image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα

Πωλ Εμίλ-Ρουά

Ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος μέσα στὴν Ἐκκλησία

Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» 1969, ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ἀθήνα 1968.
(Ἀπόδοση : Λουκίας Ι. Μεταξᾶ)



Ἴσως ἀναζητοῦμε μ' αὐτὴ τὴ στάση μιὰ δικαιολογία γιὰ τὶς παραιτήσεις μας ἢ ἀναγνωρίζουμε μιὰ μυστικὴ συνενοχὴ μὲ τὰ σκοτάδια. Ἐπικρίνουμε τοὺς δημιουργοὺς ποὺ γίνονται προσηλυτιστὲς τῆς ἀρετῆς κι ἔχουμε δίκιο κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἡ πίστη ζημιώνει τὴ δημιουργικὴ πράξη. Ἁλλὰ συγχωροῦμε εὔκολα τοὺς ἀποστόλους τοῦ νοσηροῦ καὶ τῆς εἰδωλολατρείας σὰν μέσα σ' αὐτὴ τὴ τελευταία, ἡ αὐτονομία τῆς τέχνης νὰ γινόταν σεβαστή. Ἐν τούτοις, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, πρόκειται γιὰ μιὰ μεροληψία βλαβερὴ στὴν τέχνη, γιὰ μιὰ καθαρὴ παραβίαση τῶν νόμων τῆς δημιουργικῆς δραστηριότητας.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε αἰσθητικὴ σκέψη, ἀρνοῦμαι νὰ πιστέψω ὅτι πραγματοποιεῖ κάποιος ἔργο ἀλήθειας, μὲ τὸ νὰ μὴ δείχνη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴν πληθωρική του κλήση στὸ κακό, ἤ τὸ ἔνστικτό του γιὰ τὸ θάνατο. Μέσα σὲ κάθε ἄρρωστο ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα ποσοστὸ ὑγείας χωρὶς τὸ ὁποῖο ἡ ζωὴ δὲ θὰ ὑπῆρχε, οὔτε ἡ τέχνη ἐπίσης, γιατί ἡ τέχνη δὲ μπορεῖ νὰ κάνη τίποτα γιὰ τὸν θάνατο. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, ὅταν τὸ ὅραμα ποὺ ζωογονεῖ τὸ ἔργο, δὲν εἶναι ἀρκετὰ βαθύ. Ἡ ἁπλὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων δὲν εἶναι ἀρκετὰ διεισδυτική. Θ' ἀρκοῦσε κανεὶς νὰ ἔσκαβε λίγο περισσότερο γιὰ νὰ βρῆ μέσα σὲ κάθε ἄνθρωπο βέβαιες ἐκδηλώσεις ζωῆς καὶ ἀμέτρητα ἀναβρύσματα.

Ἂν προσπαθήση κανεὶς τώρα νὰ τοποθετήση τὴν τέχνη, κατὰ οὐσιώδη τρόπο, μέσα στὸ περίπλοκο τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων, πρέπει νὰ παραδεχτῆ ὅτι τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα, ἐνῷ εἶναι αὐθεντικὰ ὡς καλλιτεχνήματα, προέρχονται ἀπὸ μιὰν ἐκλογὴ ὑπαρξιακὴ βλαβερὴ
γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δὲ μποροῦν ἀδιάκοπα νὰ κυκλοφοροῦν μέσα σὲ μιὰ κοινωνία χωρὶς νὰ ἐπιφέρουν τελικὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου. Προσπαθώντας νὰ μὴ δείχνει κανεὶς στοὺς ἀνθρώπους παρὰ τὸ ἄθλιο μέρος τῆς ὕπαρξής τους, καταλήγει νὰ σκοτώση τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸ δυναμισμὸ χωρὶς τὰ ὁποῖα καμμιὰ κοινωνία δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ. Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν τέχνη. Προκειμένου νὰ ἐκλέξη κανεὶς μεταξὺ μιᾶς διεφθαρμένης τέχνης καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καλύτερα εἶναι νὰ ψηφίση ὑπὲρ αὐτοῦ. Καὶ καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ὁρισμένες στιγμὲς οἱ κοινωνίες ἐπιβάλλουν μέτρα ἀσφαλείας. Ἀμύνονται. Ὅταν εἶναι ἐκφυλισμένες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴ ἀναγνωρίζουν αὐτὸ ποὺ τὶς καταστρέφει, γκρεμίζονται καὶ ἡ τέχνη συντείνει στὸ νὰ καταβαραθρωθοῦν.

Κατὰ τ' ἄλλα, εἶμαι προσωπικὰ πεπεισμένος ὅτι ἡ τέχνη ποὺ ἐξευτελίζει ἀληθινὰ τὸν ἄνθρωπο, προδίδεται πρῶτα ὡς τέχνη καὶ παραβιάζει τοὺς ἐσωτερικούς της νόμους. Ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκουν ἀπέναντί της μὲ μιὰν ὑπερβολικὴ ἐπιείκεια, εἶναι γιατί κολακεύει αὐτὸ ποὺ καλύπτει τὴν κατάπτωσή τους καὶ προσδίνει στὸν ἴδιο τους ἐκφυλισμὸ μιὰ ἐπίφαση ἀλήθειας. Ἐν τούτοις, οἱ ἄνθρωποι δὲ χορταίνουν ἀπεριόριστα μὲ μιὰ τροφὴ ποὺ τοὺς ἀρρωσταίνει κι ἔρχεται μιὰ μέρα ποὺ ἀντιδροῦν ἄγρια ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ τοὺς καταστρέφει. Οἱ νέοι εἰδικά, ἀρέσκονται πρὸς στιγμὴ σ' ἔργα ποὺ δικαιολογοῦν τὴ τεμπελιὰ τους ἀλλ' ἀνασηκώνουν μιὰ μέρα τὸ κεφάλι καὶ ἀπορίπτουν συνολικὰ τὰ βιβλία ποὺ ἀπειλοῦν τὴν ὕπαρξή τους. Ἀντίθετα πρὸς ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ τῶν δημιουργῶν μας, οἱ νέοι μας ἐμπιστεύονται τὴ ζωή, θέλουν νὰ ριζώσουν μέσα στὸν αἰῶνα τους, γυρεύουν αἰτίες ζωῆς. Ἀποστρέφονται τοὺς καλλιτέχνες ἢ τοὺς στοχαστὲς ποὺ θυμώνουν τὸν νεώτερο κόσμο. Ἀντὶ νὰ τοὺς κατηγορῆ κανεὶς γιὰ ἔλλειψη καλλιεργείας καὶ γιὰ τύφλωση, θὰ ἦταν ἴσως καλλίτερα ἂν ἀναθεωροῦσε τὶς ἴδιες του τὶς πεποιθήσεις.

Ἡ θέση τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ πρόβλημα, ὅταν διερωτᾶται κανεὶς πῶς νὰ συμφιλιώση τὴ δημοκρατικὴ νοοτροπία καὶ τὴ στάση τοῦ πιστοῦ ποὺ κυβερνᾶται καὶ διδάσκεται ἀπὸ τοὺς διαδόχους τῶν 'Αποστόλων καὶ τῶν ἀμέσων τους συνεργατῶν. Στὴ δημοκρατία, ἡ κυβέρνηση προέρχεται ἀπὸ τὸ λαό. Ὑπάρχει, ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ γιὰ τὸ λαό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ πρωτοβουλία προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ θεία ζωὴ δίδεται στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ προτεινόμενη ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις μας ἢ ἀπὸ τὴν ἐκλογή μας. Μᾶς προτείνεται. Δὲν εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τὴ δεχτοῦμε, ἀλλ' ἂν τὴ δεχτοῦμε, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τὴ συνδυάσουμε μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ μὲ τὶς ἰδέες μας. Μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ κανόνες ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κρίση μας. Μποροῦμε προφανέστατα νὰ τὴ μεταχειριστοῦμε ὅπως μᾶς ἀρέσει, ἀλλὰ παύουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς νὰ εἴμαστε χριστιανοί.

Θεωρητικὰ πάντως, ἡ λύση εἶναι ἀρκετὰ εὔκολη. Ὁ Θεὸς πράγματι δὲ μᾶς ἀφαιρεῖ τίποτε. Δὲν ἔρχεται γιὰ ν' ἀντείπη ἢ νὰ γελοιοποιήση τὶς ἀνθρώπινές μας ἀπαιτήσεις. Μᾶς προσφέρει κάτι περισσότερο. Μᾶς δίνει κάτι, καὶ γιὰ νὰ τὸ λάβουμε, εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ εἴμαστε σὲ στάση ἀνάλογη ἐκείνου ποὺ λαβαίνει. Ἡ Ἐκκλησία, τέτοια ὅπως ἔχει ἱδρυθῆ ἀπὸ τὸ Χριστό, ἀφήνει τὶς ἀνθρώπινες πραγματικότητες στὶς ἴδιες τους πρωτοβουλίες, σέβεται τὴν ἐσωτερική τους σκοπιμότητα. Προσθέτει μονάχα μιὰ καινούργια διάσταση στὴν ὕπαρξη. Δὲν ἀδικεῖ τὴν ἐλευθερία μας, ὅπως δὲν ἀδικῶ ἐκείνη ἑνὸς σπουδαστοῦ ποὺ θέλει νὰ μελετήση τὴν ἑλληνικὴ τέχνη καὶ ὁ ὁποῖος δὲ διαθέτει παρὰ μερικὰ βιβλία, στὸν ὁποῖο προσφέρω ἕνα ταξίδι στὸ Λοῦβρο καὶ στὴν Ἑλλάδα. Προφανῶς, γιὰ νὰ πάη στὴν Εὐρώπη, εἶναι ἐλεύθερος νὰ πάρη τὸ βαπόρι ἢ τὸ ἀεροπλάνο, ἀλλὰ θὰ ἦταν πολὺ ἄδικο νὰ ἐπικρίνω τὸν ἐαυτό μου ὅτι τοῦ ἐπιβάλλω νὰ ταξιδέψη διὰ θαλάσσης ἢ δι' ἀέρος!

Στὴν πράξη ὅμως, οἱ δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Συμβαίνει συχνὰ ὁ κλῆρος νὰ κάνη ὥστε νὰ ὑπερβαίνη τὸ ἐπίπεδο τῶν γήινων πραγματικοτήτων ἡ αὐθεντία ποὺ κατέχει στὸ ἐπίπεδο τῶν ὑπερφυσικῶν πραγματικοτήτων. Γνωρίζουμε ὅλες τὶς μορφὲς αὐταρχισμοῦ καὶ κληρικαλισμοῦ ποὺ ἐκδηλώνονται κατὰ ὁρισμένες περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, καὶ οἱ ὁποῖες συμπιέζουν τὶς ἐλευθερίες ἢ τουλάχιστο τὶς παραλύουν.

Κανένας δὲ μπορεῖ νὰ διαψεύση αὐτὲς τὶς καταχρήσεις καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ ὑπάρξουν, ἀφοῦ ὁ Κλῆρος εἶναι ἀνθρώπινος καὶ ἀρέσκεται στὴν κυριαρχία ὅπως κάθε γιὸς τοῦ Ἀδάμ. Πολὺ περισσότερο ποὺ ἡ Χάρη ἔρχεται νὰ εἰσδύση μέσα στὸ ἀνθρώπινο μὲ τρόπους ποὺ εἶναι συχνὰ δύσκολο νὰ προσδιοριστοῦν καὶ ποὺ μποροῦν νὰ δώσουν λαβὴ σὲ διάσταση γνωμῶν ποὺ πιθανὸν ὑποκρύπτουν πάθη. Γι' αὐτὸ ὁ Κλῆρος πρέπει νὰ μὴν ἐμπιστεύεται στὸν ἑαυτό του, νὰ ἐφαρμόζη μίαν αὐστηρὴ αὐτοκριτική. Γι' αὐτὸ ἐπίσης οἱ λαϊκοὶ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ ἐκφρασθοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπαναφέρουν τοὺς κληρικοὺς στὴν ἁρμοδιότητά τους ὅταν προσπαθοῦν νὰ τὴν ὑπερβοῦν.

Ἔχοντας παραδεχτῆ ὅλα αὐτά, πρέπει ἀσφαλῶς νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργανωμένη κατὰ τρόπο μὴ δημοκρατικό, ἀλλὰ Ἱεραρχικό. Δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι ὁ καρπὸς μιᾶς ἀνθρώπινης ἀπόφασης ἢ τῆς λαϊκῆς θέλησης κατὰ τὸν Ρουσσώ, ἀλλ' ἡ ἐκπλήρωση ἑνὸς σχεδίου ἐπεξεργασμένου ἀπὸ τὸν Θεό. Δίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Καὶ τοῦτο δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴ θέληση τῶν κληρικῶν, οὔτε ἀπὸ ἐκείνη τῶν λαϊκῶν. Εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ θέλησε ἡ 'Εκκλησία Του νὰ κυβερνᾶται κατὰ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μοιράζη τὰ δῶρα Του ἔτσι ἢ ἀλλιῶς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ ζητήσουμε λογαριασμό. Συνεπῶς, ὑπάρχει μιὰ ὁρισμένη νοοτροπία, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διαστρέψη τὴ συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν.

Σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἕνας ρωμαιοκαθολικὸς δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καλὸς δημοκράτης; Τὸ ἀκούει κανεὶς νὰ λέγεται καμμιὰ φορὰ καὶ μάλιστα ἀπὸ ρωμαιοκαθολικούς. Θὰ φαινόταν ὅτι εἴμαστε μαθημένοι ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ λαβαίνουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ ὅσοι δὲ μποροῦμε νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸ κανονικὸ παιγνίδι τῆς δημοκρατίας. Μεταφέραμε στὸ πολιτικὸ ἢ ἀστικὸ ἐπίπεδο, διατείνονται, μιὰ θρησκευτικὴ συμπεριφορά, ποὺ δὲν ἔχει πιὰ πέραση. Μιὰ τέτοια γνώμη μπορεῖ νὰ περιέχει ἕνα ποσοστὸ ἀλήθειας. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ προδίδη μιὰ σύλληψη λιγάκι διφορούμενη καὶ γιὰ τὴν 'Εκκλησία καὶ γιὰ τὴ δημοκρατία.

Ἡ δυσπιστία ποὺ ὁρισμένοι δημοκράτες τρέφουν ἔναντι τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἕνα μέρος σημαντικό τῆς ἐκκλησίας τῆς Γαλλίας ἐπὶ παραδείγματι ἔζησε κατὰ ἕνα τμῆμα τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνος μέσα στὴ νοσταλγία τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος καὶ σὲ ἀνοικτὴ ἀντίθεση μὲ τὴ δημοκρατία. Ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα ἱστορικὸ πρόβλημα ποὺ τέθηκε κατὰ διαφορετικὸ τρόπο στὴν Ἰταλία ἀλλὰ ποὺ δὲ χάλασε λιγότερο τὶς σχέσεις μεταξὺ τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατικῆς κίνησης μέσα στὸ νεώτερο κόσμο. Ἂν οἱ κληρικοὶ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους, δὲν εἶναι λιγότερο βέβαιο ὅτι ὁρισμένοι δημοκράτες ξεπέρασαν τὰ ὅρια τῶν ἀπαιτήσεων τῆς δημοκρατίας καὶ συνετέλεσαν στὸ νὰ δηλητηριάσουν τὶς συζητήσεις. Αὐτὲς οἱ παρεξηγήσεις φαίνονται νὰ ἐξαλείφτηκαν σήμερα καὶ θὰ ἦταν ἀπρεπὲς νὰ τὶς διατηρήση κανεὶς περισσότερο. Ὁ ρωμαιοκαθολικισμός, φαίνεται, ἢ μᾶλλον, ἀπέδειξε ὅτι δὲ σχετίζεται ἀπὸ τὴ φύση του μὲ κανένα πολιτικὸ καθεστὼς καὶ πρέπει ν' ἀπομακρυνθῆ κανεὶς μιὰ καὶ καλὴ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στείρους καυγάδες.

Ἡ ἴδια δυσπιστία μπορεῖ ἀκόμα νὰ προέρχεται ἀπὸ μιὰ χονδροειδῆ ἑρμηνεία τῆς δημοκρατίας. Θὰ πῆ κανεὶς ἐπὶ παραδείγματι: στὴ δημοκρατία ἡ κυβέρνηση ἔρχεται ἀπὸ τὸ λαό, ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ βέβαια, οἱ κυβερνῶντες, μέσα σὲ μιὰ δημοκρατία, δὲν περιβάλλονται μὲ τὸ θρησκευτικὸ κῦρος ποὺ ἡ στέψη, ἡ ὁποία ἦταν μιὰ θρησκευτικὴ τελετή, παρεῖχε στὸ βασιλιὰ ποὺ στεφόταν. Ἡ δημοκρατία ὅμως δὲν εἶναι ἕνας σφετερισμὸς τῆς θείας διακυβέρνησης. Ἐκλεγόμενος δημοκρατικά, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ γίνεται ὁ ὑπεύθυνος τῆς κοινωνικῆς τάξης καὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του αὐτὴ ἐνεργεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλοτε ὁ βασιλιάς. Ἀκόμα καὶ στὴ δημοκρατία, ἡ κυβέρνηση προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ διὰ τοῦ λαοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπαιτοῦσε ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ὑπακούουν τοὺς ρωμαίους αὐτοκράτορες ποὺ κατεδίωκαν τοὺς χριστιανούς, ὄχὶ διότι εἶχαν εὐλογηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ δὲν εἶχαν, ἀλλὰ γιατί ἦταν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς κοινωνικῆς τάξης. Ὁ Θεὸς θέλησε οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν μέσα σὲ κοινωνία, καὶ τοῦτο ἀπαιτεῖ κυβερνήσεις οἱ ὁποῖες νὰ πραγματοποιοῦν τὸ σχέδιό του καὶ οἱ ὅποιες, ἀφοῦ ἔγιναν ἐξουσία, νὰ ἐνεργοῦν ἐν ὀνόματί του, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ πολιτικὸ καθεστὼς ποὺ υἱοθετεῖται.

Προσωπικὰ πιστεύω, ὅτι ἡ ἀντίθεση ἀρχῆς μεταξὺ τῆς 'Εκκλησίας καὶ τῆς δημοκρατίας ἐμφανίζεται ὅταν προκαταλήψεις σκοτεινιάζουν τὴ νοημοσύνη καὶ ψευτίζουν τὴ φύση τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης. Οἱ χριστιανοὶ διανοούμενοι ἔχουν νὰ παίξουν ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ ρόλο γιὰ νὰ διασαφηνίσουν ἱστορικὲς καταστάσεις καὶ νὰ φωτίσουν τὶς συνειδήσεις. Ἂν πλάθουν ἀπὸ τὴ δημοκρατία ἕνα μῦθο, προφανῶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμφωνήση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ἰδέα τῆς δημοκρατίας εἶναι συχνὰ κηλιδωμένη, μολυσμένη. Ὁ Πεγκὺ καὶ ὁ Μουνιὲ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς φωτίσουν σχετικά. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἂν ὁδηγήση κανεὶς τὴν Ἐκκλησία ξανὰ στὴν Ἱεραρχία, ἂν σταματήση κανεὶς ὅλη τὴ δραστηριότητα τοῦ χριστιανοῦ μπρὸς σὲ μιὰν ἀπόφαση τοῦ Πάπα, κάνει τὴ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐχθρὰ τῆς δημοκρατίας ἀλλὰ καὶ τὴν παραμορφώνει. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δίδεται ἀπὸ τὸ Θεό, διοικεῖται καὶ διατηρεῖται ἀπὸ Αὐτόν. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι παρὸν μέσα στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς φωτίζει στὰ καθήκοντά τους διοίκησης καὶ διδαχῆς, Ἀλλά εἶναι παρὸν ἐπίσης μέσα στὸ λαὸ τῶν πιστῶν, μέσα σ' ὅλο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Σώματος ὥς τὸν Ἀρχηγό της ὑπάρχει καὶ πρέπει νὰ ὑπάρχη ἀνταλλαγή, διάλογος, ἐπικοινωνία. Ἔτσι εἰσερχόμαστε στὸ πρόβλημα τῆς κριτικῆς μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ὅτι ἡ κριτικὴ εἶναι δυνατὴ καὶ παραδεκτὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ γεγονότα τὸ ἀποδεικνύουν ἀρκετά. Πρέπει ὅμως ἡ κριτικὴ αὐτὴ νὰ ὑποταγῆ σὲ ὁρισμένους ὅρους γιατί ἀλλιῶς ἐκφυλίζεται σὲ ἀντιχριστιανικὴ σταυροφορία. Ὁ πρῶτος ὅρος, ποὺ περιέχει ὅλους τους ἄλλους, εἶναι νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ μιὰ φροντίδα ἐξαγνισμοῦ καὶ ἀνάπτυξης τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας χριστιανὸς ἀληθινὰ πιστὸς δὲ θὰ θελήση νὰ παρασυρθῆ σὲ πικρὲς κριτικὲς ποὺ θὰ παρέλυαν τὴν ἐπίδραση τῆς Ἐκκλησίας διχάζοντας τοὺς πιστοὺς κι' ἐλαττώνοντας τὴν ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὸν πνευματικὸ τοὺς ἀρχηγό.

Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ κριτικὴ ποὺ διεξάγεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποὺ θέλουν τὴν καταστροφή της, ποὺ πάντως θὰ ἤθελαν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ σὲ διαστάσεις καθαρὰ κοσμικές. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη κριτικὴ ποὺ εἶναι ἐσωτερική της Ἐκκλησίας καὶ ποὺ θέλει τὸ καλό της, ποὺ θέλει νὰ βοηθήση τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Πνεύματος μέσα στὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο νὰ διακρίνη κανεὶς τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε νὰ μὴ παίξουμε τὸ παιχνίδι τῶν ἐχθρῶν της Ἐκκλησίας.

Σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης εἶναι περιορισμένη μέσα στὴν Ἐκκλησία; Ναί, ἂν ἐννοῆ κανεὶς μ' αὐτὸ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ λέγη ὅ,τι τοῦ περνᾶ ἀπὸ τὸ κεφάλι, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἀφήνεται σ' ὅλους τοὺς μικροθυμούς του καὶ στὶς προσωπικές του μνησικακίες. Ἂν ὁ χριστιανὸς σοβαρεύεται, γνωρίζει ὅτι τὸ καλό της Ἐκκλησίας προηγεῖται ἀπὸ τὰ ξεθυμάσματά του καὶ τὶς διαμαρτυρίες του. Θὰ θυσιάση τὴν εὐχαρίστηση τῆς κριτικῆς γιὰ τὴν κριτική, στὴν ἀγάπη ποὺ θέλει ἀπολύτως νὰ κυριαρχήση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Προφανῶς, δὲν πρόκειται νὰ σωπάση κανεὶς ἐμπρὸς στὶς ἀδικίες ἢ τὶς ἀκαταστασίες γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήση τὸν τάδε πιστὸ ἢ τὸ δεῖνα θρησκευτικὸ ἀρχηγό. Θὰ εἶναι μάλιστα ἕνα καθῆκον, σ' ὁρισμένες περιστάσεις, νὰ μαστιγώση τοὺς κοιμισμένους καὶ τοὺς νωθρούς. Ἀλλ' αὐτὸ τὸ θάρρος εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὸ κριτικὸ πνεῦμα ποὺ ἀσκεῖ τὴ κριτικὴ ὡς ἕνα ἀνωτέρου εἴδους σπόρ.

Πολὺ συχνά, ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρκετὴ ἀρνητικὴ κριτική, ἀλλὰ ἐλάχιστη οἰκοδομητικὴ κριτική. Καταγγέλλει τὰ ἐλαττώματα κανεὶς τῆς χριστιανικῆς κοινότητας, σημειώνει τὶς ἀδυναμίες της, γελοιοποιεῖ τὰ λάθη της. Ἀρκεῖται σ' αὐτό. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ παραδεχτῆ ὅτι οἱ δικαιούμενοι, ποὺ περιφρονοῦν καὶ ἀπορρίπτουν βίαια τὴ λογοκρισία, εἶναι συχνὰ τρομεροὶ λογοκριτές.

Κάθε κριτικὴ ἐπάγει μιὰ σύγκριση ἀνάμεσα σ' αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ σ' αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἀνάμεσα σὲ μιὰ συγκεκριμένη κατάσταση καὶ
ένα δεδομένο κανόνα. Πρέπει πρῶτα νὰ βλέπη κανεὶς μὲ σαφήνεια τὴν πραγματικότητα. Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ν' ἀρκῆται σὲ ἀόριστες διαισθήσεις καὶ προαισθήματα. Τείνει κανεὶς πάρα πολύ, ἀπὸ τὸν Ρουσσὼ καὶ πέρα, νὰ δίνη στὸ αἴσθημα τὴ βεβαιότητα καὶ τὸ ἀλάθητο ποὺ ἔδινε ἄλλοτε στὸ νοῦ. Συμβαίνει ν' ἀρκεῖται κανεὶς σὲ ὑπολογισμοὺς κατὰ προσέγγιση, ἀνεπαρκεῖς γιὰ νὰ διατυπώση κρίσεις ποὺ δὲ μποροῦν παρὰ νὰ θολώσουν τὰ πνεύματα. Ὁ διανοούμενος λέγει ὁ Gabriel Marcel, δὲν ἔχει νὰ κάνη μὲ μιὰ σαφῆ καὶ σταθερὴ πραγματικότητα ὅπως ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ἀγρότης. Ἐργάζεται μὲ λέξεις καὶ τὸ χαρτὶ τὰ τραβᾶ ὅλα. Μπορεῖ νὰ συμβῆ νὰ πιστέψη ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅπως θὰ ἤθελε νὰ εἶναι, ἐπειδὴ τὸν διευκολύνει στὴ θέση ποὺ ἀναπτύσσει. Γοητευμένος ἀπὸ τὴ λάμψη τῆς μορφῆς της, θὰ βάλη τὴν ἀλήθεια σὲ δεύτερο ἐπίπεδο καὶ θὰ ἀποφανθῆ χωρὶς πραγματικὰ νὰ γνωρίζη τὴν κατάσταση ἑνὸς προβλήματος. Κανένας προφανῶς δὲν εἶναι ἀπόλυτα προστατευμένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κινδύνους καὶ πολὺ ἁπλοϊκὸς εἶναι ὅποιος νομίζει ὅτι τοὺς ἀποφεύγει ἐντελῶς. Ἕνας λόγος περισσότερο γιὰ νὰ λαβαίνη κανεὶς ὅλα του τὰ μέτρα.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν νὰ βλέπη κανεὶς καλὰ τὴν πραγματικότητα, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἕνας κανόνας γιὰ νὰ τὴν κρίνη. Γιὰ ἕνα χριστιανό, χρειάζεται νὰ ἀντιλαμβάνεται καλὰ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς πίστης, τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ βιαστικές μας κρίσεις προέρχονται συχνὰ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν γνωρίζουμε ἐπαρκῶς τὴν πραγματικότητα, αλλά κι ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἴμαστε ἐπαρκῶς φωτισμένοι ἀπὸ μιὰ ὑγιᾶ καὶ φωτεινὴ ἔννοια γιὰ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητήση διὰ μακρῶν τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίζουν πολλοὶ γιὰ τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς νὰ εἶναι αἱρετική, αὐτὴ ἡ ἰδέα εἶναι φτωχή, παραμορφωμένη, σκληρωτική. Μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς τὸ ἴδιο γιὰ τοὺς διανοούμενους; Ὄχι γιὰ ὅλους ἀσφαλῶς. Ἀλλ' ἂν ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲν προσέχει, δὲν
θ’ ἀντισταθῆ στὴ τάση νὰ φαντάζεται τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐξάρτημα μιᾶς élite. Θὰ κάνει κριτικὲς ποὺ δὲν θὰ ἦταν ἔγκυρες παρὰ μονάχα ἂν ὑπῆρχε μιὰ διανοούμενη é1ite μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχουν παρὰ μερικὴ ἀξία, γιατί ὁ λαὸς τῶν πιστῶν συμπεριλαμβάνει ἐπίσης ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἡ εὐσέβεια, oἱ γνώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ πίστη τοὺς εἶναι μιᾶς ἄλλης φύσης, χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγκαστικὰ λιγότερο ἔγκυρες.

Ἡ κριτικὴ προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκριση τῆς πραγματικότητας μ’ αὐτὸ τὸν κανόνα γιὰ τὸν ὁποῖο μόλις μιλήσαμε. Γίνεται μιὰ κρίση ποὺ ἐκφράζει τὴν τέλεια σχέση ἢ τὴν μὴ τέλεια σχέση τοῦ γεγονότος μὲ τὸ ἰδεῶδες. Καὶ ἐδῶ ἀκόμα, ὑποθέτει κανεὶς ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ὑποκειμενικότητα μπορεῖ νὰ εἰσχωρήση καθὼς προχωρεῖ ἡ σκέψη καὶ νὰ τὴν κάνη νὰ παρεκκλίνη. Εἶναι ὅλες οἱ ἐσωτερικές μας διαθέσεις ποὺ μᾶς τυφλώνουν καὶ παραλύουν τὴν κρίση μας. Ἂν ἀγαπᾶ κανεὶς τὴ συμπλοκή, θὰ βρῆ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ξεκινήση σὲ σταυροφορία. Ἂν κλίνη κανεὶς στὴν μνησικακία, θὰ ἐπωφεληθῆ ἀπὸ τὶς ἀνεπάρκειες τῆς σκέψης γιὰ νὰ προβῆ σὲ ἀντεγκλήσεις. Ὁ Γκαμπριὲλ Μαρσὲλ ἔγραψε: Εἶναι ἀδύνατο ν' ἀμφισβητήση κανεὶς ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πνεύματος τῆς διεκδίκησης μπορεῖ νὰ συμπίπτη μὲ μιὰν ὁρισμένη ἠθικὴ χαλάρωση. Τὰ συμπλέγματά μας, τὰ αἰσθήματά μας ἀβεβαιότητας, οἱ ψυχολογικές μας δυσαρέσκειες ὅλων τῶν εἰδῶν, ἀμβλύνουν λιγότερο ἢ περισσότερο σοβαρὰ τὴν διαύγειά μας. Μιὰ ὁρισμένη μορφὴ ἀντικληρικαλισμοῦ αὐξάνει ἄνετα σ' αὐτὲς τὶς περιοχές. Ἕνας ἀντικληρικαλισμὸς τυπικός, χαμογελαστός. Παίρνει κανεὶς στάσεις προφήτη, ἢ ἀκόμα παίζει τὸ ρόλο τοῦ μάρτυρα καὶ τοῦ καταδιωκόμενου.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν νὰ διαπιστώνη κανεὶς τὴ μὴ τέλεια σχέση τῆς πραγματικότητας μὲ τὸν κανόνα. Πρέπει νὰ βρῆ τὸν λόγο, τὴν αἰτία νὰ ἀποδώση εὐθύνες. Συμβαίνει νὰ γυρεύη κανεὶς νὰ τὶς βρῆ ἔξω ἀπ' αὐτόν. Ἂς ἀρκεστοῦμε νὰ ξαναδιαβάσουμε αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς τοῦ Pére Ernest Gagnon: «Νὰ πραγματοποιοῦμε, νὰ δημιουργοῦμε, νὰ κάνουμε κάτι τί παρὰ τὶς δυσκολίες, εἶναι μιὰ στάση ὥριμου. Προτιμοῦμε νὰ παραπονούμεθα γιὰ τοὺς ἄλλους κυρίως ὅταν εἶναι μακρινοὶ καὶ ἀνώνυμοι».

Ἂς θέσουμε ἕνα τελικὸ σημεῖο σ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις λέγοντας ὅτι ἡ φροντίδα μας πρέπει νὰ εἶναι νὰ δεχόμαστε τὴν Ἐκκλησία μέσα στὴ σαρκική της κατάσταση, νὰ δεχόμαστε τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσάρκωσης μ' ὅλες της τὶς συνέπειες. Οἱ διανοούμενοι κλίνουν στὸ νὰ πνευματοποιήσουν τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὴν ἀπομονώσουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀποτελοῦν μέρος της, νὰ τὴ σκέφτονται ἀντὶ νὰ τὴ ζοῦν. Ἐφεῦραν στὸν 18ον αἰώνα ἕνα παράξενο δυαδισμὸ ποὺ ἔδιδε τὴν ἐμφάνιση μιᾶς θεολογίας καλὰ ἀποκαταστημένης ἀλλὰ ποὺ ἦταν στὴν πράξη μιὰ πολεμικὴ μηχανὴ ἐναντίον τῆς 'Εκκλησίας. Ἔλεγαν παραδείγματος χάρη, πὼς σέβονται τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ ἀλλ’ ὅτι χτυποῦσαν τὰ λάθη της καὶ τὶς παραμορφώσεις της. Παραλάμβαναν τὸν κλῆρο, ἀλλὰ σέβονταν τὴ θρησκεία. Διατείνονταν ὅτι ὑπερασπίζονταν τὴν θρησκεία ἀπὸ τὴ βλαβερὴ ἐπίδραση τοῦ κλήρου. Ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὑπεράσπιζαν τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ στὴ πράξη, ἐργάζονταν γιὰ τὴν καταστροφή της. Γιὰ ὅποιον δὲν αἰσθανόταν τὸ δόλο, ἡ διαδικασία ἦταν ἑλκυστική, γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο θεία, εἶναι ἐπίσης ἀνθρώπινη, καὶ ἁμαρτωλὴ μέσα στὰ περισσότερα μέλη της. Ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς, ἔχουν ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ 'Εκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς Τὸν δίνη.


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα