Πωλ Εμίλ-Ρουά
Ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἀπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» 1969, ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ἀθήνα 1968.
(Ἀπόδοση : Λουκίας Ι. Μεταξᾶ)
Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πασκάλ, σχηματίζει ἕνα σῶμα «στοχαζομένων μελῶν». Εἶναι ἕνα σῶμα, ἕνας ὀργανισμὸς ποὺ παράχωρεὶ στὰ μέλη ποὺ τὸ ἀποτελοῦν τὴν ἀτομικότητά τους, ἀλλὰ μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὰ εἰσαγάγη σὲ μιὰ κοινωνία εἰδικοῦ τύπου, σ' ἕνα κοινὸ πνεῦμα ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἐδῶ ἀρκεῖ γιὰ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ κατάσταση τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου ποὺ δὲν εἶναι ἐκείνη τοῦ ξένου γιὰ τὴ πίστη μας διανοούμενου.Ὅπως ὁ πιὸ ἁπλὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὁ διανοούμενος ποὺ εἶναι χριστιανὸς κεντροθετεῖται πάνω στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνει τὸ φῶς καὶ τὴ δύναμη. Ἡ ζωὴ του ξετυλίγεται μέσα στὸ κόσμο τῶν γήινων μεριμνῶν, λαβαίνει μέρος στὶς μεγάλες συζητήσεις γιὰ τὸ πολιτισμό, διατρέχει ὅλους τους γήινους δρόμους, ἀλλὰ φυλάγει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὸ σύμπαν τοῦ Ἀναστάντος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀδιάκοπα ξαναποτίζεται.
Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὴ θέση τοῦ χριστιανοῦ διανοουμένου, εἶναι ὅτι στηρίζεται πάνω σὲ μιὰ κοινωνοῦσα ὕπαρξη ἀντλώντας τὴ συνεκτική της ἀρχὴ ἀπὸ τὸ Θεάνθρωπο ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ μεταδίδει τὴ ζωή του στὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι μπολιασμένος πάνω στὸ Χριστὸ μέσα στὸν ὁποῖο συναντᾶ τοὺς ἀδελφούς του. Ποτὲ δὲν ξαναβρίσκεται ἀπόλυτα μόνος ἀπέναντι στοὺς ἄλλους καὶ στὴν οἰκουμένη. Ἔχει τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν ἐγκαταλείπεται στὴν προσωπική του ἀθλιότητα, καὶ ἡ ὕπαρξὴ του προσδιορίζεται πρῶτα σὰ μιὰ πείρα ἀλληλεγγύης. Μπασμένος μέσα στὴ δίνη τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διαχύνεται μέσα στὴν ἱστορία, θέλει, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Père de Montshenil, «νὰ συμπράξη στ' ἀλήθεια στὴ κοινὴ προσπάθεια», νὰ εργαστῆ στὴ «συμπλήρωση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ». Δὲν εἶναι μονάχα φορέας ἰδεῶν ἢ εἰκόνων ποὺ κατασκευάστηκαν μέσα στὸ προσωπικό του ἐργαστῆρι, εἶναι, σαφῶς ἢ ὄχι, ζωντανὸς μάρτυρας μιᾶς ἀνθρωποθεϊκῆς πείρας ποὺ ξαπλώνεται σ' ὅλους τους τομεῖς τῶν γήινων δραστηριοτήτων μας.
Ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος βρίσκεται ἔτσι ν' ἀποτελῆ ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὑπευθύνους γιὰ τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν πολιτισμό. Σ' ὅποιο τομέα καὶ ἂν δρᾶ μὲ τὸ στοχασμό του, δρᾶ σὲ ὁμοφωνία μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Λύτρωσης.
Ὑπ' αὐτὴ τὴν ἔννοια μποροῦν ν' ἀποδοθοῦν στὸ Χριστιανὸ διανοούμενο αὐτὲς οἱ γραμμὲς τοῦ Πίου XII: «Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουν τὸ καθῆκον νὰ συντείνουν στὴ διείσδυση τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος στὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν κοινωνική, τὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐπίσης».
Αὐτὴ ἡ κίνηση τῆς χριστιανικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν κόσμο δὲν ἔχει μοναδικὴ ἔννοια, κατὰ πόσο ὁ διανοούμενος ἐξασφαλίζει μιὰ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο, ἐξασφαλίζει ἐπίσης μιὰ παρουσία τοῦ κόσμου στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἐδῶ βρίσκεται ξανανιωμένη, ζωντανεμένη, σὲ διέγερση. Εἶναι ἀναγκασμένη νὰ χρησιμοποιῆ μέσα, τὰ ὁποῖα διαφορετικὰ θὰ ἔμεναν ἀνεκμετάλλευτα, σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποδείξη πὼς στὶς περιόδους ποὺ οἱ Χριστιανοὶ διανοούμενοι δὲν ἐπιβλήθηκαν, ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβραδύνθηκε, ζάρωσε, σκληρύνθηκε, ὅπως ἡ μηχανὴ ποὺ φθείρεται ὅταν γυρίζει στὸ κενό. Θέτοντας μπρὸς στὴν Ἐκκλησία τὰ προβλήματα τῆς ἱστορίας, οἱ διανοούμενοι τὴν ἀναγκάζουν νὰ ἐγκαταλείψη τὴν εὔκολη καὶ ἄνετη ζωή, τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὰ ὑπερβολικὰ ἀνθρώπινα ἔργα, γιὰ νὰ προσηλωθῆ σ' αὐτὸ ποὺ γι' αὐτὴν εἶναι Θεῖο καὶ ποὺ δὲν προσμένει παρὰ νὰ ραγίση τ' ὄστρακό της γιὰ νὰ ἐκδηλωθῆ.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ἀπ' αὐτὸ ὅτι ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος, μὲ τὸ διάλογο ποὺ ἐξαναγκάζει τὴν Ἐκκλησία να διατηρῆ πρὸς τὸν κόσμο, συμμετέχει στὴν ἐπεξεργασία τῆς ἀποκαλυμμένης παρακαταθήκης. Μιλᾶ κανεὶς συχνὰ γιὰ τὴν παρακαταθήκη τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἡ ἔκφράση ἔχει ἔννοια καὶ μπορεῖ νὰ διεκδικήση μιὰ μακριὰ παράδοση. Ἐκφράζει τὸν ἀναλλοίωτο χαρακτῆρα τῆς Ἀποκάλυψης στὴν ὁποία πρέπει νὰ μένη κανεὶς προσκολλημένος μὲ τὴν πιὸ εὐσυνείδητη καὶ λεπτομεριακὴ προσήλωση. Κινδυνεύει ὅμως νὰ ἑρμηνευτῆ μὲ μιὰ πενιχρὴ ἔννοια, σὰν ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια νὰ μὴν ἦταν παρὰ ἕνα σύνολο πετρωμένων διατυπώσεων, ἀποξεραμένων, ἀπόλυτα ἀποξενωμένων ἀπὸ τὰ ζωντανὰ πλαίσια τῆς ἱστορίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ξεχνᾶ κανεὶς πὼς ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὑπενθύμισε ἐπίσης ὅτι ἦταν ἡ ζωή, καὶ ὅτὶ ἂν τὸ χριστιανικὸ μυστήριο εἶναι περαιωμένο κατὰ τὴ διατύπωσή του, δὲν εἶναι κατὰ τὴν ἀφομοίωσή του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Κύριός μας ὁ ἴδιος, εἶναι ἕνας θησαυρὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ παίρνουμε πράγματα παληὰ καὶ πράγματα καινούργια. Ἕνας θησαυρὸς ποὺ δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἀνεξάντλητος, καὶ ποὺ τὸ ξετύλιγμα τῆς ἰστορίας ἐπιτρέπει νὰ τοῦ ἀποκαλυφτοῦν τ’ἀναρίθμητα πλούτη του. Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια δὲν ἀλλάζει, ἀλλ' οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζουν, ἡ ἱστορία ἀνανεώνεται καὶ ἀδιάκοπα πρέπει νὰ τὴν ὑποβάλη κανεὶς στὸ φωτισμὸ τῆς πίστης. Ὁ Θεὸς ἐπενέβη στὴν ἱστορία γιὰ νὰ τὴν πληροφορήση κατὰ τὸ ἴδιο της γίγνεσθαι ἐπίσης• ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ὅταν κοκκαλώνει, δὲν μένει ἀληθινὴ πρὸς τὸν ἑαυτό της, γιατί δὲν εἶναι πιὰ πιστὴ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ γιατί ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἱστορικός. Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια ἐκφρασμένη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲ μπορεῖ ν'ἀνανεωθῆ παρὰ πηγαίνοντας ν' ἀντλήση μέσα στὴν ἀποκαλυμμένη παρακαταθήκη γιὰ ν' ἀπαντήση ἔτσι στὰ μεγάλα ἐρωτήματα ποὺ ἡ ἱστορία τῆς θέτει. Γιὰ τὸν χριστιανό, ἡ ἱστορία εἶναι μιὰ κλήση γιὰ στοχασμὸ καὶ γιὰ δράση, μιὰ ἐκδήλωση προοδευτική της κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζὴτᾶ νὰ σύμπεριληφθῆ μέσα στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο. Ἔτσι εἶναι φυσικὸ νὰ ἔχη φτάσει ἡ χριστιανικὴ σκέψη τὶς πιὸ ψηλὲς κορφὲς στὶς ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες τῆς εἶχαν ὑποβληθῆ οἱ πιὸ δύσκολες ἐρωτήσεις.
Ριζωμένος ταυτόχρονα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὁ χριστιανὸς διανοούμενος καλεῖται ἔτσι νὰ παίξη ἕνα ρόλο ποὺ μονάχα αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἐκπληρώση. Ἡ ἀποχὴ του εἶναι βλαβερὴ καὶ γιὰ τὴ μία καὶ γιὰ τὴν ἄλλη.
Χριστιανὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὁ διανοούμενος πρέπει νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν πίστη χωρὶς τὴν ὁποία δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσέλθη στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πίστη στὸ Χριστό, ἀλλὰ πίστη ἐπίσης σ' αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία διὰ τῆς ὀποίας ὁ Χριστὸς μιλεῖ, καὶ ὑπὸ ὅρους ποὺ προσδιόρισε Αὐτὸς ὁ ἴδιος.
Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὀργανωμένη ἱεραρχικὰ καὶ εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ θέλησε νὰ εἶναι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους οἱ φύλακες τῆς διδασκαλίας Του. Ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲν εἶναι ἡ Ἱεραρχία, ἀκόμα καὶ ἂν πολυάριθμοι ἐπίσκοποι εἶναι διανοούμενοι. Δὲν ἔχει τὴν έξουσία νὰ διδάσκη κατὰ τὴν ἔννοια ποὺ λέμε πὼς εἶναι ἡ Ἱεραρχία ποὺ μεταδίδει τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Λαβαίνει τὴν παρακαταθήκη τῆς ἀποκάλυψης τῆς παιδαγωγούσας Ἐκκλησίας. Ὁ ρόλος του εἶναι ν' ἀνακαλύψη τὴ δομὴ μέσα στὸ περίπλοκο τῆς συγκεκριμένης ζωῆς, νὰ ξανασκεφτῆ τ' ἀνθρώπινα προβλήματα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας ποὺ τοῦ μεταβιβάζεται.
Ἔπρεπε νὰ κάνουμε αὐτοὺς τοὺς προσδιορισμοὺς γιὰ ν' ἀποφύγουμε κάθε ἀμφιβολία, ἀλλ' αὐτὸ ποὺ ἔχει πολὺ μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὸ θέμα μας, εἶναι νὰ δοῦμε τώρα πῶς θὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς σκέψης ἀληθινὰ ἐναρμονισμένης μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἀποκάλυψη. Ὁ γάμος αὐτῶν τῶν δύο πραγματικοτήτων δὲν εἶναι αὐτονόητος καὶ προϋποθέτει γιὰ τὸ στοχαστὴ ἱκανότητες ποὺ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσδιορίσουμε. Τὸ ὅτι ὁ χριστιανὸς διανοούμενος πρέπει νὰ διαθέτη μιὰ κοσμικὴ μόρφωση πλατειὰ καὶ βαθιά, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο. Ἀλλ' ἔχει ἐπίσης ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ σταθερὴ θρησκευτικὴ μόρφωση, ἂν θέλη ἡ σκέψη του νὰ εἶναι ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Δὲν μπορεῖ ν' ἀρκεῖται νὰ ἐπιθέτη πάνω σὲ μιὰ κοσμικὴ καὶ πολυτελῆ μόρφωση, τὶς στοιχειώδεις θρησκευτικὲς γνώσεις τοῦ καρβουνιάρη. Τὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει δὲν εἶναι εὔκολο γιατί οἱ θεολογικὲς μελέτες, δυστυχῶς, εἶναι ἀποκλειστικὸς κλῆρος τῶν κληρικῶν. Σὰ λαϊκὸς μπορεῖ ν' ἀποκτήση ἐπίκαιρα μιὰ θεολογικὴ μόρφωση προσαρμοσμένη στὶς δραστηριότητές του; Εἶναι καταδικασμένος νὰ παραμείνη ἕνας αὐτοδίδακτος σ' ὅ,τι άφορᾶ τὴν ἀρχέγονη ὄψη τῆς συγκρότησής του; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ ἰνστιτοῦτα τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τείνουν ν' ἀμβλύνουν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, ἀλλὰ ἡ συμβολή τους δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀποτελεσματικὴ άφοῦ οἱ διάφορες εἰδικότητες ἀπορροφοῦν σχεδὸν ὅλη τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀπασχολεῖται μ' αὐτά. Πρέπει νὰ προσθέση κανεὶς ὅτι μιὰ κάποια ρᾳθυμία, μιὰ ἀδιαφορία λίγο ἢ πολὺ ἐκφρασμένη, ἐξηγοῦν λυπηρὲς παραλείψεις, ἀλλὰ φαίνεται πὼς δὲν βρήκαμε ἀκόμα μία διατύπωση σωστὴ ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ συμβίωση τῆς πίστης καὶ τῆς μόρφωσης. Μπορεῖ κανεὶς ἀσφαλῶς νὰ καταγγείλη τὴν ἀνεπάρκεια τῆς θρησκευτικῆς διδασκαλίας στὸ ἐπίπεδό της μέσης παιδείας ἀλλὰ θὰ ἦταν ἀπόδειξη μιᾶς ὄχι κοινῆς ἐπιπολαιότητας.
Οἱ χριστιανικὲς πεποιθήσεις δὲ δίδονται μιὰ καὶ καλή. Μπορεῖ νὰ τὶς θησαυρίζη κανεὶς διὰ βίου. Πρέπει νὰ μεταμορφώνονται, νὰ ἐμβαθύνονται, ν' ἀνακαλύπτονται κάθε τόσο ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὰ καθημερινὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν, καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸ πετύχουν παρὰ ἂν λαβαίνουν κάθε μέρα τὴν τροφὴ ποὺ ἀπαιτεῖται. «Εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη αὐταπάτη, ἔγραφε ὁ Péguy, νὰ πιστεύη κανεὶς ὅτι μπορεῖ νὰ δίνη χωρὶς νὰ λαβαίνη, νὰ γράφη χωρὶς νὰ διαβάζη, νὰ μιλᾶ χωρὶς ν' ἀκούη, νὰ παράγη χωρὶς νὰ τρέφη, νὰ δίδη τὸν ἑαυτὸ του χωρὶς ν' ἀνανεώνεται». Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ γενικὰ ζωή, ἁπλούστατα, ἔχει σημασία καὶ γιὰ τὸν χριστιανικὸ στοχασμό. Δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήση ἀπὸ τὴν πίστη χωρὶς νὰ τὴ μελετήση, χωρὶς νὰ τὴ γνωρίση. Δὲν μπορεῖ να πάρη μιὰ χριστιανικὴ στάση ἔναντι τοῦ κόσμου χωρὶς νὰ συλλογιστῆ κανεὶς πάνω στὰ θεμελιώδη δεδομένα τῆς πίστης, χωρὶς νὰ τὰ ἔχη δοκιμάσει μὲ τὴν πεῖρα.
Εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν' ἀποκτήση κανεὶς τὶς ἐπαρκεῖς θρησκευτικὲς γνώσεις καὶ κυρίως γιὰ νὰ κατέχη μιὰ ζωντανὴ πίστη, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ χριστιανικὸς στοχασμὸς μαραίνεται. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ ζωντανὴ πίστη, ἐννοοῦμε μιὰ συναίνεση στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα στὸν κόσμο. Ἡ πίστη μᾶς θέτει στὴν ὑπηρεσία μιᾶς πραγματικότητας πού μᾶς ξεπερνᾶ. Εἰσάγει τὶς δραστηριότητές μας μέσα σ' ἕνα μονοπάτι ποὺ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τῆς δικῆς μας ἁρμοδιότητας ν' ἀποφασίσουμε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐκπληρωθῆ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Δεχόμαστε νὰ συμπεριληφθοῦμε σὲ μιὰ διευθέτηση πού μᾶς προτείνεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο, ὅτὶ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε, ὅτι βρίσκεται στὸ μέσο τῶν δραστηριοτήτων μας καὶ ὅτι ἐνεργεῖ, ὅποια και ἂν εἶναι τὰ φαινόμενα. Δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ νὰ διακηρύττη ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐγκαταλειφθῆ σ' ἕνα παράλογο σχέδιο, ὅτι ὁ Θεὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ἀθλιότητές μας, ὅτι ἀποτραβιέται μέσα σὲ μιὰ αἰνιγματικὴ σιωπή. Ὑπάρχει ἕνα μοντέρνο ἄγχος ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ κραυγὴ πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ πού, ὡς κραυγὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ Λύτρωση, ἡ ὁποία τὴν ἀγνοεῖ.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει νὰ κρίνη τοὺς μὴ χριστιανοὺς οὔτε νὰ τοὺς καταδικάζη, ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ ἀπαισιόδοξη σύλληψη τῆς ζωῆς ποὺ δὲ μπορεῖ αὐτὸς νὰ προσαρμόση στὰ δεδομένα τῆς πίστης του, ἕνα αἴσθημα ἀμηχανίας ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ οἰκειοποιηθῆ χωρὶς ν' ἀπαρνηθῆ τὸν ἐαυτό του.
Ἴσως πρέπει κανεὶς ν' ἀναγνωρίση, στὴ στάση ἐκείνων ποὺ θέλουν ὅλα νὰ τὰ ρίξουν κατὰ γῆς καὶ νὰ ξαναρχίσουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, μιὰν ἔλλειψη πίστης στὴ συμπαράσταση τοῦ Πνεύματος. Ἂν ἕνα τέτοιο διάβημα δὲν εἶναι παραδεκτὸ πάνω σ' ἕνα καθαρὰ διανοητικὸ ἐπίπεδο, εἶναι ἀκόμα πολὺ λιγότερο πάνω στὴν πίστη, γιατί ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εἶχε γιὰ ἕναν ὁρισμένο καιρὸ ἐγκαταλείψει τὴν Ἐκκλησία του, πράγμα ποὺ προϋποθέτει ὅτι δὲ θὰ εἶχε μείνει πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του.
Εἴπαμε ὅτι ἡ πίστη μας συμπεριλαβαίνει στὴν Ἐκκλησία, σὲ μία προνοιακὴ διευθέτηση μέσα στὴν ὁποία εἴχαμε κληθῆ νὰ μποῦμε. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε χριστιανὸς εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἀποτελεῖ μέρος της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐμεῖς ὅλοι μὲ τὸ Χριστό. Τοῦτο δὲ θὰ πῆ ὅμως ὅτι μποροῦμε νὰ διαθέτουμε τὴν Ἐκκλησία ὅπως τὸ θέλουμε, ὅτι ἱδρύθηκε γιὰ νὰ ἱκανοποιῆ τὶς ἰδιοτροπίες μας. Δὲν εἶναι μιὰ κληρονομιὰ ποὺ θὰ μᾶς ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ σπαταλήσουμε ἢ νὰ ἐκθέσουμε σὲ φαντασίες. Ὁ πιστὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε γιὰ νὰ δώση θεία ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὴ χρησιμοποιῆ γιὰ ἐγωιστικοὺς σκοπούς. Μέσα στὸν παράλογο κόσμο ὅπου ζοῦμε, ὁ πνευματικὸς κόσμος φαίνεται καμμιὰ φορὰ σὰν ἕνα προσοδοφόρο ἐμπόρευμα ποὺ χρησιμοποιεῖ κανεὶς ἀσυνείδητα. Τὰ παράσιτα ἀφθονοῦν. Πόσες ταινίες, μυθιστορήματα δὲν ζοῦν ἀπὸ τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸν ἐκμεταλλεύονται ὅπως ἄλλοι ἐκμεταλλεύονται τὸν ἐρωτισμὸ ἢ τὴν κτηνωδία; Ὁ χριστιανὸς διανοούμενος δὲ μπορεῖ νὰ δεχθῆ τέτοιες ἀπάτες καὶ ὀφείλει νὰ μεταχειρίζεται τὸν πνευματικὸ κόσμο μ' ὅλο τὸ σέβας γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιος. Μονάχα μιὰ ζωντανὴ πίστη, ποτισμένη ἀπὸ ἀγάπη, θὰ μπορῆ νὰ τὸν ἐμπνεύση μέσα στὶς δραστηριότητές του καὶ νὰ τὸν ἐμποδίση νὰ βεβηλώση τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Χριστό.
Αὐτὴ ἡ πίστη, ὅταν εἶναι ζωντανή, δὲν ἀνάγεται μοναδικὰ σὲ μιὰ καθαρὴ συναίνεση τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ πληροφορεῖ ὅλο τὸν ψυχισμὸ καὶ τὸν ὑποτάσσει σιγὰ σιγὰ στὴν ἐπίδραση τῆς χάρης. Παιδαγωγεῖ τὰ αἰσθήματα, καθαρίζει τὴ μνήμη καὶ τὴ φαντασία, φωτίζει τὴ νοημοσύνη καὶ ἐξαγνίζει τὴ θέληση. Ἡ ἐπίδρασή της γίνεται αἰσθητὴ ὡς τὰ βάθη τῆς προσωπικότητας καὶ φωτίζει ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ κρυφὰ μέρη τοῦ δυναμισμοῦ μας. Εἶναι ἀκόμα ὁ λόγος ποὺ τὰ δημιουργικὰ ἔργα τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου εἶναι κανονικὰ σφραγισμένα ἀπὸ τὴν πίστη του, ἂν αὐτὴ εἶναι στ' ἀλήθεια βαθιά, ζωντανή, ἐνεργός. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπίδραση εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα παρὰ μιὰ πρόθεση προσηλυτισμοῦ. Εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλα ἕνα ζήτημα νοοτροπίας, τόνου. Ὁ χριστιανὸς καλλιτέχνης δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκη. Δὲ χρειάζεται νὰ κηρύττη. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ ἐκφρασθῆ μὲ πληρότητα, μὲ ἀκέραια πίστη πρὸς τὶς ἐσωτερικὲς ἀπαιτήσεις τῆς τέχνης του, καὶ ἂν ἡ συγκεκριμένη πείρα του εἶναι στ' ἀλήθεια χριστιανή, δὲ θὰ μπορέση παρὰ νὰ παράγη ἔργα ποὺ θὰ εἶναι σημειωμένα μὲ μιὰν αὐθεντικὴ χριστιανικὴ ἔννοια. Καὶ τοῦτο, χωρὶς ὑστεροβουλία προπαγάνδας, διότι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μιὰ προπαγάνδα, μιὰ πραγματικότητα τῆς πρόσοψης. Εἶναι πρὶν ἀπὸ ὅλὰ μιὰ ζωτικὴ πεῖρα ἢ μία πεῖρα ἵστορική, ἀλλὰ μία πεῖρα ὑποταγμένη σὲ ἀκριβῆ δεδομένα.
Ὁ Ζὰν Πὼλ Σὰρτρ μίλησε γιὰ μιὰ «ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ » στὴν καρδιὰ τοῦ ἔργου τέχνης. Εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ τὸ κλειδὶ τῆς οἰκουμένης ποὺ ἕνας καλλιτέχνης προβάλλει μὲ μιὰ πράξη δημιουργίας, καὶ εἶναι στὸ ἐπίπεδό της ποὺ ἡ πίστη μπορεῖ νὰ εἶναι ἐνεργὸς χωρὶς νὰ παραβιάση τὴν αὐτονομία τῆς δημιουργικῆς κίνησης. Ἂν δὲν ἀγγίζει παρὰ τὴν περιφέρεια τοῦ ψυχισμοῦ, δὲν μπορεῖ προφανῶς νὰ μεταγγίση τὴ δημιουργικὴ ὁρμὴ καὶ τὸ ἔργο δὲν φέρει τὴ σφραγίδα της. Ἀλλὰ ἂν εἶναι παροῦσα σὲ κάθε ἄνθρωπο, περιλαβαίνει τὴν ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων του τῶν δημιουργιῶν ἔναντι τῆς οἰκουμένης καὶ καθιστᾶ δυνατὸ τὸ χριστιανικὸ ἔργο.
Ἔτσι, ἕνα χριστιανικὸ ἔργο δημιουργίας θὰ εἶναι σφραγισμένο μὲ ἕναν ὁρισμένο σεβασμὸ τῆς δημιουργίας ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μὲ μιὰν εἰδική στάση τῶν ἀνθρώπων, τῶν μὲν ἔναντι τῶν δέ, εἶναι ὅλο τὸ δίκτυο τῶν δεσμῶν ποὺ κάνουν νὰ ριζώση ἡ προσωπικότητα μέσα στὴν ὕπαρξη ποὺ θὰ πάρη ἕνα εἰδικὸ χαρακτῆρα, ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμπαραλαβῆς τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῆς δημιουργίας στὴν Ἐνσάρκωση καὶ στὴν Λύτρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀκόμα, ἕνας χριστιανὸς καλλιτέχνης δὲ μπορεῖ, χωρὶς ν' ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐπιδοθῆ σὲ μιὰ διατύπωση σαδιστικῆς τέχνης ποὺ φαίνεται νὰ ἀρέσκεται στὸ νὰ ρυπαίνη τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν γελοιοποιῆ, νὰ τὸν γκρεμίζη. Ἡ πίστη δὲν ἔχει τίποτε νὰ κάνη μ' αὐτὴ τὴν τέχνη ποὺ ἀναπτύσσεται σὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ λάβει χώρα ἡ Λύτρωση, σὰ νὰ εἶχε ἐγκαταλειφθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν ἴδια του τὴν κατάπτωση. Ἡ τέχνη ἄλλωστε ποὺ τρέφεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθῆ παρὰ ἐπάνω στὰ ἐρείπια του, δὲν εἶναι ἴσως τόσο γενναιόδωρη ὅσο φαίνεται καμμιὰ φορά. Πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς μήπως δὲν εἰσάγεται μέσα στὴν ἴδια δημιουργικὴ πράξη ἕνα ποσοστὸ μνησικακίας ποὺ διαφθείρει τὴν ὑπαρξιακὴ ἐκλογὴ καὶ τὴν ψευτίζει.
Θὰ ἀντείπουν ἴσως ὅτι ὁ καλλιτέχνης δὲ χρειάζεται νὰ ὡραιοποιῆ τὴν πραγματικότητα. Ἔστω, δὲ χρειάζεται νὰ ὀμορφαίνη ὁ,τιδήποτε. Χρειάζεται νὰ ἐκφραστῆ ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐκφράση τὸν κόσμο ποὺ περνᾶ διὰ τῆς προσωπικότητάς του γιὰ νὰ φτάση σὲ μιὰ καινούργια ὕπαρξη. Ἡ τέχνη δὲν ὀφείλει νὰ κάνη πιὸ ὡραία τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ δὲν εἶναι πάλι μιὰ ἁπλὴ φωτογραφία τοῦ πραγματικοῦ. Εἶναι μᾶλλον περισσότερο μιὰ μεταμόρφωση τῆς πραγματικότητας ποὺ τὴν ξαναφτιάχνη ἀναδείχνοντας τὴ σημασία της. Μ' αὐτόν, ὁ κόσμος πλουτίζει κατὰ κάποιο τρόπο μ' ὅλη τὴν πληρότητα τῆς ὕπαρξης ἑνὸς μεγάλου δημιουργοῦ.
Εἶναι ἕνα ἐγχείρημα, τὸ λιγότερο, περίεργο, ν' ἀναγνωρίζουμε πιὸ εὔκολα χαρακτῆρα αὐθεντικότητας στὰ Ἔργα ποὺ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο παρὰ σ' ἐκεῖνα ποὺ τὸν ἐξαίρουν.
|