Ολιβιέ Κλεμάν
Παρατηρήσεις ενός Λαϊκού πάνω στη Μαρτυρία της Πίστης
Απόδοση : Λουκίας Ι. Μεταξά
Από Το «Χριστιανικόν Συμπόσιον» Αθήναι 1967, Εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε..
Μέρος 3
3ον) Θα ήθελα να συμπεράνω ακριβώς πάνω σ' αυτή την αναγκαία σχέση των στάσεων, της προσευχής και του λόγου. Γιατί μου φαίνεται ότι προφανέστατα η μαρτυρία πρέπει να είναι πρώτα, όχι μονάχα, αλλά πρώτα — μια μαρτυρία σιωπηλή. Συνεπάγεται μια σειρά από στάσεις που θα επιθυμούσα να περιλάβω μέσα σ' αυτή τη διατύπωση: ο χριστιανός πρέπει να είναι μεταξύ των ανθρώπων ταυτόχρονα ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός του. Εσωτερική βασιλεία: με τη ζωή σε βάθος, δηλαδή με την ικανότητα, μέσα στο κόσμο του θορύβου όπου είμαστε, να σιωπούμε, να γινόμαστε σιωπή για ν' ακούμε καλύτερα το Λόγο να φυτρώνη ζωντανός— με την ταπεινότητα, συχνότατα με το αποτράβηγμα, με μια ωρισμένη απογύμνωση και παράδοση προς τα όντα και τα πράγματα. Σιγά-σιγά να ξανακτίζουμε τη φύση μας μέσα στη χάρη, ή μάλλον ν' αφήνουμε το Άγιον Πνεύμα να ξανακτίση τη φύση μας. Να προσπαθήσουμε να γίνουμε ένας άνθρωπος, ένας αληθινός άνθρωπος, γερός, γαλήνιος, που μιλά λίγο αλλά αληθινά. Να προσπαθήσουμε να γίνουμε ένας ζωντανός άνθρωπος, θέλω να πω ένας αληθινός βαφτισμένος που έχει το θάνατο πίσω του και που δε φοβάται, που συμμετέχει στη μυστική βασιλεία του Χριστού, σ' αυτή τη τεράστια κίνηση Ανάληψης και Πεντηκοστής, ο οποίος, με την Εκκλησία, δε σταματά από του να έλκει την οικουμένη μέσα στη Βασιλεία Του. Ένας ευγενής άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος χωρίς μνησικακία, ένας άνθρωπος που στηρίζεται .πάνω στον εαυτό του και που δεν κατηγορεί αδιάκοπα τους άλλους μέσα σ' ένα κόσμο βασανισμένο από φόβο και μνησικακία. Ένας άνθρωπος που στηρίζεται στον εαυτό του γιατί στηρίζεται στο μυστικό του είναι του, όπως ο άγιος Ιωάννης, πάνω στη καρδιά που αγαπά του Θεού που έγινε άνθρωπος, και ο οποίος έτσι μπορεί να τολμήση να ζήση και να τολμήση ν' αγαπήση. Ένας άνθρωπος κατά χάρη έκπληκτος για την ύπαρξη του «Θεού μαζί μας» — Εμμανουήλ — ένας άνθρωπος που «βαδίζει υμνώντας Αυτόν», και που αυτό ακριβώς διευκρινίζει όλα τα πράγματα μέσα στον δοξασμένο Χριστό. Ένας άνθρωπος κατά χάρη έκπληκτος για κάθε ύπαρξη, που υποφέρει και κλαίει επίσης για την απόσταση που διατηρεί η αμαρτία ανάμεσα στο πρόσωπο που κατάπεσε και στη μυστική εικόνα, ανάμεσα στα ψοφίμια και στη Φλεγόμενη Βάτο, ένας άνθρωπος έκπληκτος και πονεμένος και σιγά-σιγά διαπερασμένος με τη στοργή ολόκληρου του όντος, αυτής της «μακάριας θλίψης», αυτής της «μακάριας στοργής» για την οποία μιλάνε οι ασκητές. Έτσι, και χωρίς να το γυρεύουν, ίσως γίνεται κανείς διάφορος ακριβώς στα λόγια και στις κινήσεις, τις πιο κοινές, τις πιο καθημερινές. Ίσως δίνει κανείς την εντύπωση ότι υπάρχει ένα νόημα, ότι όλα δεν είναι κενά, ότι όλα δεν είναι παράλογα και δωρεάν. Ίσως δίνει κανείς την εντύπωση ότι γνωρίζει την πείρα του αθεϊσμού, ότι έκανε επίσης τη «διαμονή του στη κόλαση», αλλ' ότι υπάρχει ακόμα κάτι άλλο. «Ο Ντοστογιέφσκυ ήξερε όλα όσα ήξερε ο Νίτσε, αλλά και κάτι πάρα πάνω», έγραφε ο Μπερντιάεφ. Ναι, να προσθέση κανείς στη σαφή γνώση της κόλασης τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός κατεβαίνει πάντοτε στη κόλαση, για να δώση τη ζωή σ' αυτούς που είναι μέσα στους τάφους.
Οι λέξεις δε μπορούν να γονιμοποιήσουν παρά με τη σιωπή της ζωής, η γλύκα των δυνατών κάνει από τον άνθρωπο ένα δέντρο ειρήνης, αυτό το δέντρο κοντά στα τρεχούμενα νερά για τα οποία μιλούν οι ψαλμοί. Πελέκησαν τα δέντρα, γιατί έλεγαν πως δεν χρησίμευαν σε τίποτε, κι' αντιλαμβάνονται τώρα ότι εκεί όπου δεν υπάρχουν δέντρα, η γη δεν είναι πια τροφοδότης. Οι άνθρωποι αυτής της εποχής έχουν ανάγκη από ανθρώπους που να είναι δέντρα έχουν ανάγκη από μιαν ωρισμένη σιωπηλή ειρήνη : πλησιάζει κανείς σ' όποιον αισθάνεται κάτι αληθινό.
Αυτή η εσωτερική Βασιλεία δεν γίνεται χωρίς μιαν ωρισμένη μεγαλοπρέπεια, μιαν ωρισμένη δημιουργική φαντασία, γενναιοδωρία ζωής και ικανότητας να δημιουργή κανείς την ωραιότητα. Ο Θεός είναι ο «ποιητής του ουρανού και της γης», Ιδού τι ομολογούμε. Είναι η δόξα του Θεού που λούζει το κόσμο και είναι το Άγιον Πνεύμα που κάνει ωραίες τις νέες. Το Πνεύμα στο οποίο πρέπει να μαρτυρήσουμε είναι ένα πνεύμα έμπνευσης, δημιουργίας, φωτεινής φαντασίας και ωραιότητας. Μπορεί κανείς να διερωτηθή αν η ανικανότητα της τωρινής εποχής για την κατάθεση της χριστιανικής μαρτυρίας, η ανικανότητά της μπρος στα προβλήματα της πολιτείας, της κουλτούρας, δεν προέρχεται από το γεγονός πως έκανε να θριαμβέψη μ' ένα μονόπλευρο τρόπο το μαύρο ράσο του κληρικού, ακόμα και αν προστίθεται σ' αυτό, στην εποχή μας, το χοντρό υπόδημα και η λιγάκι απλοϊκή έξαρση του στρατευόμενου μέλους. Θα έπρεπε να είναι δημιουργική ωραιότητας η παρουσία του Χριστιανού : για ν' αφυπνήση τους υπνοβάτες, για να τους δείξη αυτό το μεγάλο ουράνιο τόξο πάνω στο οποίο ο Χριστός θα επανέλθη, αυτό το μεγάλο ουράνιο τόξο της ωραιότητας που συνδέει τον ουρανό με τη γη. Θα έπρεπε η παρουσία του χριστιανού να είναι, για να επαναλάβωμε το τίτλο ενός μυθιστορήματος του Ramuz— που είναι ποίημα περισσότερο παρά μυθιστόρημα — «Διάβαση του Ποιητή», και σκέφτομαι τον Δαυίδ που χορεύει μπρος στην Κιβωτό και την παρατήρηση της Σιμόν Βέϊλ ότι η εποχή μας έχει ανάγκη «μιας αγιότητας πού να είναι μεγαλοφυής ».
Κανείς βασιλιάς χωρίς μεγαλοπρέπεια, κανείς βασιλιάς χωρίς γελωτοποιό. Ανάμεσα στους ανθρώπους, ο χριστιανός πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο βασιλιάς και ο γελωτοποιός του, πρέπει να είναι ταυτόχρονα βασιλικός αλλά λιγάκι τρελός για να τσακίση μιαν ωρισμένη σοβαρότητα, που πάρα πολύ συχνά είναι αυταρέσκεια, κακή σοβαρότητα, δυσκίνητο πνεύμα. Κι' άλλωστε, η βασιλεία μας είναι αόρατη, δεν είναι του κόσμου τούτου, δεν πρέπει να παίρνουμε πάρα πολύ στα σοβαρά αυτό τον κόσμο, ούτε επίσης ν' αφήνουμε να μας παίρνη πολύ στα σοβαρά αυτός ο κόσμος. Η απόσταση ανάμεσα σ' αυτό τον κόσμο και στον κόσμο που θα έλθη, είναι η απόσταση της πίστης, είναι η απόσταση της αγάπης, αλλά είναι επίσης η απόσταση του χιούμορ. Αν η Βασιλεία είναι ο κόσμος ανάποδα— δε χρειάζεται παρά να διαβαστούν οι Μακαρισμοί για να το αντιληφθή κανείς— θα έπρεπε να δώσουμε την εντύπωση στους ανθρώπους (μιαν εντύπωση που σπάνια δίνουμε) ότι περπατούμε λιγάκι με τα χέρια και να μη τους παίρνουμε εντελώς στα σοβαρά ενώ σύγχρονα πρέπει να τους αγαπάμε πολύ. Τι είναι άραγε ένας χριστιανός που δεν θα ήταν λιγάκι ο κλόουν αυτού του φουσκωμένου κόσμου; Το χιούμορ είναι απαραίτητο για να σπείρη συγκρούσεις, αβεβαιότητες, να σπάση τη διαβολική αλαζονεία, να υποδείξη τη «τρέλα του σταυρού», μ' ένα λόγο, για να δείξη τελικά ότι ο διάβολος είναι λιγάκι γελοίος.
Συλλογίζομαι αυτούς τους «σαλούς εν Χριστώ» που φιλούσαν το κατώφλι των πορνών κι' έριχναν πέτρες στα παράθυρα των υγιώς σκεπτομένων. Και συλλογίζομαι ότι οι νέοι «μπήτνικς», οι σημερινοί αμερικάνοι, αυτά τ' απελπισμένα και άπληστα για υλική ζωή αγόρια, δεν έχουν εντελώς άδικο όταν ονομάζουν τον Χριστό «Τρελός Χριστός» και λένε ότι είναι από τους δικούς τους . …
Εσωτερική Βασιλεία, μεγαλοπρέπεια, χιούμορ, όλη αυτή η μαρτυρία της ζωής πρέπει να ξεπηδά αυθόρμητα από την προσευχή — ακριβέστερα, από την Ευχαριστία με τη διπλή έννοια, μυστηρίου και δοξολογίας. Μονάχα η προσευχή μπορεί να μας κάνη δεκτικούς της θείας ενέργειας, της «επιφάνειας» της δόξας που κρύβουν τα βάθη του όντος μας, της σάρκας μας που είναι μπολιασμένη στην άγια σάρκα του Κυρίου. Αυτό που ζητείται από τους χριστιανούς, δεν είναι καλές συνταγές για το μαγειρείο αυτού του κόσμου, πώς να πετύχη κανείς με τα μέσα αυτού του κόσμου, ένα μαγαζί ερεθιστικό μέσα στο μεγάλο παζάρι των ιδεών. Είναι πρώτα απ' όλα, θεμελιακά, να είναι κανείς παρών με το Όνομα του Ιησού μέσα στην πνοή και μέσα, στην καρδιά.
Ασφαλώς, ένας κανόνας προσευχής είναι απαραίτητος, αλλά πρέπει ν' αντιληφθούμε ότι έχουμε, συχνότατα πολύ καιρό για να προσευχηθούμε, πολύ περισσότερο απ' όσο φανταζόμαστε. Πόσες στιγμές υπνηλίας, απροσεξίας, μπορούν να γίνουν στιγμές προσευχής, κατά τρόπο που να μένουμε άγρυπνοι, παρόντες στα όντα και στα πράγματα. Ακόμα και η έγνοια του διαλόγου με το Θεό, η αντιδικία, η εγκατάλειψη, όλα προσφέρονται, ακόμα κι' ή εξάντληση που εμποδίζει τη προσευχή, ακόμα και η αδυναμία για προσευχή.
Είναι η πολλαπλή χρήση της προσευχής του Ιησού που θα έπρεπε να επικαλεστή κανείς εδώ - κραυγή εσωτερικής πρόσκλησης κατά την διάρκεια μιας συνομιλίας, όταν ένας αποφασιστικός λόγος γίνεται αναγκαίος, τραγούδι αγάπης που μπορεί να φωτίση μια μονότονη εργασία «εγκεφαλική», όπως λένε, όργανο αγώνα εναντίον της φαντασίας, της ονειροπόλησης, του κύματος των εικόνων και των σκέψεων που μας κάνουν απόντες από τον εαυτό μας και μας εμποδίζουν να είμαστε προσεχτικοί, ευλογία που επιχέεται στα όντα και στα πράγματα.
Μονάχα ο άνθρωπος της προσευχής θα μπορή να μαρτυρήση μέσα σ' ένα κόσμο προφορικού πληθωρισμού όπου οι λέξεις αλληλοσυγκρούονται χωρίς να κατανικιέται η μοναξιά. Μονάχα αυτός ο άνθρωπος θα μπορή να μαρτυρήση για το Λόγο που έγινε σάρκα, για το Λόγο πού έγινε πρόσωπο — για τον Χριστιανισμό ως θρησκεία των προσώπων. Να μιλά κανείς, ναι, αλλά διά μέσου της σιωπής - αυτής της σιωπής πού είναι λατρεία, προσοχή, παρουσία αποτελεσματικά προσεκτική, ικανή ν' αποκαλύψη μέσα στον καθένα, όπως μέσα στις μεγάλες πραγματικότητες της κουλτούρας και της ιστορίας, την υπόσχεση ζωής, την τύχη της ωραιότητας.
Θέλουμε να μαρτυρήσουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη: Πατέρας, Υιός, Πνεύμα, «Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος». Η μαρτυρία μας, λοιπόν, υποφέρει όταν διαψεύση το περιεχόμενο της, δεν μπορεί να είναι επιθετική ή πιεστική. Ένας χριστιανός δεν είναι ποτέ αντί — προσπαθεί ν' αγαπά τους εχθρούς του : αλλιώς, αν προσδιόριζε την μαρτυρία ως μαρτυρία του «εναντίον», θα κατέληγε αντί να σώση αυτούς που πολεμά, να τους μοιάση: δεν υπάρχει άλλη εκλογή παρά η αγάπη των εχθρών ή η μίμηση των εχθρών. Η αγάπη των εχθρών: ο άλλος είναι πάντα ο εχθρός μου, αφού δε μπορώ να τον ανακαλύψω αληθινά παρά πεθαίνοντας για τον εαυτό μου. Η μαρτυρία είναι λοιπόν αχώριστη από έναν ωρισμένο τρόπο αγάπης. Όχι κατοχή (η πιο τρομερή είναι η πνευματική κατοχή), αλλά προσευχή, και υπηρεσία, και λόγος για να είναι ο άλλος με πληρότητα ο εαυτός του, προς το μοναδικό του δρόμο, προς τη θέωση. Ν' αγαπά κανείς χωρίς ν' αντιτάσσεται, αλλά βρίσκοντας τη θέση των άλλων (είναι κάπως σαν το μυστήριο της Αγίας Τριάδας), και να φέρη τη μαρτυρία του «από τα ένδον» : με το λόγο που αγγίζει τον άλλο στο μυστήριο της εσωτερικής του ύπαρξης. Να μαρτυρούμε, σημαίνει να έχουμε ένα όραμα σ' επικοινωνία προς το πρόσωπο που απευθυνόμαστε. Λοιπόν «ένα πρόσωπο δε μπορεί να είναι γνωστό παρά μέσα σε μιαν αποκάλυψη». Μονάχα ο άνθρωπος της βαθειάς ζωής, ο άνθρωπος που είναι ανοιχτός με την προσευχή σε τέτοιες αποκαλύψεις, μπορεί σήμερα να τολμά να μιλά για το Θεό, μέσα σ' ένα κόσμο όπου οι παραδοσιακές αποδείξεις (χριστιανικές επίσης) του Θεού πέθαναν, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου το λεκτικό για το Θεό (χριστιανικό λεκτικό επίσης) είναι μια γλώσσα νεκρή, μέσα σ' ένα κόσμο όπου ο ζωντανός Θεός είναι το περισσότερο άγνωστος, ένα μυστικό επέκεινα του ύπνου ... Μέσα σ' ένα τέτοιο κόσμο, εμείς όλοι οι χριστιανοί δε μπορούμε πια να είμαστε παρά θεωρητικοί σε αποστολή. Εκτός από την οριακή περίπτωση, πάντοτε δυνατή, και άλλωστε κανονική, του μαρτυρίου, όπου ο χριστιανός, υπό την πίεση μιας επίσημης ερώτησης, πρέπει να μαρτυρήση για την πίστη του μπρος στους ισχυρούς, μπρος στους δικαστές αυτού του κόσμου, αύριο ίσως μπρός στους ψυχιάτρους — σήμερα η μαρτυρία δεν είναι έγκυρη παρά από άνθρωπο σ' άνθρωπο, όταν μας ρωτούν αληθινά, όταν αισθανόμαστε, κάτω από την ειρωνεία, ότι βλέπουμε τη βλασφημία, ή, πιο απλά και πιο συχνά, κάτω από τον ψελλισμό που ψηλαφίζει μιαν αληθινή δίψα πνευματική. «Ουδέν κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται», αλλά δεν πρέπει να «βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων».
Πολύ δύσκολο μας είναι να μιλάμε για το Θεό, για το Χριστό, σ' αυτόν που μόλις έχασε ένα αγαπητό πρόσωπο, ή σ' αυτόν που πρόκειται να πεθάνη! Αλλά τότε, σε ποιόν μπορούμε να μιλήσουμε για το Θεό; Ας παρακαλούμε να μη στερέψη μέσα μας η «πηγή των δακρύων»— αυτή η πηγή απ' όπου ξεπηδά το νερό της βάφτισης, το ζωντανό νερό - ο ζωογόνος λόγος ...
Όπως έγραφε ένας σύγχρονος πνευματικός: Ο Θεός δίδεται στους ανθρώπους κατά τη δίψα τους. Σε μερικούς, που δε μπορούν να πιουν περισσότερο, δε δίνει παρά μια σταγόνα. Αλλά «θα επιθυμούσε να δώση ποταμούς ολόκληρους», ώστε οι χριστιανοί «να μπορούν να ξεδιψάσουν με τη σειρά τους το κόσμον όλο».
|