ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ
Το Θαύμα
Διήγημα
Μολονότι τόσο νεαρός ακόμα (μόλις εικοσιεννέα ετών) ο Βασίλης είχε αποκτήσει στην επαρχία μας, και πέρα ακόμη απ' αυτήν, σ' ολόκληρο μπορώ να πω το νομό, την φήμη αγίου· δεν ήταν μόνο η πραότητα του προσώπου του και των τρόπων του, η φιλανθρωπία του και η φροντίδα του για τους αναξιοπαθούντες και δυστυχισμένους της περιοχής, το μεγάλο ηθικό του ανάστημα και η φλογερή του πίστη, που γινόταν κήρυγμα βροντερό, κάθε Κυριακή, από τον άμβωνα του Προφήτη Ηλία· ήταν ακόμη και το απροσμέτρητο θεολογικό του βάθος, χάρις στο οποίο στήριζε την Εκκλησία, μέσα στους σύγχρονους κλύδωνες των υλιστικών και κοινωνικών παθών.
Το βράδι εκείνο η διένεξη αφορούσε τις Πράξεις των Αποστόλων. Ενωχλημένος κάπως, γιατί τον διέκοπτε από την ανάγνωση των αγαπημένων του αρεοπαγιτικών συγγραμάτων, που είχε μπροστά του, ο Βασίλης, στραμμένος κατά ενενήντα μοίρες στην καρέκλα, απαντούσε στην απορία της μ' ένα τόνο ελαφρά συγκρατημένο. Βέβαια, δεν ήταν εύκολο ν' αποκριθή0-και, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνη, μνησικακούσε που του έθετε τέτοιες ερωτήσεις. Κατά βάθος: δεν της αναγνώριζε το δικαίωμα να διερωτάται -αυτή, μια κίτρινη, μια μογγόλα! (έστω και αν μεταμελήθηκε αμέσως γι' αυτούς τους νοερούς χαρακτηρισμούς) -για πράμματα που κανένας ποτέ ορθόδοξος, σαν αυτόν, δεν είχε σκεφθή, ούτε καν προσέξει.
-...Και όμως! συνέχιζε η Παρασκευούλα (χωρίς να υποπτεύεται καθόλου την αγανάκτησή του), είναι φανερή η ανακολουθία! ΄Οταν ο Λουκάς διηγήται το θαύμα μπροστά στη Δαμασκό, λέει ότι περιήστραψεν αυτόν φως ... και ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτόν..- και ότι οι ακόλουθοι του Παύλου εβραίοι άκουσαν την φωνή, μα δεν είδαν το φως...Παρακάτω όμως, όταν σε δυο περιπτώσεις διηγήται ο ίδιος ο Παύλος το επεισόδιο, στους ρωμαίους ανακριτές του, απροσδόκητα τα πράγματα αντιστρέφονται: οι συνοδοί του είδαν το φως, αλλά δεν άκουσαν τη φωνή!.. Δεν είναι παράξενο αυτό;.. Πώς να μην απορής;..
Ο Βασίλης ήταν τώρα αληθινά δυσαρεστημένος. Κάνοντας μία προσπάθεια να φανή ψύχραιμος, την κοίταξε επίμονα -διασχίζοντας με το βλέμμα το δωμάτιο- και παρατήρησε αυστηρά: -Έχω ακούσει πως εσείς της κιτρίνης φυλής έχετε τον ίδιο πρακτικό και ωφελιμιστικό νου που έχουν και οι Διαμαρτυρόμενοι... Το παραδέχεται και ο Μάο... Όλος σας ο πολιτισμός είναι πρακτικός... Δεν πλησιάζονται όμως αυτά τα προβλήματα ορθολογιστικά... Η όραση και η ακοή για τον ορθόδοξο έχουν την ίδια σημασία· είναι αισθήσεις σωματικές. Αυτό που θέλουν να πουν οι Πράξεις, είναι ότι οι ακόλουθοι του Παύλου αντελήφθησαν το θαύμα ατελώς, αμυδρά.. - έτσι θα εκφραζόταν ένας σημερινός συγγραφέας, πιο επακριβώς· μα για τον Λουκά δεν έχει σημασία η τέτοιου είδους ακριβολογία...
Μολονότι η εξήγηση δεν ικανοποίησε εντελώς την Παρασκευούλα, δεν μπόρεσε ωστόσο να μη θαυμάση την θεολογική ευστροφία του μνηστήρα της.
Δεν είπε τίποτα - κι έδειξε πως θέλει να συνεχίση την ανάγνωση.
Με τη σειρά του ο Βασίλης γύρισε στα αρεοπαγιτικά συγγράμματα.
Η συζήτηση αυτή είχε ήδη διαρκέσει πολύ, παρά τη συνήθεια της Παρασκευούλας να ακούη αλλά να μη μιλάη...- και πολύ περισσότερο: να μην αντιμιλάη. Τι ήξερε αυτή από τέτοια!
Η κατήχησή της είχε αρχίσει πριν από δύο χρόνια. Πέρυσι, τέτοια εποχή, χειμώνα, είχε απαρνηθή το ουρανικόφωνο μογγολικό της όνομα, για να πάρη, πριν ακόμα βαπτιστή, το όνομα της αγίας αθλοφόρου Παρασκευής, της οποίας ο μαρτυρικός θάνατος είχε προξενήσει στην κοπέλλα συνταρακτική εντύπωση. Με μεγάλο κόπο μάλιστα, και ύστερα από επίμονη προτροπή του Βασίλη, είχε αποστηθίσει και το τροπάριο της αγίας τη αθλοφόρω οι πιστοί τον υμνητήριον Παρασκευής δεύτε συμφώνως αναμέλψωμεν ειδάλλως τα Ελληνικά της ήταν ακόμη στοιχειώδη, και η συνεννόηση με τον μνηστήρα της γινόταν στη Γαλλική, πράγμα που δημιουργούσε πρόσθετες προστριβές με τα μελλοντικά πεθερικά της.
Οι άνθρωποι χρειάστηκαν, αρχικά, μήνες για να συνέλθουν από τον αιφνιδιασμό, όταν ο Βασίλης, επιστρέφοντας ύστερα από πέντε χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών στο Παρίσι, τους παρουσίασε την μελλοντική τους νύφη. «Αλλ' αν το χρώμα του προσώπου της και η λοξότητα των ματιών της» -οσοδήποτε ωραίων και μελαγχολικών- συλλογίζονταν οι δύστυχοι γονείς «δεν υπάρχη πιθανότητα να αλλάξουν ποτέ, τίποτα το ανέκκλητο στο να έχη γεννηθή κανένας κινεζόφωνος. Και, ευτυχώς, τα Ελληνικά είναι κι αυτά μια γλώσσα που μαθαίνεται, όπως οποιαδήποτε άλλη.» Αγανακτούσαν, λοιπόν, που ύστερα από δύο χρόνια διαμονής στην Ελλάδα, η απευθείας συννενόηση με τη νύφη τους ήταν ακόμη υποτυπώδης.
Το Γλωσσικό ώξυνε όλες τις άλλες αντιθέσεις -και πολύ συχνά σε βαθμό επικίνδυνο...
-Ώρα να πηγαίνης, Παρασκευή.., είπε ύστερα από λίγο ο Βασίλης, στρέφοντας και πάλι κατά ενενήντα μοίρες την καρέκλα του... Όπου νάναι θα φάμε...
Η Παρασκευούλα δεν έτρωγε ποτέ με την οικογένεια· κι αυτό, για να ανακουφίζεται κάπως η ένταση ανάμεσα στα δύο μέρη και να αποφεύγεται η ανωμαλία από την παρουσία μιας μογγόλας σ' ένα ελληνικό πατριαρχικό τραπέζι... Εξυπακούεται, λοιπόν, πως οι μνηστευμένοι δεν ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη... Πώς ήταν άλλωστε δυνατό να ανεχθή τέτοιο πράγμα αυτός πρώτος ο Βασίλης, εμποτισμένος καθώς ήταν από τη συντηρητική ελληνοχριστιανική ανατροφή του σπιτιού του, και προωρισμένος για την ιεροσύνη; Πώς ήταν δυνατόν αυτός, ένας βαθύτατα χριστιανός, και πιστός τηρητής των παραδόσεών μας, να περιπέση σε τέτοια αμαρτία, ώστε να συζή με τη μέλλουσα σύζυγό του, και μάλιστα στο σπίτι των γονέων του; Υπήρχε ακόμη ηθική στον αχρείο αυτό κόσμο!..
Έτσι ερχόμενος από το Παρίσι με τη μνηστή του, που αυτός μόνο γνωρίζει πώς έσωσε από το βόρβορο της σύγχρονης αυτής Βαβυλώνας, την εγκατέστησε στο σπίτι μιας χήρας νοικοκυράς ευλαβικής χριστιανής, σε μικρή σχετικά απόσταση από το δικό τους.
Παρ' όλες τις πρόσκαιρες αντιξοότητες που παρουσίαζε η ζωή για την Παρασκευούλα, η κοπέλλα όχι μόνο δεν φαινόταν πικραμένη, αλλά ούτε καν έμοιαζε να τις αισθάνεται. Ήταν τέτοια η λατρεία της για το Βασίλη, τέτοια η ευγνωμοσύνη της, τέτοιος ο θαυμασμός της για την ασκητικότητά του, για την αυστηρότητα της ζωής του, την τέλεια περιφρόνησή του προς τα υλικά αγαθά, την καθαρότητα της πίστης του και. τέλος, την βαθύτατη θεολογική του κατάρτιση! Η πίστη του της άνοιγε κόσμους. Η ύπαρξή του, και μόνο, ήταν, μετά το Χριστό, η μεγαλύτερη γι' αυτήν προστασία επι γης· τον ευχαριστούσε ταπεινά, που υπήρχε! Τι σημασία είχαν όλα τ' άλλα;..
Σηκώθηκε,.. τον πλησίασε,.. τον ασπάστηκε ελαφρά στον κρόταφο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο σκοτεινό διάδρομο, που ωδηγούσε στην εξώπορτα...
΄Εξω ήταν Γενάρης... Γενάρης και χιονόνερο και πικρότατος άνεμος βορεινός...
Βάδισε, μέ σταθερό το πόδι, πάνω στη γλιστερή άσφαλτο, και προχώρησε απτόητη στο σκοτάδι...
Ο δρόμος της περνούσε από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία -σε απόσταση δέκα λεπτών από το σπίτι του Βασίλη.
Το καντίλι του ιερού έκαιγε πάνω στη νύχτα σα φάρος σε αχανές τρικυμισμένο πέλαγος...
Η πόρτα του ναού δεν έκλεινε ποτέ... Μα τη νύχτα αυτή, για λόγους που μόνο η ίδια γνώριζε, η Παρασκευή προτίμησε να σταθή εκεί μπροστά στο καντήλι που έκαιγε, πίσω από την κόχη του ιερού -παρ' όλο το φοβερά διαπεραστικό κρύο του χειμώνα...
Στάθηκε μαζεμμένη για κάμποση ώρα -ίσως τρία τέταρτα, ίσως περισσότερο- με το χιονόνερο να της αυλακώνη αλύπητα το πρόσωπο και να διαπερνάη χωρίς δυσκολία τα ρούχα της, φτάνοντας ως τη σάρκα, για να την παιδέψη...
«...Δεν είναι μόνο η ολιγοπιστία της, φυσική επί τέλους, και δικαιολογημένη, αν σκεφθής πόσο πρόσφατα άρχισε να κατηχήται...», αναλογιζόταν ο Βασίλης, όταν έμεινε μόνος, «που της δημιουργεί τέτοιες απορίες· παρά και που δεν είναι ελληνίδα... Αυτό το διαβρωτικό πνεύμα της περιέργειας δεν είναι νεοελληνικό· κατάγεται από τη Σχολαστική φιλοσοφία της Δύσης· ποτέ δεν το είχαμε εμείς οι Ορθόδοξοι. Πού ακούστηκε να ζητάμε «αποδείξεις» για την ύπαρξη του θεού ή να αμφισβητούμε τα κείμενα!.. Πού τα κόλλησε όλ' αυτά;.. Στη Γαλλία;..Ή τάφερε μέσα της, σα μικρόβιο, από την Κίνα;..» «Από την Κίνα... Αλήθεια για φαντάσου νά είσαι κινέζος!..» συνέχισε, κάπως ασύνδετα, τις σκέψεις του. Μια φορά της είχε πη: «- Εγώ , όταν ανοίγω τά χέρια μου, θαρρώ πως μπορώ ν' αγκαλιάσω ολόκληρη την Ελλάδα! Πώς μπορείς να πης το ίδιο για την Κίνα;..» Του είχε κάνει εντύπωση, παρ' όλ' αυτά, η απάντησή της: «-Δεν έχω καμμιά ανάγκη ν' αγκαλιάσω την Κίνα. Μου φτάνει που με περιέχει...»
Ύστερα ο νους του, από αλλοίωση σε αλλοίωση, μεταφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια:... Θυμόταν, αμυδρά, τον πατέρα του με δίκοχο. Τον ίδιο τον εαυτό του, παιδάκι ακόμα, να τραβάη νοερά, μαζί με ολόκληρο το έθνος, για τα σύνορα... Η έλξη των συνόρων ήταν τόσο μεγάλη, που ακόμα και μαθητές του Δημοτικού, σαν αυτόν, μόλις συγκρατιόνταν στα μετόπισθεν και δέχονταν να περιοριστούν σε βοηθητικά έργα.
Θυμόταν κάποια απόβραδα του χειμώνα, όπως τώρα, που μέσα στο τελευταίο φως της μέρας άρχιζαν ξαφνικά, η μια μετά την άλλη, να σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών για να φέρουν την είδηση κάποιας νίκης!.. Πρώτη, θάλεγες, πανηγύριζε η Εκκλησία.. -σαν, κατά κάποιο τρόπο, οι νίκες να ήταν πρώτα θρησκευτικές και ύστερα εθνικές, ή σαν το εθνικό αίσθημα να εύρισκε και πάλι την ολοκλήρωσή του και τη δικαίωσή του μέσα στην προγονική πίστη που μας ερχόταν από το Εικοσιένα και το Βυζάντιο... Κι αλήθεια! Οι νίκες του στρατού μας μύριζαν θάλεγε κανένας, θυμίαμα, όπως συμβαίνει στα θαύματα -αφού θαύματα ήταν κι αυτές: πήγαιναν ενάντια στη λογική, και πήγαζαν από πίστη!..
Η φωνή της μητέρας του, που τον καλούσε για δείπνο, έβαλε τέρμα στην ονειροπόληση, με τό γλυκότερο δυνατό τρόπο.
Ο Βασίλης σηκώθηκε, υπάκουα σχεδόν, και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γραφείου του...
***
Τρεις μέρες μετά τη βραδιά της θεολογικής συζήτησης πάνω στις Πράξεις των Αποστόλων, η Παρασκευή μεταφέρθηκε, επειγόντως, στο νοσοκομείο, με πνευμονία... Πέθανε σε δύο εβδομάδες. Δεν είχε προφτάσει να βαφτιστή! Κι όσο για το γάμο της, είχε προγραμματισθή να γίνη ύστερα από τέσσερις μήνες...
Η Παρασκευή πέθανε αβάφτιστη και παρθένα.
Ο Βασίλης συνεννοήθηκε με μια συγγένισσά του, στην Πάτρα, να ταφή σ' ένα παλιό κτήμα, άλλοτε αμπέλι, που της ανήκε· χωρίς βέβαια την παρουσία και συμπαράσταση της Εκκλησίας, εφ' όσον δεν επιτρέπουν οι κανόνες εκκλησιαστική ταφή αλλοθρήσκων...
Από τότε πέρασαν χρόνια... Ο Βασίλης παντρεύτηκε την κόρη ενός οικογενειακού φίλου, δημοδιδασκάλου, και μετά χειροτονήθηκε διάκονος, κι αργότερα ιερεύς... Μολονότι το πρόσωπό του είχε χάσει πια την νεανική έξαψη της πίστης, και την έκφραση της «αποφασιστικότητας» και του «προορισμού», εξακολουθούσε πάντοτε να θεωρήται άγιος από το πλήθος -και ίσως με μεγαλύτερη επίταση από ποτέ: ακόμα περισσότερος λαός έτρεχε, κάθε Κυριακή, απ' όλο το νομό, στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, για να ακούση τα πράγματι εμπνευσμένα κηρύγματά του. Η εκλογή του στην έδρα της Δογματικής, στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ήταν μόνο ζήτημα λίγου χρόνου. Και τα συγγράματά του είχαν αρχίσει να έχουν πανελλήνια απήχηση... Ένα από τα κυριώτερα θέματα της διδασκαλίας του ήταν η παρακμή της Ορθοδοξίας και η αντίστοιχη πνευματική πτώχευση ολόκληρης της ανθρωπότητας· πτώχευση που τη συνδύαζε με την καταστροφή του «φυσικού περιβάλλοντος» και τη ρύπανση της γης. Καταδίκαζε, ακόμα, τον «αφελληνισμό» του Τόπου και τη διαβρωτική επίδραση που ασκούσε η δυτική νοοτροπία μες απ' τον τουρισμό, στα θρησκευτικά και κοινωνικά μας ήθη.
Σαν επικύρωση της ορθότητας των καταγγελιών του ήρθε μια μέρα η είδηση από τη συγγένισσα στην Πάτρα, πως της είχαν ζητήσει το κτηματάκι για την ανέγερση πολυκατοικίας, και τι να κάνη; φτωχή γυναίκα ήταν κι αυτή, απροστάτευτη και βασανισμένη: το είχε υποσχεθή.
Ανάγκη, λοιπόν, να εκταφούν τα οστά της Παρασκευής.
Ο Βασίλης καταταράχθηκε, συγκινήθηκε -μα συνειδητοποίησε πως δεν είχε εκλογή...
Ειδοποίησε πως θα έρθη να παραλάβη τα λείψανα.
Έτσι, ένα πρωί, αυτός, η πρεσβυτέρα του, κι ο μικρός τους γιος, μόλις τεσσάρων ετών, πήραν το τραίνο για την Πάτρα, όπου τους υποδέχθηκε η συγγένισσα, μαζί με τα δυο ενήλικα παληκάρια της - που θ' ανελάμβαναν και το έργο της εκσκαφής.
Το κτηματάκι όπου βρισκόταν ενταφιασμένη η Παρασκευή ήταν έξω από την πόλη, σε απόσταση δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο.
Η συνοδία έφτασε κατά τις οκτώ το πρωί, λίγο μετά την ανατολή ενός παγερού ήλιου -που γρήγορα κάλυψαν τα σύννεφα...
Έκαναν κύκλο γύρω από τον τάφο. Η παρουσία του ιερέα εκεί ήταν μόνο συμπτωματική, και χωρίς κανένα θρησκευτικό νόημα...
Επιδόθηκαν χωρίς χρονοτριβή στο έργο... Και τότε, με τους πρώτους ήχους της σκαπάνης, ένα λεπτό ανοιξιάτικο άρωμα, σαν από βασιλικό, μόσχο και ρόδο συνάμα, ανέβηκε από το χώμα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις αισθήσεις των παρισταμένων: του Βασίλη, της πρεσβυτέρας, του μικρού τους γιου, της συγγένισσας και των δύο ενηλίκων παιδιών της.
Τα κόκκαλα της Παρασκευής είχαν ευωδιάσει.
|