μεταμορφώνει καταργώντας το θάνατο. Η εικόνα λοιπόν του πατρός Σταμάτη δεν εξαφανίζει την ιστορία και την ιστορική φανέρωση του είναι. Αντίθετα, τη διασώζει μέχρι σημείου να επιτρέπει να φανούν στην εικόνα όλα τα στοιχεία της, ακόμη και οι «σκληρότητές» της. Εκείνο που δεν υπάρχει στις εικόνες του πατρός Σταμάτη είναι ο θάνατος και το απρόσωπο, δηλαδή όλα εκείνα που κάνουν ένα ον να είναι εφήμερο, προσωρινό και ασήμαντο, ενώ ταυτόχρονα η ιστορική πραγματικότητα τονίζεται ισχυρά.
Το στοιχείο αυτό το τονίζουμε ιδιαίτερα διότι οι περισσότεροι σύγχρονοι αγιογράφοι φαίνεται ότι προσπαθούν να αποφύγουν την ιστορία παρουσιάζοντας τα πρόσωπα απρόσωπα, σαν να πρόκειται για ιδέες και όχι για ζωντανούς ανθρώπους με σάρκα και οστά. Αυτό οφείλεται στο ότι το φως στις εικόνες τους ενεργεί έτσι ώστε να κάνει τα όντα μη πραγματικά, ως αμυδρές αντανακλάσεις του πραγματικού. Φαίνεται σαν να έρχεται το φως αυτό από μέσα, από το ίδιο το είναι, και γι' αυτό τα κάνει αμυδρά και αόριστα σε αντίθεση οπωσδήποτε προς το νατουραλιστικό πίνακα, όπου το είναι ούτε υποψιάζεται πως μπορεί να περάσει σε μια άλλη μορφή της ύπαρξης πέρα απο εκείνο που περιορίζεται από τους φυσικούς νόμους και είναι προκαθορισμένο. Αυτό επίσης επιτυγχάνεται με το φως αλλά με ένα φως που, έστω και αν έρχεται από πλάγια, πάλι το ίδιο είναι κάτω από την επίδραση των φυσικών νόμων και προκαθορίζεται από αυτούς. Γι’ αυτό το φως αυτό αφήνει σκιές και μας παρουσιάζει την ύπαρξη ενός όντος πάντοτε μερικώς, αφού το φωτίζει μερικώς, αναδεικνύοντας πάντα ένα ον σε βάρος του άλλου.
Το φως που χαρακτηρίζει την εικόνα του πατρός Σταμάτη έρχεται έξωθεν, έξω από την εικόνα. Είναι ελεύθερο φως, επειδή είναι η φωτοδοτική ενέργεια ενός προσώπου, του Χριστού. Αυτό το φως βάσει των εικόνων του θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς αγάπη. Πιο σωστά, είναι το φως ως σχέση, η σχέση του Χριστού με τα εικονιζόμενα όντα. Τα πρόσωπα του πατρός Σταμάτη αποκτούν την προσωπική διάσταση σε σχέση με τον Χριστό, ο οποίος, ως το Φως, τα φωτίζει και συνέχει την ύπαρξη. Βλέποντας τον Χριστό ως μια ειδική ελεύθερη πηγή του φωτός, καθένα από αυτά, μετέχοντας με το δικό του τρόπο σε αυτό το Φως, παίρνει τη διάσταση της θεότητας. Θεούται χωρίς να σταματήσει να είναι άνθρωπος. Γι’αυτό κάθε εικόνα του πατρός Σταμάτη είναι πορτρέτο του Θεανθρώπου. Από τη σχέση με τον Χριστό ο άνθρωπος αποκτά το μοναδικό και ανεπανάληπτο πρόσωπο: ελεύθερο από όλους τους φυσικούς νόμους και όμως πραγματικό και συγκεκριμένο. Αυτό ισχύει πριν από όλα για εκείνα τα πρόσωπα που ήδη έχουν πραγματοποιήσει την κοινωνία με τον Χριστό, αφού τελείωσαν οι επίγειοι πειρασμοί τους, όπως οι άγιοι.
Αλλά και όταν ζωγραφίζει ακόμη και καθημερινούς ανθρώπους, αυτούς που δεν είναι ακόμη άγιοι, ο πατήρ Σταμάτης δεν τους αφήνει απρόσωπους. Ζωγραφίζοντάς τους με τον ίδιο τροπο που περιγράψαμε παραπάνω, Θέλει να δείξει ότι, παρά την από μέρους των άρνηση κοινωνίας με Αυτόν, ο Χριστός τους αγαπά και ότι η αγάπη αυτή ακόμα φαίνεται και αντικατοπτρίζεται σε αυτά μην επιτρέποντας να χάσουν ολοκληρωτικά το ανθρώπινο πρόσωπο που είναι ακριβώς το δικό Του πρόσωπο μέσα σε αυτά. Αυτό αποδεικνύει την άποψη του Αγίου Μάξιμου ότι ο Θεός από την αιωνιότητα έχει τους λόγους των όντων, δηλαδή τα θελήματά Του, την επιθυμία να μετέχει πάσα η κτίσις με το δικό της τρόπο στην αιώνια ζωή, συνηγμένη στο Πρόσωπο του Λόγου, δηλαδή στην Υπόσταση του Υιού του Θεού. Γι’αυτό όλα τα κτιστά όντα φέρνουν τη μορφή του μυστηρίου του Χριστού.
Θα μπορούσε κανείς να πει περισσότερα για τη θεολογία που αποτυπώνεται στις εικόνες του πατρός Σταμάτη, ωστόσο θεωρούμε πως τα λεχθέντα σαφώς καταδεικνύουν την ουσία της θεολογικής διάστασης της ζωγραφικής του.
Συμπέρασμα
3. Εάν στις αρχές του αιώνα μας η επιστροφή στη βυζαντινή τέχνη συνοδεύτηκε από μεγάλο ενδιαφέρον, τώρα ως προς την ανανεωμένη αυτή ζωγραφική όλο και περισσότερο αισθάνεται κανείς μια αδιαφορία και απάθεια. Θα έλεγα ότι η σύγχρονη «βυζαντινή τέχνη» κινδυνεύει να χάσει τους θαυμαστές της ακόμη και ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς ανθρώπους και ποσο μάλλον ανάμεσα στους μορφωμένους καλλιτέχνες και εκείνους που δεν ενθουσιάζονται τόσο με τη βυζαντινή τέχνη. Θέτουμε το ερώτημα: Γιατί είναι έτσι τα πράγματα;
Η αντιγραφή των παλαιών μαστόρων είναι φανερό ότι άμβλυνε τη ζωτικότητα της δημιουργικότητας μέχρι σημείου η ορθόδοξη εικονογραφία απλούστατα να μην απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο. Σε όλες τις κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες σήμερα υπάρχουν επιμέρους άνθρωποι, ακόμη και ολόκληρες σχολές της ζωγραφικής, που επιμένονν να μεταφέρονν τη βυζαντινή ζωγραφική στο σύγχρονο κόσμο. Και αυτό το διεκδικούν με την αντιγραφή των παλαιών μαστόρων με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία.
Ωστόσο, η εκκλησιαστική ζωγραφική του Βυζαντίου δεν είναι μονολιθική. Έχει την εξελικτική της ιστορία, που πριν από όλα αντλεί από την ιστορία της θεολογίας, την οποία οι σύγχρονοι εικονογράφοι σχεδόν δεν προσέχουν. Επιλέγουν και αντιγράφουν μια μόνο έκφραση, συνήθως κατά τη δική τους προτίμηση, για να παρουσιάσουν στο σύγχρονο άνθρωπο θρησκευτικά μοτίβα με βυζαντινό τρόπο.
Γι’ αυτό η σύγχρονη ορθόδοξη εικονογραφία από μεγάλο μέρος των ανθρώπων δε θεωρείται καθόλου τέχνη αλλά αντίγραφο των έργων της τέχνης. Τι πρέπει να γίνει για να καταστεί η σύγχρονη εικόνα πρωτότυπο έργο και με αυτό τον τρόπο να αυξηθεί το ενδιαφέρον των συγχρονων μας για την ορθόδοξη τέχνη;
Οπωσδήποτε πρέπει να εκσυγχρονιστεί η εικαστική έκφραση της ορθόδοξης τέχνης με εκείνα τα στοιχεία με τα οποία μπορεί να επικοινωνεί με το σύγχρονο άνθρωπο. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να αντικατοπτρίζουν την προβληματική του σύγχρονου πολιτισμού για να γίνει η ζωγραφική το μέσο διά του οποίου θα επικοινωνήσει κανείς με τους ανθρώπους, και αυτό ειδικά λόγω του ότι ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει να επικοινωνεί περισσότερο με τον οπτικό και εικαστικό τρόπο από κάθε άλλον. Αλλά πιο σπουδαίο από τις σύγχρονες εικαστικές εκφράσεις για την αποδοχή και την κατανόηση της ορθόδοξης εικονογραφίας είναι το θεολογικό υπόβαθρο της εικονογραφίας. Η βυζαντινή ζωγραφική είναι απόλυτα εξαρτημένη από τη θεολογία της Εκκλησίας. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ερμηνεία και εκδοχή της θεολογίας αυτής με τον εικαστικό τρόπο, δηλαδή της πίστεως της Εκκλησίας· αυτή εκφράζει τη θεώρηση του κόσμου από το βυζαντινό άνθρωπο, όλη τη φιλοσοφία του, που προήλθε από το χριστιανισμό.
Κι όμως, θα ρωτήσει κανείς: Μήπως με τον τρόπο αυτό, με τον εκσυγχρονισμό δηλαδή της ορθόδοξης ζωγραφικής, τίθεται υπό αμφισβήτηση η αυθεντικότητά της, πράγμα που συνέβη, π.χ., με την αναγέννηση, το νεοκλασικισμό ή το μπαρόκ;
Και, πράγματι, το ερώτημα για τη διάσωση της αυθεντικότητας της ορθόδοξης ζωγραφικής μετά την επαφή με τις σύγχρονες κοσμικές εικαστικές εκφράσεις είναι το κρίσιμο ερώτημα. Τα παραπάνω παραδείγματα οπωσδήποτε αναδεικνύουν πειστικά τον πραγματικό κίνδυνο απώλειας του ορθόδοξου γνωρίσματος στη ζωγραφική, αν στην εικονογραφία χρησιμοποιούνται μη κριτικά οι εικαστικές λύσεις που είναι ξένες στο ορθόδοξο πνεύμα. Απο την άλλη μεριά, αυτή η ίδια η εξελικτική πορεία της ορθόδοξης ζωγραφικής στη βυζαντινή περίοδο δείχνει ότι, παρά το ότι υπάρχει ο κίνδυνος, αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβεί κατ' ανάγκην. Η ορθόδοξη ζωγραφική μπορεί να υιοθετεί και νέα καθαρά κοσμικά εικαστικά στοιχεία και να μη χάσει την ορθοδοξία της. Η επίδραση της αρχαίας ελληνικής αισθητικής, όπως και των πορτρέτων του Φαγιούμ, στη βυζαντινή ζωγραφική είναι ολοφάνερη, κι όμως δεν πρόκειται για μια απώλεια της ορθόδοξης εικονογραφίας. Η «ορθοδοξότητα» ενός εικαστικού έργου, δηλαδή της εικόνας, εξαρτάται καταρχήν από τη γνώση της θεολογίας από μέρος του δημιουργού και την αποτύπωσή της στην εικόνα. Και αυτό κατορθώνεται, όπως δείξαμε στην περίπτωση του πατρός Σταμάτη, με έναν ειδικό τρόπο του ζωγραφίζειν. Η κρίση της πίστεως ή, πιο σωστά, η άγνοια της αυθεντικής θεολογικής σκέψης της Ορθόδοξης Εκκλησίας οδήγησε στην κρίση της εικονογραφίας.
Συνεπώς, εκείνο που πρέπει να γίνει για να πλησιάσει η ορθόδοξη ζωγραφική το σύγχρονο άνθρωπο είναι αυτό που εκφράζει τη χριστιανική θεώρηση του κόσμου, δηλαδή την εσχατολογική πραγματικότητα ως την αλήθεια του κόσμου. Πρέπει ο ορθόδοξος εικονογράφος να μην αντιγράφει τους παλαιούς μαστόρους, αλλά με τις σύγχρονες εικαστικές εκφράσεις να μεταφέρει στο σύγχρονο άνθρωπο τη χριστιανική απάντηση και λύση των προβλημάτων του θανάτου, με τη διάσωση του ανεπανάληπτου του ανθρώπινου προσώπου που αφορά τον κάθε άνθρωπο άσχετα σε ποια εποχή και πολιτισμό ζει και δρα. Η σύγχρονη ορθόδοξη τέχνη συνεχίζει την παράδοση του παρελθδντος όχι με την αντιγραφή αλλά με τη μεταφορά της ίδιας της πίστεως στο μέλλον, δπως το έκαμαν οι Βυζαντινοί και όλοι οι ορθδδοξοι λαοί, και έτσι θα είναι ταυτόχρονα και σύγχρονη.
Επομένως, όπως η Εκκλησία με τον τρόπο της ζωής της, με την Ευχαριστία δηλαδή, απεικονίζει το μέλλοντα αιώνα ως την αλήθεια, έτσι και ο ορθόδοξος εικονογράφος οφείλει να εκφράζει το πρωτότυπο του ανθρώπου και του κόσμου που πηγάζει από τα έσχατα, τα οποία είναι η αληθινή τους κατάσταση. Η εικόνα οφείλει να είναι πορτρέτο του ανθρώπου του μέλλοντος, ο οποίος θα είναι στο μέλλον τέλειος, αληθινός και αθάνατος. Δεν πρέπει να είναι πορτρέτο της ιστορικής του κατάστασης, είτε πρόκειται για τη νεανική του περίοδο είτε για τη μεσαία είτε για την περίοδο του γήρατος. Διότι τότε η εικόνα παύει να είναι «εικόνα», με την έννοια της ιεράς και αγίας εικόνας, έστω και αν παρουσιάζει θρησκευτικό θέμα. Ο πατήρ Σταμάτης με τη ζωγραφική του εκφράζει την εσχατολογική κατάσταση του κόσμου και του ανθρώπου και αυτό τον καθιστά συνεχιστή της ορθόδοξης βυζαντινής εικονογραφίας, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιεί σύγχρονες εικαστικές εκφράσεις. Έτσι είναι ταυτόχρονα και συνεχιστής της βυζαντινής εικονογραφίας και πρωτότυπος εικονογράφος της εποχής του.
* Αρθρο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Sabornost (ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ), 1-2, 1999, της Επισκοπής Ποζάρεβατς και Μπρανιτσέβου, με γενικό αφιέρωμα «Ζωγραφική και Πίστη». Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση της έκδοσης του βιβλίου του πατρός Σταμάτη Σκλήρη Ο Χώρος στη Βυζαντινή Ζωγραφική σε σερβική μετάφραση. Με την ίδια ευκαιρία οργανώθηκε έκθεση αγιογραφίας και ζωγραφικής του π. Σταμάτη Σκλήρη, η οποία περιόδευσε στην Ερζεγοβίνη (Τρέμπινιε), στο Μαυροβούνιο (Τσέτινιε) και στη Σερβία (Βελιγράδι, Ποζάρεβατς, Νόβι Σαντ, Κραγκούγιεβατς, Βράνιε).
Father Stamatis was born in Piraeus in 1946. He studied Medicine ( 1971 ) and Theology ( 1976) at the University of Αthens.
There followed a course in Art and the History of Art in Paris and in Belgrade. He has made a study of wall-paintings of the Palaeologian period in l4th century Byzantine monuments.
He has published articles οn the theory and criticism of art in a number of periodicals devoted to art and theology.
Father Stamatis was ordained in 1979 and since then has served as parish priest at the Church of the Dormition of the Virgin in Voula, Athens.
Ιη 1986 he set up the Byzantine Religious Painting Workshop at the Goulandris-Horn Foundation, Athens.
He lectures οn the theology and aesthetics of Byzantine iconography.
He has participated in various group and one-man exhibitions ("Zygos Gallery", 1991 and 1994, in Athens· "Salon d' Automne", 1992 and 1993· "Salon des artistes franςais", 1993, in Paris).
As a painter Father Stamatis has evolved a highly individual style which derives from a combination of traditional and contemporary art.
Στις Εικόνες
|