.Πετιμεζάς
- Λαύρας
Κάποιο ξωκκλήσι
Τον όρθρο σου κ' εσπερινό σου
ακούω πρωί και βράδι...
Πώς νάρθω πια, ξωκκλήσι μου,
πιστά να προσκυνήσω;
Της μάνας μου το φυλαχτό, που μ'άφηκε
πετράδι,
τόχασα πιά, και τήν ευκή πάω ν'
απολησμονήσω...
Το μονοπάτι σου έπαιρνα, μακρυά,
στο πλατανόρεμμα -
μικρός εγώ, κι αμόλευτη μέσα μου
χτύπαγε η καρδιά.
κρατούσα της μανούλας μου το
κλαδωτό της φόρεμα,
και κείνη μού λεγε ο Χριστός πόσο
αγαπούσε τα παιδιά...
Πούν' η απονήρευτη καρδιά, κ' η
παιδιακίσια γνώση;
Πούν' ο παπάς κι ο ψάλτης σου, και
πουν' η γρια-κλησάρισσα;..
Μού' γινε η γνώση παιδεμός και
πάει να με νεκρώση -
και την καρδιά σε μια άπιστη
κομμάτια την εχάρισα!