Φώτιος ὁ Μέγας
Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα
Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση καὶ σημειώσεις: Παν. Κ. Χρήστου.
Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ἡ ἑβδόμη Σύνοδος
23. Ἡ δὲ ἑβδόμη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(18) ἀνέδειξε καὶ αὐτὴ κριτήριο τῆς εὐσέβειας τὴν Νίκαια, μητρόπολι τῆς Βιθυνίας καὶ παλαιὸ δικαστήριο τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἀποτελέσθηκε ἀπὸ τριακόσιους ἑξήντα ἑπτὰ ἱεροὺς ἄνδρες, ταξιάρχους δὲ καὶ ἡγέτες τῆς ἱερῆς καὶ μεγάλης φάλαγγας εἶχε τὸν Ταράσιο τὸν περιβόητο μεταξὺ τῶν ἀρχιερέων τοῦ Θεοῦ (ποὺ ἦταν θεῖος καὶ πανάριστος ἄνδρας καὶ ἀξιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλον νὰ διευθύνη τὸν ἱεραρχικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος πόλεως), καθὼς καὶ τὸν εὐλαβέστατο πρωτοπρεσβύτερο τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης Πέτρο, καὶ ἕνα ἄλλον Πέτρο, πρεσβύτερον καὶ αὐτὸν καὶ ἡγούμενον τῆς ἐκεῖ μονῆς τοῦ ἁγίου Σάβα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀντιπρόσωποι τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας, τὴν ὁποία κατεῖχε ὁ Ἀδριανός• καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Θωμά, ἄνδρες περιωνύμους κατὰ τὴν μοναχικὴ διαγωγὴ καὶ λαμπροὺς κατὰ τὴν ἱερατικὴ τιμή, τοποτηρητὰς ὅλης τῆς διοικήσεως τῶν ἀποστολικῶν καὶ μεγάλων θρόνων καὶ ἐκπροσώπους τῶν ἀρχιερέων, δηλαδὴ τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Θεοδωρήτου καὶ τοῦ Ἠλία, οἱ ὁποῖοι προΐστανται ἱεροπρεπῶς καὶ πανσόφως, ὁ πρῶτος τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ δεύτερος τῆς Ἀντιοχείας καὶ ὁ τρίτος τῶν Ἱεροσολύμων. Τότε ἐστολίζονταν μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα τοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Εἰρήνη(19), κοσμούμενοι μὲ τὸν στέφανο τῆς ὀρθοδοξίας.
24. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἱερὰ καὶ μεγάλη σύνοδος κατεδίκασε μία νεοφανῆ καὶ βάρβαρο αἵρεσι ποὺ εἰσήχθηκε ἀπὸ δυσσεβεῖς καὶ ἀνοσίους ἄνδρες μὲ κοινὴ θεόπνευστη ἀπόφασι, καὶ συγχρόνως ὑπέβαλε στὸ ἴδιο κρῖμα τοὺς εἰσηγητὰς καὶ προμάχους της. Πράγματι αὐτοὶ οἱ ἐλεεινοί, μὴ θέλοντας νὰ βλασφημοῦν τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινό μας Θεό, μὲ τὰ λόγια, ἐπενόησαν μὲ τὰ ἔργα κάθε ὕβρι καὶ βλασφημία καὶ ἀσέλγεια• καὶ ἐνῶ δὲν ἐτόλμησαν νὰ δυσφημήσουν ἐκεῖνον ἀμέσως καὶ χωρὶς κανένα παραπέτασμα, ἐξεπλήρωσαν ὅλο τὸ θέλημα τῆς χριστομάχου γνώμης τους διὰ τῆς σεπτῆς εἰκόνας. Καθυβρίζοντας (τί τολμηρὴ καὶ ἄθεη γλώσσα, τί ἀπήχημα διανοίας!) τὴν προσκυνητὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς εἴδωλο, αὐτὴν διὰ τῆς ὁποίας διώκεται ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, καὶ ὑποβάλλοντάς τὴν σὲ ὅλες τὶς ἀτιμίες, τὴν καταπατοῦσαν μὲ τὰ πόδια στὶς ἀγορὲς καὶ τὶς λεωφόρους, τὴν περιέφεραν, τὴν ἐπετοῦσαν στὴ φωτιά, θέαμα ἐλεεινὸ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἄξιο μόνο τῆς παγανικῆς χριστομαχίας. Τὶς ἴδιες ἀσέλγειες διέπρατταν καὶ ἐναντίον τῶν ἄλλων ἱερῶν εἰκονισμάτων μὲ πόδια γρήγορα μέχρι ἐκχύσεως αἵματος,(20) μὲ μολυσμένα χέρια καὶ βέβηλα χείλη, καὶ μὲ κανένα τρόπο οἱ κακοῦργοι δὲν ἐχόρταζαν τὴν μεγάλη μανία καὶ παραπληξία τους, ἀλλὰ ἐβδελύσσονταν μὲ μίσος τὰ ἱερὰ σύμβολα καὶ ἀποτυπώματα τῶν Χριστιανῶν, ὄχι λιγώτερο ἀπὸ τὰ παγανικὰ βδελύγματα, ἂν ὄχι περισσότερο. Μὲ αὐτὰ τὰ μέσα συγκρατοῦσαν σκληρῶς τὸν ἄσπονδο πόλεμο κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. Διότι εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ τιμὴ πρὸς τὰ εἰκονίσματα γίνεται τιμὴ πρὸς τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα, ὅπως καὶ ἡ ἀτιμία διαβαίνει πρὸς τὰ ἴδια τὰ εἰκονιζόμενα.
25. Ἀλλ' αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τὰ νέα γεννήματα τῶν χριστομάχων Ἰουδαίων, μὲ τὶς ὕβρεις των πρὸς τὴν σεπτὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων ἀναπλήρωναν τὸ προγονικό τους ὑστέρημα(21), ἐπιδιδόμενοι στὰ τολμήματα τῶν Ἰουδαίων καὶ φιλοδοξώντας νὰ νικήσουν τοὺς γεννήτορες μὲ τὴν ὑπερβολὴ τῆς προθυμίας τους• μὲ τὴν ἀτολμία τους νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τῶν χειλέων ἔδειξαν ὅτι ἐξέπεφταν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πατρικὸ Ἰουδαϊκὸ ζῆλο καὶ παρουσίαζαν νόθο αὐτή τους τὴν μίμησι καὶ ὅτι δὲν σταματοῦσαν πουθενά• σὰν ὑπνωτισμένοι ἀπὸ τὸ κακὸ τῆς αἱρέσεως ἐρρίπτονταν καὶ περιφέρονταν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πράγματι, ἐνῶ ὠνόμαζαν ἑαυτοὺς Χριστιανοὺς ἐφρυάσσονταν κατὰ τοῦ Χριστοῦ, κι' ἐνῶ δὲν ἐδέχονταν τὴν ὀνομασία τῶν Ἰουδαίων, διὰ τῆς εἰκονομαχίας ἁμιλλῶν καὶ ξεπερνοῦσαν τὴν χριστομαχία τους• κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ξεφεύγοντας ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς εἰδωλολατρείας δὲν ἐδείχθηκαν καθόλου ἀνεκτότεροι οὔτε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς προσωπικὰ οὔτε πρὸς τὰ θεῖα καὶ ἄχραντα μυστήρια τῶν Χριστιανῶν.
26. Γιὰ τοῦτον τὸ λόγο ἡ ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος ἔπειτα ἀπὸ ἐξέτασι ὑπέβαλε στὰ ἄλυτα δεσμὰ τοῦ ἀναθέματος αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλησαν ν' ἀποφύγουν τὴν ἀχρειότητα αὐτῆς τῆς μοιχαλίδος καὶ πολύσπορης καὶ συγκεχυμένης δοξασίας, ὡς νόθους καὶ ἐκφύλους γόνους τῆς εὐγενοῦς γενεᾶς τῶν πιστῶν. Τὴν δὲ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ μας Θεοῦ, ἐπεκύρωσε καὶ ἐπεσφράγισε παμψηφὶ κατὰ τὶς ἀνέκαθεν ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς παραδόσεις καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν ἱερῶν λογίων, νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ τιμᾶται πρὸς τιμὴ καὶ σεβασμὸ τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ προσκύνησις καὶ τιμὴ προσάγεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν προσφέραμε καὶ στοὺς ἄλλους ἱεροὺς τύπους καὶ στὰ σύμβολα τῆς ἁγιωτάτης λατρείας μας. Πράγματι δὲν σταματοῦμε σ' αὐτὰ καὶ δὲν περικλείομε σ' αὐτὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν προσκύνησι καὶ δὲν παρεκκλίνομε πρὸς ἑτεροειδεῖς καὶ διαφορετικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ διὰ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς προσκυνήσεως αὐτῶν, ποὺ φαίνεται διασπαστικὴ καὶ μεριστή, ἀναγόμαστε ἱεροπρεπῶς καὶ ἀδιαιρέτως σ' ἐκείνη τὴν ἀμέριστη, ἑνοειδῆ καὶ ἑνοποιὸ θεότητα.
27. Ἔτσι προσκυνοῦμε τὸν τίμιο σταυρό, στὸν ὁποῖο ἁπλώθηκε τὸ δεσποτικὸ σῶμα καὶ ἀνέβλυσε τὸ καθαρτικὸ γιὰ τὸν κόσμο αἷμα, καὶ ἡ φύσις τοῦ ξύλου, ἀφοῦ ἐποτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἐκεῖ ρεύματα, ἐβλάστησε ἀντὶ τοῦ θανάτου τὴν ἀγέραστη ζωή. Ἔτσι προσκυνοῦμε τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδιώκονται τὰ στίφη τῶν δαιμόνων καὶ θεραπεύονται ποικίλα πάθη, καθὼς ἡ χάρις καὶ δύναμις, ποὺ ἐνεργήθηκε μιὰ φορὰ πρωτοτύπως, προχωρεῖ καὶ ἕως τὰ ἀντίτυπα μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια. Ἑπομένως, καθιερώνοντας τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ παρομοίως μὲ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν προσκύνησι, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἲδιο τὸν σταυρό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίτυπο τοῦ σταυροῦ, δὲν περικλείομε καὶ δὲν περιορίζομε σ' αὐτὰ τὴν τιμὴ καὶ τὸ σέβας, ἀλλὰ τὰ ἀποδίδομε σ' αὐτόν, ποὺ ἀπὸ ἄφθονη φιλανθρωπία ἐνανθρώπησε καὶ ὑπέστη ἑκουσίως ὑπὲρ ἠμῶν ἐπονείδιστο θάνατο. Ἔτσι ἐπίσης προσκυνοῦμε μὲ πίστι ναοὺς ἁγίων καὶ τάφους καὶ λείψανα ποὺ παρέχουν ἰάσεις στοὺς πιστοὺς ἀφθόνως, μεγαλύνοντας καὶ ἐγκωμιάζοντας τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας ποὺ τοὺς ἔδοξασε• καὶ ὅ,τι κατὰ τὶς μυστικὲς ἅγιες τελετές μας τυχαίνει νὰ εἶναι παρόμοιο μὲ αὐτά, διὰ τῆς δωρεᾶς καὶ εὐεργεσίας ποὺ ἐνεργεῖται σ' αὐτό, ἀναγνωρίζομε καὶ δοξολογοῦμε τὸ ἀρχικὸ καὶ πρωτουργὸ αἲτιο.
28. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θεοφόρος καὶ ἁγία συνέλευσις τῶν μακαρίων ἐκείνων καὶ ἱερῶν ἀνδρῶν ἐνέκρινε καὶ ἐπεκύρωσε μὲ κοινὰ θεσπίσματα νὰ τιμοῦνται καὶ προσκυνοῦνται ὄχι μόνο ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες τῆς πανάχραντης καὶ ἀειπάρθενης δέσποινάς μας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς ὑπεροχῆς καὶ σεβασμιότητος τῶν πρωτοτύπων. Διότι καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγόμαστε σὲ κάποια ἑνοποιὸ καὶ συναγωγὸ θεωρία καὶ δι' αὐτῆς ἀξιωνόμαστε θείας καὶ ὑπερφυοῦς συναφείας πρὸς τὸ ἀκρότατο τῶν ἐπιθυμητῶν. Αὐτὰ τὰ θέματα ὥρισε σαφῶς καὶ θεαρέστως ἡ σύνοδος μὲ ἀποφάσεις της, ἐνῶ ἀπόδιωξε ἀπὸ τὸ λογικὸ ποίμνιο κάθε αἱρετικὴ νόσο καὶ κάθε ἀκαταστασία• ἔδειξε τὴν Ἐκκλησία νὰ ξαναπαίρνη τὸν διάκοσμο καὶ τὴν ὠμορφιά της, τὴν παρέστησε σὰν νύμφη στὰ δεξιά τοῦ νυμφίου Χριστοῦ, στολισμένην ὄχι μὲ χρυσαφένια κροσσωτά(22) ἀλλὰ μὲ ἱερὰ εἰκονίσματα καὶ τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται μὲ φωτεινὰ καὶ χαρούμενα μάτια καὶ νὰ σεμνύνεται ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Σημειώσεις
18. Στὴν Νίκαια, τὸ 787. Κύριο θέμα ἡ Εἰκονομαχία.
19. Τὴν πρωτοβουλία εἶχε ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐφ' ὅσον ὁ υἱὸς της Κωνσταντῖνος ἦταν ἀνήλικος. Ὁ πατριάρχης Ταράσιος ἦταν θεῖος τοῦ πατέρα τοῦ Φωτίου.
20. Ἡσ. 59, 7.
21. Ὁ Φώτιος θεωρεῖ τὴν εἰκονομαχία ὡς γέννημα Ἰουδαϊκοῦ φρονήματος.
22. Ψαλμ. 44,14
|