image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Κ. Ι. Γιαννακόπουλος

Οι επιρροές της βυζαντινής παιδείας στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο

Από: Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ βεβαιώνεται πως από την πολιτιστική πλευρά το κύριο λειτούργημα του Βυζαντίου ήταν να υπηρετήσει, για πάνω από χίλια χρόνια, σαν έπαλξη της Χριστιανοσύνης ενάντια στους άπιστους εισβολείς και εκτελώντας αυτό το έργο να διατηρήσει για τον κόσμο την πνευματική και τη φιλοσοφική κληρονομία της αρχαίας Ελλάδας(1). Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία για τη σπουδαία υπηρεσία που πρόσφερε το Βυζάντιο σαν συντηρητής της ελληνικής μαθήσεως. Στο κάτω της γραφής η ελληνική γλώσσα κι η φιλολογία είχαν κατ’ ουσία εξαφανιστεί από την γερμανοκυριαρχούμενη Δύση στη διάρκεια της εποχής που ονομάστηκε τα Σκοτεινά Χρόνια. Αλλά το Βυζάντιο ήταν το δίχως άλλο κάτι περισσότερο από ένας παθητικός θεματοφύλακας του αρχαίου πολιτισμού. Αντίθετα, καθώς αναπτυσσόταν η παιδεία του, αντικατόπτριζε ένα αξιοσημείωτο κράμα, όχι μόνο της φιλοσοφίας και της φιλολογίας της Ελλάδας, αλλά και των θρησκευτικών ιδεωδών της Χριστιανοσύνης -η οποία στην Ανατολή ακολούθησε μία εξέλιξη σημαντικά διαφορετική από κείνη της λατινικής Δύσης- και τρίτο, κάποια έξοχη μυστικιστική ποιότητα, που μπορεί τουλάχιστον το ένα μέρος της ν’αποδοθεί στις διάφορες επιρροές της Συρίας, της Αιγύπτου, των Εβραίων και ακόμα και της Περσίας. Αυτά τα τρία στοιχεία, ο ελληνορωμαϊκός κλασικισμός (περιέχεται και η διοικητική παράδοση της Ρώμης), ο βυζαντινός τύπος της Χριστιανοσύνης και εκείνα που μπορούμε να αποκαλέσουμε το ανατολικό συνθετικό, συγχωνεύτηκαν από τους Βυζαντινούς σε μιά μοναδική και βιώσιμη σύνθεση, που έκανε την Κωνσταντινούπολη, τουλάχιστον ως το 1304, την πολιτιστική πρωτεύουσα όλης της Χριστιανοσύνης. Αυτό το πολυπρόσωπο αμάλγαμα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, κατέστησε ικανό το Βυζάντιο να παίξει ένα πολύ πέρα από ασήμαντο ρόλο στη διάρθρωση του Δυτικού Πολιτισμού(2).

Το να αναλύσουμε τώρα τη βυζαντινή πολιτιστική επιρροή στη Δύση είναι σύνθετο πρόβλημα που καλύπτει περισσότερο από χίλια χρόνια ιστορίας και περιλαμβάνει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ίσως να μπορούσε κανένας με εύκολες γενικότητες να πει πως η δυτική κλίση, του λιγότερο ανεπτυγμένου δυτικά πολιτισμού, ήταν να αντλήσει ή να επηρεαστεί από τον πιο σύνθετο και τον πιο κοσμογνωρισμένο βυζαντινό. Όμως δεν πρέπει να λησμονήσουμε πως καθώς αναπτυσσόταν η μεσαιωνική περίοδος, το Βυζάντιο και η Δύση αποξενώνονταν όλο και περισσότερο -ίσως πραγματικά από τον Θ' αιώνα να είχαν γίνει δύο διαφορετικοί κόσμοι(3)- και πως πολλοί δυτικοί, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν έρχονταν σε άμεση επαφή με την Ανατολή, δεν ήταν δεκτικοί των βυζαντινών επιρροών. Το να επιδείξουμε μια οριστική ισχυρή πολιτιστική επίδραση της χριστιανικής Ανατολής στη Δύση, μπορεί καμιά φορά να είναι μάλλον δύσκολο ακόμα και απατηλό, ιδιαίτερα σχετικά με αυτά τα πεδία που είναι λιγότερο χειροπιαστά στη φύση τους ή που η απόδειξη που παραμένει δεν είναι αρκετή. Για να μπορέσουμε λοιπόν να διαπραγματευτούμε το θέμα πατώντας σε όσο πιο πολύ γίνεται στέρεο έδαφος, και ταυτόχρονα να παρουσιάσουμε σαν αναφορά ένα είδος ιστορικού πλαισίου, να εξετάσουμε πρώτα τα σημεία της πραγματικής φυσικής επαφής ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη λατινική Δύση στη διάρκεια του Μεσαίωνα, δηλαδή τα καθορισμένα κανάλια μέσα από τα οποία η πολιτιστική αναμετάδοση μπορούσε και φαίνεται πως πραγματικά σημειώθηκε. Ύστερα, αφού καθορίσουμε και βεβαιώσουμε αυτό το πρότυπο των επαφών, θα προχωρήσουμε στο κύριο τμήμα του δοκίμιου και θα εξετάσουμε, όσο το επιτρέπει ο χρόνος, επιλεγμένα πολιτιστικά πεδία, όπου μπορεί να βεβαιωθεί πως οι Βυζαντινοί επηρέασαν το δυτικό πολιτισμό -φιλοσοφία, επιστήμη, δίκαιο, πολιτική θεωρία και διπλωματία, μουσική, τέχνη και εκείνα που είναι λιγότερο γνωστά αλλά σημαντικά, όπως η θρησκευτική ευσέβεια, η άσκηση του έμπορίου και ο πιό εξευγενισμένος τρόπος ζωής.

EΝΩ στην αρχή αποτελούσαν τα δύο μισά της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ανατολική (Βυζαντινή) και η Δυτική (Λατινική) περιοχή στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής και οι δύο είχαν ορισμένα κοινά πολιτιστικά σημεία, τη χριστιανοσύνη και την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Στην Ανατολή, παρ’όλα αυτά, το ελληνικό στοιχείο εξακολούθησε από την Ελληνιστική περίοδο και πέρα να υπερισχύει, ενώ στη Δύση επεκράτησαν η λατινική γλώσσα και ο πολιτισμός της. Ακόμα, ενώ η Ανατολή διατήρησε στην ουσία αδιάκοπη τη συνέχιση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας -ως τα 1453 οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν ν’αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και όχι Έλληνες(4)- οι δυτικές περιοχές κατακτήθηκαν νωρίς από τους Γερμανούς εισβολείς και με το κύλισμα του χρόνου το γερμανικό στοιχείο εκτόπισε σε βάθος στη Δύση το πιο εξευγενισμένο ελληνορωμαϊκό. Αυτή η εμφάνιση της δυνατής γερμανικής πιέσεως στην πολιτιστική σύνθεση της Δύσης έρχεται σε αντίθεση, με τη βυζαντινή σύνθεση, που περιέλαβε ένα ανατολικό συνθετικό που απουσίαζε από τη Δύση.

Τον ΣΤ' αιώνα, όταν αυτοκρατόρευε ο Ιουστινιανός, το Βυζάντιο ανακατέλαβε μεγάλο τμήμα της Ιταλίας και εγκαθίδρυσε εκείνο που πήρε το όνομα Εξαρχάτο της Ραβέννας, γεγονός που πάλι έφερε μια σημαντική περιοχή της Δύσης σε άμεση εξάρτηση από το Βυζάντιο. Tο Εξαρχάτο -κι αυτό περιελάμβανε την πόλη της Ρώμης- παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών ως το 771, όταν τελικά η Ραβέννα κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς(5). Πριν από την πτώση της όμως η Ραβέννα είχε γίνει κέντρο ακτινοβολίας της πολιτιστικής βυζαντινής επιρροής, ιδιαίτερα σχετικά με τη βυζαντινή τέχνη και τη διασπορά του βυζαντινού, δηλαδή του ρωμαϊκού δικαίου.

Πιο σπουδαίες για τις μελέτες μας είναι οι περιοχές της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, που ήταν βυζαντινές επαρχίες ως τον Θ' αιώνα η μία, ως τον ΙΑ' η άλλη. Εκείνο που βοήθησε στη διατήρηση -μερικοί μελετητές προτιμούν την «επανεγκατάσταση»- της ελληνικοποιήσεως αυτής της περιοχής, ιδιαίτερα στη Νότια Ιταλία μετά την περίοδο της αρχαιότητας, ήταν τα επανειλημμένα κύματα από Έλληνες εξόριστους που μετανάστευσαν από την Ανατολή. Έτσι τον Ζ' αιώνα πρόσφυγες από τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο κατέφυγαν στην Νότια Ιταλία (ιδιαίτερα στην Καλαβρία) μπρος στις επιθέσεις των Αράβων. Και στον Η' και στον Θ' αιώνα, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, 50.000 μοναχοί της Ανατολής, και σε μικρότερο βαθμό ιερωμένοι, έφτασαν στην Καλαβρία για να γλυτώσουν από τους διωγμους που είχαν εξαπολύσει οι εικονοκλάστες βυζαντινοί αυτοκράτορες. Αν η ελληνική γλώσσα που μιλάει ο πληθυσμός της νότιας Ιταλίας έρχεται από την αρχαία Ελλάδα ή την Μάγκνα Γκρέτσια, ή ήταν το αποτέλεσμα της βυζαντινής επιρροής που ακολούθησε, εδώ θα το αντιπαρέλθουμε. Tο σημαντικό σημείο είναι πως στον ΙΑ' αιώνα τμήματα της νότιας Ιταλίας, πρωταρχικά η Καλαβρία, είχαν σχεδόν απόλυτα βυζαντινοποιηθεϊ, τόσο στην παιδεία όσο και στην θρησκεία(6), και ως τον ΙΕ' αιώνα θα είναι τα κύρια προχωρημένα φυλάκια της βυζαντινής επιρροής στη Δύση.

Ακόμα και η αραβική κατάκτηση της Σικελίας στο Θ' αιώνα δεν έφερε το τέλος της ελληνικής επιρροής στο νησί. Γιατί οι Άραβες ήταν γοητευμένοι από την αρχαία Ελλάδα, και σε πολύ μικρότερο βαθμό από την βυζαντινή επιστήμη και τη φιλοσοφία. Πραγματικά, όταν ύστερα, στα τέλη του ΙΑ' αιώνα, οι Νορμανδοί εισβολείς κατέλαβαν από τους Άραβες το νησί, η ελληνοβυζαντινή παιδεία εξακολούθησε να είναι ζωτικό στοιχείο του πολιτισμού της Σικελίας. Κάτω από τον Νορμανδό βασιλιά Ρογήρο Β΄ και τους διαδόχους του π.χ. η Σικελική καγκελαρία χρησιμοποιούσε τρεις επίσημες γλώσσες: τα λατινικά, τα ελληνικά και τα αραβικά. Ακόμα οι Νορμανδοί διόριζαν υπουργούς μορφωμένους Έλληνες, όπως τον Ευγένιο τον Εμίρη, και τον πιο ονομαστό Ερρίκο Αρίστιππο, που την εποχή που η δυτική Ευρώπη ήξερε μόνον ένα απόσπασμα από τους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο, μετέφρασε στα λατινικά δύο ακόμα έργα του Πλάτωνα. Παρ’όλο που οι σχέσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Νορμανδική Σικελία ήταν γενικά εχθρικές, γνωρίζουμε ότι συχνά αντάλλαζαν δώρα oι κυβερνήτες τους και μερικές φορές μέσα στα δώρα ήταν πολύτιμα ελληνικά χειρόγραφα φιλοσοφικού ή επιστημονικού περιεχομένου, όπως ο περίφημος «Αλμάγεστος» του Πτολεμαίου(7).

Μέσα στους πρώτους Ιταλούς που είχαν ενεργό εμπορική επαφή με την Κωνσταντινούπολη -και οι Ιταλοί ήταν προορισμένοι να έχουν τις στενώτερες οικονομικές σχέσεις με την Ανατολή -ήταν oι πολίτες του Αμάλφι στη Νότιο Ιταλία. Τα πολιτιστικά αποτελέσματα αυτής της επαφής του Αμάλφι δύσκολα μαρτυριούνται, παρ’όλο που ξέρουμε π.χ. πως στον ΙΑ' αιώνα η πλούσια οικογένεια του Αμάλφι των Πανταλεόνε, που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, είχαν μεταφέρει στο Αμάλφι, για να τοποθετηθούν στον καθεδρικό ναό της πόλης, μεγαλοπρεπείς ορειχάλκινες θύρες που είχαν χυθεί στο Βυζάντιο. Οι ναυτικές πόλεις της Ιταλίας που ανέτειλαν, η Γένοβα και η Πίζα, ακολούθησαν το παράδειγμα του Αμάλφι και τον ΙΒ' αιώνα είχαν εγκαταστήσει στην καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως ουσιώδεις συνοικίες για να κατοικούν οι έμποροί τους. Η κάθε κοινότητα είχε λατινική εκκλησία για τις ανάγκες των κατοίκων της και παρ’όλο που οι πηγές, που κύρια διαπραγματεύονται την δραστηριότητα των εμπόρων(8), δεν μας δίνουν αρκετά παραδείγματα πολιτιστικής ανταλλαγής με τους Έλληνες, μπορούμε να αναφέρουμε τα ονόματα ανθρώπων διανοουμένων από την Πίζα, όπως τον Βουργούνδιο της Πίζας, τον Λέοντα Τούσκο και τον αδελφό του Ούγο Ετεριάνο(9). Αυτοί δεν ενδιαφέρονταν μόνο για την ελληνική φιλοσοφία, αλλά και για κάτι που είναι πιο εντυπωσιακό σ’αυτή την περίοδο της λατινικής υποψίας απέναντι στην ελληνική εκκλησία: για τις βυζαντινές εκκλησιαστικές γραφές.

Από τις πολλες εμπορικές ιταλικές παροικίες στην Ανατολή η πιο σπουδαία ήταν αναμφίβολα εκείνη της Βενετίας. Τουλάχιστον από τον Θ' αιώνα οι Ενετο-βυζαντινές σχέσεις ήταν πολύ στενές, ο Δόγης είχε πάρει τον τίτλο του «Πρωτοσεβαστού» και μια αρκετά υψηλή θέση στην αυτοκρατορική βυζαντινή ιεραρχία των τίτλων. Σε αντάλλαγμα της ενετικής ναυτικής βοήθειας ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, ο Έλλην βασιλιάς είχε εγκρίνει την εγκατάσταση ενετικής αποικίας στην καρδιά της Κωνσταντινουπόλεως, στο μήκος του Χρυσού Κέρατος, και οι πολίτες της γρήγορα εξαιρέθηκαν από κάθε μορφή φόρου και ακόμη και από το αυτοκρατορικό βυζαντινό δίκαιο -έτυχαν δηλαδή όπως θα λέγαμε σήμερα ετεροδικίας. Τον ΙΒ' αιώνα αυτή η παροικία αριθμούσε 20.000 άτομα μέσα στις 800.000 ή το 1.000.000 του συνόλου της Κωνσταντινουπόλεως(10).

Η αντίθεση με την ίδια τη Βενετία, που υπολογίζεται πώς είχε 64.000 κατοίκους στα 1170, και με το Παρίσι που ήταν τότε η μεγαλύτερη δυτική πόλη με πληθυσμό λιγότερο από 100.000, είναι αξιοσημείωτη(11).

Είναι μάλλον βέβαιο πως οι Βενετοί πάροικοι, έχοντας την νοοτροπία του εμπόρου, σπάνια ενδιαφέρονταν για οτιδήποτε άλλο πέρα απ’το εμπορικό κέρδος. Έτσι έμαθαν να μιλούν αρκετά ελληνικά ώστε να μπορούν να κάνουν τις συναλλαγές τους. Αυτά όμως ήταν τα ελληνικά που μιλούσε ο λαός (η κοινή γλώσσα της Ανατολής) και δεν ήταν κατά κανόνα αρκετά για να τους επιτρέπουν να διαβάζουν τα κλασικά έργα ή ν’ανταλλάσσουν ιδέες σε υψηλότερο διανοητικό επίπεδο. (Η γραπτή ελληνική γλώσσα των βυζαντινών διανοούμενων κύκλων ήταν διαφορετική από την κοινή καθομιλουμένη). Υπάρχουν, εξαιρέσεις όπως η περίπτωση του διάσημου Ιάκωβου της Βενετίας, που κάποιος σύγχρονος μελετητής πιστεύει πως ήταν Έλληνας που ζούσε στη Βενετία. Ο Ιάκωβος μετέφρασε τα «Ηθικά» του Αριστοτέλη στα λατινικά και έκανε τον διερμηνέα στις εκκλησιαστικές συζητήσεις μπροστά στο ελληνικό αυτοκρατορικό δικαστήριο, πάνω σε θέματα που παρουσιάζονταν ανάμεσα στη λατινική και την ελληνική εκκλησία. Αυτές οι περιπτώσεις θα πρέπει οπωσδήποτε να έδωσαν ευκαιρία για πολιτιστικές ανταλλαγές(12).

Εκείνο όμως που έφερε το λαό της Δύσης και τους Βυζαντινούς σε άμεση επαφή σε μεγαλύτερη κλίμακα, ήταν η τεράστια κίνηση των σταυροφοριών, που άρχισε στο τέλος του ΙΑ' αιώνα. Ολόκληρες δυτικές στρατιές πέρασαν μέσα από την Κωνσταντινούπολη, πηγαίνοντας στους Άγιους Τόπους, και χιλιάδες προσκυνητές τράπηκαν στ’Ανατολικά, μέσα πάλι απ’την Κωνσταντινούπολη, και όλοι είδαν τον πιό πλούσιο και πιο κοσμοπολιτικό τρόπο ζωής των Ελλήνων του Μεσαίωνα. Αναπόφευκτα, ζήλειες κι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους δύο λαούς άρχισαν να εξελίσσονται και με το κύλισμα του χρόνου να δυναμώνουν. Το συντριπτικό αποκορύφωμα σημειώθηκε στα 1204 με την ονομαστή Δ' σταυροφορία, όταν οι δυτικές στρατιές, οδηγημένες από τους Ενετούς, άλλαξαν την πορεία της σταυροφορίας, και αντί να πάνε στα Ιεροσόλυμα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέκτησαν την βυζαντινή πρωτεύουσα. Ύστερα από βάρβαρη λεηλασία τριών ημερών, ένας τρομακτικός αριθμός λείας -άγια λείψανα που είχαν σχέση με τη ζωή του Χριστού και των Αγίων, πολύτιμα χειρόγραφα, αργυροί και χρυσοί θρησκευτικοί θησαυροί και αναρίθμητα έργα τέχνης -αρπάχτηκε από αυτή την πιο πλούσια από τις χριστιανικές πόλεις και κουβαλήθηκε στη Δύση, για να στολιστούν οι εκκλησίες της και τα ανάκτορά της. Η απαρίθμηση αυτής της λείας και η νέα αρίθμηση εκείνων που αρπάχτηκαν γεμίζουν αρκετούς τόμους στο έργο ενός γνωστού Γάλλου μελετητή της ιστορίας της χριστιανικής Ανατολής στίι σταυροφορίες(13).

Αποτέλεσμα της Δ' σταυροφορίας ήταν η εγκαθίδρυση λατινικής αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια του βυζαντινού κράτους. Έγιναν προσπάθειες από τους δυτικούς κατακτητές, καί ιδιαίτερα από τον Πάπα, να εκλατινίσει τον ελληνικό λαό με τον υποχρεωτικό προσηλυτισμό στη ρωμαϊκή πίστη. Αλλ’αυτή η ανόητη πολιτική, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την βίαιη αντίδραση του συνόλου του ελληνικού λαού. Η λατινική αυτοκρατορία διατηρήθηκε ως το 1261, οπότε η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τους Έλληνες(14). Τότε η ενετική επιρροή, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο σπουδαία, ελαττώθηκε και αντικαταστάθηκε από την Γενοβέζικη, γιατί οι Γενουάτες ήταν τότε σύμμαχοι με τους Βυζαντινούς. Οι Ενετοί όμως κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο σε ορισμένες από τις ελληνικές παροικίες τους στην Ανατολή -σε αρκετά σημεία στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα στο μεγάλο νησί της Κρήτης. Με την πρόοδο των Οθωμανών Τούρκων στα βυζαντινά εδάφη της Μικρασίας τον ΙΔ' και τον ΙΕ' αιώνα, η ελληνική εχθρότητα απέναντι στους Λατίνους άρχισε αναγκαστικά να μαλακώνει. Και στην πραγματικότητα μερικοί βυζαντινοί, ιδιαίτερα απ’τον αυλικό κύκλο, άρχισαν να βλέπουν τη Δύση σαν τη μοναδική πηγή πιθανής βοήθειας ενάντια στους Τούρκους, και ακόμα αργότερα, ακόμη και σαν τόπο που θα μπορούσαν να καταφύγουν από την τουρκική κυριαρχία(15).

Πρωτύτερα, και τουλάχιστον για ένα αιώνα μετά το 1453, μεγάλος αριθμός από Έλληνες -μια αληθινή διασπορά διανοουμένων, εμπόρων, μισθοφόρων και άλλων- έτρεξε στη Δύση και πολλοί απ’αυτούς ζήτησαν άσυλο στη Βενετία. Στα τέλη του ΙΕ' αιώνα υπήρχε μια πολύ ουσιαστική ελληνική παροικία εγκατεστημένη σ’αυτή την πόλη. Αυτή στην πραγματικότητα ήταν η μεγαλύτερη παροικία από Έλληνες που εγκαταστάθηκε στη Δύση μετά το 1453. Οι Έλληνες αυτής της κοινότητος πήραν το δικαίωμα να κτίσουν εκκλησία και είχαν στην κατοχή τους μια μεγάλη αποβάθρα, ή σκάλα, σ’ένα σημαντικό κανάλι της Βενετίας, για το φόρτωμα και την αποστολή εμπορευμάτων στο εξωτερικό. Θα δούμε πως από την πολιτιστική σκοπιά αυτοί oι Έλληνες πρόσφυγες στη Δύση ήταν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ουμανιστικής γνώσης στην Αναγέννηση(16).

Δεν υπάρχει χρόνος παρά για μια σύντομη αναφορά για τα διάφορα άλλα ιταλικά κέντρα που επηρεάστηκαν ή αντανακλούσαν την βυζαντινή επιρροή στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Θα πρέπει να σημειώσουμε βέβαια και πάλι την παπική πρωτεύουσα, τη Ρώμη, που μετά την πτώση της Ραβέννας και ολόκληρο τον Μεσαίωνα είχε στενούς δεσμούς με τους Βυζαντινούς ή τις βυζαντινές ιδέες. Μεγάλη κοινότητα από Έλληνες μοναχούς φαίνεται πως είχε ζήσει πάντα στη Ρώμη και ως τον Γ' αιώνα τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της ρωμαϊκής λειτουργίας. Ακόμη, στο τελευταίο τμήμα του Ζ' αιώνα και στις αρχές του Η' πολλοί από τους ίδιους τους Πάπες -11 ή 13 για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι- ήταν Έλληνες ή Σύριοι στην καταγωγή και συμμερίζονταν τις πολιτιστικές ροπές της Ανατολής(17).

Κι άλλες δυτικές περιοχές πιο απόμακρες από την Ανατολή ήταν εκείνη ή κάποια άλλη εποχή σε άμεση επαφή με το Βυζάντιο. Στις αρχές του Θ' αιώνα η γερμανική αυλή του Καρλομάγνου στο Άαχεν ήταν εκτεθειμένη σε σημαντική βυζαντινή επιρροή, όπως ξέρουμε από την αρχιτεκτονική μαρτυρία του παρεκκλήσιου των ανακτόρων, όπως κι από ορισμένα βυζαντινά έργα τέχνης και υφαντά που βρίσκονται ακόμα εκεί. Τον Ι' αιώνα μια ακόμα ισχυρότερη βυζαντινή επιρροή έγινε αισθητή στη γερμανική αυλή σαν αποτέλεσμα του γάμου του μελλοντικού αυτοκράτορα του Αγίου Ρωμαϊκού κράτους Όθωνα του Β' με τη βυζαντινή πριγκήπισσα Θεοφανώ. Τόσο ποτίστηκε ο νεαρός γιος τους, ο κατά το μισό Έλληνας Όθων ο Γ' , από τα βυζαντινά πολιτικά ιδεώδη, που υιοθέτησε βυζαντινούς τίτλους για την αυλή του και οραματίστηκε την επανένωση της Ανατολής και της Δύσης σε μια αυτοκρατορία όμοια μ’εκείνη του Ιουστινιανού(18).

Παρόμοια, ακούμε πως υπήρχε σε διάφορες εποχές επικοινωνία Ελλήνων εμπόρων ή μοναχών με την πρώιμη μεσαιωνική Γαλλία, με τη Ναρβόνη π.χ.(19). Και στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, oι Γάλλοι σταυροφόροι θα έφερναν πίσω από τη βυζαντινή Ανατολή έργα τέχνης, νέες ιδέες και διαφορετικούς τρόπους τεχνικής κτισίματος, που η υιοθέτησή τους βοήθησε σιγά-σιγά στο να εξευγενιστεί η ζωή τους. Επειδή υπήρχε μεγάλη απόσταση από το Βυζάντιο στην Αγγλία, η βυζαντινή επιρροή στην 'Αγγλία ήταν ίσως η λιγότερο διεισδυτική από όλες. Αλλά σποραδικά ίχνη αυτών των επιρροών παραμένουν, όπως π.χ. στην ύστερη Αγγλοσαξωνική και Νορμανδική χρήση του αυτοκρατορικού βυζαντινού τίτλου «βασιλέας», που τον έδιναν στους βασιλείς τους, και στις γλυπτές πέτρες του Νορθούμπερλαντ του Ζ' αιώνα, που είναι τόσο παράξενα βυζαντινές σε αίσθημα και εκτέλεση. H έμπνευση πιθανά ήρθε από την Ανατολή και ίσως όχι από το διάμεσο της αγγλικής επαφής με τη Ρώμη(20).

Υπήρχε μία δυτική περιοχή, η Ισπανία, όπου η επιρροή της ελληνικής και σε μικρότερο βαθμό της βυζαντινής φιλοσοφίας και επιστήμης ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, εξ αιτίας της επιδράσεώς τους στη δυτική παιδεία σα σύνολο. Αυτές οι επιρροές όμως ήρθαν με το διάμεσο όχι των βυζαντινών αλλά ενός άλλου λαού, των Αράβων. Τα πρώτα χρόνια της ισλαμικής επεκτάσεως, οι Άραβες είχαν έρθει σ’επαφή με αιρετικούς Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες πρόσφυγες από τη βυζαντινή Ανατολή και απ’αυτούς κινήθηκε το ενδιαφέρον τους για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, ιδιαίτερα του Αριστοτέλη. Αυτά τα ελληνικά έργα τα έφεραν μαζί τους οι Άραβες στην Ισπανία και απ’αυτήν την περιοχή του ΙΒ' και του ΙΓ' αιώνα ο κύριος όγκος του Αριστοτέλη και των άλλων ελληνικών επιστημονικών διατριβών ήρθαν πίσω στη χριστιανική Δύση με τα αποτελέσματα που θα σημειώσουμε σε λίγο(21).

Αυτές ήταν λοιπόν οι κυριότερες εστίες, άμεσες ή έμμεσες, για την υποδοχή και την διάχυση του βυζαντινού πολιτισμού στο δυτικό κόσμο.Τώρα που σημειώσαμε τις κύριες δομές της πιθανής μεταδόσεως και παραθέσαμε κατά την πορεία μια ιστορική ανασκόπηση, ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα διαλεγμένα πεδία της παιδείας και του πολιτισμού, για να δείξουμε σε κάθε περίπτωση ποια φαίνεται πως ήταν η βυζαντινή συνεισφορά.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Π.χ. Ν. Baynes, Byzantine Studies and Other Essays (Λονδίνο 1955, 71-73).

2. Για σχετική βιβλιογραφία της βυζαντινής πολιτιστικής επιρροής στη Δύση βλέπε Παράρτημα, Βιβλ. σημ. Α.

3. Η ημερομηνία εκλέχτηκε επειδή ιδρύθηκε η από αναβίωση προερχόμενη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου στα 800 (που αμφισβητούσε την βυζαντινή απαίτηση), έπεσε το Εξαρχάτο της Ραβέννας στα 751 και έγιναν oι σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια σ’αυτή τη γενική περίοδο. Όλ’αυτά βοήθησαν ν’αποκοπεί το Βυζάντιο, αν και όχι ολοκληρωτικά, από τις δυτικές επαφές. Ο F. Dvornic, The Slavs: Early History and Civilization (Βοστώνη 1956), τονίζει πως η βουλγαρική επιδρομή στην Ιλλυρία έκοψε αυτή τη βασική γέφυρα που ένωνε τους Λατίνους με τους Έλληνες.

4. Υπάρχουν μερικά παλαιότερα ίχνη της επιστροφής στην αρχαία ορολογία· «Έλληνες». Βλέπε Γιαννακόπουλος, Emperor Michael Palaeologus, 35, για την ορολογία στο ΙΓ' αιώνα. Επίσης Α. Βακαλόπουλου «Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Ι (Θεσ/νίκη 1961) 75 εξ.

5. Ch. Diehl, Etudes sur l'administration byz. dans l'exarchate de Ravenne (Παρίσι 1888).

6. Το καλύτερο έργο πάνω σ'αυτό το πρόβλημα είναι του J. Gay L'Italie méridionale et l'empire byzantin (Παρίσι 1904). Για τους 50.000 μοναχούς πρόσφυγες βλέπε L. White, Latin Monasticism in Norman Sicily (Καίμπριτζ 1938) 15-17. Επίσης Κ. Setton «The Byzantine Background to the Italian Renaissance», Proceedings of American Philosophical Society, C (1956) 7 όπου αναφέρεται η βιβλιογραφία.

7. Για τον Ευγένιο βλέπε τώρα Ε. Jamison, Admiral Eugenius of Sicily (Λονδίνο 1957). Για τον Αρίστιππο (που ορισμένοι πιστεύουν πως μπορεί να μην ήταν Έλληνας) βλέπε Setton «Byzantine Background », 19. Γιa τους Πλατωνικούς διαλόγους βλέπε R. Klibansky, The Continuity of the Platonic Tradition during the Middle Ages (Λονδίνο 1939) 27-31, 51. Ο Τίμαιος μεταφράστηκε από τον Χαλκίδιο τον Δ' αιώνα.

8. Το κύριο έργο για τους Λατίνους εμπόρους στο Βυζάντιο είναι του W. Heyd, Histoire du Commerce du Levant au Moyen Age (Λειψία 1885). Επίσης έγγραφα στον G. Müller, Documenti sulle relazioni delle cittâ toscane cοll' Oriente (Φλωρεντία 1879).

9. Το πιο πρόσφατο έργο που αναφέρεται στους Πιζάνους, για τους οποίους μιλήσαμε εδώ, είναι του Μ. Άναστου «Some Aspects of Byzantine Influence on Latin Thought», Twelfth Century Europe and the Foundations of Modern Society (Μάντισον 1961) 138-49.

10. Για την ενετική παροικία του ΙΒ' αιώνα βλέπε Ch. Diehl «La colonie vénitienne à Constantinople», Etudes byzantines (Παρίσι 1905) 204 έξ. Για την μεταγενέστερη περίοδο βλέπε πιο κάτω, κεφάλαιο 4. Για τον αριθμό των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη βλέπε Γιανν. Greek Scholars in Venice, 14, υπ. 3.

11. Τον ΙΑ' αιώνα και τα πρώτα χρόνια του ΙΒ' η Ρώμη δεν είχε κατά πάσα βεβαιότητα περισσότερους από 50.000 κατοίκους. Για το Παρίσι, τη Βενετία και τη Ρώμη βλέπε Τ. Chandler, Cities of the World (Νέα Υόρκη 1940) 10, και παραπομπές στο Γιαννακόπουλο, op. c. 14, υπ. 3.

12. Για τον Ιάκωβο της Βενετίας βλέπε Ch. Haskins, Studies in the History of Medieval Science (Καίμπριτζ 1924) 144-45, 227-32. Επίσης L. Minio-Paluello «Jacobus Veneticus Grecus Traditio», VIII (1952), 265-304.

13. Υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία πάνω στους προσκυνητές στην Ανατολή και για την Δ' σταυροφορία. Π.χ. Α. Atiya, Crusade in the Later Middle Ages (Λονδίνο 1938) και το άρθρο του R. Wolf στο The Crusades κ.λπ. του Κ. Setton (Φιλαδέλφεια 1962). Ο Γάλλος μελετητής είναι ο Ρ. Riant, Exuviae Sacrae Constantinopolitanae, 3 τόμοι (Γενεύη 1877-1904).

14. Πάνω στην προσπάθεια του εκλατινισμού της ελληνικής εκκλησίας αμέσως σχεδόν μετά το 1204 βλέπε R. Wolf «Τhe organization of the Latin Patriarchate of Constantinople 1204-61. Social and Administrative Consequences of the Latin Conquest», Traditio VI, (1948) 33-60. Επίσης Γιαννακόπουλου «Οn the Schism οf the Greek and Roman Churches: Α confidential Papal Directive for the Implementation of Union (1278)», Greek Orthodox Theological Review, I (1954) 16-24. Πάνω στην ελληνική ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο στα 1261 βλέπε τώρα Γιανν., Emperor Michael

Palaeologus and the West, κεφ. 5. Για τον Μπροκάρντους βλ. πιο πάνω, Πρόλογος, υπ. 3.

15. Γιαννακόπουλου, Greek Scholars, 18.

16. Ομοίως.

17. L. White, Latin Monasticism, 22, σημειώνει πως από το 678 ως το 752 έντεκα Πάπες ήταν Ανατολίτες, δηλαδή Έλληνες ή Σύριοι. Επίσης βλέπε J. McNulty και Β. Hamilton «Orientale lumen», et «Magistra Latinitas»: Ελληνικές επιρροές στο Δυτικό μοναχισμό, Le millénaire du Mont Athos (Σεβτώνη 1963) 181-217 και Β. Hamilton «The city οf Rome and the Eastern Churches», Orientalia Christiana Periodica, 27 (1961) 2-26.

18. J. Bryce, Holy Roman Empire (Νέα Υόρκη 1913). W. Ohnsorge, Das Zweikaiserproblem im früheren Mittelalter (Χιλντεσχάϊμ 1947). Επίσης σχετικά με την τέχνη D.Talbot Rice, English Art 871-1100 (Οξφόρδη 1952) 21.

19. Talbot Rice, Byzantine Art, νέα έκδοση (Λονδίνο 1967) 247.

20. Βλέπε R. S. Lopez «Le probléme des Relations Anglo-byzantines du Septième Siècle», Byzantion, XVIII (1948), ιδ. 161-62. Σχετικά με τη χρήση του τίτλου βασιλέως από τους Νορμανδούς αλλά μόνον κατά τις ευχές της στέψης βλέπε Ρ.Schramm, Α History of the Englisch Coronation (Οξφόρδη 1937) 30. Για την τέχνη βλέπε Talbot Rice, Byzantine Art, 250 εξ. και το English Art του, 22, 133, ιδ.135, 250.

21. Για τις πρώιμες επαφές των Αράβων με τους Νεστοριανούς και τους Μονοφυσίτες βλέπε π.χ. Ph. Hitti, History οf the Arabs (Λονδίνο 1960) 309. Για την Ισπανία βλέπε C. Haskins, Medieval Science.

Προηγούμενη Σελίδα