image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα
Ολιβιέ Κλεμάν

Παρατηρήσεις ενός Λαϊκού πάνω στη Μαρτυρία της Πίστης

Απόδοση : Λουκίας Ι. Μεταξά
Από Το «Χριστιανικόν Συμπόσιον» Αθήναι 1967, Εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε..


Μέρος 1-2

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η πληρότητα της μαρτυρίας είναι προφανώς εκείνη των μαρτύρων. Ο μάρτυρας είναι εκείνος που μαρτυρεί κατά τη πιο ακριβή έννοια μπρος στο δικαστήριο των ισχυρών αυτού του κόσμου, που μαρτυρεί ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος Κύριος, ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος και όχι ο Καίσαρ. Όμως δεν υπάρχει σ' αυτούς τους μάρτυρες καμιά εξημμένη αναζήτηση της αιματηρής μαρτυρίας, η βεβαιότητά τους δεν είναι ποτέ μια πρόκληση αλλά μια απάντηση που η βάση της είναι πάντοτε η αγάπη των εχθρών (κάνω τη σκέψη ενός σύγχρονου δικαστή μιας ανατολικής χώρας : «επιμένουν να μας αγαπάνε»). Οι μάρτυρες αφομοιώνονται με το ένδοξο σώμα του Αναστάντος και γίνονται κατά κάποιο τρόπο Ευχαριστία: Έτσι και ο άγιος Πολύκαρπος μέσα στη πυρά, «όχι σα μια σάρκα που καίγεται αλλά σαν ένα ψωμί που ψήνεται», λέει η παλιά διήγηση. Και είναι μια πολύ βαρειά τιμή και ένα έργο πολύ δύσκολο να μιλά κανείς — όσο λίγο και αν είναι — στ' όνομα μιας Εκκλησίας που γνώρισε στον 20ον αιώνα τόσους μάρτυρες και που γνωρίζει ακόμα και σήμερα τόσους ομολογητές. Πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα, η πίστη αυτή καθ' αυτή είναι μια πράξη. Υπάρχει η λειτουργική προσευχή και το λειτουργικό χαμόγελο, «η ταπεινή παραδοχή των βασάνων μέσα στην αγάπη των εχθρών».

Είναι λοιπόν ακόμα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η πληρότητα της μαρτυρίας, εκείνη του «αποστολικού ανθρώπου». Ο αποστολικός άνθρωπος, ύστερ' από χρόνια παραμερισμού, ταπείνωσης, σιωπηλής εργασίας, συνεχούς προσευχής, κατά κάποιο τρόπο φλογίζεται από το άκτιστο φως που εκρέει από τη θεία Μετάληψη, και πραγματοποιεί τις υποσχέσεις που έγιναν από το Χριστό στους Αποστόλους (τη διάκριση των πνευμάτων, τον εξορκισμό, τη θεραπεία), βρίσκοντας το λόγο που αγγίζει τη καρδιά, μαρτυρώντας ταυτόχρονα με το λόγο και με την ισχύ μιας ανακαινισμένης ζωής. Ιδού, φυσικά, τι πρέπει να μας κάνη μετριόφρονες. Ας μη ξεχνάμε όμως — και εκεί είναι αυτό που διαφοροποιεί την ορθόδοξη θέση από εκείνη ενός Kierkegaard — ας μη ξεχνάμε το μυστήριο της Εκκλησίας: το γεγονός ότι η Εκκλησία ολόκληρη είναι αποστολική, ότι είναι ολόκληρη αυτόπτης μάρτυς του Αναστάντος. Κάθε χριστιανός, εφ' όσον ανήκει στην Εκκλησία, εφ' όσον είναι ένας μάρτυρας υπεύθυνος της αλήθειας, εφ' όσον είναι «λειτουργικός άνθρωπος» — «είδομεν το φως το αληθινόν» ψάλλει ο λαός μετά την Κοινωνία — είναι λοιπόν, κατά ένα ταπεινό μέρος, ένας αυτόπτης μάρτυρας και ένας αποστολικός άνθρωπος.

Θα ήθελα να καταπιαστώ με τρία ερωτήματα για να οικοδομήσω αυτό που δεν μπορεί να είναι μια μαρτυρία (διότι είναι αναιδής και τελικά άχρηστη), αλλά μερικές προσωπικές σκέψεις. Ποιες είναι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι βεβαιότητες και οι ουσιαστικές στάσεις της μαρτυρίας; Τι μπορεί να είναι αυτή η μαρτυρία κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης, μέσα στο περιβάλλον μας, στο επάγγελμα μας (τουλάχιστο στο δικό μου); Τέλος, ποια σχέση μπορεί ν' αποκατασταθή μέσα στις ζωές μας, μεταξύ των στάσεων και της προσευχής από το ένα μέρος και από το άλλο του λόγου, γιατί πρέπει επίσης να εκφράζεται με τον λόγο η μαρτυρία της. Είναι μια τάση διαδεδομένη και ίσως ένας μεγάλος πειρασμός για τους χριστιανούς της εποχής μας, να προβαίνη κανείς με το περιεχόμενο του μηνύματος σ' ένα πελώριο υπονοούμενο.

1ον) Ποιες είναι πρώτα οι βεβαιότητες και οι ουσιαστικές στάσεις της μαρτυρίας; Αυτή, λοιπόν, η πολύ απλή βεβαίωση — που είναι η θεμελιώδης βεβαίωση του Χριστιανισμού — ότι ο Χριστός ανέστη. Παρά τον ουμανιστικό λυρισμό τόσων απ' τους συγχρόνους μας, ξέρουμε καλά ότι υπάρχει θάνατος και υπάρχει κόλαση μέσα στον άνθρωπο, ότι υπάρχει θάνατος και υπάρχει κόλαση μεταξύ των ανθρώπων. Πέρα από τα γενικά προβλήματα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, υπάρχει ο άνθρωπος ως πρόβλημα, ο άνθρωπος βασανισμένος απ' το μηδέν, ο άνθρωπος άπληστος για αιωνιότητα. Γι' αυτό, η μόνη αγγελία που είναι στ' αλήθεια καλή αγγελία για τον άνθρωπο, είναι το μήνυμα των αποστόλων που έγινε μήνυμα της Εκκλησίας: ο Χριστός ανέστη. Ο Άδης «έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν, (αναφέρω τη Λειτουργία του Πάσχα), έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανόν» και η πασχαλινή ομιλία επαναλαμβάνει το κείμενο του Αποστόλου Παύλου: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται». Ανεστήθη Αυτός και μας ανασταίνει, είναι ολόκληρη η ζωή μας, είναι ολόκληρη η οικουμένη την οποία φέρει προς τον Πατέρα, σαν το πρόβατο που χάθηκε και ξαναβρέθηκε και μπορούμε να επιχειρήσουμε ν' αγαπήσουμε, να επιχειρήσουμε να ζήσουμε, ο θάνατος δεν είναι πια μπροστά μας, αλλά πίσω μας.

Η Εκκλησία είναι αυτή η καλυμμένη παρουσία, γιατί ο Θεός είναι μια αιώνια διακριτικότητα—το πιο μεγάλο σέβας, είναι το σέβας του Θεού για τον άνθρωπο — η καλυμμένη αλλά και πραγματική παρουσία του δοξασμένου Χριστού που εδρεύει από την Ανάληψη στα δεξιά του Πατρός αλλά που δεν μας αφήνει ορφανούς, ο ουρανός δεν ξανακλείστηκε και, με όλη τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τη βάφτιση, με το ευχέλαιο, με τη θεία Ευχαριστία, διαβαίνουμε το θάνατο για να συμμετάσχουμε στη ζωή του Αναστάντος, για να λάβουμε μια φλόγα της Πεντηκοστής, είμαστε πραγματικά - μυστικά αλλά πραγματικά θεωμένοι, συμμετέχουμε πραγματικά, ήδη από δω κάτω, στην αιώνια ζωή. Είναι ο λόγος που η μαρτυρία ως «επιφάνεια της δόξης», (για να ξαναχρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Pere Dumas) δε μπορεί να είναι παρά η αγιότητα. Μαρτυρία της αγιότητας με τη θεληματική μας συγκατάθεση, με τη θεληματική μας αποδοχή της θείας ζωής που η Εκκλησία είναι η πάροχος. Κάθοδος μέσα στη ταπεινοσύνη — αυτό είναι η άσκηση: αν οι ασκητές έχουν μιλήσει πολύ για «κλίμακες», είναι κλίμακες που κατεβαίνει κανείς, μια κάθοδος στη ταπεινοσύνη ώσπου να μην έχη κανείς πια τίποτε, ώσπου να μην είναι κανείς παρά φτώχεια ολική, ολικό άνοιγμα έτσι ώστε να μας γεμίση από τον πλούτο της ζωής Εκείνου που έγινε φτωχός για μας.

Έτσι θα μπορούμε να είμαστε μάρτυρες της χαράς. Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόβ υποδεχόταν τους επισκέπτες του μ' αυτές τις λέξεις : «Χαρά μου, ανέστη ο Χριστός». Αυτή την παράδοξη χαρά της συντριμμένης καρδιάς που ο θεός δεν περιφρονεί, είναι προφανέστατα το αντίδωρο θλίψης, αποτυχίας, μιας υπηρεσίας χωρίς μεγάλη εγκόσμια ελπίδα που θ’ αποκτήσουμε. Γιατί γνωρίζει, αυτή η χαρά, ότι πρέπει ν' αγωνιστή κανείς μέχρι θανάτου χωρίς ποτέ να ελπίζη μιαν οριστική νίκη, ούτε καν μόνιμη εγκόσμια νίκη, γιατί το Βασίλειο που κτίζουμε, το κτίζουμε εν Χριστώ και μονάχα κατά την επιστροφή του Χριστού θα φανερωθή. Δεν έχουμε το μέτρο της μαρτυρίας μας, της αποτελεσματικότητάς της, γιατί βρίσκεται επέκεινα του χρόνου και της ιστορίας και θα φέρη τους καρπούς της, όταν όλοι θ' αναστηθούν. Γνωρίζει, αυτή η χαρά, ότι οι δρόμοι του Θεού δεν είναι οι δικοί μας, και ότι το ουσιαστικό δεν είναι να πετύχη κανείς κατά τα μέτρα της γης, αλλά να γίνη άνθρωπος, ένας άνθρωπος πονεμένος αλλά γεμάτος χαρά. Γιατί το ουσιαστικό για να μαρτυρίση κανείς ότι ο Χριστός ήλθε και ότι θα επανέλθη, το ουσιαστικό για να μαρτυρήση στους απομονωμένους, σ' αυτούς που κλαίνε, σ' αυτούς που δεν έχουν αγάπη, σ' αυτούς πού δεν ξέρουν ν' αγαπούν, σ' αυτούς που κλαίνε τους πολυαγαπημένους τους νεκρούς, το ουσιαστικό για να μαρτυρήση κανείς ότι τίποτε από ό,τι υπήρξε στ' αλήθεια δε μπορεί να εξουθενωθή, αλλά ότι όλα θα γίνουν πιο πραγματικά και μεταμορφωμένα μέσα στη Βασιλεία, το ουσιαστικό είναι η χαρά μας. Δεν μαρτυρεί κανείς παρά με την αγιότητα, δεν μαρτυρεί κανείς παρά με τη χαρά, γεννημένος από το μυστηριώδες βάπτισμα των δακρύων, πέρα από τις μεγάλες, μαζικές αξιώσεις, πέρα από την κοινωνία, την ιστορία, πέρα από την εγκόσμια ευτυχία όπου ο σημερινός άνθρωπος θα ήθελε ν' αποκοιμηθή. Ο άνθρωπος—γιατί είναι ένα κτιστό πρόσωπο κατ' εικόνα του Θεού, γιατί η καρδιά του είναι αχόρταγη, γιατί αυτή η αχόρταγη καρδιά δε μπορεί τελικά να χόρταση παρά με το Θεό — ο άνθρωπος μπρος στο θάνατο, ο άνθρωπος μπρος στην αποτυχία της αγάπης, ο άνθρωπος διψασμένος για ζωή και αγάπη, τι ζητεί τελικά αν όχι τη μαρτυρία της χαράς; Και ποιος μπορεί να του τη δώση αν όχι οι άγιοι;

2ον) Πρέπει λοιπόν να επιχειρήσουμε, όσο λίγοι και αν είμαστε — γιατί δεν είμαστε μόνοι, γιατί ανήκουμε στη κοινωνία των αγίων — να φέρουμε λιγάκι αυτή τη μαρτυρία της χαράς κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης. Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι γι' αυτόν τον κόσμο που λατρεύει τον εαυτό του, η Εκκλησία είναι μια θανάσιμη πληγή. Αλλά για τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός, μυστικά δοξασμένος εν Χριστώ, η Εκκλησία είναι η μόνη υπόσχεση ζωής. Οι χριστιανοί είναι το άλας της γης που την εμποδίζει να σαπίση και που ήδη τη μεταμορφώνουν σε προσφορά. Και για να ξαναθίξουμε ένα θέμα της ιουδαϊκής πνευματικότητας που έγινε πολύ της μόδας αυτά τα τελευταία χρόνια μ' ένα ξακουστό μυθιστόρημα, οι χριστιανοί θα έπρεπε να ξέρουν ότι μέσα στην ίδια τους την προσευχή, ότι μέσα στην ίδια τους την παρουσία είναι οι «τελευταίοι των δικαίων» που εμποδίζουν τον κόσμο να εξουθενωθή και που ετοιμάζουν τη μεταμόρφωσή του. Πρέπει να σφυρηλατήση μέσα του κανείς τις ανώτερες αρετές αυτής της βασιλικής ιεροσύνης: η αληθινή ανοχή που δεν είναι αδιαφορία αλλά σεβασμός, η αληθινή μετριοφροσύνη που αποτελείται από γενναιοδωρία και άπειρη υπομονή. Να ξέρη κανείς να καταλαβαίνη, δηλαδή «να παίρνη μαζί του», «μέσα του» και όταν ο άλλος δε θέλει να τον εννοήση, να ξέρη κανείς να παραμερίζη χωρίς μνησικακία, να προσεύχεται γι’ αυτόν και παρ' όλ' αυτά, να τον φέρη μέσα του, στην καρδιά του. Να ξέρη να διαλέγεται, να ξέρη να λέη «όχι» χωρίς επιθετικότητα, να ξέρη ν' αγωνίζεται μ' αγάπη όχι πρώτα για να προσηλύτιση, αλλά για να στηρίξη, και ν' ανέχεται το πλησίον του, έστω κι' αν είναι εντελώς διαφορετικός του.

Μέσα σ' αυτό το κείμενο θα θίξω δύο σημεία που μου φαίνονται θεμελιώδη για το επάγγελμά μου: είμαι καθηγητής. Είναι πρώτα το πρόβλημα του κύρους: κάθε άνθρωπος καλείται ν' ασκήση την εξουσία στο επάγγελμά του, στο περιβάλλον του, πάνω στα παιδιά του, μέσα στην οικογένειά του, μέσα του, ως ποιμήν της ποίμνης των παθών και ενστίκτων του. Πρέπει αυτή η ισχύς να είναι δημιουργική, να είναι ισχύς και κοινωνία και μεταμόρφωση, να εκδηλώνη τη νίκη και την αγάπη του Χριστού. Είναι ασφαλώς μια όψη από τις πιο δύσκολες και από τις πιο σημαντικές της μαρτυρίας μας κατά την άσκηση της βασιλικής μας ιεροσύνης. Και είναι αλήθεια, μέσα στη κοινωνία μας, υπάρχει μια κατάπτωση της πατρικής διάστασης, μια κατάπτωση κάθε «λειτουργικού» σεβασμού. Ίσως, από μια πλευρά, είναι συνέπεια του πρακτικού αθεϊσμού της εποχής μας — κάθε πατρότητα γήινη δεν είναι, όπως λέει ο Απόστολος, παρά μια αντανάκλαση της θείας πατρότητας που δε μπορεί να βρη παρά μέσα μας το θεμέλιό της. Η πατρότητα στην εποχή μας, επειδή δεν θεμελιώνεται πια πάνω στη μαρτυρία ενός «νοήματος», πρέπει, πολύ φυσικά, να γκρεμιστή. Όχι από λάθος των τέκνων, αλλά από λάθος των πατέρων που δεν μεταδίδουν πια το «νόημα» που είναι, ακριβώς, το παιδί. Το παιδί λέει ποιο είναι το νόημα; και ο πατέρας απαντά είσαι εσύ. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Είναι η αιτία για τον χριστιανό παιδαγωγό και για κάθε χριστιανό που καλείται ν’ ασκήση την εξουσία του, είναι ανάγκη να μαρτυρήση μ' αυτό που θα ονομάσω ένα «νέο ύφος κύρους». Ασφαλώς, ο χριστιανός είναι ο κληρονόμος του χριστιανού βασιλιά αλλά πρέπει να έχη συμμαχία με την ελευθερία, πράγμα που δεν είναι καθόλου ο χριστιανός βασιλιάς του οποίου ο Θεός φανερωνόταν συχνά σαν ένας Θεός-δήμιος. Η ομάδα που ο χριστιανός πρέπει να εμψυχώνη — είτε είναι μια τάξη, είτε ένας κύκλος μελετών, είτε μια κίνηση νέων — θα έχη αναγκαστικά ένα χαρακτήρα αδελφικό πολύ πιο δυνατό απ' όσο η παλιά πατριαρχική οικογένεια. Ανάμεσα στη βλαβερή αδελφοσύνη που είναι δημαγωγία, χάος, απουσία κάθε δημιουργικής πειθαρχίας, και στη βλαβερή πατρότητα που είναι τυραννία αυθαίρετη, πρέπει να γυρεύουμε δύσκολα, επίπονα, ένα πέρασμα προς την ακτινοβολία του Ευαγγελίου. Γιατί ο χριστιανός δε μπορεί να μετέχη στο μυστήριο της θείας πατρότητας παρά δια του Υιού που έκαμε τον εαυτό του αδελφό και υπηρέτη όλων. «Μην είστε σαν τους βασιλείς της γης» λέει ο Κύριός μας. Η θεοκρατία τέλειωσε, τέλειωσε για πάντα. Δε μπορεί πια να υπάρξη θεοκρατία, δε μπορεί πια να υπάρξη ένας Θεός που επιβάλλεται στους ανθρώπους με το δήμιο και εμφανίζεται ο ίδιος σαν δήμιος. Αλλά πρέπει αδιάκοπα να πλάθουμε, εκεί που βρισκόμαστε — λέω να πλάθουμε γιατί είναι μια πραγματικότητα που ακτινοβολούμε ταπεινά, που καμιά φορά εξαφανίζεται, και που πρέπει αδιάκοπα να ξαναδημιουργούμε — πρέπει να πλάσουμε μέσα στ' ανθρώπινα κύτταρα για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι, ή τα οποία καλούμαστε να πλάσουμε, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ελεύθερη χριστοκρατία. Οι καλύτεροι ψυχολόγοι, οι καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα, είναι ρητοί: η ανταρσία των εφήβων προέρχεται από το γεγονός ότι απογοητεύθηκαν κατάβαθα από τον ώριμο : απόντα πατέρα ή πατέρα χαμένο, που γίνεται περιοδικά «flic». Αλλ' ας εμφανιστή ένας άνθρωπος λιγάκι αυθεντικός, ένας αληθινά ώριμος, και τότε όλες οι λιγοθυμισμένες ανάγκες τους θαυμασμού και σεβασμού θα τον αγκαλιάσουν.

Η ανταρσία του εφήβου εναντίον του πατέρα δεν είναι, γενικά, η άρνηση της ουσίας της πατρότητας. Είναι η αναζήτηση μιας άλλης πατρότητας, μιας πατρότητας που θα την διάλεγε και που δεν θα επιβάλονταν, μιας πατρότητας συνδεμένης με την ελευθερία με έναν αδελφικό δεσμό, μιας πατρότητας για τη μύηση στο Πνεύμα. Και εδώ θίγουμε ωρισμένες από τις ρίζες του σύγχρονου αθεϊσμού (γιατί ο «θάνατος του πατρός» είναι βαθιά δεμένος με τον αθεϊσμό) και, λοιπόν, τους δρόμους της θεραπείας του για μερικούς από αυτούς που καλούμαστε να βοηθήσουμε. Για τον χριστιανό παιδαγωγό, για τον χριστιανό μέσα στο χώρο της πατρότητας, το πρωτότυπο θα μπορούσε να είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο πιο αρρενωπός και ο πιο ταπεινός : «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι», δηλαδή (και τούτο μπορεί κανείς να το κάνη αισθητό, ακόμα και αν δε το πη) : «είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ότι είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, αλλ' απατάσθε" στη πραγματικότητα είμαστε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Χριστό».

Εδώ τότε βρίσκουμε το άλλο πρόβλημα που θα επιθυμούσα να θίξω, γιατί αγγίζει άμεσα το επάγγελμα μου και είναι το πρόβλημα μιας χριστιανικής χρησιμοποίησης του λαϊκού. Πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα, που τίθεται σε οποιονδήποτε διδάσκει σ' ένα Ίδρυμα του Κράτους. Ένας καθηγητής της δημόσιας εκπαίδευσης, «λαϊκός» όπως λένε, δεν έχει το δικαίωμα να τα πη όλα, εκτός ως άνθρωπος προς άνθρωπο, αν έλθη κανείς να τον βρη και να του θέση το ερώτημα, έξω από τα μαθήματα, καμιά φορά πολύ πιο αργά — τούτο εδώ μπορεί να γίνη χρόνια μετά. Ο ρόλος του μου φαίνεται ότι εκφράζεται πολύ καλά με τη φράση του Kierkegaard που ανάφερε ο P. Dumas: «Ο άνθρωπος δεν έχει μάτια για να δη, ούτε αυτιά για να ακούση το λόγο του Θεού, όσο δεν φτάσει σ' ένα ωρισμένο σημείο εμβάνθυσης μέσα στην ύπαρξή του». Ο ρόλος ενός παιδαγωγού χριστιανού στη δημόσια εκπαίδευση, είναι ακριβώς το να βοηθά λιγάκι τους εφήβους, με τους οποίους ασχολείται, να φτάσουν ή να διαισθανθούν αυτή την «εμβάθυνση μέσα στην ύπαρξη». Δηλαδή, να σπείρη την ανησυχία, να υποκίνηση εσωτερικές συγκρούσεις, να καταστρέψη τις εικόνες της οικουμένης, που είναι αδιαφανείς και πεζές, ν' ασκήση μια παθιασμένη κριτική (διδάσκω Ιστορία), μια παθιασμένη Ιστορία, παρουσιάζοντας κατά κάποιο τρόπο από το εσωτερικό τις μεγάλες ανθρώπινες αιρέσεις, δείχνοντας το σοβαρό αυτών των αιρέσεων. Σκέφτομαι, παραδείγματος χάρη, για μια σειρά μαθημάτων πάνω στην ιστορία του ΧΙΧου αιώνα που θα μπορούσε να φτάση στο Κολοφώνα — κάθε φορά από τα «έσω» — σε μια τριπλή έκθεση πάνω στο Marx, πάνω στο Nietzsche και πάνω στο Dostoyevsky. Ν' αρπάξη έτσι κανείς τον έφηβο από μια ωρισμένη υπνοβασία του πολιτισμού της ευτυχίας και ίσως, αν είναι χριστιανός, από την υπνοβασία ενός κάποιου χριστιανισμού — που είναι εδώθε του αθεϊσμού ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται εκείθε — και να του κάνη ν' ανακάλυψη, να διαισθανθή, εν πάση περιπτώσει, και το βάθος της ύπαρξης, και την αυθεντικότητα του άλλου, γιατί αυτό που έχουμε, το πιο πολύτιμο, να διδάξουμε, είναι το νόημα του διαλόγου, πέρα από τις εφηβικές απλοϊκότητες. Και τούτο με μια στάση μαιευτικής, με μιαν άσκηση χιούμορ, για ν' αποφύγουμε να γοητεύσουμε αυτούς τους νέους, να τους προσηλώσουμε πάνω στην ίδια μας προσωπικότητα, για να μπουν στο δρόμο μόνοι τους, με την επιθυμία της βαθειάς ζωής και την απαίτηση μιας αλήθειας που αποδίδει κάθε πραγματικότητα, κάθε ζωή, που δε σακατεύει, αλλ' εκπληρώνει. Το νόημα του διαλόγου, το νόημα του άλλου, το νόημα του περίπλοκου και της συνάντησης, όταν συχνάζη κανείς σε δρόμους μικρής κίνησης, ιδού τι θα μπορούσε να είναι μια μαρτυρία διακριτική αλλ' αποτελεσματική της αληθινής αγάπης και του τριαδικού μυστηρίου.


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα