Κ. Ι. Γιαννακόπουλος
Οι επιρροές της βυζαντινής παιδείας στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο
Από: Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ να πούμε σαν συμπέρασμα για την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού πάνω στη Δύση, πως μπορούμε να εκτιμήσουμε την επιρροή του; Πρέπει να σημειωθεί, για να αρχίσουμε, πως αυτά τα τόσο σπουδαία διαμάντια του δυτικού πολιτισμού, όπως το κοινοβούλιο, η γοτθική αρχιτεκτονική, η σχολαστική μέθοδος, και πάνω απ’όλα οι βασικοί θεσμοί της φεουδαρχίας και της ιπποσύνης ήταν βασικά γερμανολατινικής καταγωγής, και ότι εκεί δεν υπάρχει καθόλου ή, αν υπάρχει, είναι ελάχιστη η βυζαντινή επιρροή. Πραγματικά, σχετικά με την φεουδαρχία, την ιπποσύνη και τον σχολαστικισμό, ορισμένες επιρροές φαίνεται πως ήρθαν μάλλον από τη Δύση στην Ανατολή. Παρ’όλο όμως που μπορούν ν’αναφερθούν αρκετά παραδείγματα μεσαιωνικών Ελλήνων που υιοθέτησαν ατομικές δυτικές συνήθειες, ιδιαίτερα οι ανώτερες βυζαντινές τάξεις, η βυζαντινή επιρροή στη Δύση φαίνεται πως ήταν πολύ δυνατότερη από το αντίθετο. Αυτό οφειλόταν, εν μέρει τουλάχιστον, ως τον ΙΒ΄ αιώνα ή τις αρχές του ΙΓ' στο ότι ο δυτικός πολιτισμός σχεδόν σε όλες του τις μορφές ήταν ουσιαστικά κατώτερος από τον ανατολικό (στις κλασικές ελληνικές γνώσεις βέβαια λίγοι δυτικοί μπορούσαν να πουν πως είναι ίσοι με τους Έλληνες ως τη μεγάλη Αναγέννηση), και ακόμα γιατί αυξανόταν η αντιπάθειά προς τη Δύση. Η Ανατολή γενικά -οι κατώτερες τάξεις, οι μοναχοί και ο κατώτερος κλήρος ιδιαίτερα- αρνιόταν με όλες του τις δυνάμεις να υιοθετήσει λατινικά έθιμα.
Παρ’όλο που πρέπει να είναι καθαρό από τις έρευνές μας πως υπάρχει μια λίγο πολύ συνεχής επιρροή του Βυζάντιου στο δυτικό Πολιτισμό από τον Δ' συνεχώς ως τουλάχιστον το τέλος του ΙΕ' αιώνα, δεν είναι λιγότερο έκδηλο πως ο βαθμός της επιδράσεως διέφερε από πεδίο σε πεδίο και εξαρτιόταν όχι μόνο από την πορεία των επαφών, αλλά και από τη στάση και την αποδεκτικότητα που είχαν οι διάφορες δυτικές περιοχές. Η Ιταλία π.χ. είχε επηρεαστεί πολύ περισσότερο από την πιο απομακρυσμένη μάλλον συντηρητική Γαλλία και αμέτρητα περισσότερο από την Αγγλία. Ούτε είναι εύκολο να βεβαιώσουμε πόσο βαθιά εισχώρησαν οι βυζαντινές επιδράσεις που συζητήσαμε στις διάφορες τάξεις της δυτικής κοινωνικής δομής, παρ’όλο που φαίνεται πως, επειδή είχαν περισσότερες επαφές με την Ανατολή και γενικά μια πιο ελαστική στάση, οι ανώτερες τάξεις και οι έμποροι είχαν επηρεαστεί περισσότερο. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί πως οι κρίσεις μας σχετικά με το βαθμό της επίδρασης πρέπει αναγκαστικά να περιοριστούν από την σπανιότητα των αποδείξεων που υπάρχουν, καθώς και από το σημείο που βρίσκονται οι έρευνες των μελετητών αυτή τη στιγμή. Είναι ευκολώτερο να δείξουμε, με βάση τα υπάρχοντα σήμερα καλλιτεχνικά μνημεία, ποια μπορεί να ήτανε η ανατολική επιρροή πάνω στην τέχνη, παρά, ας πούμε, ποια ήταν η επίδραση πάνω στην εξέλιξη του συστήματος των συντεχνιών όπου είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε υποθέσεις ή να βγάλουμε συμπεράσματα. Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπ’όψη μας, νομίζω (πράγμα που δεν γίνεται συνηθισμένα), τις αποδείξεις τέτοιων φαινομένων, όπως το δανεισμό λεξιλογίου -δανεισμό που τις περισσότερες φορές δεν θα γινόταν, αν δεν υπήρχε κάποια έστω και σε μικρό βαθμό μεταφορά γνώσης. Από την άλλη μεριά η απλή παρουσία στη Δύση πολλών βυζαντινών ειδών πολυτελείας δεν πρέπει να μας οδηγήσει, λαθεμένα, στο να αποδώσουμε την ίδια σημασία σ’αυτούς τους πολιτιστικούς παράγοντες, όπως πρέπει να αποδώσουμε σ’εκείνους της υιοθεσίας βυζαντινών ιδεών, θεσμών ή τεχνικής, που με το κύλισμα του χρόνου θ’αποδείχνονταν πολύ πιο μόνιμης αξίας.
Με αυτές τις γνώσεις και έχοντας στο νού μας πως ο δυτικός πολιτισμός ήταν στη βάση του γερμανολατινικός, μπορούμε να επικυρώσουμε τα ευρήματά μας, πως το Βυζάντιο με τη συγχώνευση του κλασικισμού και των πιο πρωτότυπων βυζαντινών στοιχείων του πολιτισμού του και πάνω απ’όλα με το μοναδικό του στίγμα της χριστιανοσύνης, που εισχωρούσε σε κάθε όψη της μεσαιωνικής ελληνικής ζωής, ήταν σε θέση άμεσα ή έμμεσα να επηρεάσει πολλές μορφές της δυτικής πολιτιστικής εξελίξεως: Ορισμένες όψεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, τη σφαίρα της βιομηχανικής τεχνικής, το δίκαιο και τη διακυβέρνηση, την ορολογία και τους κανονισμούς της ναυσιπλοΐας, την περισυλλογή της ελληνικής φιλολογίας και ίσως τη σύνθεση του Ρομάντσου, την εξέλιξη ενός πιο εξευγενισμένου τρόπου ζωής, μερικούς τύπους θρησκευτικής ευλάβειας, τη μουσική όπως και τη θρησκευτική σκέψη. Πάνω σ’αυτές τις όψεις των περισσοτέρων από τα πολιτιστικά πεδία που είχαν σημασία για τον μεσαιωνικό άνθρωπο, φαίνεται πως έχουμε περισσότερο από χειροπιαστές ειδικές αποδείξεις της επιρροής του Βυζάντιου στην μία ή στην άλλη περιοχή της δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ακόμα μια φορά όμως πρέπει να τονιστεί πως αυτές οι επιρροές διαβαθμίζονταν από πολύ μικρές σ’ορισμένες σφαίρες, μέχρι πολύ ουσιαστικές σε άλλες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι βυζαντινές συνεισφορές ήταν πιο παθητικές και λιγότερο δημιουργικές σε ορισμένα πεδία, π.χ. στη φιλολογία, στη φιλοσοφία και την επιστήμη, που είχαν στον κύριο όγκο τους ληφθεί από τους αρχαίους Έλληνες και, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Αριστοτέλη, που μεταφέρθηκαν προγενέστερα στη Δύση με το διαμέσο των Αράβων. Όμως, παρά την περίφημη διατήρηση των αρχαίων φιλολογικών αριστουργημάτων, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να κάνουν ορισμένες δικές τους συνεισφορές: Π.χ. ανέπτυξαν ορισμένες φιλολογικές μεθόδους μελέτης -μεθόδους καμιά φορά λαθεμένες, που όμως παρ’όλο τούτο είχαν περισσότερη βαρύτητα απ’ό,τι γενικά είναι πιστευτό για την ανάπτυξη της κριτικής των κειμένων στη διάρκεια της Αναγεννήσεως, και που κατά συνέπεια δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την ερμηνεία των αρχαίων κειμένων που αναμετάδωσαν στη Δύση (τις αρχαίες τραγωδίες π.χ.)(82). Ακόμα και στην περιοχή της επιστήμης, παρ’όλη την σχεδόν λατρευτική αφοσίωση στην εκκλησιαστική παράδοση όπως και στην αυθεντία των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, μερικοί Βυζαντινοί φαίνεται σα να έσπασαν αυτούς τους φραγμούς και το λιγότερο φαίνεται σα να πρόβλεψαν ορισμένες υστερώτερες δυτικές επιστημονικές εξελίξεις. Ακόμα, όπως παρατηρήσαμε, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως οι βυζαντινοί σε πολλές άλλες περιοχές ήταν ικανοί να κάνουν αληθινά πρωτότυπες συνεισφορές, συγκεκριμένα στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική, στους τύπους της θρησκευτικής ευλάβειας και της εκκλησιαστικής γραμματολογίας και, ίσως όχι λιγώτερο σημαντικό, να δώσουν στη Δύση κάτι που πολλές φορές παραγνωρίζεται από τους ιστορικούς, ένα ζωντανό παράδειγμα κράτους με πολύ αυστηρά συγκεντρωτική διακυβέρνηση και παράδοση πολιτικής, κάτω από την εξουσία του δημόσιου δικαίου. Έχοντας υπ’όψη όλα αυτά είναι φανερό πως ο βυζαντινός πολιτισμός απείχε πολύ από του να είναι η «απολίθωση της αρχαιότητας» που συνήθιζαν να λένε οι ιστορικοί όχι πολλά χρόνια προγενέστερα.
Συνοψίζοντας λοιπόν: το πλούσιο περιεχόμενο, τα διαφορετικά στοιχεία, τόσο αρχαία όσο και μεσαιωνικά, της μοναδικής πολιτιστικής συνθέσεως του Βυζάντιου, μπόρεσαν να προσελκύσουν την προσοχή των δυτικών και σιγά-σιγά, και παρ’όλη τη συχνή αντιπάθεια ή την καθαυτό εχθρότητα των Λατίνων, να τους δώσουν έμπνευση και καθοδήγηση. Έτσι στα 1453, όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη υπέκυψε στους Τούρκους, το Βυζάντιο δεν είχε μόνο παραδώσει την πρωτινή του κληρονομία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στη Δύση -που ήταν τώρα προετοιμασμένη ως ένα σημείο από την Ανατολή να την δεχτεί- αλλά, και τούτο δεν είναι λιγότερο σημαντικό, η Δύση είχε αφομοιώσει πολλά από τα παράγωγα της δημιουργικότητας του ίδιου του Βυζάντιου. Σαν αποτέλεσμα αυτού που μπορεί να ονομαστεί μακροχρόνια πορεία πολιτιστικής διεισδύσεως, το Βυζάντιο έπαιξε ένα πολύ πιο διαπεραστικό ρόλο απ’ό,τι γενικά πιστεύεται στο πλάσιμο του μεσαιωνικού πολιτισμού και από κει, έμμεσα, του σύγχρονου δυτικού κόσμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
82. Βλέπε π.χ. U. von Willamowitz-Moellendorff, Euripides-Heracles, Ι (Βερολίνο 1889) 194, και Γιαννακόπουλου, Greek Scholars in Venice, 288, 290. Παρ. επίσης τώρα Ρ. Kristeller «Umanesimo italiano e Bisanzio», Lettere italiane, XVI (1964), ιδ. 8-9, που πιστεύει πως η επιλογή και η τάξη που ακολουθούσαν στην ανάγνωση ορισμένων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων oι ουμανιστές της Αναγεννήσεως (π.χ. του Αριστοφάνη αρχίζοντας από τον Παύλο και του Ευριπίδη με την Εκάβη) και η τάση να πραγματεύονται τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτόχρονα με τους ποιητές και τους συγγραφείς οφειλόταν πιθανά σε επίδραση μεγάλου βαθμού της βυζαντινής πρακτικής.
|