Όλγα Βότση
Η αιωνιότητα
Άφηνε πάντα τα δάχτυλά σου
ανοιχτά
να μπαίνει η αιωνιότητα σα γύρη
φωτός.
Πάνω στ' αλύγιστα χέρια σου, σα σε
βράχια σκληρά,
άφηνε να τσιμπάνε τα χρυσά
πουλιά της,
που θέλουνε στ' άγνωστο κορμί σου
να περπατήσουν.
Ύψωσε τα βαριά σου τα βλέφαρα
στις άλλες ζώνες εκείνες τις
άγιες. το δάκρυ χόρτασες,
τον πόνον όλο τον διάτρεξες.
Σήκω να ερευνήσεις τους
άγνωστους τούτους τόπους,
όπου βέλη πια δεν υπάρχουνε, ούτε
πληγές.
σπεύσε στις κρυστάλλινες βρύσες
να συναντήσεις,
τα πελώρια δάση του ελέους τα
μυστικά,
κι ας είναι μέσα από της ψυχής
σου τιναγμένα το θόλο,
κι ας είναι από τον απελπισμό της
κραυγής σου.
γιατί πολύ το πόθησες
μες στ' άχραντα φορέματα να
τυλιχτείς,
γιατί πολύ το θέλησες
τη μουσική μόνο του φωτός στ'
αυτιά σου ν' ακούσεις.