On Line Library of the Church of Greece |
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος Μελέτιος
ο Πηγάς ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Ε': 1.
Επάνοδος του
Μελετίου
εις Αλεξάνδρειαν. Η
«μεγάλη πόλις» Αλεξάνδρεια υποδεξαμένη
περί τας αρχάς του 1599 τον Πατριάρχην
αυτής εν χαρά, απέλαβε τούτον ψυχικώς
κεκμηκότα και σωματικώς ασθενή. Αι
τρισμέγισται του αξιώματος ευθύναι, η
εις το έπακρον ανεπτυγμένη
του ανδρός
φιλοτιμία και
ευσυνειδησία, oι συνεχείς και αδιάκοποι
αυτού αγώνες προς ανόρθωσιν των της
Εκκλησίας πραγμάτων και προς θεραπείαν
των κοινωνικών και άλλων πληγών, ήτο
φυσικόν να φθείρονν την υγείαν αυτού εις
σημείον τοιούτο ώστε, καίπερ μόλις 50ετής,
να αισθάνηται τας δυνάμεις του
εκλειπούσας και τα μέλη του γεγηρακότα.
Εις επιστολήν του
προς Γαβριήλ τον Θεοδωρίδην
ομολογεί ο Μελέτιος την φθοράν του
σκεύους του σωματικού του έξω ανθρώπου,
και τήν αειθαλή αντοχήν του έσω· «Αλλά
μοι καίτοι γε,
ου πολλοίς
άγαν ηλικίοις συνδιαθέτοντι και τα μέλη
σεσάθρωται και τα της όψεως ήμβλυται,
νεάζομεν δε τ'
ένδον συν Θεώ...»1 Παρά
ταύτα η της ψυχής ευρωστία,
αντεπεξερχομένη νικηφόρως κατά της
σωματικής καχεξίας, επέτρεψεν εις τον
Μελέτιον, όπως αναλάβη
ενεργώς την άσκησιν των
ποιμαντορικών του καθηκόντων και την
ευεργετικήν καθόλου διά τε την
Εκκλησίαν και τον Ελληνισμόν
δραστηριότητά του. Έχων
παρ' αυτώ εκλεκτόν και δραστήριον
συνεργάτην, τον Πρωτοσύγκελλον Κύριλλον
Λούκαριν, επεδόθη εις την ρύθμισιv των
εκκρεμοτήτων του
Πατριαρχείου, έτοιμος
ανά πάσαν στιγμήν να έλθη
συνεπίκουρος οιουδήποτε μοχθούντος διά
την δόξαν
της Εκκλησίας. Η
υπό τας γνωστάς ήδη συνθήκας γενομένη
αναχώρησις αυτού εκ Κων/λεως, τους μεν
πινούντας διά την εύκλειαν της
Εκκλησίας σφόδρα ελύπησε και επίκρανε,
τους δε λυμαινομένους και
εκμεταλλευομένους αυτήν εχαροποίησε,
σπεύσαντας εις υπάντησιν του νέου
Πατριάρχου Ματθαίου, προς ον και
διέβαλον τον απελθόντα Μελέτιον και τας
επί της Τοποτηρητείας
του γενομένας ενεργείας αυτού,
παριστώντες τούτον ως δήθεν επίβουλον
της Πατριαρχικής θέσεως. Η επαίσχυντος
τακτική των αυλοκολάκων! Μικροί και
ποταποί το ηθικόν δέμας οι κατάπτυστοι
κόλακες, κατορθούντες πάντοτε να
πλησιάζουν ή και να περιβάλλουν τους
ισχυρούς της ημέρας, είτε πολιτικοί
είναι ούτοι, είτε, το χειρότερον,
εκκλησιαστικοί, εν τη επιδιώξει του
ατομικού των συμφέροντος αδίστακτοι,
μετέρχονται παντοίας ραδιουργίας,
δολοπλοκίας και μηχανορραφίας προς
εξουδετέρωσιν των ανεπιθυμήτων,
καλυπτόμενοι πάντοτε όπισθεν του ζωηρού
δήθεν ενδιαφέροντος των
διά την
υποστήριξιν και
την προφύλαξιν
του υπ' αυτών κηδεμονευομένου ανδρός.
Ούτω και τώρα, τα εκκλησιαστικά παράσιτα
προσκολληληθέντα εις τον κορμόν
της ευχύμου πατριαρχικής καθέδρας,
εστράφησαν κατά του Μελετίου, όστις όμως
εγκαίρως πληροφορηθείς τα κατ' αυτού
τεκταινόμενα έσπευσε ίνα, δι' επιστολής
του προς τον Ματθαίον, διαλύση τα νέφη,
παρακαλών τούτον όπως μη δίδη προσοχήν
εις κακοβούλους εισηγήσεις του
περιβάλλοντός του, διαβεβαιών αυτόν
περι της μη υπάρξεως παρ' αυτώ
οιουδήποτε ενδιαφέροντος προς
κατάληψιν ή ανάκτησιν
του Οικουμενικού
Θρόνου. «...Mη
φοβού -έγραφε- ευλογημένε, πιστώθητι
εξ ων είδες οψέποτε παρ' ημών
πεπραγμένων, εξ ων ακήκοας λελεγμένων,
ημάς του Οικουμενικού θρόνου τόσον
απέχεσθαι του εράν, όσον
εκμαίνονται έτεροι,
όθεν αι σου τυχόν επηρεάζονται
μέριμναι...»2. Ο Ματθαίος
ικανοποιηθείς εκ των εξηγήσεων τούτων
δεν έδωκε συνέχειαν εις την υπόθεσιν
ταύτην. 2.
Παραστάσεις του
Μελετίου
εις
Βενετίαν υπερ των
εν Κρήτη ορθοδόξων Εν
τω μεταξύ ειδήσεις εκ Κρήτης και
Πολωνίας έφερον
και πάλιν τoυς αυτόθι ορθοδόξους
μεγίστην διερχομένους κρίσιν λόγω
της ενταθείσης λατινικής
δραστηριότητος. Ο Μελέτιος δεν ενόμισεν
ότι εδικαιούτο να αδιαφορήση, πολλώ
μάλλον διότι επρόκειτο περί της
φιλτάτης γενετείρας του Κρήτης. Μη
διαθέτων δ' επί του παρόντος έτερον
τρόπον αντιδράσεως, απέστειλεν
επιστολήν «προς τον Γαληνότατον ηγεμόνα
τον Πρίγκιπον, συν παντί τω υψηλοτάτω
συνεδρίω της Ενετικής Πολιτείας»
εξαιτούμενος «oυκ αμογητί ουδ' αδακρυτί»
την παρέμβασιν αυτών παρά τοις εν Κρήτη
συμπολίταις και ομοδόξοις των Ενετοίς
υπέρ των ορθοδόξων Κρητών, και δη προς
τον σκοπόν όπως επιτραπή αυτοίς «κατά τα
δόγματα και έθη της Ανατολικής
Εκκλησίας (ως
το απ' αρχής) πολιτεύεσθαι»3.
Την ως άνω επιστολήν επέδωκε προς τους
εν Βενετία άρχοντας ο εν αυτή
εγκατεστημένος και πολλής δόξης
ηξιωμένος Μητροπολίτης
Φιλαδελφείας Γαβριήλ
ο Σεβήρος.4 Η Σύγκλητος της
Ενετικής Δημοκρατίας, πληροφορηθείσα εκ
της επιστολής του Πατριάρχου
Μελετίου τας εις βάρος των Κρητών
ενεργείας των Ενετών, απεφάσισεν όπως
απαγορεύση αυτοίς του λοιπού πάσαν
τοιαύτην δράσιν.
Συγκεκινημένος o
Πηγάς εκ της τοιαύτης αποφάσεως,
ηύχαρίστησε διά νέας επιστολής την
Σύγκλητον, εν η διελάμβανε και τα εξής· «Δώη
Κύριος τηλικαύτην και ούτω φιλάνθρωπον
Αρχήν συνεπεκτανθήναι τω παντί αιώνι
και πάσι τοις πέρασιν· ίνα πάντες oι υπ'
αυτών αρχόμενοι της αυτών απολαύωσιν
επιεικείας, μάλιστά γε Γραικοί oι
ημέτεροι, υπέρ ων ημείς και κοπιώμεν και
πρεσβεύομεν»5.
Δι' Εγκυκλίου του δε προς τους Κρήτας,
συνέχαιρεν αυτοίς επί τη αποφάσει ταύτη,
δι' ής ήλπιζε ν' απαλλαγούν ούτοι των
φορτικών πιέσεων των λατίνων κατακτητών
όπως αρνηθούν τα πάτρια και αποσπασθούν
των παραδόσεων των πατέρων των. Η
τοιαύτη επιτυχία του Μελετίου και η παρά
τη Ενετική Συγκλήτω παρρησία αυτού,
συνέβαλον εις την υπ' αυτού ίδρυσιν μετά
ταύτα ελληνικής Σχολής εν Βενετία, και
εν τη αυτόθι ελληνική Κοινότητι του αγ.
Γεωργίου, ης oι πρώτοι καθηγηταί υπήρξαν
πνευματικά αυτού αναστήματα. Η ίδρυσις
της Σχολής
ταύτης τα
μέγιστα συνετέλεσεν εις την διατήρησιν
εν ταις ψυχαίς των ελληνοπαίδων
ασβέστου της εθνικής συνειδήσεως, διότι
εν αυτή «προστρέχοντα τα πεφοβισμένα
τέκνα της
δεδουλωμένης Ελλάδος,
ως έλαφοι
διψώσαι επί τας πηγάς, και τα της σοφίας
και αρετής δροσοφόρα νάματα εκείθεν
αρυόμεvα, μικρόν κατέψυχον τας υπό της
απαιδευσίας πεφλογισμένας αυτών ψυχάς.
Εν τοις ιεροίς τούτοις εντευκτηρίοις η
Εκκλησία του Χριστού περισυνάγουσα τα
πιστά τέκνα αυτής, ως όρνις
τους νεοσσούς υπό τας πτέρυγας,
περιέθαλπεν αυτά χειραγωγούσα διά των
καλών αυτής οδηγών, όπου o θεοδόξαστος
Γολγοθάς και ο Ελικών της θύραθεν
παιδείας, άτινα ο ζόφος της δουλείας και
της παχυλής αμαθείας κατεκάλυπτεν.
Εκείθεν εξερχόμενοι oι των ιερών της
Εκκλησίας Μυστηρίων υπηρέται φέροντες
υπό τα ευτελή αυτών τριβώνια την
ευσέβειαν και αρετήν,
εισήρχοντο εις τους οίκους των πιστών
και παρηγορούντες αυτούς
εδίδασκον «ελπίζετε επί τον Θεόν των
πατέρων ημών... διότι ούτος έστιν ο
εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας
ανυψών πένητα».6 Παραλλήλως
ο Μελέτιος αvήσυχoς και διά τα εν Πολωνία
συμβαίνοντα απέστειλεν εκεί
κατεσπευσμένως τον Κύριλλον Λούκαριν
καταμείνας και πάλιν μόνος εν
Αλεξανδρεία μαχόμενος
επί των επάλξεων του καθήκοντος, και
την ψυχήν αυτού
τιθείς «υπέρ των προβάτων». Αληθής
μιμητής του Αρχιποίμενος Χριστού, δεν
εφείδετο κόπου προκειμένου ίνα
φέρη εις περας το έργον αυτού.
Καθόσον δε η υγεία αυτού οσημέραι
εφθείρετο, επί τοσούτον η ψυχή τον με τας
δυνάμεις της ανεπτερούτο και ούτος με
αναπεπταμένας τας πτέρυγας περιΐπτατο
του ποιμνίου αυτού επισκοπών τα πάντα
και περί πάντων ενδιαφερόμενος, έως ου,
εξαντληθείσης της αντοχής του,
κατέπεσεν ο αετός κατά γης, το
επικείμενον αυτού τέλος προορώμενος και
υπό της σφοδράς
διακατεχόμενος επιθυμίας
όπως 3.
Αι τελευταίαι του στιγμαί Εν
τω μεταξύ, επιδεινωθείσης
της υγείας του, έγραψεν επιστολήν
προς τον εν Πολωνία ευρισκόμενον
Λούκαριν παρακαλών τούτον όπως αφιχθή
επειγόντως. Η επιστολή
αύτη, αποτελούσα και το κύκνειον άσμα
του Μελετίου περιέχει λίαν
οικοδομητικάς πνευματικάς σκέψεις,
βαθυνουστάτας υποδείξεις και
ορθοδόξους στοχασμούς και αφορισμούς
ανταξίους ορθοδόξου έλληνος Ιεράρχον,
επέχει δε θέσιν πνευματικής διαθήκης
του μεγαλόπνου τούτου ανδρός του
αναλώσαντος την ζωήν του άπασαν υπέρ της
Εκκλησίας και του Γένους. Ιδού τι εν τη
επιστολιμαία του ταύτη διαθήκη έγραφεν
ο Μελέτιος· «Tέκvov Κύριλλε, εγώ μεν, και
πόνοις και κινδύνοις και φροντίσι και
τηκεδόσιν αντλούμενος και νοσών ήδη
νόσον άπαυστον, θνήσκω πάνυ ηδέως, τέλος
ταις εμαίς θέμενος αμαρτίαις και τη
καματώδει βιοτή, εν δε συνεισφέρω, τον
πολύτιμον θησαυρόν της ορθοδόξου
πίστεως, μεθ' ης ελπίζω παριστάμενος τω
Χριστού βήματι μετά των πατέρων έλεος
ευρείν και βοήθειαν εύκαιρον. Kαι τούτό
σοι παραινώ. Αγωνίζου την πίστιν τηρήσαι.
Η Ανατολική Εκκλησία πρώτη μετέσχε,
πρώτη μετέδωκε του θείου φωτός· ταύτης
ημάς παίδας είναι ηθέλησεν ο Θεός·
ταύτης oι πατέρες τά δόγματα κυρώσαντες
παραδεδώκασι· μη αποστατήσωμεν των
δικαιωμάτων του Θεού. Πιστόν σε έγνων, η
δε προς σε αγάπη ταύτά σοι παραγγείλαι
και περιττώς ίσως κατέπεισεν»7.
Πώς να μη θαυμάση τις το ακμαίov
ορθόδοξον φρόνημα του υπερόχου τούτου
ανδρός, τον θερμουργόν αυτού ζήλον, την
μετά πάθους προσήλωσιν εις τα πάτρια;
Πώς να μη συγκινηθή εκ των πατρικών
παραινέσεων και υποδείξεών του, δι' ων
τον ατίμητον της ψυχής του θησαυρόν εις
επιφάνειαν και φως έφερεν; Και πώς να μη
μακαρίση την τοιούτο ανάστημα
πλαστουργήσασαν Ορθοδοξίαν, την
Ανατολικήν Ορθόδοξον του Χριστού
Εκκλησίαν, ήτις όντως
«πρώτη μετέσχε του θείου φωτός,
και πρώτη
μετέδωκε»; Ο
Λούκαρις επισπεύσας την επάνοδον αυτού
προέφθασε ζώντα τον Μελέτιον, όστις μετά
δύο ημέρας, ήτοι τη 13η Σεπτεμβρίου του
έτους 16018 εις
ηλικίαv 52 ετών παρέδωκε την αγίαν αυτού
ψυχήν τω Κυρίω, πατριαρχεύσας επί 11
περίπου έτη. Ούτως
απήλθε του κόσμου τούτου ο μέγας της
Αλεξανδρείας Πατριάρχης Μελέτιος ο
Πηγάς εν τη ακμή της ηλικίας αυτού, θύμα
γενόμενος της σφοδράς
του αγάπης προς την Εκκλησίαν και την
Πατρίδα. Εκ
της ευάνδρου Κρήτης ορμώμενος και εν τη
Εσπερία τας σπουδάς αυτού ποιησάμενος,
ενωρίς ετέθη εις την διάθεσιν του δούλου
Γένους, μετ' ανυποκρίτου αυταπαρνήσεως
διελθών την κλίμακα της εκκλησιαστικής
Ιεραρχίας και από της θέσεως του απλού
μοναχού αναδειχθείς, συν Θεώ, εις
Πατριάρχην Αλεξανδρείας και Επιτηρητήν
του Οικουμ. Θρόνου, και δι' όλης της ζωής
αγωνισθείς υπέρ της ευσεβείας και της
ελευθερίας των Ελλήνων. Υπήρξε δεινός
πολέμιος του παπισμού και αδυσώπητος
εχθρός της προπαγάνδας του,
μηδεμίαν επιτρέπων εις
εαυτόν συγκατάβασιν ή υποχώρησιν εν
τη υπερασπίσει των ορθοδόξων δογμάτων.
Έθεσε τα φυσικά και επίκτητα προσόντα
του εις την διακονίαν της Εκκλησίας
ανυστεροβούλως δράσας διά την εύκλειαν
αυτής, αφυπνίσας
συνάμα διά της όλης του
δραστηριότητος εν τη Ανατολή τον
Ελληνισμόν. Πρώτος αυτός κατά τον Γ.
Βαλέταν9 «έρριξε τα πρώτα
συνθήματα της εθνικής συνοχής και
αντίστασης με το πρόγραμμα ύστατης
φυλετικής και θρησκευτικής επιβίωσης
και ψυχικής ανοικοδόμησης με
βάσι τον Χριστιανισμόν.»
Υπήρξε κατά βάσιν αγωνιστής . Πιστός
μέχρι θανάτου εις τας αρχάς τας οποίας
επίστευε, έδωκε μαθήματα ορθοφροσύνης
και εμμονής εις τα παραδεδομένα, παρ'
όλας τας εκάστοτε παρουσιαζομένας δυcκολίας.
Επίστευεν εις τον θησαυρόν της πίστεως
και είχε συλλάβει εν όλη της τη
εκτάσει την σημασίαν αυτού διά την
επιβίωσιν του Γένους. Την ελευθερίαν του
Έθνους εθεώρει ως καρπόν της εν Χριστώ
απολυτρώσεως. Διά
τούτο και μετά σθένους ηγωνίσθη
διά τον εν Χριστώ
φωτισμόν των υποδούλων. Τα κηρύγματά του,
οι λόγοι του συνθέτουν
τον πρωταρχικόν
του σκοπόν,
ήτοι τον εγκεντρισμόν
εις τας
ψυχάς των
ορθοδόξων του
πνεύματος του Ευαγγελίου του Χριστού, ως
υψίστου πνευματικού ιδεώδους και όπλου
διά την αποτροπήν της φυλετικής και
εθνικής και θρησκευτικής αφομοιώσεως
των Ελλήνων υπό των κατακτητών.
Χρυσοστομικός την γλώσσαν,
πατερικός το ύφος, προδρομικός τον
νουν, πρακτικός την σκέψιν,
θίγει τα ευαίσθητα σημεία των
χαρακτήρων των
ανθρώπων της
εποχής του. Καταπολεμών τας
εμπαθείας μεταξύ των χριστιανών, τα πάθη
και ελαττώματά των και τα εκ της
αμαθείας σωρευθέντα δεινά, συνεισέφερε
πλουσίως εις την Τράπεζαν της ηθικής και
εθνικής αποκαταστάσεως επί τη ελπίδι
ευχαρίστων εξελίξεων. Δεινός ελληνιστής
με αρχαιομάθειαν σπανίαν, δεν υπέταξεν
εις τα σχήματα την ουσίαν της προσφοράς
του, αλλ' εχρησιμοποίησε την λαϊκήν
διάλεκτον εις τα οικοδομητικά του
κηρύγματα με απλότητα και ηθικήν
σκοπιμότητα «ζητώντας το φωτισμό και
την ανύψωσι του Έθνους»10. Δι' όλης
του της δραστηριότητος «στάθηκε ένας
μεγάλος πολιτικός της
ρωμηοσύνης όταν αυτή κινδύνευε να χάση
την εθνικοθρησκευτικήν της συνείδησι
και ν' αφομοιωθή εθνογλωσσοθρησκετικά
απ' τον κατακτητή»11.
Αλλά
και ως εκκλησιαστικός ανήρ ο Πηγάς
υπηρξεν ασυναγώνιστος. Ως φαεινός αστήρ
διέλαμψεν εν τω στερεώματι της
Εκκλησίας κατά την πικράν της
τουρκοκρατίας περίοδον, διαβάς δε δι'
όλων των βαθμίδων της εκκλησιαστικής
Ιεραρχίας επέδειξε σπανίας διοικητικάς
ικανότητας, ευψυχίαν και τόλμην,
σταθεράν εμμονήν εις τα πάτρια, ουδενός
υπάρξας δεύτερος των όσοι μετά την
άλωσιν εκόσμησαν Πατριαρχικούς θρόνους12.
Διαπνεόμενος από βαθείαν
πνευματικότητα και πηγαίαν ευλάβειαν,
ηγωνίσθη διά την κάθαρσιν της Εκκλησίας
από των αναξίων αυτής κληρικών, μη
φεισθείς κόπων και μόχθων ίνα φέρη εις
πέρας την αποστολήν ταύτην. Τα
συγγράμματά του13 αναδίδουν το
άρωμα της ορθοδόξου πνευματικότητος, αι
δε επιστολαί του είvαι ακένωτον ορυχείον
πατερικής σοφίας και συνέσεως, αρετών
αίτινες εκόσμουν πάντοτε τον χαρακτήρα
του και υπηγόρευον τας ενεργείας του. Ο
Μελέτιος Πηγάς θα παραμείνη εις την
Ιστορίαν όχι μόνον ως εκκλησιαστικός
ανήρ πρώτου μεγέθους, ούτε ως απλούς
Πατριάρχης των χρόνων της δουλείας, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Αποσπάσματα
εξ ομιλιών του Μελετίου Ως
έχομεν τονίσει, ο Μελέτιος υπήρξε και
εκκλησιαστικός ρήτωρ απαράμιλλος,
αφήσας εποχήν εν Κων/λει και αλλαχού,
όπου ήσκησε το θείον του ιεροκήρυκος
έργον. Κατωτέρω παραθέτομεν
χαρακτηριστικά τινα αποσπάσματα
ομιλιών αυτού διακρινομένων
διά τον πρακτικόν και εποικοδομητικόν
αυτών χαρακτήρα, τα οποία διεσώθησαν εν
δημώδει γλώσση. Εξ αυτών καθίσταται
φανερά η δύναμις του πνεύματος του
μεγάλου εκείνου ανδρός, ο πλούτος των
γνώσεών του, η διεισδυτική του ικανότης
μέχρι των μυχιαιτάτων της ανθρωπίνης
ψυχής, και επί πάσιν η ακαταμάχητος
γοητεία του λόγου του.
Τα δημοσιευόμενα ολίγα αποσπάσματα
προέρχονται εξ ομιλιών, τας οποίας
ο Πηγάς εξεφώνησεν εν τω ναώ Χρυσοπηγής
Κων/λεως κατά τα έτη της αυτόθι
παραμονής του, περιέχονται δε εν τω
βιβλίω: «Μελέτιος Πηγάς. Χρυσοπηγή» (Αθήναι
1958), εκ του οποίου και είναι ειλημμένα. Α.
Εξ
ομιλίας τη
Ε' Κυριακή των
Αγίων
Νηστειων (σελ. 103). 37. Είναι λοιπόν, λέγει ο απόστολος προς Γαλάτας, δύο διαθήκες: η μία η γεννώσα εις δουλείαν, ή συστοιχούσα τη νυν Ιερουσαλήμ. Η άλλη, ελευθέρα, η άνω Ιερουσαλήμ. Ακούεις, αδελφέ, πως τα πράμματα εκείνα, οπού εγινούντανε τον παλαιόν καιρόν, ήταν και τινά σημάδια και τύποι μυστηρίων μεγάλων, όχι παραδείγματα, να σε παρακινήσουν εσέναν εις άκρασίαν, εις αμαρτίαν; 38.
Και κοντολογία, εσύ καν δεν μετράς με τον
νουν σου, ότι επειδή είναι λόγια του
πνεύματος, ανάγκη είναι να μη σου
εγραφτήκασι, διά να κάμεις εσύ αμαρτίες,
διότι ήθελες
καταστήσει διδάσκαλον
τες αμαρτίες. Ο Θεός να με φυλάγει
από την βλασφημίαν ταύτην του Θεού ! Μη
λοιπόν, αδελφέ, μη θέλεις τα κακά σου
θελήματα. Την γυναίκα, οπού σου έδωκεν o
Θεός, εκείνην έχε, και αν είναι στείρα,
στείρα· αν είναι παιδογόνος, παιδογόνον.
Και μη μου ευρίσκετε πρόφασιν και εαν
και εσύ, να μολύνετε ο εις διά τούτην την
πρόφασιν, ο άλλος διά κείνην την
πρόφασιν, να μολύνετε, λέγω, το στέφανόν
σας. 39.
Τηράτε το αμόλυντον, τηράτε να το
παραδώσετε τω φοβερώ Θεώ καθαρόν και
αμίαντον. Δεν έχω καιρόν
να σε ειπώ περισσότερον
διά τούτην την ατοπίαν, οπού γίνεται
ανάμεσά μας σήμερον και μολύνεται,
μάλιστα και χωρίζεται, το ανδρόγυνον και
επαίρνει εκείνος άλλην και εκείνη άλλον.
Β.
Εξ ομιλίας τη Κυριακή των
Βαΐων (σελ. 152 153). 10. Και εκείνη πάλιν, (η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου) ως ήκουσεν, εσηκώθη πάραυτα από το ξόδι και τα δάκρυα του αδελφού και καταφρονά τα πάντα, και λύπες και πικρίες και θλίψεις και κλαημούς, και τρέχει προς τον Χριστόν. Το εναντίον απ' ό,τι κάμνουσιν εδώ οι γυναίκες, θαρώ, και οι άνδρες οι εδικοί μας, οπού αφήνουσι την εκκλησίαν. Στερεύγουνται τα μυστήρια του Θεού, φεύγουσιν από Θεόν. Διατί; Διατί, λέγει, είναι θλιμμένοι -ώ κόσμε, έρημε κόσμε, και τότες είναι περισσότερος καιρός, όταν έχωμεν θλίψιν, να τρέξωμεν προς Θεόν. «Εκέκραξα, λέγει ο πατρόθεος προφήτης, εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με προς Κύριον και επήκουσάς μου εις την θλίψιν» μου, εκέκραξα προς Κύριον». 11.
Και εμείς σήμερον, εις τες θλίψεις μας,
τρέχομεν εις τους μάντεις, διατί, λέγει,
διά να με παρηγορήσει, να κάμει ν' αγαπά ο
δείνας, να κάμει να εύρω το τάδε τι, οπού
έχασα, να μου απαγγέλλει διά τάδε τι οπού
αναμένω. Ώ γυναίκες, πώς να σας ειπώ,
γυναίκες, και αν ο μάντης ή η μάντισσα
εμπορεί να κάμει τάδε ή τάδε, να σου
κάμει αγάπες, να σου κάμει παιδία, να σου
εύρει πλούτη, να σου γιάνει πληγές, δεν
ήθελεν κάμει πρώτα του λόγου της; Πόσοι
μάντες και μάντισσες είναι πυργωμένοι,
παρδαλοί, κυλλοί, κακόμοιροι;
Τριγυρίζουσι να εύρουσι καμμίαν λωλήν,
να της φάγωσιν τέσσερες πέντε φόλες με
το να της τάσσουσιν να την κάμνουσιν
εκείνην γερήν, πλουσίαν, εκείνοι οπού
είναι αυτοί τως κυλλοί και φτωχοί. 12.
Ένα μου πέτε: αv σας έδιδεν ο διάβολος
καλόν, οπού είναι των αδυνάτων, όσον μηδέ
αυτός ατός του δεν είναι δυνατόν να
είναι καλός, πλην, εθέλετέ το το
διαβολικόν εκείνον και δαιμονικόν καλόν;
Εγώ λογαριάζω, πως και μόνον το όνομα, το
όνομα μόνον διαβολικόν, δαιμονικόν να
είναι απατά διαβολικόν
και δαιμονικόν, κακόν,
όχι καλόν και φευκτόν. Ειπέ μου εσύ η
ρίκτρα, οπού ρίκτει διά πλούτη καμμίαν
και παίρνει σου έξη φόλες να σε κάμει
πλούσιον, και του λόγου της πώς δεν
πλουταίνει; Γ.
Εκ
της αυτής ομιλίας
(σελ. 170-171). 61.
Ας γδυθής λοιπόν, άνθρωπε, από μάταια
νεκρά πάθη της νεκρώσεως
και λάβεις βαΐα φοινίκων αειθαλών,
πράξεις ενάρετες και να υπαντήσεις τον
Χριστόν, δεν θες ακούσεις μόνον, πως
ανάστασε τον Λάζαρον, καθώς ακούεις πώς
ακούουσιν εδώ οι λαοί, αμή
θες αναβοήσει και εσύ το ωσανά, και
θες λάβει το «σώσον δή Κύριε». Ώ Μελέτιε,
πώς νάκαμνες την γλώσσαν
μου, όχι
κάλαμον γραμματέως
οξυγράφου, επειδή δεν έχει να γράφεις
μαλακά χαρτία, αμή, ή αδαμαντίνη, επειδή
έχεις να χαράξεις, ωσάν πλάκες λίθινες,
καρδίες σκληρές, ή πυρίνη, ωσάν εκείνες
τες πυρίνες του πνεύματος, επειδή έχεις,
ωσάν τότε εκείνος ο προφήτης τον τότε
λαόν, ως καλάμιν νάκαιες, Μελέτιε, τόσην
ύλην, όσην είναι φορτωμένη σήμερον τα
στήθη μας και δεν αφήνει να φυτευθή o του
Θεού φόβος, η του Χριστού υπακοή, οπού
μας oρίζει με φοβερά και αφοριστικά από
Θεού πρόσωπον λόγια να ταπεινωθούμεν,
οπού μας ορίζει να μην μνησικακούμεν, μα
να συγχωρούμεν με όσους έχομεν
κακοσύνην, αλλέως πως δεν έχομεν να
ιδούμεν πρόσωπον Θεού. 62.
Πλήν, μην αναμένετε· ακούτε με και
άνδρες και γυναίκες. Μην αναμένετε να
μου θαυματουργήσει ο Θεός, και να
μετασκευάσει την γλώσσαν μου οξυγράφον
ή εις αδαμαντίνην και πυρίνην ή εις
γλώσσαν αγγέλου, απ' εκείνες, οπού λέγει
ο Παύλος. Εις στέκει να την καταστήσει
και πυρίνην και αγγελικήν, αν δεκτείτε
τον λόγον του Θεού πατρός και να
ταπεινωθήτε και ν' αφήσετε και την
μνησικακίαν, την αντίθεον, με τα λοιπά
πάθη τα σαρκικά, διά την βασιλείαν των
ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς
επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα και
το κράτος συν πατρί και πνεύματι εις
αιώνας. Αμήν. Δ.
Εξ ομιλίας τη
Αγία και Μεγάλη
Πέμπτη (σ. 203). 34.
Τρέχει, ασπάζεται
τους αχράντους εκείνους πόδας, ραίνει
τους και βρέχει τους με τα δάκρνα της
μετανοίας. Και oι στεναγμοί της καρδίας,
η συντριβή η συνεχή, δεν αφήνουσι την
κατάνυξιν να ειπεί λόγια. Με τα έργα,
αυτά, που είναι
ζωντανά λόγια, με τα αυτά
τα έργα βοά η καλή εκείνη πόρνη, ήδη μη
πόρνη, τω Χριστώ, και λέγει πώς είναι
αμαρτωλή περισσά και πως δέεται
συγχωρήσεως διά φιλανθρωπίας, μάλιστα
δείχνει και τούτη έξω από ετούτο, την
μεγάλην αγάπην, οπού εχει προς τον
Χριστόν. Μύρον της ευρίσκεται. πολύτιμον
εις αλάβαστρον άγγείον. Παίρνει το μύρον.
Βαστά ατή της το αλάβαστρον. Σπα το
αλάβαστρο, χύνει το μύρον αλείφει την
ακήρατον εκείνην κορυφήν του
Χριστού, της οποίας τα ποδάρια
έβρεχε με δάκρυα και εσφούγγιζε με τες
απαλές εκείνες πλεξούδες, οπού είχε
πρώτα δίκτυα της αγάπης της αμαρτίας. 35.
Ώ καλή πόρνη, πώς εύρες καλήν και
σύντομον στράταν να ξεφκαιρώσεις το πέλαγός
σου της αμαρτίας με τα δάκρυα της
μετανοίας, με την κένωσιν του μύρου! Ώ
καλή μετάνοια, πώς δύνασαι και σιμώνεις
τας πόρνας τω Χριστώ και ανέχεται της
δυσωδίας του βρώμον της άμαρτίας,
ανέχεται ο Χριστός, όχι διά το μύρον, διά
τα δάκρυα.
60.
Παρακαλώ σας λοιπόν, μην ευρεθούμεν
εμείς από τους πολλούς τους καλεσμένους,
μηδέ καταφρονήσωμεν το κάλεσμα του
Κυρίου, μηδέ αγρούς, μηδέ ζεύγη βoώv, μηδέ
γυναίκα, αλλά ας γενούμεν, από τους
ολίγους, διά τους οποίους λέγει ο Σωτήρ,
ότι «ολίγοι οι σωζόμενοι». Ας γενούμεν
από τους εκλεκτούς με την στράταν, οπού
μας ερμηνεύει ο Σωτήρ, διά του αποστόλου
ότι «αποστήτω από αδικίας πας ονομάζων
τον Κύριον». Και πάλιν «καθαρίσωμεν
εαυτούς από 61.
Και μη μου προφασίζου, ώ δύστηνη Πόλη,
πως έχεις κακούς ποιμένας. Έχεις και
καλούς, καλά και ολίγους, πλην αν έχεις
και κακούς, πείθου εσύ «τω λόγω της
αληθείας» και μην ξετρέχεις τας πράξεις
των κακών. Ξεύρεις, να σου ειπώ, πρώτον
μεν ήθελα να είμεσθαν
εμείς καλοί,
αλλά θα
νάμεσταν το φως του κόσμου, το άλας της
γης, οι οδηγοί των τυφλών, οι παιδευταί
των ασεβών, και να μην είμεσθαν
φαρισαίοι, να λέγεται και περί ημών ότι «επί
της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι
γραμματείς και οι φαρισαίοι· πάντα ουν
όσα αν είπωσιν υμίν ποιήσαι,
ποιήσατε, 62.
Αλλά εγώ ήθελα να εκάναμεν και ημείς
οπού διδάσκομεν τους άλλους. Πλήν εσύ ο
ευσεβής, λάμβανε την
καλήν διδασκαλίαν,
λάμβανε τα
μυστήρια της
ευσεβείας και από τους αναξίους. Τίμα
και τους αναξίους και θες έχεις
μεγαλείτερον μισθόν. Μηδέ δίσταζε, ότι
να σου κολομβώνει το μυστήριον της
ευσεβείας πονηρία του αρχιερέως, ιερέως.
Ξεύρεις τι είμεσθαν εμείς; Βουλωτήρια,
σφραγίδες, τύποι. Και άλλος είναι χρυσος,
άλλος ασημίτικος, άλλοι είμεσθεν
σιδερένιοι. Και βαστώμεν όλοι έναν τύπον.
Εσείς είστε το κερί. 63. Ειπέ μου, ωσάν τυπωθή το κερί και λάβει την εικόνα του βασιλέως, τόσον από σιδερένιον, ωσάν από ασημένιον, ωσάν από το χρυσόν βουλωτήρι, τι διαφέρεται προς τα βουλωτήρια εκείνα; Πασαένα ό,τι διά λόγου του είναι, διά λόγου του τιμάται, διά λόγου [του] ξάζει. Αν χρυσόν, πολύν. Αν αργυρόν, ολιγώτερον. Αν σίδερον, ολιγώτερον. Αμή ο τύπος των εικόνων όλος είναι ίσα ίσα εις το κερίν. Mόvov μη σκληρύνει σας, μα δέχου εις όλα τον τύπον της διδαχής, σωφρονίσου και εσύ απατά. Και εκείνοι οι κακοί ποιμένες τι αναμένετε; Τι σκορπίζετε εσείς τα πρόβατα του Κυρίου, ώ λύκοι άρπαγες, και εσείς, πως αφήνετε και σκορπίζεσθε έτζι. Δεν συντηράτε τον ποιμένα τον καλόν, οπού διά τα πρόβατα, ως πρόβατον, ήχθη εις σφαγήν; Εκνίψασθε δικαίως. Ξυπνήσατε, μη κοιμάσθε τον θάνατον του ύπνου. Ο θάνατος μας περιτρέχει. Ο δεσπότης και καλεί και αναμένει εις μετάνοιαν, διά να μας αξιώσει δείπνον μεγάλον και λαμπρόν εις την βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού, ώ η δόξα και το κράτος συν Πατρί και Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν. __________________ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Χαλκ. χειρ. επ. 232. 2.
Χαλκ. χειρ. επ. 264. 3. Χαλκ. χειρ. επ. 244. 4.
Oι εν Βενετία είχον αναγνωρίσει τον
Γαβριήλ ως νόμιμον και γνήσιον
πνευματικόν ηγέτην των αυτόθι Ελλήνων,
παρακωρήσαντες εις αυτόν την λίαν
τιμητικήν θέσιν του αντιπροσωπεύειν το
ελλην. Έθνος εν τη Γερουσία. Ορ. εν
Διοκαισαρείας Αριστάρχου,
ένθ' ανωτ.
σ. 606. 5. Χαλκ. Χειρ. επ. 244. 6.
Αγαθ. Νινολάκη, Ο
Μελέτιος... ένθ'
ανωτ. σ. 163-164. 7.
Αγ. Νινολάκη, ένθ'
ανωτ. σ. 165, Χρυσ. Παπαδοπούλου εν ΜΕΕ
τ. Γ' σ. 562. Τελευταία επιστολή του
Μελετίου δέον να θεωρήται η προς τον
Γαβριήλ τον Σεβήρον απευνθυνθείσα εξ
Αιγύπτου τή Ε' Βοηδρομιώνος έτους αχά,
ήτις κατά
τον Παπαδόπουλον-Κεραμέα
συνεγράφη «ολίγαις πρότερον ημέραις
της εν Κυρίω
αυτού αποβιώσεως, κατεχομένω μεν τη
ασθενεία ούπω δε κλινοπετεί τυγχάνοντι·
μεθ' ην και ουδεμίαν άλλην συνεγράψατο
ουδέ όλης σχεδόν της γραφίδος
ήψατο» Πρβλ.
Παπαδοπούλου-Κεραμέως. Ιεροσολυμιτική
Βιβλιοθήκη Πετρούπολις 1791 τ. Α' σ. 467. 8.
Κατά Βutcher, Xρυσ.
Παπαδόπουλον και Καλλίμαχον ο Μελέτιος
εκοιμήθη τω 1602. Κατά
Π. Ουνσπέσκη και Zogheb τω 1601 και κατά τον Γ.
Ζαβίραν τώ 1620! Βλ. Δ.Καλλιμάχου, Το
Πατριαρχ. Αλεξ. εν Αβησσυνία Αλεξ. 1910, σ.
33. 9.
Γ. Βαλέτα, Ανθολογία
της Δημ. Πεζογραφίας σ. 593. 10.
Γ. Βαλέτα, Τα
ρητορικά προοίμια του Πηγά ένθ'
ανωτ. σ. 770. 11.
ένθ' ανωτ.
σ. 769. 12.
Φορόπουλος, εν ΘΗΕ
τ. 8ος σ. 955. 13. Ταύτα διακρίνονται εις δογματικά, αντιρρητικά, κηρυκτικά, επιγράμματα, επιστολάς κλπ. Βλ. Φορόπουλον εν ΘΗΕ τ. 8 σ: 955-956 καί Αγαθ. Νινολάκηv ένθ' ανωτ. σ. 167 επ.
|