Κ. Ι. Γιαννακόπουλος
Οι επιρροές της βυζαντινής παιδείας στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο
Από: Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΠΕΡΑ από μια σχετική επιρροή πάνω στο δυτικό τρόπο γραψίματος της ιστορίας, όπως αποκαλύπτεται από έργα όπως εκείνα του παπικού βιβλιοθηκάριου Αναστάσιου, η βυζαντινή επιρροή στην δυτική μεσαιωνική φιλολογία είναι μικρή. Η δημιουργικότητα στα βυζαντινά γράμματα ήταν σχετικά σπάνια, ξέχωρα από την καμιά φορά αξιοπρόσεκτη ποίηση που βρίσκεται στη βυζαντινή υμνολογία και το μοναδικό επικό ποίημα του ΙΑ' αιώνα «Διγενής Ακρίτας»(37). Το Βυζάντιο δεν παρήγαγε ποτέ ένα Δάντη, παρ’ όλο που πιθανά ο πιο μορφωμένος λόγιος ολόκληρου του μεσαιωνικού κόσμου ήταν ο Πατριάρχης του Θ' αιώνα Φώτιος. Αυτή η έλλειψη δημιουργικής φιλολογίας συνηθισμένα αποδίνεται (ίσως με κάποια δόση υπερβολής) στη βυζαντινή δουλική μίμηση των αρχαίων ελληνικών προτύπων. Ο μορφωμένος Βυζαντινός ένιωθε πως η αρχαία ελληνική φιλολογία είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, που σε πολλά σημεία ήταν αδύνατο να ξεπεραστεί, γεγονός που οδήγησε στην πολύ στενή βυζαντινή μίμηση του αρχαίου ρητορικού ύφους, αλλ’ακόμα σπουδαιότερο, στο να χρησιμοποιούν οι περισσότεροι συγγραφείς ένα τεχνητό τύπο γραφής αρχαίων ελληνικών αντί της κοινής που μιλούσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Αυτή η ανώμαλη κατάσταση, κάπως σχετική με κείνη κάποιας αμερικανικής προσπάθειας να γράφεται η αγγλική με πρότυπο τον Τσώσερ, συνέτεινε πολύ στο να απομωρανθεί η δημιουργικότητα της βυζαντινής φιλολογίας.
Μια και το Βυζάντιο ήταν ο μεσαιωνικός θεματοφύλακας των αρχαίων ελληνικών λογοτεχνικών θησαυρών, από δω ή από τη βυζαντινή νότια Ιταλία πέρασαν τα κείμενα στη Δύση. Οι μεσαιωνικοί Έλληνες διατήρησαν τα έργα του Όμηρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, και τα έργα άλλων ποιητών και δραματουργών που ήταν άγνωστα ή είχαν χαθεί για τον δυτικό κόσμο. Και αυτό το έργο της διατηρήσεως μερικοί κριτικοί το ονόμασαν σαν την πιο σημαντική βυζαντινή πολιτιστική προσφορά στο σύγχρονο κόσμο.
Ενώ οι κλασικοί δραματουργοί διαβάζονταν στην Ανατολή, φαίνεται πως δεν παρουσιάστηκαν ποτέ από τη σκηνή τα έργα τους, ίσως γιατί υπήρχε εκκλησιαστική απαγόρευση, επειδή είχαν ειδωλολατρικό χαρακτήρα και επειδή καμμιά φορά ήταν «ανήθικα» τα θέματά τους. Όσο για τον Όμηρο, διαβαζόταν από όλους τους μαθητές των σχολείων της Ανατολής. Το έργο του όμως δεν έγινε οικείο στους δυτικούς λόγιους παρά μόνο τον ΙΔ' αιώνα, όταν ύστερα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου ο Πιλάτος, ένας Έλληνας της νότιας Ιταλίας, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε λατινικούς στίχους. Η απόδοση δεν ήταν πολύ καλή (δεν ήξερε πολύ καλά λατινικά), ούτε ήταν πολύ αποτελεσματική η προσπάθεια του Πιλάτου νά μάθει ελληνικά στον Πετράρχη και τον Βοκκάκιο. (Ίσως να μην ήταν απόλυτα δικό του λάθος μια και λεξικά και βοηθήματα αυτού του είδους δεν υπήρχαν και μια και οι δύο Ιταλοί ουμανιστές δεν πολυσυμπαθούσαν τον Πιλάτο). Παρ’ όλα αυτά, ο Πιλάτος έδωσε υλικό στον Βοκκάκιο για την «Γενεαλογία των Θεών του», που ήταν η πρώτη έκθεση από την αρχαιότητα των ελληνικών μύθων στο πρωτότυπο εθνικό τους πλαίσιο. Με πρωτοβουλία του Βοκκάκιου ακόμα, στα 1361, ο Πιλάτος διορίστηκε στη Φλωρεντία στην πρώτη έδρα της ελληνικής γλώσσας που εγκαθιδρυόταν στην δυτική Ευρώπη(38). Εκείνος που ακολούθησε τον Πιλάτο στη διδασκαλία (1396) ήταν πολύ σπουδαιότερος. Ήταν ο βυζαντινός ευγενής Μανουήλ Χρυσολωράς, και στη διάρκεια της θητείας του ήρθαν πολλοί Ιταλοί πολιτικοί ηγέτες και ουμανιστές να σπουδάσουν κοντά του. Έτσι μπορούμε να πούμε πως η επίσημη έναρξη της σπουδής των κλασικών ελληνικών γραμμάτων άρχισε στην Αναγέννηση(39).
Οι ερευνητές διαφωνούν ριζικά πάνω στο πρόβλημα της καταγωγής εκείνων που ονομάστηκαν Φραγκο-ελληνικά Ρομάντσα, επικά ποιήματα του ΙΔ' και ΙΕ' αιώνα που μιλούν για τον έρωτα και για περιπέτειες, που ήταν τόσο αγαπητά, τόσο στην ελληνική Ανατολή όσο και στη Δύση. Μερικοί μελετητές πιστεύουν πως η γέννησή τους πρέπει να ιχνηλατηθεί στη μεσαιωνική βυζαντινή Ανατολή, άλλοι στα αυλικά ερωτικά ποιήματα της Γαλλίας. Ακόμα άλλοι πιστεύουν πως είχαν σαν πρότυπό τους το μυθιστόρημα της ελληνικής αρχαιότητας. Βέβαια, στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο, οι βυζαντινοί ποιητές μετέφρασαν στη γλώσσα τους γαλλικά και αγγλικά αφηγήματα έρωτα και μάχης, και ακόμη ίσως σε μεγαλύτερη έκταση δημιούργησαν δικά τους έργα αυτού του είδους· και σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον Floire et Blanchefleur, τον «Λίβιστρο και Ροδάμνη» και τον «Βέλθανδρο και Χρυσάντζα». Πέρα απ’αυτά, είναι πολύ γνωστό πως ένας αριθμός από τα γαλλικά περιπετειώδη ρομάντσα του ΙΒ' αιώνα εκτυλίσσονται στη νότια Ιταλία, στην Κωνσταντινούπολη ή στη Ρώμη, και πως τα ονόματα μερικών από τους ήρωες σ’αυτά τα έργα είναι παραποιημένα από τα ελληνικά(40). Έτσι, όποια κι αν είναι η καταγωγή του τύπου εκείνων που ονομάστηκαν Φραγκο-ελληνικά Ρομάντσα, μπορεί τουλάχιστον να επιβεβαιωθεί πως διακρίνεται καθαρά η αμοιβαία αλληλοεπίδραση των βυζαντινών και των δυτικών στοιχείων στην εξέλιξη αυτού του τύπου της φιλολογίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
37. Βλέπε Ν. Baynes και Η. Moss, Byzantium: Αn Introduction to East Roman Civilization (Οξφόρδη 1961) το δοκίμιο των F. Marshall και Ι. Μαυροκορδάτου, «Byzantine Literature», 221. Επίσης παράβαλε R. Jenkins «The Hellenistic Origins of Byzantine Literature», Dumbarton Oaks Papers, XVII (1963), ιδιαίτ. 39 και 52, και Ν.Β. Τωμαδάκη, Εισαγωγή στη Βυζαντινή φιλολογία, Ι' (Αθήναι 1958), ίδ. 16 και εξ. Το βασικό έργο για τη βυζαντινή φιλολογία είναι του Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur (Μόναχο 1897).
38. Α. Pertusi, Leonzio Pilato fra Petrarca e Boccaccio (Βενετία-Ρώμη 1964), ιδ. 433 κ.εξ. Βλέπε G. Cammelli, Mannuele Crisolora (Φλωρεντία 1941 ) 8, 44 κ.λπ.
39. Cammelli, οp.c. και Γιαννακόπουλου, Greek Scholars, 24.
40. Πάνω στο πρόβλημα της καταγωγής των Ρομάντσων βλέπε βιβλ. στον Κ. Setton The Byz. Background to the Ιtal. Renaissance, 38-39. Επίσης, Βασική βιβλιοθήκη, Αθήναι 1955, ανάλυση Ε. Κριαρά. Παρ. U. Holmes, Α History of Old French Literature to 1300 (Νέα Υόρκη 1937) 146-49.
|