Κώστας Χατζηαντωνίου
Ένα ποιητικό επίτευγμα: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι
Νέα Εστία, τχ 1828, Δεκέμβριος 2009
Ήταν το 2002 όταν, στο βιβλιογραφικό πεδίο της ποίησης, εμφανίστηκε (με τη συλλογή Λατομείο) ο Δημήτρης Κοσμόπουλος. Γνωστός από καιρό με τις δημοσιεύσεις του σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και εξαιτίας της πληθωρικής του παρουσίας, φανέρωσε αμέσως τις κατασταλαγμένες ποιητικές του προθέσεις και δυνατότητες, αναπτύσσοντας με τρόπο διακριτό τα λυρικά στοιχεία του αισθητικού του μύθου. Αδιάλειπτη επαφή με το χώμα και το αίμα (που συγκροτούν στην ένωσή τους το συλλογικό μας πρόσωπο) αλλά και μεταφυσική ελευθερία από κάθε γεωγραφικό προκαθορισμό. Λύπη για την εξορία από τον παιδικό παράδεισο αλλά και βεβαιότητα πως αυτός παραμένει υπαρκτός και ακέραιος. Η αίσθηση κληρονομιάς πού τον κρατά δέσμιο μέσω ενός άρρητου μαγνητισμού αλλά και βασανιστικό αίσθημα μιας αποκλήρωσης. Η ολόσωμη βύθισή του στη φύση (είτε ως περιβάλλον είτε ως μητέρα) αλλά και η οδυνηρή βίωση της εκρίζωσης.
Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία δοκιμίων, το 2008 ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έφθασε στο όριο εκείνο οπού θα έπρεπε να αναμετρηθεί με το ποιητικό αδιέξοδο της εποχής μας, για το οποίο μεγάλη ευθύνη φέρει ορισμένη κριτική η οποία παραμένει, δεκαετίες τώρα, δέσμια της αισθητικής κοινοτοπίας, ιδεολογικών αγκυλώσεων και προσωπικών σκοπιμοτήτων, εντέλει, μιας αυτοαναφορικότητας που οδήγησε την ίδια, αλλά δυστυχώς και την ποίηση, στην απαξίωση και την περιθωριοποίηση. Καρπός αυτής της αναμέτρησης είναι η ποιητική σύνθεση Ανάσταση του Ανδρέα Ταρκόφσκι. Με συνείδηση της ανάγκης για την απαλλαγή από έναν γερασμένο (πριν καν ακμάσει) ποιητικό λόγο και συνάμα συνεπαρμένος από τη μορφή του μεγάλου Ρώσου δημιουργού, ο Κοσμόπουλος, με τη σύνθεση αυτή αποτολμά να συμπορευτεί μαζί του (πότε συνοδοιπόρος και πότε φορώντας χωρίς ενδοιασμούς την persona του) σε μια κοπιαστική ανάβαση από την εξορία στην επώδυνη ασθένεια και από το θάνατο ως την ανάσταση. Η τόλμη αυτή, χωρίς καμιά παραχώρηση στη λυρική αισθηματολογία ή τη χαζοχαρούμενη αισιοδοξία μιας ιδεολογικής «ανάστασης», απέληξε στην ύψωση ενός υποβλητικού ποιητικού οικοδομήματος.
Τί έχω λησμονήσει άραγε; Λησμόνησα το θάνατο. Ποιόν ονειρεύτηκα άραγε; Ονειρεύτηκα το θάνατο,
έγραφε στις 23 Ιουλίου 1979 (Σημειώσεις διασχίζοντας την Ιταλία) ο Ρώσος τραγικός. Με το ίδιο πάθος για την αλήθεια και την ομορφιά, με την ίδια καταφρόνια για τη ρεαλιστική πραγματικότητα ο Κοσμόπουλος ακολουθεί τα ίδια πατήματα, προκειμένου να γυρίσει σε μιαν άλλη πραγματικότητα, κρυφή όσο και αποκαλυπτική. Με την ίδια ευθύτητα και ειλικρίνεια, με τη γεύση των αφώτιστων χώρων της ψυχής χωρίς ψυχαναλυτικές ανοησίες, με γλώσσα ακριβή και μεστή, ευθύβολος και δραματικός, με ευρηματικές στροφές του λόγου και της σκηνής, ο ποιητής στήνει την αφήγηση για τη σύγκρουση της λευκότητας και της στάχτης. Μια επίμονη βραδύτητα πού διόλου δεν κουράζει. Αίσθημα μαγείας από τη μοναδική οπτική σύλληψη του χώρου, αποκαλυπτικά καδραρίσματα σε μια ατμόσφαιρα λεπτής τονικότητας των φωτισμών, των χρωμάτων και των αποχρώσεων. Ο χρόνος εξαφανίζεται — και όχι μόνο ο μαθηματικός χρόνος αλλά και ο δραματικός και ο ψυχολογικός. Η γαλήνια παραδοχή του θανάτου, μια ιλαρή συμμαχία με τη ζωή, η άρνηση της συνδιαλλαγής με την ανθρώπινη μοίρα και ή επιμονή για ένα νόημα. Η ανάσταση ως επιλογή.
Η ποιητική ιδιοσυγκρασία του Κοσμόπουλου δεν είναι ασφαλώς ή αυτοσυγκέντρωση και ο διανοητισμός. Είναι η πυρετική, η βασανιστική αναζήτηση της λέξης, η σωματική συμπλοκή με το ποιητικό έργο, μια δραματική εμπειρία χώματος και αίματος και όχι μια διασκεπτική ενασχόληση. Παρακολουθώντας τον εξόριστο δημιουργό, ακόμη και όταν κουβαλά εντός του «σβησμένη μουσική», ανακαλεί ακούσματα βαθιά («φωνές μανάδων και μουζίκων») πού γίνονται «φλόγα στον ουρανίσκο» και ανάβουν το «κερί μιας νοσταλγίας ρωσικής». Ελεύθερος πια από τους κάθε λογής «Γερμάς» (τους οποίους στην Ελλάδα τους γνωρίσαμε με το φωτοστέφανο του διωκόμενου μα σε άλλα πλάτη τους είδαν με το στέμμα του τυράννου) βυθίζεται απερίσπαστος στον πόνο. Ο πόνος αυτός εκβάλλει σε ένα σιντριβάνι στίχων πού για να στάξουν τη δροσιά της πλέον καθαρής αμεσολάβητης αισθητικής συγκίνησης, έχουν απαιτήσει θρόμβους αίματος.
Στην εξορία λοιπόν. Με τα δέντρα της πατρίδας να ντύνουν τον ύπνο του με την ανατριχίλα τους, με το χιόνι να μοιάζει αλάτι στην πληγή, εκεί όπου ακόμη και «τα μεγάλα φεγγαρόφωτα πού ξέπλεναν την σιωπή στον ήχο μιας παιδικής φυσαρμόνικας», μοιάζουν με διδαχή θανάτου. Ή διδαχή αυτή ορίζει το θάνατο ως επιστροφή στο Σώμα αφού ό,τι είναι «μέσα στο θάνατο σπαρμένο», είναι «βλάστημα νέας σποράς». Ο θάνατος, το ξέρουμε όλοι, είναι αρχετυπικό θέμα της ποίησης, μια αμφίσημη εμπειρία που συντίθεται από την οδύνη του γεγονότος και τον πόθο της υπέρβασης του. Ο μεταφυσικός ποιητής καλείται να συνθέσει δύο αντίρροπες ψυχικές τάσεις. Απωθητικός και γοητευτικός συνάμα ο θάνατος είναι ωστόσο ή προϋπόθεση της ανάστασης. Ο Κοσμόπουλος δεν αφήνεται στιγμή στην εύκολη θεολογία της χαράς που λησμονεί ότι ή ανάσταση βρίσκεται στο τέλος μιας οδού πόνου, μιας via dolorosa από το ορός των Ελαιών στο Πραιτώριο και από εκεί στο Γολγοθά. Χωρίς σταύρωση δεν θα υπάρξει καμιά ανάσταση. Μη λησμονούμε: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον».
Με τις «τσέπες γεμάτες πέτρες» (σταθερή αναφορά της ποιητικής του Κοσμόπουλου, άλλοτε «παιδεμένες στη σιγή», ως πρώτη ύλη για τη ζωή και την τέχνη, και άλλοτε βάρος ή έρμα, ανάλογα) ο ποιητής νιώθει όλη τη ρωσική φύση να σαπίζει εντός του. Η οδύνη της δημιουργίας. Παρ' όλη του την πίστη, γονατίζει από του βίου του τη φωτιά, νιώθει τον «άγιο του χαμό». Απέναντι ο θάνατος ως θηρευτής τον σημαδεύει. Όλα μοιάζουν να σβήνουν, ακόμη και ή ξενιτιά, όταν ο μέγας ύπνος προβάλλει. «Απόψε θα σε ξεπεράσω. Γιατί μ' αγγίζει ο θάνατος και τον οσμίζομαι». Και όμως. Σκαμμένος από τον πόνο και μόνο με το χνώτο του Θεού να τον δροσίζει, ο δημιουργός επιμένει. Να ζητά τη δίψα και όχι το νερό. Με πίστη σε μια μέλλουσα συνάντηση, «στο φέγγος του κεριού, στου μαρτυρίου το σέλας».
Ο γενικός τόνος αλλά και ή ιδιαίτερη εκφραστική άνεση, ο ρυθμός των περιόδων, όλα συντελούν σε αυτή τη σύνθεση, στο να ανοίξουν καινούργιες θέες προς την ουσία αλλά και τη μορφή του ποιητικού λόγου. Η διάχυση και ο πολυμερισμός των βιωμάτων σε πλατύτερες συνθέσεις, το κοίταγμα του κόσμου στην προοπτική του, ή ενατένιση όχι πια του στενού ελληνικού χώρου και χρόνου αλλά ενός χρόνου υπαρκτικού, δεν είναι εύκολη δουλειά. Ο Κοσμόπουλος το επιτυγχάνει. Συγκρατώντας το
λυρικό του ταλέντο (οποία μορφή και αν παίρνει, η αληθινή ποίηση, στην ουσία της θα είναι πάντα λυρική), ξανοίγεται στο συμβολισμό και την αλληγορία χωρίς φόβο. Ενώνει την παραδοσιακή προσωδία με κείμενα πεζά όπου η εσωτερική τάξη και ο υποβλητικός ρυθμός πείθουν και τον πιο δύσπιστο πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απροσδιόριστο ποιητικό βάθος. Ποίηση με εσωτερική αρχιτεκτονική και αισθητική ελευθερία. Ποίηση ενορατική που συμφιλιώνει τον άνθρωπο με το «άλλο» του κόσμου και της μοίρας του∙ πού δοξάζει την υλικότητα μα την ίδια στιγμή ελευθερώνει από τα γήινα δεσμά.
Αυτοί πού έγιναν ένα με την γη
τυλίχτηκαν, σεντόνι, τη σιγή.
Τυλίχτηκαν τα βράδυα τις σελίδες,
κατάστικτες με ουράνιες κηλίδες.
Με σπάνια ορχηστρική ευχέρεια, ο Κοσμόπουλος αναπτύσσει παραλλάσσοντας συνεχώς το ίδιο λυρικό ή ψυχολογικό μοτίβο, με εννέα, δεκατρείς ή δεκαπέντε συλλαβές, ελεύθερος, έμμετρος ή πεζόμορφος. Σε αυτή την ευχέρεια οφείλεται εν πολλοίς και η πολυγραφία του που έχει καταφέρει να αποφύγει τους κινδύνους της αφαίρεσης και του σχήματος. "Ας μη διστάσουμε λοιπόν να το πούμε. Είμαστε μπροστά σε μια πραγματική επαναμάγευση του ποιητικού λόγου. Η ποιητική πράξη γίνεται πάλι πράξη απελευθέρωσης, πράξη αποτίναξης κάθε βιοτικού καταναγκασμού. Μια υπέρβαση της φθοράς μέσα από το βύθισμα σε αυτήν. Αυτή ή ανάσταση πού δοξάζει το θάνατο, συνιστά, επιτέλους, το ξεπέρασμα της χρόνιας διάστασης ποίησης και ποιήματος. Και τούτο το πιστοποιούν υποδείγματα υψηλής ποιητικής όπως το «Ημίφωνον»:
Την γη μου δεν την πρόδωσα και τον κρυφό
σπασμό της
Ευρώπη, μες τις πόλεις σου στάζω, μελισσοκέρι,
Ο φαύλος κύκλος του κακού δεν σπάει με το
μαχαίρι,
Ευρώπη, του θανάτου άκανθα, κεκοιμημένη αθωότης.
Ανάσταση ή θάνατος λοιπόν; Θάνατος. Που όμως λούζεται στο φως. «Θάνατος γεμάτος ήλιο». Άλλωστε το αναστάσιμο βίωμα δεν είναι διακήρυξη. Δεν είναι μια σχέση περιγραφική ή σχέση αναπαράστασης. Δεν είναι συμβολική η αναμνηστική λειτουργία. Μια πνευματική διάνοιξη είναι προς τη μόνη δυνατότητα πληρότητας. Αυτή είναι τελικά ή μόνη πατρίδα του Κοσμόπουλου και γι' αυτό ή ποίηση του είναι προείκασμά της ακόμη και την ώρα της τέλειας αποθάρρυνσης.
Ο τόπος του είναι Κυριακή ξημέρωμα,
φυτρώνει από την άβυσσο κι από την μαύρη
πίσσα,
με τα ξερά της δόξας τα χορτάρια προσανάμματα.
Κατάμαυροι οι Εσπερινοί, μ' ανασασμού κεράκι,
κι είναι χρυσό το δάκρυ του με γεύση της θαλάσσης.
Ο Κοσμόπουλος πέτυχε, με υλικά του μοντερνισμού και αισθήματα της παράδοσης, να οικοδομήσει ύφος προσωπικό, αληθινό συναίσθημα, με εκείνη την προσωπική δημιουργικότητα πού όταν τη συναντάμε πρέπει να μιλούμε για ανανέωση του ποιητικού λόγου. Εισχώρησε στα βαθύτερα ποιητικά στρώματα της γλώσσας, υπέταξε την αντίσταση των λέξεων, αψηφώντας τη χασμωδία ή περιφρονώντας την εύκολη ρίμα, ακόμη και όταν αυτή προβάλλει φυσική. Ικανός να διαπερνά ακόμη και την προσωδιακή αστοχία, παίζει έξοχα με τα τονικά μέτρα, ενώ η συνθετική ιδιοφυΐα του καθίστα στροφές και τα πεζά λυρικά τμήματα που εντάσσονται τέλεια στην ευρύτερη μελωδική ενότητα.
Ο Γ. Ρίτσος έγραψε πως «μόνος του πάει κανείς στη δόξα και στο θάνατο». Στην Ανάστασή του ο Αντρέι Ταρκόφσκι στάθηκε αδύνατο να πάει μόνος. Κανείς δεν αναστήθηκε παρά μονάχα μέσα από τον άλλο. "Όταν ακόμη και οι πανέμορφοι λόφοι της Τοσκάνης, μετατρέπονται σε σύμβολο της υπαρκτικής εξορίας του ανθρώπου στην ιστορία, τόπος οπού τα όρια του πραγματικού χάνονται και ενοποιούν πατρίδα και ξενιτιά, αρκεί και με το παραπάνω ή ποίηση, όταν είναι αληθινή, ώστε με ρωσικούς κελαηδισμούς και έξοχους ελληνικούς στίχους σαν κι αυτούς να αναγγείλει ένα αναστάσιμο ερωτικό μέλλον:
Ώ της Τοσκάνης γήλοφοι, τύμβοι της ξενητιάς
μου,
ψιχάλα το χορτάρι σας και στην πατρίδα χιόνι.
Ένα πουλί πολύχρωμο, απ’ το μέλλον χελιδόνι
Κι από τα ολόχρυσα μαλλιά της αγαπητικιάς
μου.
Ήταν καιρός. Ή ζωή πού δεν ανέχεται το τέλμα ζητούσε εδώ και χρόνια από την ποιητική βούληση να γίνει πάλι γνήσια. Να απαλλαγεί από τη φαντασιακή συλλογικότητα και από την άνυδρη ιδιωτικότητα. Να ζήσει με μνήμη εν εγρηγόρσει και όχι με περιοδικές αναμνήσεις. Να συνομιλήσει ξανά με τα περιφρονημένα αρχέτυπα. Να ξαναβρεί την αληθινή ατομικότητα που ανθίζει στις κοινές αφηγήσεις. Η Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι συνιστά λαμπρή διεύρυνση μιας τομής πού πρώτος χάραξε στη σύγχρονη ποίησή μας ο Ηλίας Λάγιος. Τώρα ο Δημήτρης Κοσμόπουλος δίνει σε αυτήν οριστικότερα χαρακτηριστικά, την τεχνική αρτιότητα και την αισθητική ωριμότητα. Πρόκειται για μια σοβαρή νομίζω αντίδραση στην κρίση του ποιητικού λόγου που εδώ και
σχεδόν σαράντα χρόνια βρίσκεται σε εκφραστικό και νοηματικό αδιέξοδο — από την περιώνυμη «γενιά του '70» και δώθε, και παρά τα επιτεύγματα πού φυσικά δεν έλειψαν και τούτη την περίοδο.
Από το 1990 πού άρχισε πια να ομολογείται το αδιέξοδο του ελεύθερου στίχου και γενικότερα του μοντερνισμού και με δεδομένο πως δεν είναι δυνατή η νεκρανάσταση της παραδοσιακής ποίησης, άνοιξε ο δρόμος σε ένα πλήθος πειραματικών εμπνεύσεων, με πιο σημαντικές, όπως αναφέραμε, αυτές του Ηλία Λάγιου. Βέβαια δεν μπορούμε να μιλάμε για γενιά αλλά ή σχέση Λάγιου-Κοσμόπουλου είναι γνωστή ώστε να μιλάμε για στοιχεία γενιάς: εμφάνιση περίπου την ίδια εποχή (άσχετα αν ο Κοσμόπουλος επέλεξε συνειδητά να εκδώσει την πρώτη του συλλογή το 2002 — η παρουσία του στα ποιητικά πράγματα είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα) και κυρίως κοινή αγωνία: απόρριψη της κοινωνίας της εικονικής και της καταναλωτικής πραγματικότητας, αίσθημα εξορίας και πόνος για την πατρίδα, ιστορική συνείδηση και συνεχής μεταφυσική εγρήγορση (ανεξάρτητα αν αυτή εκβάλλει στην πίστη η στην απιστία), βαθιά γνώση της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης και συγχρόνως του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, αφομοίωση των αισθητικών καινοτομιών της γενιάς του '70 και κυρίως συνείδηση του αδιεξόδου της σύγχρονης τέχνης.
Η μορφική τόλμη όταν κρατά το νήμα της παράδοσης μπορεί να οδηγήσει σε επιτεύγματα. Με τη σύνθεση της Ανάστασης, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος φαίνεται πώς πέτυχε κάτι τέτοιο. Ένα επίτευγμα λόγου που μαγεύει ξανά, πού συγκινεί και μέσω της οργανικής ανανέωσης μέσων και σκοπών δημιουργεί ήδη ένα πρότυπο γραφής. Έκρηξη μιας ποιητικής ιδιοφυΐας ή συνειδητή και βιωματική στροφή, απαρχή νέας ποιητικής περιόδου; Τα επόμενα βήματα θα δείξουν. Γιατί το στοίχημα δεν άφορα πια μόνο τον ποιητή. Άφορα την εξέλιξη της σύγχρονης ποίησης και της ορμητικής εισόδου μιας γενιάς που καλείται να βγάλει την πνευματική ζωή από το τέλμα δεκαετιών. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος με την ποιητική του που σύντομα θα εκτιμηθεί σε όλη της τη σημασία και το βάθος, ανέλαβε φορτίο βαρύ.
|