Ηλίας Οικονόμου
Θεός και επανάσταση του 1821
Περ. Kοινωνία, τεύχος 2, έτος κζ', Απρίλιος-Ιούνιος 1984.
Η Σημειωτική του αγώνος: Η θεολογική γλώσσα.
Οι λέξεις είναι οι φορείς των εννοιών, των νοημάτων και των μηνυμάτων. Η θεολογική γλώσσα ως ειδική γλώσσα συνυφαίνεται στα κείμενά μας με την ειδική επίσης επαναστατική γλώσσα και oι δύο μαζί προσδιορίζουν το ιδεολογικό και πνευματικό στίγμα του αγώνος, που είναι θρησκευτικό και εθνικό. Η επανάστασι, ως ελεύθερη ενεργητική εκδήλωσι των Ελλήνων, εξαρτάται τόσο από την δράσι τους, όσο και από την συγκατάθεσι και την βοήθεια του Θεού. Η Επανάστασι παρίσταται ως έργo Θεού και Ελλήνων. Ο συνδυασμός αυτός εκφράζεται όχι μόνο λεκτικώς, αλλά και νοηματικώς, αυθεντικώς και επισήμως από τα διοικητικά όργαvα του αγώνος, όπως οι Εθνοσυνελεύσεις, αλλά και ατομικώς από τους διαφόρους αγωνιστές και οπλαρχηγούς. Δείγμα χαρακτηριστικό επισήμου εγγράφου είναι το ακόλουθο της "Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος" (30.11.1822). Απευθύνεται προς τον πρόεδρόν της: «Eις την Ομοούσιον λοιπόν Τριάδα (την οποίαν ημείς πιστεύομεν αδιστάκτως) και εις την αγάπην της πατρίδος... σας ορκίζομεν να συμφρονήσετε με το Βουλευτικόν Σώμα».
Αλλά ας σταθούμε στην θεολογική γλώσσα που αφορά στο αντικείμενο της Πίστεως. Ο πρώτος πολύχρηστος όρος είναι: "Θεός". Ο Θεός διαποτίζει, ως υπερβατικός παράγων της Ιστορίας, την σκέψι των Ελλήνων, επωνύμων και ανωνύμων, και καταγράφεται με ένα ευρύτατο φάσμα θεολογικών όρων. Oι θεολογικοί αυτοί όροι είναι δυνατό να υπαχθούν σε 4 ομάδες. Η πρώτη αφορά εις το αντικείμενο της πίστεως, τον Θεόν, η δευτέρα εις το υποκείμενο της πίστεως, τον Έλληνα, η τρίτη εις τα θρησκευτικά του σύμβολα και η τετάρτη εις την Εκκλησίαν του και τον κλήρο.
|