Φώτιος ὁ Μέγας
Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα
Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση καὶ σημειώσεις: Παν. Κ. Χρήστου.
Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ἡ τρίτη Σύνοδος
12. Ἡ τρίτη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(7) συνῆλθε στὴν ἀσιατικὴ Ἔφεσο μὲ τὴν παρουσία διακοσίων μελῶν. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν ὡς ἡγέτες ὁ περιώνυμος πατὴρ Κύριλλος, ὁ ὁποῖος λόγω ἀρετῆς καὶ πλούσιας σοφίας διηύθυνε τὸν θρόνο τῆς μεγαλοπόλεως τοῦ Ἀλεξάνδρου κι' ἐκπροσωποῦσε τὴν καθέδρα καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Ρώμης Κελεστίνου. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν ὁ Μέμνων, ποιμενάρχης τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἐφεσίων καὶ ὁ Ἰουβενάλιος τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτοὶ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς συνόδου κατεδίκασαν τὸν δυσσεβῆ Νεστόριο γιὰ τὴν ἀσέβειά του, ποὺ προερχόμενος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια πλησίον τοῦ Ὀρόντη, κατέλαβε ἀνοσίως τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος λοιπόν, ἀφοῦ ἐρόφησε ἀπὸ τὰ θολερὰ ὕδατα τῆς ἀσεβείας τοῦ Διοδώρου καὶ τοῦ Θεοδώρου(8) καὶ ἒπεσε σὲ μέθη φρενῶν, ἐξέβαλε κακόηχες καὶ ἄτοπες φωνὲς πρὸς τὶς ἀκοὲς πολλῶν, ποὺ προκαλοῦσαν φθορὰ τοῦ ποιμνίου. Πράγματι τὸν Χριστόν, τὸν ἕνα Υἱόν, τὸν ἀληθινὸ Θεό μας, ποὺ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας μετέσχε σαρκὸς καὶ αἵματος κατὰ τρόπον παραπλήσιο μέ μᾶς καὶ προσέβαλε ὁ ἴδιος τὸ δικό μας φύραμα, κι' ἔτσι ἔγινε ἕνας ἀπὸ δύο ἀντίθετα συστατικά, ὄντας ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνας Χριστός, ἕνας Υἱὸς ὁ ἴδιος, ἐπάνω ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀμητωρ καὶ κάτω ἀπὸ τὴν μητέρα ἀπάτωρ, ὁ ἴδιος κι ὄχι ἄλλος, ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόστασις -αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἕνα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ἔφριξε ἐκεῖνος ὁ τρισάθλιος νὰ τὸν κόψη καὶ τὸν διαιρέση σὲ δύο ὑποστάσεις• ἔτσι ἔπλασε τὸν ἕνα ὡς ἁπλὸν ἄνθρωπο στὴν ἰδιαίτερη ὑπόστασί του χωρὶς τὸν λόγο ποὺ τὸν προσέλαβε, τὸν ἄλλο δὲ ὡς Θεὸ μόνο του καὶ γυμνωμένον ἀπὸ τὸ πρόσλημμα. Ἦταν σὰν νὰ ἐφοβόταν ὁ ἀνόητος μὴ τυχὸν πάθη τίποτε ὁ Θεός, ἂν ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία ὑποδυόταν τὸ πλάσμα του γιὰ τὴν θεραπεία καὶ ἀνάπλασί του• δὲν κατάλαβε οὔτε κἄν τοῦτο, ὅτι μὲ τὰ λόγια ποὺ ἐδίχαζε τὴν ἀνθρωπίνη φύσι ἀπὸ τὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου τὴν ἀνεκήρυττε ἀνίατη καὶ ἀθεράπευτη, κι ἔτσι ἐγινόταν ἀρνητὴς τῆς δικῆς του σωτηρίας. Καὶ μάλιστα μὲ τελείως διεστραμμένους τοὺς λογισμούς του ἀπ' αὐτὰ δὲν ἀνεχόταν οὔτε τὴν κατὰ σάρκα μητέρα τοῦ Λόγου, τὴν παναγία Παρθένο ποὺ ἐγέννησε κυριολεκτικῶς καὶ ἀληθινὰ τὸν Θεὸ Λόγο σαρκωμένον, νὰ ὀνομάζη Θεοτόκο• ἀλλά, ὅπως ἀποστεροῦσε τῆς θεότητος τὸν Υἱό, ἔτσι ἀλλοτρίωνε ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν μητέρα του.
13. Γι' αὐτὸ ὁ σύλλογος τῶν μακαρίων πατέρων τὸν ἐγύμνωσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης κατὰ τρόπο ἀντάξιο τῆς μεγάλης φρενοβλαβείας καὶ τῆς βλάσφημης γλώσσας του καὶ τὸν παρέπεμψε στὸ αἰώνιο ἀνάθεμα μαζὶ μὲ τὸ βδελυρώτατο φρόνημά του. Καὶ ἀφοῦ ἐδογμάτισαν νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόστασι κατὰ τρόπο πατροπαράδοτο καὶ ὁσιοπρεπῆ; ἔπειτα ἐδίδαξαν νὰ καλῆται καὶ ν' ἀνευφημῆται κυριολεκτικῶς καὶ ἀληθῶς Θεοτόκος ἡ πανάχραντη καὶ ἀειπάρθενη μητέρα του• ἄλλωστε, ἐφ' ὅσον ἐγέννησε τὸν Θεὸ Λόγο ποὺ καταδέχθηκε νὰ γεννηθῆ μὲ σάρκα, δικαίως ἐξυψώθηκε στὴ θέσι νὰ δοξολογῆται καὶ νὰ ὀνομάζεται Θεοτόκος. Μὲ αὐτὰ ἐτελείωσε καὶ αὐτὴ ἡ σύνοδος, ποὺ πραγματοποιήθηκε, ὅταν τὸ ρωμαϊκὸ κράτος ἔβλεπε μὲ γαλήνια μάτια τὸν νέο Θεοδόσιο νὰ ἀσκῆ τὴν πατρικὴ ἐξουσία σὲ τρίτη γενεὰ τῆς δυναστείας.
Σημειώσεις
7. Τὸ 431 στὴν Ἔφεσο. Κύριο θέμα ὁ Νεστοριανισμός.
8. Πρόκειται γιὰ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ καὶ τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας.
|