image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Βλάσιος Ι. Φειδάς

Η παπική Εγκύκλιος Ut Unum Sint και ο Διάλογος
Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας


Ανάτυπον εκ του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» Έτος ΟΒ' (1995), σσ. 585-87, 615-17, 660-63]


1. Η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα ώσιν εν» (Ut unum sint) είναι υπό οποιαδήποτε προοπτική ένα πολύ σημαντικό κείμενο τόσο για τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, όσο και για την κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμου προς την ενότητα. Η σπουδαιότητα του κειμένου δεν είναι άσχετη προς τον ιδιότυπο χαρακτήρα του εκκλησιαστικού αυτού εγγράφου και προς τη χρονική στιγμή της δημοσιεύσεώς του. Ως παπική Εγκύκλιος έχει ποιμαντικό χαρακτήρα και αναφέρεται κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ η χρονική συγκυρία προσδιορίζεται από τα διαπιστωμένα ποικίλα αδιέξοδα τόσο στους διμερεϊς, όσο και στους πολυμερεϊς Θεολογικούς Διαλόγονς για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.

Η εκτενής αυτή παπική Εγκύκλιος διαιρείται σε τρία βασικά Κεφάλαια με Εισαγωγή και με προτρεπτικό Επίλογο. Το πρώτο Κεφάλαιο αναφέρεται στο οικουμενικό χρέος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (L'engagement œcumιnique de l' Eglise catholique) Το δεύτερο Κεφάλαιο αξιολογεί τους καρπούς των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως (Les fruits du Dialogue). Το τρίτο Κεφάλαιο αναζητεί μία αποτελεσματικότερη οδό Διαλόγου για την επίσπευση της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών (Quanta est nobis via?). Και τα τρία Κεφάλαια αξιοποιούν με μεγάλη συχνότητα τις σχετικές αποφάσεις της πρόσφατης Β' Βατικανής συνόδου και ειδικώτερα το διάταγμα για τον Οικουμενισμό (Unitalis redintegradio), τις κωδικοποιημένες σχετικές οδηγίες του πρόσφατου ρωμαιοκαθολικού «Οδηγού για τον Οικουμενισμό» (Directoire... sur l' œcumenisme), τις σνναφείς παπικές Εγκυκλίους κ.ά.

Η παπική Εγκυκλιος είναι μία συνειδητή Ομολογία πίστεως του Επισκόπου Ρώμης στη μοναδική αξία των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, είναι δε βέβαιον ότι απορρέει προφανώς από προσεκτικές και συστηματικές αναλύσεις τόσο των αποτελεσμάτων, όσο και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων. Από τις αναλύσεις αυτές των αρμοδίων Επιτροπών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνειδητοποιήθηκε αναμφιβόλως το γεγονός ότι η κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμον προς το δράμα της ενότητας δεν είναι δυνατή χωρίς την προηγούμενη άρση όλων εκείνων των ιστορικών αιτίων, τα οποία προκάλεσαν τις διαδοχικές διασπάσεις της ενότητάς του (ΙΑ' και ΙΣΤ' αιώνες).

Η μόνη οδός προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε πάντοτε και παραμένει συνεχώς ο ειλικρινής και ισότιμος Θεολογικός Διάλογος, ο οποίος μπορεί να οδηγήση στην επιθυμητή ενότητα μόνο με τη θεραπεία των ανοικτών πληγών του σώματος της Εκκλησίας από τις μονομερείς ή και αυθαίρετες ερμηνείες από ορισμένες Εκκλησίες της κοινής παρακαταθήκης της πίστεως. Ό,τι δηλαδή έπληξε την ενότητα της Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν δεν είναι δυνατόν να διατηρηθή στο σώμα της Εκκλησίας χωρίς να ερεθίζη ή και να προκαλή νέες διασπάσεις. Πράγματι, η θεραπεία των πληγών αυτών του ιστορικού παρελθόντος τέθηκε ως πρωταρχικός σκοπός των διμερών και των πολυμερών διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως, ώστε να καθαρθή η μνήμη της Εκκλησίας από τις τραυματικές ιστορικές της εμπειρίες και να ανακτήση την αποστολική καθαρότητα της λειτουργίας της.

Εν τούτοις, η επιλογή της μεθόδου των Θεολογικών Διαλόγων για την ανακάθαρση της μνήμης της Εκκλησίας επηρεάσθηκε έντονα από τις ομολογιακές αγκυλώσεις της πολεμικής ή αντιρρητικής Θεολογίας του ιστορικού παρελθόντος, γι' αυτό μέχρι τώρα δόθηκε προτεραιότητα στην ανάδειξη όσων στοιχείων της παραδόσεως ενώνουν και όχι όσων στοιχείων χωρίζουν τις χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Η επιλογή αυτή δεν θα μπορούσε βεβαίως να χαρακτηρισθή ως εσφαλμένη σε μία διαδικασία θεολογικού διαλόγου για την ενότητα, ιδιαίτερα μετά από την αντιθετική φόρτιση των ομολογιακών συγκρούσεων πολλών αιώνων, αλλά κινδννεύει να αποδειχθή χρονοβόρα ή και αναποτελεσματική από την ενδιάθετη ροπή παρατάσεως των θεολογικών συζητήσεων ακόμη και για θέματα, τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση δεν τα έχει αξιολογήσει ως εμπλεκόμενα στην αλλοίωση της αποστολικής παραδόσεως ή στη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Η προτεραιότητα δηλαδή στη συζήτηση των στοιχείων που ενώνουν τις χριστιανικές Εκκλησίες κατέστησε σε τελευταία ανάλυση τους επισήμους Θεολογικούς Διαλόγους των Εκκλησιών ένα νέο πλαίσιο αντιπαραθέσεως θεολόγων ή θεολογιών και όχι ένα βήμα επισήμου διαλόγου των Εκκλησιών για την άρση των ήδη διαπιστωμένων διαφωνιών στην κατανόηση ή την ερμηνεία της κοινής αποστολικής παραδόσεως.

Η παπική Εγκύκλιος αξιολογεί με πολύ ενθουσιαστικό πνεύμα τόσο την ιδέα των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και τους πρώτους καρπούς τους στα πλαίσια της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως για την ενότητα των χριστιανών. Το ενθουσιαστικό αυτό πνεύμα υποδηλώνει μία πραγματική εσωτερική μεταστροφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έναντι της ιδέας και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων, αν συνεκτιμηθούν τόσο η αφετηριακή διστακτικότητά της κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όσο και η θεσμική της εσωστρέφεια κατά την περίοδο του μεταπολέμου, όπως φαίνεται και από την μακροχρόνια επιφυλακτική της στάση έναντι των σκοπών και των προοπτικών του Παγκοσμίον Συμβουλίου Εκκλησιών (1948). Βεβαίως, η εύλογη προτίμηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τους διμερείς Θεολογικούς Διαλόγους και η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών διευκόλυναν τη Β' Βατικανή Σύνοδο να περιγράψη στο Διάταγμά της Περί του Οικουμενισμού (Unitatis redintegratio) τα θεσμικά πλαίσια της ενεργού συμμετοχής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη σύγχρονη Οικουμενική κίνηση για την ενότητα των χριστιανών. Το Διάταγμα αυτό της Β' Βατικανής συνόδου και η επιλεκτική κωδικοποίηση των συναφών παπικών Εγκυκλίων στο πρόσφατο «Οικουμενικό Οδηγό» (Directoire sur l' œcumιnisme) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτελούν τις βασικές πηγές της νέας παπικής Εγκυκλίου «Ίνα πάντες εν ώσιν» (Ut unum sint).



2. 'Η παπική όμως Εγκύκλιος προχωρεί με εντυπωσιακή άνεση και πέραν του θεσμικού αυτού πλαισίου με συγκεκριμένες παραδοχές και με σημαντικές προτάσεις τόσο για την αποτελεσματικώτερη διεξαγωγή των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και για την πληρέστερη αξιοποίηση των θετικών τους καρπών από τις μετέχουσες στον οικουμενικό διάλογο Εκκλησίες. Η ερμηνεία του νέου αυτού πνεύματος μπορεί και πρέπει να μη παραθεωρήση δύο βασικά στοιχεία για την ορθή προσέγγιση της Εγκυκλίου, ήτοι αφ' ενός μεν την αυτονόητη αναφορά του ποιμαντικού αυτού κειμένου κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε την ευνόητη συσχέτισή του προς το πνεύμα και το γράμμα των σχετικών αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν ή ανατραπούν με μία νέα παπική Εγκύκλιο.

Υπό την έννοια αυτή στη νέα παπική Εγκύκλιο καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια για την προβολή των νέων προτάσεων ως μία συνεπή ερμηνεία των αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου με την επιλεκτική χρησιμοποίηση ολοκλήρων αποσπασμάτων από το συνοδικό Διάταγμα Unitalis redintegratio και από τίς σχετικές με αυτό παλαιότερες παπικές Εγκυκλίους. Συνεπώς, η νέα παπική Εγκύκλιος δεν αποκρύπτει την ενδιάθετη τάση μιας συνεπούς προς τις αποφάσεις της Β' Βατικανής συνόδου προβολής τόσο του νέου πνεύματος ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας, όσο και της συνοδικής ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί του παπικού πρωτείου στην Εκκλησία. Τα στοιχεία αυτά προβάλλονται στην Εγκύκλιο ως αναγκαία μεν για την αυθεντική περιγραφή της αυτοσυνειδησίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως και ως ανοικτά ζητήματα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο για την ενότητα των χριστιανών.

Το παπικό πρωτείο ειδικώτερα, καίτοι είναι θεμελιώδης δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν τούτοις δεν εξαιρείται πλέον από το θεματολόγιο των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Αντιθέτως, παραδίδεται σε αυτούς ως ένα ανοικτό θέμα για την αναζήτηση μιας άλλης ερμηνείας, η οποία να διευκολύνει την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών κατά το υπόδειγμα της ενότητας της Εκκλησίας στην πρώτη χιλιετία του ιστορικού της βίου, ήτοι μέχρι το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054). Υπό το πνεύμα αυτό έχει διατυπωθή η παράγραφος 89 της νέας παπικής Εγκυκλίου, η οποία έχει ως ακολούθως: «Εν τούτοις, είναι σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να καταστή σήμερον το ζήτημα του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης αντικείμενο μελετών στην εξέλιξη ή στην προοπτική τους, και είναι επίσης σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να είναι το ζήτημα αυτό ένα ουσιαστικό θέμα όχι μόνο στους διεξαγόμενους Θεολογικούς Διαλόγους της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες, αλλά και γενικώτερα στο σύνολο της Οικουμενικής κινήσεως... Μετά από αιώνες σκληρής πολεμικής, οι άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες εξετάζουν όλο και περισσότερο και με ένα νέο βλέμμα τη διακονία αυτή της ενότητας» (παράγρ. 89, σελ.102).

Η διακήρυξη αυτή είναι συγχρόνως ένα «νέο βλέμμα» και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, όπως φαίνεται και από τη νέα προσέγγισή του στην παπική Εγκύκλιο: «Όταν η Καθολική Εκκλησία διακηρύσση ότι το λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης ανταποκρίνεται στο θέλημα του Χριστού, δεν χωρίζει το λειτούργημα αυτό από την ανατεθείσα στο σύνολο των Επισκόπων αποστολή, οι οποίοι είναι επίσης «βικάριοι και λεγάτοι του Χριστού». Ο Επίσκοπος Ρώμης ανήκει στο "Κολλέγιο" των επισκόπων και αυτοί είναι αδελφοί του στη διακονία» (παράγρ. 95, σελ. 107-108). Η νέα προσέγγιση της Εγκυκλίου για την ειδικώτερη σχέση του λειτουργήματος του Επισκόπου Ρώμης προς την ενότητα της Εκκλησίας επιβεβαιώνεται και με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό του προς το λειτούργημα των ανωτάτων αξιωματούχων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για την ανάδειξη της ενότητας της Εκκλησίας στην αλήθεια της πίστεως και την αγάπη: «μήπως δεν είναι ένα λειτούργημα του αυτού τύπου, την αναγκαιότητα του

οποίου εκφράζουν σήμερον πολλοί ασχολούμενοι με τον Οικουμενισμό; Η προεδρία δηλαδή στην αλήθεια και στην αγάπη για να μη κλυδωνιθή η ναυς -το ωραίο αυτό σύμβολο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών- από τις θύελλες και να μπορέση μία μέρα να προσεγγίση στην ακτή» (παράγρ. 97, σελ.110).

Τόσο το τιθέμενο ρητορικό ερώτημα, όσο και η διδόμενη απάντηση, με συγκριτικό στοιχείο τις περί του παπικού πρωτείου αντιλήψεις ορισμένων προτεσταντών εκπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αποτελούν μία σαφή μετάθεση της όλης προβληματικής τόσο για τον χαρακτήρα, όσο και για το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης στη ζωή της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Βεβαίως, η παπική Εγκύκλιος δεν παραιτείται από τη γνωστή διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τον χαρακτήρα του παπικού πρωτείου ως θεσμού θείου δικαίου, αλλά θέτει η διδασκαλία αυτή, όπως και όλα τα παρατείνοντα την εκκλησιαστική διάσπαση προβλήματα, υπό τη θεολογική κρίση των Μικτών Επιτροπών των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Είναι όμως εξ ίσου σημαντικό ότι η παραπομπή του ζητήματος του παπικού πρωτείου, το οποίο θεωρείται και το κύριο εμπόδιο στην κοινή πορεία προς την ενότητα τουλάχιστον της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συνδυάζεται με την αποδοχή της μακραίωνης και αμετακίνητης προτάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την υπαγωγή του στα ισχύοντα κανονικά και εκκλησιολογικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας, ήτοι στα προ του μεγάλου σχίσματος (1054) ισχύσαντα κανονικά κριτήρια.

Υπό το πνεύμα αυτό ανανεώνεται στην παπική Εγκυκλιο η γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου, κατά την οποία «η αγία Σύνοδος προτρέπει όλους, αλλά κυρίως όσους έχουν τη διάθεση να εργασθούν για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Ανατολικών Εκκλησιών και της Καθολικής Εκκλησίας, να εκτιμήσονν καλώς τας ιδιαιτέρας συνθήκας γεννήσεως και αναπτύξεως των Ανατολικών Εκκλησιών, όπως επίσης και τη φύση των σχέσεων, οι οποίες ίσχυαν μεταξύ αυτών και της ρωμαϊκής Καθέδρας προ της διαιρέσεως και να διαμορφώσουν στα σημεία αυτά μία ορθή κρίση» (παράγρ. 50, σελ. 59-60). Ο χαρακτηρισμός των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη Β' Βατικανή σύνοδο ως «αδελφών Εκκλησιών» (Eglises sœurs) και ο γνωστός «Διάλογος της αγάπης» μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως άνοιξαν την οδό για τον επίσημο θεολογικό Διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με σταθερά κανονικά κριτήρια την κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Στα πλαίσια αυτά «η άρση των αμοιβαίων αναθεμάτων, η οποία αφαίρεσε ενα επώδυνο εμπόδιο κανονικής κaι ψυχολογικής τάξεως, ήταν ένα πολύ σπουδαίο βήμα στην οδό προς την πλήρη κοινωνία. Οι προ της διαιρέσεως υφιστάμενες δομές ενότητας είναι μία κληρονομία εμπειριών, η οποία κατευθύνει την πορεία μας προς την επιστροφή στην πλήρη κοινωνία. Είναι προφανές ότι κατά τη δευτέρα χιλιετία ο Κύριος δεν έπαυσε να δίνη στην Εκκλησία του τους πλούσιους καρπούς της χάριτος κaι της αναπτύξεως. Ωστόσο, η σταδιακή αμοιβαία απομάκρυνση των Εκκλησιών της Δύσεως και της Ανατολής τις εμπόδισε δυστυχώς να ανταλλάσσουν τα πλούτη των δωρεών τους και της υποστηρίξεώς τους. Πρέπει να καταβληθή μεγάλη προσπάθεια, με τη χάρη του Θεού, για να αποκατασταθή μεταξύ αυτών η πλήρης κοινωνία, πηγή αγαθών για την Εκκλησία του Χριστού» (παράγρ. 56, σελ. 66).



3. Η αποκατάσταση λοιπόν της πλήρους κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν είναι πλέον κατανοητή έξω από τα παραδοσιακά κριτήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία ίσχυσαν κατά την πρώτη χιλιετία και προβάλλονται πλέον ως σταθερό πλαίσιο και για τον σύγχρονο Θεολογικό Διάλογο: «Τη ζωή αυτή της αδελφής Εκκλησίας τη ζήσαμε για αιώνες συγκαλούντες μαζί τις Οικουμενικές συνόδους, οι οποίες υπερασπίσθηκαν την παρακαταθήκη της πίστεως εναντίον κάθε αλλοιώσεως. Τώρα, μετά από μία μακρά περίοδο διαιρέσεως και ελλείψεως αμοιβαίας κατανοήσεως, ο Κύριος παρέχει να βρεθούμε και πάλιν ως αδελφές Εκκλησίες, παρά τα υψωθέντα μεταξύ μας εμπόδια. Αν σήμερον, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, αναζητούμε να αποκαταστήσουμε την πλήρη κοινωνία, τότε οφείλουμε να κατατείνουμε προς την εφαρμογή στην πράξη αυτής της πραγματικότητας και πρέπει να αναφερόμεθα σε αυτή την πραγματικότητα» (παράγρ. 57, 67-68).

Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται με έμφαση η ιδιαίτερη σπουδαιότητα ειλικρινούς και ισότιμης συνεργασίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως για τη διατήρηση της ενότητας της πίστεως και του συνδέσμου της αγάπης όχι μόνο την πρώτη χιλιετία, αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα του ιστορικού βίου της Εκκλησίας: «Υπό την προοπτική αυτή, τονίζεται στην παπική Εγκύκλιο, αποκτά το βαθύτερο νόημά της η έκφραση, την οποία χρησιμοποίησα πολλές φορές: Η Εκκλησία πρέπει να αναπνέη και με τους δύο πνεύμονές της. Στην πρώτη χιλιετία της ιστορίας του Χριστιανισμού η έκφραση αυτή αναφερόταν κυρίως στή δυαδικότητα Βυζαντίου-Ρώμης, από το βάπτισμα δε των Ρώσων η αναφορά της διευρύνθηκε... Κατανοείτε σαφώς ότι η προοπτική προς την οποία πρέπει να αναζητηθή η πλήρης κοινωνία είναι εκείνη της ενότητας μέσα στη νόμιμη ποικιλία» των εκφράσεων (παράγρ. 54, σελ. 64). Υπό το πνεύμα αυτό περιγράφονται από την πλευρά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας όχι μόνο οι σκοποί του Θεολογικού Διαλόγον, αλλά και η ειδικώτερη αποστολή της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή του:

«Στην προοπτική αυτή η Καθολική Εκκλησία δεν επιδιώκει τίποτε άλλο παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Εμπνέεται σε αυτό από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η ανάπrυξη των διαφόρων εμπειριών της εκκλησιαστικής ζωής δεν ήταν εμπόδιο, ώστε μέσα από τις αμοιβαίες σχέσεις οι χριστιανοί να συνεχίσουν να έχουν την βεβαιότητα ότι είναι μέλη οποιασδήποτε Εκκλησίας, επειδή από όλες τις Εκκλησίες υψωνόταν σε μία θαυμαστή ποικιλία γλωσσών και τόνων ο αίνος του μόνου Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Όλες συνήγοντο για να τελέσουν την Ευχαριστία, καρδία και τύπο για την κοινότητα, όχι μόνο για την πνευματικότητα ή την ηθική ζωή, αλλ' επίσης και για την οργάνωση της Εκκλησίας, μέσα από την ποικιλία των λειτουργημάτων και των διακονιών, υπό την προεδρία του Επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων. Οι πρώτες σύνοδοι αποτελούν εύγλωττη μαρτυρία για την υπάρχουσα ενότητα μέσα στην ποικιλία. Πώς να ξανακτίσουμε την ενότητα μετά από χίλια χρόνια περίπου; Ιδού το μεγάλο χρέος, το οποίο οφείλει να αναλάβη η Καθολική Εκκλησία και το οποίο ανήκει επίσης και στην Ορθόδοξο Εκκλησία...» (παράγρ. 61, σελ. 73-74).

Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι για μία ολόκληρη χιλιετία η υπερτροφική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου στη θεολογία και στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας και υπόκειται ως βασικό αίτιο στις δύο μεγάλες διασπάσεις του χριστιανικού κόσμου της δεύτερης χιλιετίας με το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) και με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση (ΙΣΤ' αιώνας). Είναι ευνόητο ότι η εξέλιξη του παπικού πρωτείου κατά τη δεύτερη χιλιετία προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση. Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται ότι και σήμερον «η γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας ότι, πιστή στην αποστολική παράδοση και στην πίστη των Πατέρων, διατήρησε το ορατό σημείο και τον εγγυητή της ενότητας στο λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης, αντιπροσωπεύει μία δυσκολία για το μεγαλύτερο τμήμα των άλλων χριστιανών, η μνήμη των οποίων έχει σημαδευθή από ορισμένες οδυνηρές μνήμες. Για όσο είμεθα υπεύθυνοι ζητώ συγγνώμη, ως έπραξε και ο προκάτοχός μου Παύλος Δ'» (παράγρ. 88, σελ. 101).

Υπό το πνεύμα αυτό στην Εγκύκλιο εκφράζεται με σαφήνεια η αγωνία του Επισκόπου Ρώμης για την ανεύρεση στα πλαίσια της σύγχρονης Οικουμενικής κινήσεως μίας παραδεκτής ερμηνείας του παπικού πρωτείου, η οποία ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών χωρίς να παραθεωρή και την παράδοση της πρώτης χιλιετίας: «έχω πεισθή ότι έχω στο ζήτημα αυτό μία ιδιαίτερη ευθύνη, προ πάντων όταν παρατηρώ την οικουμενική τάση του μεγαλύτερου μέρους των χριστιανικών κοινοτήτων και όταν ακούω την έκκληση που μου απευθύνεται να εύρω μία μορφή ασκήσεως του πρωτείου ανοικτή στη νέα πραγματικότητα, αλλά χωρίς παραίτηση από τα ουσιώδη της αποστολής του» (παράγρ. 95, σελ. 108). Οι σκέψεις αυτές θεμελιώνονται στο σχετικό Διάταγμα της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 14). Στο διάταγμα αυτό τονίζεται ότι κατά την πρώτη χιλιετία, όταν οι χριστιανοί «ήσαν ενωμένοι με αδελφική κοινωνία στην πίστη και στη μυστηριακή ζωή, ο ρωμαϊκός θρόνος παρενέβαινε με τη σύμφωνη γνώμη (d'um commun accord), όταν εγείροντο μεταξύ τους διαφορές σε θέματα πίστεως ή τάξεως». Η διακονία του παπικού θρόνου για την ενότητα της Εκκλησίας δεν εκφράσθηκε πάντοτε υπό τη μορφή της διακονίας κατά τη συνείδηση του Επισκόπου Ρώμης, ο οποίος στην παπική Εγκύκλιο επικαλείται τους λόγους του για το ζήτημα αυτό, ως απηύθυνε τούτους προς τον Οικουμενικό πατριάρχη Δημήτριο τον Α' κατά την συνάντησή τους στο Βατικανό (6 Δεκεμβρίον 1987): «Προσεύχομαι στο άγιο Πνεύμα να μας δώση το φως του και να φωτίση όλους τους ποιμένες και τους θεολόγους των Εκκλησιών μας για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε, βεβαίως από κοινού, τις μορφές υπό τις οποίες το λειτούργημα αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιήση μία διακονία αγάπης που να αναγνωρίζονται από τους μεν και από τους δε» (παράγρ. 95, σελ. 108-109).

Οι προτάσεις αυτές της παπικής Εγκυκλίου απορρέουν από την κοινή πλέον παραδοχή, ότι η μόνη οδός για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι η σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας ερμηνεία της θέσεως του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας. Η ερμηνεία βεβαίως αυτή δεν είναι εύκολη, γιατί τα ίδια γεγονότα της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας ερμηνεύονται με διαφορετική προοπτική από τη ρωμαιοκαθολική και από την ορθόδοξη θεολογία, κυρίως κατά τη μετά το μέγα σχίσμα περίοδο: «Οι δομές λοιπόν της Εκκλησίας στην Ανατολή και στη Δύση, όπως αναφέρεται στην παπική Εγκύκλιο, διαμορφώθηκαν από την αποστολική αυτή κληρονομία. Η ενότητά της στα πλαίσια της πρώτης χιλιετίας διατηρήθηκε στις ίδιες αυτές δομές από τους διαδόχους των αποστόλων Επισκόπους σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης. Αν σήμερον, στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, αναζητούμε την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας, τότε οφείλoμε να αναφερθούμε στην ενότητα εκείνη, η οποία είχε δομηθή κατά τον τρόπο aυτό» στην πρώτη χιλιετία (παράγρ. 55, σελ. 65).



4. Είναι ευνόητον ότι η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα εν ώσιν» (Ut unum sint) ανοίγει νέες προοπτικές, ειδικώτερα στον Θεολογικό Διάλογο της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πράγματι, γίνεται πλέον παραδεκτή από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όχι μόνο η αυθεντική συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η επίμονη αξίωσή της να οικοδομηθή ο διμερής Θεολογικός Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών στα κοινά κριτήρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, ώστε να θεμελιωθή η ενότητα της Εκκλησίας στο αυθεντικό περιεχόμενο της αλήθειας της πίστεως: «Η εμμονή σε μία αντίληψη περί της ενότητας, η οποία λαμβάνει υπ' όψη όλες τις αξιώσεις της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, δεν σημαίνει ότι παρεμποδίζει την Οικουμενική κίνηση. Αντιθέτως, τούτο σημαίνει ότι αποφεύγει να διευκολυνθή με φαινομενικές λύσεις, οι οποίες δεν θα κατέληγαν σε τίποτε το σταθερό και μόνιμο. H αξίωση για την αλήθεια πρέπει να φθάση μέχρι το τέλος της. Αυτός δεν είναι ο νόμος του Ευαγγελίον;» (παράγρ. 79, σελ. 92-93).

Υπό το πνεύμα αυτό αναγνωρίζονται οι μέχρι τώρα θετικοί καρποί των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, οι οποίοι συνέβαλαν με επιτυχία τόσο στην αμοιβαία γνωριμία των χριστιανικών Εκκλησιών, όσο και στη

θεολογική τους προσέγγιση. Ωστόσο, «η οδός προς την αναγκαία και επαρκή ορατή ενότητα στην κοινωνία της μοναδικής Εκκλησίας που θέλησε ο Χριστός απαιτεί ακόμη υπομονητική και θαρραλέα εργασία. Κατ'αυτήν, πρέπει να μη επιβληθούν και άλλες υποχρεώσεις, εκτός από όσες είναι απαραίτητες» (παράγρ. 78, σελ. 91-92). Αυτό σημαίνει ότι ο Θεολογικός Διάλογος πρέπει να επιμείνη στα κύρια προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας και να μη διευρύνη το θεματολόγιό του με την προσθήκη νέων δευτερευόντων θεμάτων. Εν τούτοις, η αξιοπιστία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσε να ενισχυθή με την εκκλησιαστική αποδοχή (receptio) των συντασσομένων κοινών Θεολογικών κειμένων από τις Μικτές Επιτροπές, ώστε οι Θεολογικοί Διάλογοι να ενεργοποιήσουν την εκκλησιαστική συνείδηση προς την κατεύθυνση της πλήρους κοινωνίας:

«Εφ' όσον ο διάλογος συνεχίζεται σε νέα θέματα ή αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βάθος, έχουμε να εκπληρώσουμε μία νέα υποχρέωση, να αποδεχθούμε δηλαδή τα μέχρι τώρα επιτευχθέντα αποτελέσματα. Αυτά δεν πρέπει να μείνουν μόνο διακηρύξεις των διμερών Επιτροπών, αλλά πρέπει να γίνουν κοινή κληρονομία. Για να φθάσουμε σε αυτό και να ενισχύσουμε έτσι τους δεσμούς της κοινωνίας, είναι αναγκαία μία σοβαρή μελέτη, η οποία πρέπει να περιλαμβάνη και το λαό τoυ Θεού στο σύνολό του κατά ποικίλους τρόπους και με τη λειτουργία των διαφόρων αρμοδιοτήτων Πράγματι πρόκειται για ζητήματα, τα οποία αναφέρονται συχνά στην πίστη και τα οποία απαιτούν μία γενική συμφωνία (consensus), από τον Επίσκοπο μέχρι τους λαϊκούς πιστούς, άφού πάντες έχουν λάβει το χρίσμα του αγίου Πνεύματος. Είναι το ίδιο Πνεύμα, το οποίο ενισχύει το Ιερατείο και το οποίο κινεί το sensus fίdei. Εν όψει της αποδοχής των αποτελεσμάτων του διαλόγου πρέπει να ακολουθηθή μια ευρεία και ακριβής κριτική διαδικασία για την ανάλυσή τους και για την επαλήθευση κατά τρόπο αυστηρό της συνοχής τους με την παράδοση της πίστεως, η οποία παραλήφθηκε από τους Αποστόλους και βιώθηκε στην κοινωνία από τους συνηγμένους γύρω από τον Επίσκοπο, τον νόμιμο ποιμένα, πιστούς» (παράγρ. 80, σελ. 93-94).

Τα συμπεράσματα λοιπόν από τις βασικές θέσεις και προτάσεις της νέας παπικής Εγκυκλίου για τους σκοπούς και τη μεθοδολογία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πολύ ενθαρρυντικά για μία αποτελεσματικώτερη προώθηση της ιδέας της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, ιδιαίτερα στις σχέσεις μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι μεν θέσεις της παπικής Εγκυκλίου παραμένουν προσηλωμένες στις ήδη διαμορφωμένες εκκλησιολογικές αρχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ οι προτάσεις θέτουν τις αρχές αυτές υπό τον έλεγχο των κριτηρίων της κοινής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Κατά τη γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου «η Εκκλησία του Χριστού είναι παρούσα στην Καθολική Εκκλησία, η οποία διοικείται από τον διάδοχο του αποστόλου Πέτρου και τους ευρισκομένους σε κοινωνία με αυτόν επισκόπους», αλλά συγχρόνως γίνεται δεκτό ότι και οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Κοινότητες, «ακόμη και αν πιστεύουμε ότι πάσχουν από ελλείψεις, δεν είναι επ' ουδενί εστερημένες σημασίας και αξίας στο μυσιήριο της σωτηρίας». Υπό το πνεύμα αυτό διατυπώνεται η θέση της παπικής Εγκυκλίου, κατα την οποία «πράγματι, τα στοιχεία του αγιασμού και της αλήθειας, τα οποία υπάρχουν στις άλλες χριστιανικές Κοινότητες, σε διάφορους βαθμούς στις μεν και στις δε, αποτελούν την αντικειμενική βάοη της υπάρχουσας κοινωνίας, έστω ατελούς, μεταξύ αυτών και της Καθολικής Εκκλησίας» (παράγρ. 11, σελ. 15).

Εν τούτοις, η αξιολόγηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαφοροποιείται από τη γενικώτερη αυτή κρίση για την «ελλειματικότητα» ή την «ατέλεια» των εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκκλησιαστικών σωμάτων, αφού επισημαίνεται στην παπική Εγκύκλιο η ιδιαιτέρα θετική για το ζήτημα αυτό στάση της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 15): « Ως προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, το συνοδικό Διάταγμα περί του Οικουμενισμού μπόρεσε να διακηρύξη ειδικώτερα, ότι, "με την τέλεση της Ευχαριστίας του Κυρίου, σε κάθε μία από τις Εκκλησίες αυτές, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει": Η αναγνώριση όλων αυτών, ανταποκρίνεται σε μία απαίτηση της αληθείας» (παράγρ. 12, σελ. 17). Στα πλαίσια αυτά κατανοείται και η εντυπωσιακή ανάπτυξη του πνεύματος της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 17) στην πρόσφατη παπική Εγκύκλιο: «Η Σύνοδος δεν αρνείται να προβάλη όλα όσα καθιστούν τις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως όμοιες μεταξύ τους (semblables entre elles). Συμφώνως προς την ιστορική αλήθεια δεν διστάζει να διακηρύξη:"Δεν είναι εκπληκτικό ότι ορισμένες αλήθειες του αποκεκαλυμμένου μυστηρίου κατανοήθηκαν μερικές φορές καλλίτερα και εξηγήθηκαν καλλίτερα από τη μία πλευρά παρά από την άλλη, ώστε να πρέπει να πούμε ότι οι διαφορετικές αυτές θεολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο συμπληρωματικές παρά αντιθετικές μεταξύ τους. H ανταλλαγή μεταξύ των Εκκλησιών των δωρεών αυτών ως συμπληρωματικών καθιστά γόνιμη την κοινωνία"» (παράγρ. 57, σελ. 68-69).

Είναι λοιπόν ευνόητη η διακήρυξη της παπικής Εγκυκλίου, ότι, «υπό την προοπτική αυτή, η Καθολική Εκκλησία δεν θέλει τίποτε άλλο, παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Σε τούτο εμπνέεται αυτή από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας...» (παράγρ. 61, σελ. 73). Από την εμπειρία αυτή όμως εμπνέεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την κριτική αξιολόγηση των διαφοροποιήσεων της Δυτικής Εκκλησίας στη δεύτερη χιλιετία, ειδικώτερα ως προς τη θεολογική ερμηνεία του παπικού πρωτείου, γι' αυτό και η συνάντηση στην κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας αποτελεί τη μόνη ελπίδα όχι μόνο για την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και για την κοινή προσέγγιση του σχετικού θεολογικού προβληματισμού της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως. O Λούθηρος, όπως οι δυτικές Μεταρρυθμιστικές σύνοδοι του ΙΕ' αιώνα, απέρριπταν κυρίως τις μετά το σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) εισαχθείσες κυρίως από τους δυτικούς κανονολόγους καινοτομίες στη θεωρητική θεμελίωση και στην πρακτική εφαρμογή του παπικού πρωτείου. Αυτό ισχύει ειδικώτερα τόσο ως προς την αυτονόμησή του από τη συνοδική λειτουργία του όλου εκκλησιαστικού σώματος, όσο και ως προς τη διεκδίκηση της υπερέχουσας αυθεντίας του πάπα έναντι και αυτής ακόμη της Οικουμενικής συνόδου.

Η κοινή και αστασίαστη εμπειρία της πρώτης χιλιετίας για τον συνοδικό χαρακτήρα κάθε μορφής πρωτείου εξέφραζε κατά τρόπο αυθεντικό τη συνείδηση του όλου εκκλησιαστικού σώματος και φανέρωνε υπό την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος την ενότητα της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εμπειρία, απαλλαγμένη από τις πολεμικές ή αντιρρητικές θεολογικές αντιπαραθέσεις του ιστορικού παρελθόντος, μπορεί να αποτελέση τη μόνη σταθερή εκκλησιολογική και εκκλησιαστική βάση για την ορθή ερμηνεία και την παραδεκτή περιγραφή τόσο του κανονικού περιεχομένου, όσο και της λειτουργίας του παπικού πρωτείου στη ζωή της Εκκλησίας. Η Μικτή Επιτροπή του διμερούς Θεολογικού Διαλόγου έχει όλες τις θεολογικές προϋποθέσεις να ανταποκριθή στο μέγεθος της εκκλησιαστικής της ευθύνης, αν εναρμονίση με την αρμόζουσα θεολογική γνώση και την πρέπουσα εκκλησιαστική σύνεση τα αυθεντικά κριτήρια της κοινής εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας προς τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως προτείνεται με εντυπωσιακή έμφαση στην παπική Εγκύκλιο και όπως εφαρμόσθηκε πάντοτε κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού βίου της Εκκλησίας. Άλλωστε, άλλη οδός αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει.



5. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις της παπικής Εγκυκλίου για τα κριτήρια του Θεολογικού Διαλόγου, ειδικώτερα μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συντονίζονται προς τις κύριες ,προϋποθέσεις ή προς τους βασικούς όρους, τους οποίους έθεσαν οι τέσσαρες Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1961, 1962, 1963, 1968) για την έναρξη του Διαλόγου αυτού και ανανέωσαν η Β' και Γ' Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1982, 1986). Οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην πρόταση διεξαγωγής του Θεολογικού Διαλόγου: α) επί ίσοις όροις, β) με απόλυτα κριτήρια την προ του σχίσματος (1054) κοινή παράδοση των επτά Οικουμενικών συνόδων και της συνεπούς εκκλησιαστικής πράξεως, και γ) με την αρμόζουσα σε ένα Θεολογικό Διάλογο ειλικρίνεια προθέσεων και επιδιώξεων. Η παπική Εγκύκλιος καλύπτει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις με εντυπωσιακή σαφήνεια, όπως επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αλλά και το όλο πνεύμα της κατά την αξιολόγηση της ορθοδόξου παραδόσεως σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου.

Εν τούτοις, η επαχθής φόρτιση της εμπειρίας στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών κατά τη δεύτερη χιλιετία του ιστορικού τους βίου επιτρέπει την ενδιάθετη αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των προθέσεων ή και των επιδιώξεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Οι τυχόν υποκείμενες ανειλικρινείς επιδιώξεις θα μπορούσαν βεβαίως να ενθαρρύνουν έναν ευρύτατο κύκλο εικοτολογίας με μία χρηστική αναφορά στις οδυνηρές εμπειρίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν. Ωστόσο και αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν: Πρώτον, στην πρόθεση δημιουργίας ευνοϊκωτέρων αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη δράση της Ουνίας στις εμπερίστατες ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, και Δεύτερον, στην πιθανή ελπίδα, κυρίως της παπικής αυλής, ότι η τυχόν συμφωνία της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, με άξονα πάντοτε την κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, θα μπορούσε να θεμελιώση μία αξιοπιστότερη αναφορά του στον χριστιανικό κόσμο της Δύσεως, έστω και με μία νέα ερμηνεία της ρωμαιοκαθολικής θεωρίας για το παπικό πρωτείο.

Οι δύο αυτές πιθανές προοπτικές είναι οι πλέον ευλογοφανείς, γιατί μπορούν να συνοδευθούν από άμεσα και πραγματικά αποτελέσματα. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μία ανυπέρβλητη εσωτερική αντίφαση μεταξύ των δύο πιθανών αυτών επιδιώξεων. Η ύπαρξη της Ουνίας προέκυψε και τρέφεται σαφώς από την καταχρηστική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου, ενώ η επιστροφή στα κανονικά κριτήρια της εκκλησιαστικής ενότητας της πρώτης χιλιετίας αποκλείει την παράταση της ζωής των ουνιτικών κοινοτήτων στις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, αφού οι οργανωτικές δομές της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία θεμελιώθηκαν κατά τρόπο απόλυτο στο κανονικό κριτήριο της εδαφικότητας των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Ο Επίσκοπος Ρώμης δηλαδή δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο ουτε Πατριάρχης της Δύσεως, έστω και αν ως πρωτόθρονος μεταξύ των πέντε πατριαρχών είχε τιμηθή με συγκεκριμένα κανονικά προνόμια στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος.

Συνεπώς, η εφαρμογή των προτάσεων της παπικής Εγκυκλίου στην εκκλησιαστική πράξη συνδέεται με σοβαρά και παρεπόμενα προβλήματα, τα οποία θα συνεκτιμηθούν από τη Μικτή Επιτροπή στα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εν τούτοις, θα μπορούσε να υποθέση κανείς ότι η παπική Εγκύκλιος δεν αποκλείει μία διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου, αφ' ενός μεν υπό την προβαλλόμενη και στην παπική Εγκύκλιο γνωστή ρωμαιοκαθολική θεωρία, αφ' ετέρου δε υπό τα κανονικά κριτήρια της κανονικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας. Αυτό θα σήμαινε ότι το παπικό πρωτείο υπό την πρώτη μορφή θα παρέμενε αναλλοίωτο στην εσωτερική λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ το παπικό πρωτείο υπό την κανονική του μορφή θα ίσχυε στη λειτουργία των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία και με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Ωστόσο, η διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τα κανονικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας, τα οποία προβάλλονται με χαρακτηριστική έμφαση στην παπική Εγκύκλιο ως η μόνη αστασίαστη ή παραδεκτή κανονική βάση για την άρση του σοβαρού εμποδίου στην κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Είναι λοιπόν πιθανόν να έχη συνειδητοποιηθή πλέον στην παπική αυλή, ότι οι θεωρίες των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων της δεύτερης χιλιετίας για το παπικό πρωτείο, με αφετηρία κυρίως την άκριτη κωδικοποίηση του Γρατιανού κατά τον ΙΒ' αιώνα (Decretum Gratiani), καίτοι γαλούχησαν την εσωτερική αυταρέσκεια της παπικής αυθεντίας, εν τούτοις έπληξαν το πραγματικό εκκλησιαστικό κύρος του παπικού θρόνου τόσο με τη διακοπή της κοινωνίας των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054), όσο και με την απόσχιση από τη Δυτική Εκκλησία της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως (ΙΣΤ' αιώνας). Eνώ δηλαδή κατά την πρώτη χιλιετία το σύμφωνο με την κανονική παράδοση πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης ως του πατριάρχη της Δύσεως λειτουργούσε μέσα από τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών και την Οικουμενική σύνοδο σε ολόκληρη την Εκκλησία, αντιθέτως στη δεύτερη χιλιετία η άκριτη θεωρία των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων καταπολεμήθηκε όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στο ίδιο το σώμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συνεπώς, η επιστροφή στην κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας αποτελεί πράγματι τη μέγιστη δυνατή καταξίωση και της σύγχρονης αποστολής του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως διευκολύνει την κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της κοινωνίας της πίστεως εν τω συνδέσμω της αγάπης της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Οποιαδήποτε άλλη επιδίωξη δεν θα ευδοκιμήση. Οι διαλεγόμενες στα πλαίσια του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου Εκκλησίες γνωρίζονται καλώς μεταξύ τους και γνωρίζουν καλώς όλα τα ουσιαστικά προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ώστε να αποκλείεται οποιοσδήποτε αδόκιμος συμβιβασμός σέ όσα ζητήματα η εκκλησιαστική συνείδηση αξιολόγησε ως ουσιώδη για την ορθοδοξία της πίστεως ή για την ενότητα της Εκκλησίας.

Προηγούμενη Σελίδα