On Line Library of the Church of Greece |
|
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ Η Εκκλησία: Το σώμα του Ζώντος Χριστού Μετάφρασις Ι.Κ. Παπαδοπούλου Εισαγωγή ΕΙΝΑΙ σχεδόν αδύνατον να αρχίσωμεν με ένα ακριβή ορισμόν της Εκκλησίας διότι, πράγματι, ουδείς ορισμός υπάρχει ο οποίος θα ηδύνατο να θεωρηθή ότι αποτελεί ανεγνωρισμένην δογματικήν αυθεντίαν. Δεν δυνάμεθα να εύρωμεν ορισμόν ούτε εις την Αγίαν Γραφήν, ούτε εις τους Πατέρας, ούτε εις τας αποφάσεις ή τους κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων, ούτε εις τα μεταγενέστερα μνημεία. Αι δογματικαί εκθέσεις, τας οποίας η ανατολική Εκκλησία συνέταξεν εις διαφόρους περιστάσεις κατά τον 17ον και 18ον αιώνα, και τας οποίας πολλάκις κακώς τινες θεωρούν ως τα “συμβολικά βιβλία” της Ορθοδοξίας, δεν δίδουν, ούτε αυταί, ορισμόν της Εκκλησίας, εκτός από μίαν αναφοράν εις το αντίστοιχον άρθρον του Πιστεύω, συνοδευομένην υπό τινων εξηγήσεων. Εκπλησσόμεθα εκ του γεγονότος ότι δεν ευρίσκομεν ειδικόν περί της Εκκλησίας κεφάλαιον εις τας συστηματικάς μελέτας των αγίων πατέρων. Ο Mgr. P. Batiffol είπε περί του Ωριγένους: “Η Εκκλησία δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αντικειμένων τα οποία αναπτύσσει ex professo εις το έργον του Περί αρχών. Πραγματεύεται εν αυτώ περί της θείας ενότητος, περί των εσχάτων καιρών, περί της παραδόσεως και του κανόνος της πίστεως, αλλά δεν πραγματεύεται περί Εκκλησίας. Παράδοξον κενόν, προωρισμένον να συνεχισθή εις την ελληνικήν δογματικήν -παραδείγματος χάριν εις τον Κατηχητικόν Λόγον του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, και προ παντός εις το έργον του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού- κενόν προωρισμένον να επαναληφθή και υπό της Σχολαστικής Θεολογίας”(1).Εις την πραγματικότητα, ουδόλως πρόκειται περί “κενού”, δεδομένου ότι ευρίσκομεν εις τους πατέρας πολύ περισσότερα των όσων αναμένομεν περί της φύσεως και της κλήσεως της Εκκλησίας. Άλλωστε το “κενόν” αυτό δεν ήτο μόνον της “ελληνικής δογματικής”. Ήτο χαρακτηριστικόν γνώρισμα όλης της προσχολαστικής και μεσαιωνικής θεολογίας. Ο Άγιος Θωμάς ο Ακουϊνάτης επίσης ομιλεί περί της εκκλησίας μόνον παρεμπιπτόντως. Και εν τούτοις, η πραγματικότης της Εκκλησίας είναι πάντοτε το απαραίτητον θεμέλιον του όλου δογματικού οικοδομήματος· θα ηδυνάμεθα να είπωμεν: η υπαρξιακή βάσις της. Βεβαίως, ό,τι ευρίσκομεν εις αυτούς τους μεγάλους διδασκάλους είναι μάλλον όρασις καθαρά και ένδοξος, διαίσθησις ιδιαιτέρα και ασφαλής παρά αφηρημένη ιδέα ή σαφής αντίληψις πλήρως εσχηματισμένη. Η απουσία δε αύτη σαφών ορισμών δεν προέρχεται από την σύγχυσιν των ιδεών, ούτε από την ασάφειαν της πίστεως. Αντιθέτως, οι αρχαίοι πατέρες δεν ενδιεφέρθησαν πολύ διά την ακρίβειαν των διατυπώσεων, ακριβώς διότι η θριαμβεύουσα πραγματικότης της αγίας Εκκλησίας του Θεού προσεφέρετο εις την πνευματικήν των όρασιν με σαφήνειαν πειστικήν. Δεν δίδομεν ορισμόν εις ό,τι είναι προφανέστατον εξ εαυτού. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότης την οποίαν ζώμεν, παρά αντικείμενον το οποίον αναλύομεν και σπουδάζομεν. Ο πατήρ Σέργιος Μπουλγάκωφ είπεν ορθότατα επ' αυτού: “Έρχου και ίδε: δεν συλλαμβάνομεν την Εκκλησίαν ει μη διά της πείρας, διά της χάριτος, μετέχοντες εις την ζωήν της” (2). Και το πολυτιμότερον εις τους πατέρας είναι ακριβώς αυτή η συνολική θεώρησις, αυτή η προοπτική του σχεδίου του Θεού, εν τη οποία βλέπομεν και μελετώμεν το μυστήριον της Εκκλησίας. Αυτή η προοπτική της πίστεως δυστυχώς επεσκιάσθη κατά τας μεταγενεστέρας εποχάς. Και τότε εγένετο αισθητή η επείγουσα ανάγκη δι' ορισμούς σαφείς και ρητούς.Οι συνήθεις ορισμοί, τους οποίους ευρίσκομεν σήμερον εις τα θεολογικά εγχειρίδιά μας καθώς και εις τας κατηχήσεις μας, είναι προφανώς πολύ πρόσφατοι. Αι διατυπώσεις δε των ανατολικών θεολόγων είναι αντιγραφαί του δυτικού προτύπου. Ακόμη και εις την Δύσιν οι πρώτοι ρητοί ορισμοί εγένοντο την εποχήν της Μεταρρυθμίσεως, εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, επίσης εντός πνεύματος ομολογιακής διαμάχης και με σκοπούς πολεμικούς. Προωρίζοντο μάλλον διά την ικανοποίησιν των αναγκών μιας ιδιαιτέρας και λίαν τεταραγμένης εποχής, παρά διά την αυθόρμητον έκφρασιν όλης της πνευματικής εμπειρίας της αληθώς καθολικής Εκκλησίας. Όλοι αυτοί οι ορισμοί ήσαν “διατυπώσεις διά την περίστασιν”. Θα απετέλει δε πλήρη παραγνώρισιν της θεολογικής φύσεως και σημασίας των, αν εξελαμβάνομεν αυτούς ως οριστικούς και αμεταβλήτους. Εντός των δεδομένων ιστορικών συνθηκών, ευλόγως επέμενον εις την ορατότητα της Εκκλησίας και την περιέγραφον ως “κοινωνίαν” ή “κονγκρεγκασιόν”, ακριβώς διότι, κατ' αυτήν την ιδιαιτέραν εποχήν, εις το σημείον αυτό ευρίσκετο ο κόμβος της διαμάχης. Αλλά είναι εντελώς φυσικόν ότι αυτοί οι ορισμοί απεδείχθησαν αδόκιμοι και μάλιστα απατηλοί, όταν το πνευματικόν κλίμα ήλλαξε. Αυτό συνέβη εις την Δύσιν με την θεολογικήν ανανέωσιν του 19ου αιώνος, κατά την εποχήν την καλουμένην “ρομαντικήν”, με μίαν ανάπτυξιν του θεολογικού και φιλοσοφικού ορίζοντος, χάρις εις την οποίαν η οργανική φύσις της Εκκλησίας ήλθεν εις πλήρες φως: ας ενθυμηθώμεν τον J.A.Moehler και όλην την καθολικήν σχολήν της Τυβίγγης! Εις την ορθόδοξον Ανατολήν η ιδία κίνησις αναθεωρήσεως ήρχισε με ένα προγραμματικόν δοκίμιον του Χωμιακώφ περί της “Μιας Εκκλησίας”, το οποίον ενεπνέετο πιθανώς από τον Moehler. Αλλά πολύ πριν από τον Χωμιακώφ και με περισσοτέραν διεισδυτικότητα και αυθεντίαν, ο μέγας μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, εις τους λόγους του, ήξευρε να δίδη μίαν θεώρησιν πολύ ευρυτέραν και πλήρη ζωής(3). Εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις η έμπνευσις προήρχετο προ παντώς εκ των πατέρων. Όπισθεν των δήθεν “κενών” των υπήρχε μία ανεξάντλητος πηγή θεωρίας και ζωής.Βραδύτερον, η λειτουργική ανανέωσις ήντλει εξ αυτών άλλας ζωοποιούς εμπνεύσεις. Ευρίσκομεν δε πολύ φως περί του μυστηρίου της Εκκλησίας εις διαφόρους διδασκάλους της ευχαριστιακής ευσεβείας, οπως ήτο εις την Ρωσίαν, παραδείγματος χάριν, ο διάσημος πατήρ Ιωάννης της Κροστάνδης (†1909). Έχεί ομολογηθή προσφάτως ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας ευρίσκεται ακόμη εις στάδιον προθεολογικόν (4). Εν πάση περιπτώσει, οι παραδοσιακοί ορισμοί ανήκουν μάλλον εις τας σχολάς παρά εις την Εκκλησίαν. Όπισθεν δε αυτών ουδεμία διδάσκουσα αυθεντία υπάρχει, υπό την ακριβή έννοιαν της λέξεως, και δι' αυτό δεν πρέπει να τους θεωρώμεν ως πλήρεις ή υποχρεωτικούς. Είναι μάλλον θεολογικής φύσεως και ουδόλως δογματικής. Είναι ορισμοί κατά προσέγγισιν και προσωρινοί, μάλλον σχολικοί συμπερασμοί, προσωπικαί γνώμαι θεολόγων, παρ' ό,τι εγένοντο ευρέως (ή και “κοινώς”) αποδεκτοί. Πολυάριθμοι ρωμαιοκαθολικοί, καθώς και ορθόδοξοι θεολόγοι, διεπίστωσαν σαφώς ότι αυτή αύτη η Εκκλησία δεν έχει ακόμη ορίσει την ουσίαν και την ιδίαν αυτής φύσιν. “Die Kirche selbst hat sich bis heute noch nicht definiert” λέγει ο Robert Grosche(5).Εάν δε προτιθέμεθα να προχωρήσωμεν πέραν αυτών των συνήθων ορισμών, τούτο δεν σημαίνει ότι προτείνομεν αναθεώρησίν τινα της διδασκαλίας, αλλά μόνον νέαν θεολογικήν προσαρμογήν των διατυπώσεών μας προς τας απαιτήσεις μιας βαθείας πνευματικής εμπειρίας. Θα ηδυνάμεθα να ομιλήσωμεν μάλλον περί επιστροφής εις την παράδοσιν των Πατέρων. Εις τας ημέρας μας πρέπει να προχωρήσωμεν πέραν των μοντέρνων συζητήσεων και φιλονεικιών, διά να επανεύρωμεν μίαν ιστορικήν προοπτικήν ευρυτέραν, αν όχι αληθώς καθολικήν ( quod semper, ubiqve et ab omnibus creditum est), διά να ανακαλύψωμεν και πάλιν το αληθές “καθολικόν πνεύμα”, το οποίον θα ήθελε να περιλάβη το σύνολον της εμπειρίας, την οποίαν απέκτησεν η Εκκλησία κατά την πορείαν της διά των αιώνων. Πρέπει επίσης να επανέλθωμεν από της αιθούσης διδασκαλίας εις τον ναόν, εις την Εκκλησίαν, η οποία λατρεύει και προσεύχεται (die betende Kirche!) και η οποία δίδει μαρτυρίαν περί της πίστεως και της ελπίδος της. Ίσως δε πρέπει να αντικαταστήσωμεν το σχολαστικόν λεξιλόγιον της θεολογίας με την μεταφορικήν και συμβολικήν γλώσσαν της ευλαβείας, η οποία είναι επίσης η γλώσσα της Αγίας Γραφής. Η αληθής φύσις της Εκκλησίας δύναται μάλλον να παρασταθή, να περιγραφή παρά να καθορισθή. Τούτο δε δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή ειμή ένδοθεν, εκ της Εκκλησίας, και αυτή ακόμη η περιγραφή δεν θα πείση πιθανώς παρά μόνον εκείνους οι οποίοι είναι της Εκκλησίας. Το μυστήριον δεν κατανοείται ποτέ παρά μόνον διά της πίστεως.Η χριστιανική αλήθεια είναι μία και αδιαίρετος. Δεν πρέπει και δεν δυνάμεθα να απομονώσωμεν τα συστατικά της στοιχεία. Άλλως κινδυνεύομεν πολύ να τα παραμορφώσωμεν και να τα υποτιμήσωμεν. Όθεν, η αληθής θεολογική μέθοδος είναι πάντοτε μέθοδος καθολική. Η Εκκλησία είναι ο ζωτικός κόμβος του μυστηρίου της σωτηρίας. Είναι νέα δημιουργία του Θεού, ζώσα σύνοψις του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Είναι ο τόπος και ο τρόπος της συνεχιζομένης παρουσίας του εν τω κόσμω μέχρι της συντελείας των αιώνων. Έτι πλέον: η Εκκλησία είναι αυτός ούτος ο Χριστός, ολόκληρος ο Χριστός, totus Christus, διά να επαναλάβωμεν την διατύπωσιν του αγίου Αυγουστίνου, “ο Ιησούς Χριστός διαδιδόμενος και κοινωνούμενος” (Bossuet). Ορθώς είπεν ο Ωριγένης: “Μόνον εν τη κοινότητι των πιστών είναι δυνατόν να ευρεθή ο Υιός του Θεού και τούτο διότι δεν ζη ει μη εν μέσω εκείνων, οι οποίοι είναι ηνωμένοι”(6).Η θεολογία της Εκκλησίας δεν είναι παρά εν κεφάλαιον, βασικόν κεφάλαιον, της χριστολογίας. Χωρίς δε αυτό τό κεφάλαιον η Χριστολογία δεν θα ήτο πλήρης. Εντός αυτού του χριστολογικού πλαισίου το μυστήριον της Εκκλησίας αναγγέλλεται εν τη Καινή Διαθήκη. Έλληνες και Λατίνοι πατέρες την παρουσίασαν κατά τον ίδιον τρόπον. O Λόγος του Θεού “ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν”, έλεγεν ο άγιος Αθανάσιος(7). Η Εκκλησία του Χριστού είναι ακριβώς αυτός ο μυστηριώδης τόπος, όπου η θέωσις. αύτη της ανθρωπότητος ολοκλήρου πραγματοποιείται και συνεχίζεται, δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. “Ιn ea disposita est communicatio Christi, id est spiritus sanctus” (ούτως εχόντων, υπάρχει μετάδοσις Χριστού, τουτέστι Πνεύμα Άγιον), όπως είπεν ο άγιος Ειρηναίος. Είναι η “θύρα της ζωής”, vitae introitus(8). Δι' αυτής ταύτης της υπάρξεώς της η Εκκλησία είναι ο διαρκής μάρτυς του Χριστού, το τεκμήριον και η αποκάλυψις της νίκης του και της δόξης του. Θα ηδυνάμεθα μάλιστα να είπωμεν ότι είναι η ανακεφαλαίωσις του όλου έργου του. Ο χριστιανισμός είναι η Εκκλησία. Όχι μόνον μία αληθής διδασκαλία, ένας ιδιαίτερος κανών ζωής, αλλά η καινή ζωή, η ζωή “εν Χριστώ”, η εντελώς νέα ύπαρξις, η συνένωσις του ανθρώπου μετά του Θεού, η αληθής και στενή κοινωνία μετ' αυτού, διά της χάριτος και της πίστεως.Και εν τούτοις, η Εκκλησία είναι ιστορική οντότης, γηίνη και ορατή πραγματικότης, όπως και η σάρκωσις του Λόγου ήτο επίσης γεγονός ιστορικόν, παρ' ό,τι μυστηριώδες και προσιτόν μόνον εις την πίστιν. Το μυστήριον της Εκκλησίας έχει δομήν αντινομικήν, όπως το μυστήριον του Χριστού: την σιωπηράν αντινομίαν του δόγματος της Χαλκηδόνος. Δύο πραγματικότητες, η θεία και η ανθρωπίνη, ασυγχύτως, αλλ' εις αδιάσπαστον και τελείαν ενότητα. Πρέπει να τας διακρίνωμεν επιμελώς, αλλά δεν τολμώμεν ποτέ να τας διαχωρίσωμεν. Ο μόνος ακριβής ορισμός της Εκκλησίας θα ήτο το σύνολον του Χριστιανισμού. Και ίσως ο πατήρ Παύλος Φλωρένσκυ είχε δίκαιον επιμένων: “Η ιδέα της Εκκλησίας ουδόλως υπάρχει, αλλ' υπάρχει η ιδία η Εκκλησία, και διά κάθε ζων μέλος της η εκκλησιαστική ζωή είναι το πλέον καθωρισμένον και απτόν εξ όλων των πραγμάτων, τα οποία γνωρίζει” (9).ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. L'Eglise Naissante et le Catholicisme, Paris 1927, σσ. 395-396.2. L'Orthodoxie, Paris 1932, σ. 4.3. Είναι αληθές ότι εις την Κατήχησίν του, δημοσιευθείσαν με την έγκρισιν της Ιεράς Συνόδου της Ρωσίας το 1823, ο Φιλάρετος Μόσχας έμενε πιστός εις τας συνήθεις διατυπώσεις των σχολών. Βλ. προ παντός το σπουδαίον έργον του Α. Gratieux, A.S. Khomiakov et le Mouvement Slavophile, τομ.1-2, Paris 1939. Περί του Φιλαρέτου πρβλ. J.N. Kornunsky, "Ο ορισμός της Εκκλησίας εις τον Μόσχας Φιλάρετον", Khristianskoje Ctenije, (Ιουλ.-Αυγ. 1895) ή παρά A. Corodkov, Η δογματική θεολογία εις τα έργα του Φιλαρέτου Μόσχας, Καζάν 1887 (ρωσιστί).4. Πρβλ. Μ. D, Koster, Ekklesiologie im Werden, Paderborn 1940. Εις την ρωσικήν θεολογίαν το γεγονός τούτο ετονίσθη υπό τον Α. L. Katansky, καθηγητού της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Πετρουπόλεως, προ ημίσεος και πλέον αίώνος ήδη. 5. Pilgernde Kirche, Freiburg 1938 σ. 27· πρβλ. Scheeben, Dogmatik, τόμ. IV, σσ. 290-291 ή Mgr. Β. Bartmann, Prιcis de Thιologie Dogmatique, γαλ. μετφρ. τόμ. ΙΙ, 5 1944, σ. 146: “Επ' αυτού πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι η Εκκλησία υπήρξεν επί χίλια πεντακόσια περίπον έτη, χωρίς να σκεφθή περί της φύσεώς της και χωρίς να ζητήση να την προσδιορίση διά λογικού ορισμού και τούτο ισχύει τόσον διά την Εκκλησίαν της Δύσεως, όσον και διά την Εκκλησίαν της Ανατολής”. Περί της ορθοδόξου θεολογίας βλέπε Stefan Zankow, Das orthodoxe Christentum des Ostens, sein Wesen und seine gegenwδrtige Gestalt, Berlin 1928, σ. 65 έ., ως και τας σημειώσεις (υπάρχει αγγλική μετάφρασις του Dr. Lowric, 1929, αλλ' άνεν σημειώσεων!).6. Ωριγένους, Υπομν. είς Ματθ. 14, Ι, PG 13, 1188.7. Αθανασίου, Περί Σαρκώσεως 54, PG, 25, 192Β. πρβλ. Louis Bouyer, L' Ιncαrnαtion et l' Eglise-Corps du Christ dans la thιologie de saint Athanase, Paris 1943. 8. Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων ΙΙΙ, 24,1 καί Ι, 4,1, PG 7 966 και 855.9. Ρ. Florensky, “Der Pfeiler und die Grundfeste der Wahrheit”, εν Oestliches Christentum, κείμενα εκδοθέντα υπό Ν. v. Bubnoff και Hans Ehrenberg, Μünchen 1925, τόμ. ΙΙ, σ. 30. Η παραπομπή συνεχίζεται ως εξής: “Αλλά δεν δυνάμεθα να οικειοποιηθώμεν και κατανοήσωμεν την εκκλησιαστικήν ζωήν, εις μη διά της ζωής, όχι δε δι' αφηρημένων εννοιών και της λογικής. Εάν θα ήτο αναγκαίον να την εκφράσωμεν δι' οιωνδήποτε όρων, oι καταλληλότεροι δεν θα ήσαν όροι δικανικοί και αρχαιολογικοί, αλλά βιολογικοί και αισθητικοί”.
|