1.- Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
2.- Απ' τα
κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά !
3.- Εκεί
μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.
4.- Άργειε
να 'λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
5.- Δυστυχής!
ΙΙαρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
6.- Και
ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.
7.- Κι έλεες:
«Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
8.- Τότε
εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
9.- Με τα
ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
10.- Μοναχή
το δρόομο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
11.- Άλλος
σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καμιά.
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.
12.- Άλλοι,
οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νάβρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οί σκληροί.
13.- Φεύγει
οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυμεί.
14,-
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.
15.- Ναι,
αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
16.- Απ' τα
κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
17.- Μόλις
είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
18.-
εγαλήνευσε. και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή
19.- Όλοι οι
τόποι σον σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
οσα αίσθάνετο ή χαρδιά.
20.-
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά,
21.- μ' όλον
που 'ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
22.-
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθη
που την έδεναν κι αυτή.
23.- Απ' τον
πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανο.
24.-
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα μουγκρίσματα τσ'οργής.
25.- Εις το
κίνημά του δείχνει
πως τα μέλη είν' δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει
μια σπιθόβολη ματιά.
26.- Σε
ξανοίγει από τα νέφη
και το μάτι του Αετού,
που φτεράκαι νύχια θρέφει
με τα σπλάχνα του Ιταλού.
27.- και σ
εσέ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζε ο σκασμένος,
να σε βλάψει, αν ημπορεί.
28.- Άλλο εσύ
δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,
29.- σαν το
βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.
30.- οπού
αφήνει ανεμοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.
31.-Δυστυχιά
του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.
32.- Το θηρίο
π' ανανογιέται
πως. του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίμα ανθρώπινο διψά.
33.- τρέχει,
τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερμιά.
34.- Ερμιά,
θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
35.- Ιδού,
εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς.
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
36.-
Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
37.- Σου
προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν' πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
38.- Λίγα
μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!
39.-
Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40.- Γιατί η
μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
41.- Μέτρα !
Είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν.
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
42.- Εκεί
μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει. αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
43.-Αποκρίνονται
και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
44.- Ακούω
κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
45.- Α, τι
νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
46.- Της
σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,
47.- και οι
βροντές, και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράστεναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
48.- Τ'
ακαρτέρειε. Εφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49.- Όλη
μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
50.- Τόσοι,
τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο απο τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγμένοι,
από τούρκικην οργή.
51.- Τόσα
πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρους.
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
52.-
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
53.- Έτσι
χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54.- εάν οι
άνεμοι μές στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55.- Με τα
μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.
56.- και
χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
57.- Εκειό το
έγγισμα πηγαίνει
βαθιά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
κι άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58.- Τόοτε
αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικα,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
59.- Κτυπούν
όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.
60.- Κάθε
σώμα ιδρώνει, ρέει.
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
61.- Της
καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.
62.- Ουρανός
γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
63.- Τόση η
μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δέν μείνει έ ν α ς ζωντανός.
64.- Κοίτα
χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65.- και
παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.
66.- Προσοχή
καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει. έως πότε οι σκοτωμοί;
67.- Ποίος
αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.
68.-
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
69.-
Λιονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».
70.- Παντού
φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
71.- Ήταν
τόσοι ! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
72.- Σαν
ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
73.- Της
αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι.
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
74.- Απ' τα
κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
75.- Της
Κορίνθου ιδού και οι κάμποι.
δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
76.- Ειίς τον
ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τά βελάσματα το άρνί.
77.- Τρέχουν
άρματα χιλιάδες
σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
78.- Ω
τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας.
τα παιδιά σας θέλ' ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
79.- Όλοι
εκείνοι τα φοβούνται
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
80.- Στέλνει
ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.
81.- και
πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
82.- Κι εσύ
αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.
83.- Στηή
σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορο.
84.- Στο χορό
γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
85.- Η ψυχή
μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυχοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
86.- Μες στα
χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
87.- Απ' τα
κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά !
88.- Πήγες
εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
89.- Σου 'λθε
εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
90.- «σ' αυτό»,
εφώναξε, «τo χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
91.- Εις την
τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
92.-
Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή.
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
93.- Ποιοί
είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν;
Επετάχτηχες εσύ!
94.- Α, το φως
που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
95.- Λάμψιν
έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
96.- Το σπαθί
σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.
97.- Με φωνή
που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.
98.- Αυτός
λέγει, αφοκρασθείτε:
"Εγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα έγώ.
πέστε, πού θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
99.- Φλόγα
ακοίμητην σας βρέχω,
που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
100.-
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.
101.- Και το
παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή"».
102.- Κάποιος
ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού Του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήσει
ή με σε να μετρηθεί;
103.- Η γη
αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη μισόχριστη σπορά.
104.- Την
αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σάν νά ρυάζετο θηριό.
105.-
Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου μες στη ροη
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
106.- να
αποφύγετε; Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτο.
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρείτε αφανισμό.
107.-
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
108.- Σφαλερά
τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
109.- Ποίος
στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.
110.- Κεφαλές
απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμενες
για την ύστερη φορά.
111.- Σβιέται
-αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίτρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί,
112.- Έτσι ν'
άκουα να βουΐξει
το βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα αγαρηνό!
113.- Και
εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114.-
σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.
115.- Κάθε
πέτρα μνήμα ας γένει,
κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους και ας μετρά.
116.- Ένα
λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει
και δεν φαίνεται, και πλιο
117.- και
χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολύ φλοίσβισμα και αφρός
118.- Α, γιατί
δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι μισητοί,
119.- το Θεόν
ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
120.-
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν
121.- και
πηδούν όλες οι κόρες
με τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
122.- Σε
γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
123.- Εις
αυτήν, είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
124.- Το
στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
125.- Με
βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμνιώνα αναζητεί.
126.- Φαίνετ'
έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ήλιου,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
127.- Δεν
νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ.
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο γιά σέ.
128.- Περνούν
άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
129.-Συ τες
δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καίς.
130.- Μ'
επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
131.- Πιάνει,
αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
132.- Πνίγοντ'
όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί.
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.
133.-
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
134.- Κειές
τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
135.- Όλοι
κλάψτε. αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ωσάν νά 'τανε φονιάς!
136.- Έχει
ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα.
λες πως θε να ξαναβγεί
137.- η
κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.
138.- Την
ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
139.- Η
καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάχτυλο η θεά.
140.- Κοιτάει
γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:
141.- «Παλληκάρια
μου, οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
142.- Απ' εσάς
απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί.
143.- Μία, που
όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σας τυραννεί.
144.- Η
Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
"πάρ' το", λέγοντας, "και
συ".
145.- Κειο το
σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
146.- Από
στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
147.- Μην
ειπούν στο στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά".
148.- Τέτοια
αφήστενε φροντίδα.
όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όμοιαν έχει την τιμή.
149.- Στο
αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
150.- Πόσο
λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόμη να παρθεί.
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
151.- Ω
ακουσμένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία:
"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!
152.- Το
σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.
153.-
Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.
154.- Εξ
αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.
155.- Δεν
ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή.
156.- Δεν
ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του Αβέλ καταβοά.
δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157.- Τι θα
κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
158.- Τούτο
ανίσως μελετάτε,
ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!"».