Home Page

On Line Library of the Church of Greece


Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος

Μελέτιος ο Πηγάς

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ':
Ο ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΩΣ ΕΠΙΤΗΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ (1596-1598)

1. Πρώται κρούσεις προς Μελέτιον ίνα καταστή Οικουμενικός  

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β' ο Τρανός τρις πατριαρχεύσας1, παρά την αμφιλαφή παιδείαν του2 και τα λοιπά προτερήματά του  δεν κατώρθωσε να απαλλάξη  τον Οικουμενικόν Θρόνον εκ των συνεχόντων αυτόν δεινών, αποθανών εν έτει 1595. Χηρεύσαντος ούτω του Πατριαρχικού Θρόνου, απεδείχθη ως καταλληλότερος του Ιερεμίου διάδοχος ο ημέτερος Μελέτιος3 γνωστός  ήδη εις τους Πατριαρχικούς κύκλους της  Πόλεως και εκ της παλαιάς διακονίας αυτού εν Κων/λει ως αρχιμανδρίτου, και εκ της στενής συνεργασίας του μετά του Ιερεμίου. Αλλ' ο Μελέτιος απεποιήθη, προβαλών ως λόγον το αντικανονικόν της μεταθέσεως αυτού εξ Αλεξανδρείας. Προς τους καλέσαντας δε αυτόν Αρχιερείς και προς τους κληρικούς, άρχοντας και τον λαόν της Κωνσταντινουπόλεως γράφων τη 4-4-1596  τοιαύτα  μεταξύ άλλων διελάμβανε· «Το γαρ παράνομον4 και κίνδυνον φέρει ψυχικόν και τον βίον θορυβεί και φθείρει καθώς βέλτιον υμείς οίδατε, πείρα μαθόντες τα δεινά και πρώτον υμείς απολαύσαντες των κακών, άπερ η παρανομία έφερεν εις τον Θρόνον. Οίδατε γαρ και θανάτους κακούς πολλών και δημεύσεις πολλάς και την Εκκλησίαν εδαφισθείσαν και τον ορθόδοξον λαόν γεγενημένον τοις έθνεσιν εμπαιγμόν και υμάς αυτούς μυρίοις συμπεπλεγμένους κακοίς, δι' α και ημείς εκοπιάσαμεν πολλά. Τούτο ουν παρακαλώ την υμετέραν ευλάβειαν κατά τον νόμον ποιήσαι Αρχιερέα μάλιστα γε έχοντας και την βασιλείαν το αυτό παραγγέλλουσαν· διό και βαρύτερον έσται και το κρίμα και η αισχύνη εάν μη γένηται το πράγμα ως προστάσσουσιν oι νόμοι του μεγάλου Θεού και δη  (Θεού και τούτο δεδωρημένου) και η  εξωτέρα  δυναστεία»5.  Παρόμοια έγραψε και «τω ευγανεστάτω κυρίτζη Γεωργίω Κατακουζηνώ και «τω ευγενεστάτω κυρίτζη Αντωνίω τω Βλαστώ», αρνούμενος διαρρήδην την προσφερομένην τιμήν και παρακαλών «τον των όλων Δεσπότην βραβεύσαι τη αυτού Εκκλησία ποιμένα κατά την αύτού καρδίαν»6. Κατόπιν τούτων, τον Θρόνον κατέλαβεν ο από Ιωαννίνων Ματθαίος ο Β'7. Ούτος ανέλαβε κατά τας αρχάς του 1596 τα καθήκοντα αυτού εν Κων/λει, διοικήσας επί εν μόνον 20ήμερον8 την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν και μετά ταύτα αναχωρήσας δι' Άγιον Όρος9. Την ουτωσί κενωθείσαν Πατριαρχικήν έδραν κατέλαβε τότε ο από Θεσσαλονίκης Γαβριήλ ο Α', προς ον ο Μελέτιος, άμα αναλαβόντα τους οίακας της Εκκλησίας, απηύθυνε θερμήν επιστολήν εν η την χαράν αυτού διετράνου επί τη αναρρήσει του εις τον πρώτον της Οικουμένης θρόνον ομού μετά της ελπίδος επί την ταχείαν διόρθωσιν των κακώς εχόντων. «Oυ παρείδεν -έγραφε κατά Μάρτιον 1596- ο Κύριος  την  αγίαν αυτού Εκκλησίαν πολύν  ήδη  χρόνον  δεινώς  ταλαιπωρούσαν,  αλλά... ποιμένα τω μεγάλω θρόνω της Ν.Ρώμης άξιον προυβάλετο»10. Και παρακατιών, ποιούμενος συγκινητικήν αποστροφήν προς την ευτυχή Βασιλεύουσαν την τοιούτον Αρχιερέα κεκτημένην, έγραφε· «Απόβαλέ σου, ώ των πόλεων Βασιλίς, τους του πένθους χιτώνας. Ιδού σοι ανατέταλκεν έαρ τον χειμώνα διαλύσον της κακοπαθείας. Άνθεσί σου κατακόσμησον τας αγυιάς και καρπών έμπλησον τας αποθήκας του πνεύματος. Ουκέτι τοις έθνεσι και δη καί τισί των αμυδρά φίλων εσόμεθα όνειδος, ήμαρ οψόμεθά ποτε (ίν' ούτως είπω) το ελεύθερον· βότρυας η εκλεκτή  άμπελος οίσει αντί των προτέρων ακανθών και αντί κοσύβης αναβήσεται κυπάρισσος...». Τέλος δε στρέφων τον λόγον προς τον νέον Πατριάρχην έγραφε· «Kαι συ μεν, ώ ιερά κεφαλή, έντεινε και κατευοδού ταις νομαίς εκτρέφων, ην παρά Θεού παρέλαβες αγέλην, υμείς δε ώ ψυχαί  φίλαι και θεοφιλείς, αυξάνεσθε την καλήν και μετάρσιον αύξησιν και πληθύνεσθε τω πνεύματι πειθόμενοι τω παρά Θεού προηγμένω ποιμένι, ημών δε της εσχατιάς και των Αιγυπτιακών μη επιλάθησθε ταλαιπωριών...»11. Εν τη αυτή επιστολή, επιθυμών όπως ενθαρρύνη τον Γαβριήλ εις την ανάληψιν του δυσχερούς έργου της καθάρσεως της Εκκλησίας από των σεσηπότων μελών αυτής, μεταξύ των άλλων έγραφε και τα εξής αξιοσημείωτα, δι' ών έθετε την χρυσήν βάσιν διά μίαν λελογισμένην  και  επωφελή  αποκάθαρσιν, ακολουθουμένην από επιτυχή στελέχωσιν της Εκκλησίας· «Μη πολιτευέσθω η κρίσις η άκριτος των υποθέσεων, ούτε αι αδόκιμοι χειροτονίαι· μη το των γραμμάτων αλλεπάλληλον κατακρινόντων σήμερον και αύριον  ασκέπτως αθωούντων... Εγκέντρισον τη Εκκλησία πεπαιδευμένας ψυχάς, τω θείω στοιχούσας φόβω και πνεύματι· τοιούτους επίστησον της Εκκλησίας τοις οίαξιν, οίους αν νομίσειας ικανούς εσομένους και ετέρους διδάξαι καθώς προστάττουσιν αι θείαι Γραφαί· φροντιστέον μη μόνον των πέλας εν χερσίν αλλά και των πόρρω· έπεχε τη της Ορθοδοξίας και ευθυπορείας αυξήσει. Αλλά τι δήποτε επέξειμι τα καθ' έκαστον; Ευ οίδας αυτός το του κόσμου αδιόρθωτον, ευ επίστασαι τον τρόπον της διορθώσεως, τα πράγματά τε και τα πρόσωπα τα διορθώσεως δεόμενα... Τούτο σοι μόνον υπομνήσομεν την ευλάβειαν, ουκ ως αγνοούσαν, αλλά τά φίλων ημείς πράττοντες, ότι μεγάλων ένεκα πραγμάτων  η του Θεού πρόνοια της κατ' ερημίαν ασκήσεως  αποστήσασά σε, πρώτον τω παναγιωτάτω θρόνω της Θεσσαλονίκης, νυν δε τω υψηλοτάτω της βασιλευούσης επέστησε. Μεγάλα παρά σου προσδοκώμεν άπαντες, μάλιστα δ' oι σου την παιδείαν και σύνεσιν και φιλοκαγαθίαν, και το μισοπόνηρον ειδότες ημείς, οι και μεγάλα υπισχνούμεθα τω κοινώ μη ψευσθώμεν των ελπίδων»12.  

Ο Γαβριήλ, εκτιμών βαθύτατα τον Μελέτιον, προσεκάλεσε τούτον παρ' αυτώ,  υπολογίζων εις την σύνεσιν  και σοφίανν  αυτού προς  αντιμετώπισιν των ποικίλων του Θρόνου αντιξοοτήτων. Αλλ' ο Μελέτιος, καίτοι υπεσχέθη όπως μεταβή εις Κων/λιν, δεν κατώρθωσε να πραγματοποιήση  την τοιαύτην  υπόσχεσιν αυτού, κωλυθείς ένεκα της κατατρυχούσης αυτόν νόσου. Ενώ δε ο Γαβριήλ μετά του διακρίνοντος αυτόν ζήλου και της εν τη μοναχική ερημία κτηθείσης ευλαβείας ανελάμβανε το τραχύ αυτού  έργον,  μετά 5μηνον εξεδήμει προς Κύριον κατ' Ιούλιον του 159613 καταλιμπάνων και αύθις τον Θρόvov εν χηρεία.

 

2. Ο Μελέτιος αναλαμβάνει τους οίακας του Οικουμ. Θρόνου ως «Επιτηρητής».  

Η νέα αύτη και απροσδόκητος χηρεία του Θρόνου ανεπτέρωσε και πάλιν τας ελπίδας πάντων και τας προσδοκίας περί την υπό του Πηγά ανάληψιν του βάρους της Πατριαρχίας. Ευθύς η Ιερά Πατριαρχική Σύνοδος, τελούσα υπό την προεδρίαν  του Αθηνών Θεοφάνους του  Καρύκη, αναδεχθέντος την  Τοποτηρητείαν του  Θρόνου, απηύθυνε προς τον  Μελέτιον πρόσκλησιν, ίνα ερχόμενος  πάραυτα εις Κων/πολιν επιληφθή μετ' αυτής της επιλύσεως του θέματος της πληρώσεως του Θρόνου, σκοπίμως αποσιωπώσα την πρόθεσιν αυτής όπως αναθέση εις τούτον την Πατριαρχίαν14.  

Αλλ' ο Μελέτιος, διαβλέπων την αιτίαv της προσκλήσεως ταύτης, και τας τιμάς καθόλου αποστρεφόμενος, επί πλέον δε ζηλοτύπως διακρατών την Κανονικήν ακρίβειαν και τάξιν, έπεμψεν επιστολήν προς τους δύο εν Βενετία διατρίβοντας παλαιούς και στενούς αυτού φίλους, τον  Γαβριήλ Σεβήρον, Μητροπολίτην  όντα Φιλαδελφείας, και τον Μάξιμον Μαργούνιον Επίσκοπον Κυθήρων, παρακαλών όπως εις τούτων δέξηται τον Οικουμενικόν Θρόνον15. Είχε δι' ελπίδος ο μεγαλόπνους εκείνος ανήρ ότι του ενός εκ των ως άνω δύο υπ' αυτού κρινομένων  ως  καταλλήλων,  αναλαμβάνοντος τους οίακας του  Πρώτου της Οικουμένης Θρόνου, ημέραι ευκλείας θα ανέτελλον διά την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν και φως αυγάζον τας εθνικάς προσδοκίας θα ανέθωρεν εκ του σκοτεινού ορίζοντος. Διά τούτο και εναγωνίως ανέμενε  την απάντησιν εις την  επιστολήν  αυτού, ευτυχή  εαυτόν  λογιζόμενος εις περίπτωσιν αποδοχής της προτάσεώς του. Όμως η μετά τόσης αγωνίας αναμενομένη απάντησις παραδόξως καθυστέρει, η δέ παρατεινομένη χηρεία του Θρόνου  επέτεινε  τα  άλλως  σοβούντα  δεινά  καθώς και τας επί του Μελετίου ασκουμένας πλέον πιέσεις όπως αναλάβη ούτος τον Θρόνον. Προ της τοιαύτης καταστάσεως και αφού εις μάτην επί μακρόν ανέμεινε, κατόπιν και εκδοθέντος βασιλικού προστάγματος περί αμέσου ελεύσεώς του εις Κων/λιν, ηναγκάσθη τελικώς ο  Μελέτιος να υιοθετήση το εκείθεν υποβαλλόμενον αίτημα και να αναδεχθή τας ευθύνας της διοικήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ουχ ως Πατριάρχης Κων/λεως, αλλ' ως «Επιτηρητής» του Πατριαρχικού Θρόνου υπό την μη αποβληθείσαν ιδιότητα του Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Η λύσις αύτη, διασώζουσα την Κανονικήν τάξιν, ήτο προσωρινή, εκτεινομένη μέχρι της πληρώσεως του Θρόνου διά του κανονικού Πατριάρχου. Εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως προήλθεν ο Μελέτιος, προς ένα και μόνον αποβλέπων σκοπόν, ήτοι εις το να προπαρασκευάση την εις τον Οικουμενικόv Θρόνον άνοδον του ενός εκ των ως άνω δύο φιλτάτων αυτώ Ιεραρχών,  οίτινες «κεκοσμημένοι υπό πάντων εκείνων των διά τον  άρχοντα απαραιτήτων προσόντων, ήσαν οι μόνοι κατάλληλοι διά την δεξιάν πηδαλιούχησιν του σκάφους της Εκκλησίας Κων/λεως»16.  

Ο Μελέτιος ευθύς ως κατά Δεκέμβριον του 1596 αφίχθη εις την Κων/λιν, κατ' επιταγήν σουλτανικήν, και προκειμένου ίνα μη  το παράπαν θεωρηθή ως σφετεριστής ή επιβάτης του Θρόνου τη βοηθεία, των «κοσμικών αρχόντων», «ασπασάμενος την χείρα του πρωτεύοντος,  ανέθετο  την τελείωσιν της  τοιαύτης αξίας τε και εξουσίας της πατριαρχικής, εις την συνέλευσιν της ιεράς των Αρχιερέων Συνόδου»17. Της προτάσεως ταύτης δεκτής γενομένης ανέλαβε προσωρινώς (παρά του Καρύκη) την διοίκησιν και ευθύς αποστείλας εγκυκλίους εις τους επί φρονήσει διαπρέποντας Αρχιερείς, προσεκάλει αυτούς όπως αμελητί «δίχα της οίας ουν προφάσεως, σπεύσωσιν εις Κων/λιν συνδιασκεψόμενοι περί την λύσιν του ζητήματος τούτου»18. Παραλλήλως απέστειλε και νέαν επιστολήν προς Γαβριήλ τον Σεβήρον, υπομιμνήσκων το  διά της προγενεστέρας γραφής γνωρισθέν αυτώ παρακλητικόν αυτού αίτημα.  

«Εγράψαμεν προς την σην ιερότητα -παρετήρει- απ' Αιγύπτου ευθύς μηνυθέντες παρά της Συνόδου και του λαού,  συν και  βασιλικώ  προστάγματι, τούτο αυτό μηνύσοντες  και  παρακαλούντες ει δυνατόν σε του θρόνου τούτου του Οικουμενικού αντιλαβέσθαι, ει δε μη γε τον ιερώτατον Μαργούνιον»19.

 

3. 'Ανταρσία του Καρύκη- Αδιάλειπτοι του Μελετίου προσπάθειαι προς ανεύρεσιν καταλλήλου προσώπου διά τον Οικουμ. Θρόνον  

Αλλ' εν τω μεταξύ, παρατεινομένης της εκκρεμότητος, λόγω της κανονικής απαιτήσεως του Μελετίου όπως η Σύνοδος συνερχομένη επικυρώση και ούτω «τελειώση» την εις αυτόν ανάθεσιν της Τοποτηρητείας του Θρόνου, επεμβαίνων «ο δυσκλεής και ακατονόμαστος»  Θεοφάνης ο  Καρύκης και  δωροδοκήσας την τουρκικήν Κυβέρνησιν δι' 6.000 χρυσών, εδράξατο τον Θρόνον20, επιβάς  αυτού  όλως  αντικανονικώς  κατά Φεβρουάριον 159721. Ο Μελέτιος περισσότερον ενδιαφερόμενος διά την περιφρούρησιν της Κανονικής εν τη Εκκλησία τάξεως και ολιγώτερον διά την προσωπικήν αυτού τακτοποίησιν, ουδόλως στέργων εις αποδοχήν της τοιαύτης ενεργείας του Θεοφάνους, βαναύσως πλητούσης το ιερόν της Εκκλησίας Δίκαιον, εκάλεσε παρ' αυτώ τον Καρύκην και ήλεγξεν αυτόν πνευματικώς κατά μόνας ενώπιον του Αγίου Θυσιαστηρίου, νουθετήσας αυτόν «απέχεσθαι των υπέρ την αξίαν ότε παρεισέδυ αποδεξάμενος τα της μεταθέσεως κηρύγματα»22. Ματαίως όμως, διότι ο Καρύκης  εκώφευσεν εις την συνετήν φωνήν της αδελφικής νουθεσίας. Τότε ο Μελέτιος ακολουθών τω του Κυρίου λόγω, ήλεγξε τούτον ενώπιον δύο μαρτύρων, ήτοι των Ηρακλείας και Ρόδου Επισκόπων, παρακαλέσας «ίνα μετά τιμής την τιμήν του Πατριάρχου εκουσίως αποβάλη». Και πάλιν όμως παρακούων ο Θεοφάνης, εδήλου μόνον ότ ι εις μόνον τον Μελέτιον παρεχώρει τον θρόνον και εις ουδένα έτερον, ον δεν ανεγνώριζεν υπερτερούντα αυτού. «Σοι μεν Μακαριώτατε Πάτερ ηδέως υπαναχωρώ -έλεγε- και παρακαλώ δέξασθαί σε- τον οικουμενικόν θρόνον· ετέρου γαρ όλως των απάντων ουκ ειμί αναξιώτερος»23. Αλλ' ο Μελέτιος, ως προείπομεν, μη αποβλέπων εις την υπ' αυτού κατάληψιν του Θρόνου, αλλ' εις την αποκατάστασιν της κανονικής τάξεως, απαντών ηρνείτο την τοιαύτην του Θεοφάνους προσφοράν, παρακινών τον επιβάτην όπως θελήση και ελευθερώση εαυτόν από της βλασφημίας ταύτης και από του κρίματος «και της αμαρτίας, δι'α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας». «Εγώ γαρ -προσέθετε- όλως ου δέχομαι... το πράγμα, αλλ' ίσως εισάξομεν τινα Θεού άξιον ίερέα». Ο Καρύκης επιμείνας εις την διατήρησιν των υπ' αυτού αθεμίτως κεκτημένων, υπέστη παραδειγματικήν τιμωρίαν εκ Θεού, ην μετά πόνου περιγράφει ο Μελέτιος· «Τέλος δε και παρόντος του Ηρακλείας ελέγξας αυτόν ως ουκ εξόν γράφειν, προειπών τε και την ζωήν αυτού κακήν εσομένην και τον θάνατον κακίω, είδον κρίσιν Σαβαώθ εις θάνατον ανέλπιστον καταδικασθέντος θεόθεν αυτού. Κατορχησάμενος γαρ o τρισάθλιος του ιερού Νιπτήρος μετά χλεύης των ακουσάντων,...  παρεωρακώς  την  λειτουργίαν  τηλικαύτης ημέρας.... τη τε υστεραία, άσας, ως φασι, το κύκνειον ....ήσθετο της Θεού οργής ούτως αξίως,  ώστε πριν τεθνάναι ή ακουσθήναι νοσών»24. Ούτω διά της παραδειγματικής τελευτής του Θεοφάνους έληξε και το υπ' αυτού δημιουργηθέν εν τη Εκκλησία ζήτημα, ο δε Μελέτιος αναλαβών «μετ' ου μικράς μεν τοι γε της ευθύνης»25  την αδιατάρακτον, κατά  Μάρτιον 1597, Τοποτηρητείαν, κατόπιν της φορτικής πιέσεως κλήρου και λαού καθώς και του Σουλτάνου Μεχμέτ του Γ'26 απηυθύνθη εκ τρίτου προς τον Γαβριήλ τον Σεβήρον, γράφων μεταξύ των άλλων και τα εξής δηλωτικά των βαθυτέρων αυτού προθέσεων και της ενδομύχου αποφάσεώς του όπως το δυνατόν ταχύτερον παραδώση εις έτερον τον Θρόνον· «Τούτον  (τον Καρύκην) αρπάσασα του Θεού του φιλανθρώπου η θεία πρόνοια, πάλιν χηρεύουσαν και (πρότερον και τότε χηρεύονσαν, ου γαρ ην ο Καρύκης νόμιμος ανήρ) την Εκκλησίαν κατέστησεν. Εις ημάς έπεσε πάλιν ο κλήρος ου της συνόδου μόνης των Αρχιερέων και του λαού, αλλ' 'ήδη και της αυλής της βασιλικής και αυτού του βασιλέως βιαζομένων»27.  Αλλά και η τρίτη  αύτη  επιστολή παρέμεινεν αναπάντητος, ενώ ο Μελέτιος, ριφθείς ήδη εις το τρικυμιώδες πέλαγος των πατριαρχικών υποθέσεων, εμάχετο απεγνωσμένως προς τα κύματα των ποικίλων πειρασμών και αντιξοοτήτων. Ήδη μετά τρεις μήνας,  αφ' ης εγένετο Επιτηρητής, ήτοι τη 16η Ιoυνίου 1597, γράφων προς τον Δημήτριον Παλαιολόγον εξέφραζε την απογοήτευσιν αυτού διά την παντελή έλλειψιν βοηθείας, καθώς και την επιθυμίαν του όπως αποχωρήση. «Εγώ δε τρεις ήδη μήνας κρατών την Εκκλησίαν ούπω είδα την πρέπουσαν βοήθειαν παρ' ουδενός.... διά ταύτα πάντα βούλομαι ο ταλαίπωρος ανακωρήσαι· κοπιάζειν γαρ και πάντα τα άλλα ποιείν προθύμως έχομεν καθώς και ποιούμεν πάντων θαυμαζόντων Θεού χάριτι. Χρήματα δε ουκ έχω, ως οίδατε πάντες... όθεν φοβούμαι μήπως αναχωρήσω πάλιν· χαλεπά τά πάντα»28. Παρά ταύτα δεν απέλιπεν αυτόν το θάρρος προς αντιμετώπισιν των δυσκολιών, ουδέ η ελπίς της μεταπείσεως του ενός εκ των δύο Ιεραρχών της εκλογής του προς ανάληψιν των φροντίδων του Θρόνου. Διό και παραβλέπων την παρατεταμένην σιγήν αυτών, και νέαν απέστειλεν επιστολήν προς τον Γαβριήλ, συγκινητικωτάτην και δραματικωτάτην, εκφράζων το βαθύ αυτού παράπονον διά την εγκατάλειψίν του υπ' εκείνων, οίτινες ώφειλον να αγωνίζωνται παρά το πλευρόν αυτού. «Στενά μοι πανταχόθεν -έγραφε- τα πράγματα· μόνος καταλέλειμμαι, ου συνασπίζονται προς την της Εκκλησίας Χριστού άμυναν οι και την ψυχήν προέσθαι χρεωστούντες  και επαγγειλάμενοι... Γράψον,  συμβούλευσον,  συνδράμετε,  συμβοηθήσατε· μόνος γαρ ουδέ αρκέσαι οίός τ' ειμί ουδέ δίκαιον τους αδελφούς εμέ καταλιπείν μόνον»29. Το δυσβάστακτον βάρος των ευθυνών και η προς την καθεστηκυίαν πολιτικήν και εκκλησιαστικήν τάξιν σφοδρά αυτού αντίθεσις επλήρου πολλής λύπης την ευγενή του Μελετίου καρδίαν.Επί του πρώτου Θρόνου της Ορθοδοξίας ιστάμενος ελογίζετο ίσως ευτυχής υπό των την  δόξαν του κόσμου τούτου ποθούντων. Ο ίδιος όμως τανάντια φρονών εξεδήλου την πλημμυρίζουσαν την ψυχήν του πικρίαν διά το κατάντημα των Πατριαρχείων καί την άστοργον διαβουκόλησιν  του ποιμνίου. Δείγμα της δυσπεριγράπτου  ταύτης  ψυχικής  του  καταστάσεως είναι και η κάτωθι βραχυτάτη αυτού επιστολή έχουσα επί λέξει ως εξής· «Μελετίω ιερομονάχω τω Βλαστώ. Ηλίκην εμοί το της φαινομένης τουτοσί δόξης πλάτος στενοχωρίαν κεκόμικεν έστι σοι τεκμήριον ή δε η επιστολή λήγουσα μόλις αρχομένη. Αυτό τούτο και μόνον μηνύσαι ισχύσασα ότι των σων ενετύχομεν γραμμάτων και  ότι τη της σης  αγάπης  ευχαριστούμεν  προθυμία.  Έρρωσο».  

Απορίας άξιον είναι διά ποίον λόγον εσίγησαν εις τας αλλεπαλλήλους του  Μελετίου  εκκλήσεις  οι  δύο φίλοι αυτού Ιεράρχαι. Το προβαλλόμενον ότι ούτοι εγνώριζον ότι «αναλαμβάνοντες και αυτοί τας ηνίας του εκκλησιαστικού και του εθνικού ημών κέντρου ουδόλως θα ηδύναντο να εφαρμόσουν τα μεγαλουργά υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους σχέδια αυτών και θα κατασυνετρίβοντο, ως τούτο έπαθον πλείστοι κοσμούμενοι υπό μεγάλων προτερημάτων και αγαθών βουλευμάτων υπέρ του δούλου έθνους εμφορούμενοι, προσκρούσαντες αφ' ενός μεν προς την τουρκικήν τυραννίαν, αφ' ετέρου δε προς τας μικροραδιουργίας των εν τοις Πατριαρχείοις  διαιτωμένων  φιλάρχων κληρικών»30, παρ' όλην την αληθοφάνειαν αυτού δεν αποτελεί, νομίζομεν, τοσούτον σοβαρόν λόγον διά την άρνησιν προσφοράς υπηρεσιών προς την Μητέρα Εκκλησίαν και το δούλον Γένος. Διότι κατ' ουσίαν περί αυτού πρόκειται. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ήτο απλώς ο θρησκευτικός των Ελλήνων ταγός, ήτο εν ταυτώ και ο Εθνάρχης των «ραγιάδων» και εν τω προσώπω αυτού οι υπόδουλοι ανεγνώριζον τον μοναδικόν φορέα  της πνευματικής αλλά και της εθνικής  εξουσίας.  Όπως  όμως ποτ' αν η, η αρνητική στάσις των δύο εν Βενετία Ιεραρχών, τονίζει επί μάλλον την αυτοθυσίαν του  Μελετίου και χαρακτηρίζει εντονώτερον την πολύτιμον αυτού συνειδητήν προσφοράν εις τε την Εκκλησίαν και τον νεώτερον Ελληνισμόν. Διότι καθ' ον χρόνον εκείνοι, διά ποικίλους λόγους, παρέμενον εν αχρηστία μακράν της κινδυνευούσης πατρίδος, ούτος ο μέγας όντως και ανυπέρβλητος Πηγάς, ο φλογερός της Ορθοδοξίας πρόμαχος και ενσυνείδητος της πατρίδος λάτρης, διακυβεύων την όλην αυτού υπόστασιν εθυσίαζεν εαυτόν εις τον βωμόν του κοινού συμφέροντος, παρορών προσωπικά οφέλη και άλλας ιδιοτελείς επιδιώξεις, πιστός αναδεικνυόμενος εις τας παραδόσεις του Γένους. Δια τούτο και η παρουσία του κατά τον 16ον αιώνα του ζόφου, όστις προσφυώς απεκλήθη «ο Μεσαίων του τουρκοκρατουμέυου ελληνικού κόσμου»31 διά την παντελή κατ' αυτόν σχεδόν έλλειψιν πάσης ακτίνος πνευματικού φωτός εις όλην την έκτασιν του ελληνικού χώρου, απετέλεσεν ευλογίαν  Θεού προς τον αλγούντα ελληνισμόν. Όθεν δικαίως ο Γρηγοράς αποφαίνεται ότι «η εκκλησιαστική ιστορία του ιέ  και ιστ' αιώνος έτερον ουδένα πλουτεί ίνα αντιπαραβάλη προς αυτόν (δηλ. τον Πηγάν) ίσον κατά πάσας τας αρετάς»32.  

Τοσούτον μέγας ανήρ υπάρχων ο Μελέτιος, καίτοι εξαντλήσας παν  μέσον  προς  προσέλκυσιν  των  δύο εκ Βενετίας Ιεραρχών και ανάληψιν υπό του ενός εξ αυτών των ευθυνών της Πατριαρχίας, έμελλε να ίδη την ηγεμονικήν αυτών  σιγήν λυομένην μετ' ου πολύ, όχι δι' αναγγελίαν αποδοχής της προσκλήσεως ταύτης, αλλά προς επιτίμησιν αυτού διά την απόφασίν του όπως αναλάβη τήν Τοποτηρητείαν του Θρόνου. Διότι οι δύο ούτοι φίλοι του Ιεράρχαι «ήρξαντο αμφότεροι καταμέμφεσθαι αυτού, ανταλλαξαμένου υποτοπάσαντες τον των Αλεξανδρέων θρόνον του Οικουμενικού»33. Εκείνο δηλαδή ακριβώς, διά την αποφυγήν του οποίου τόσον ηγωνίσθη ο Μελέτιος, επέπρωτο να αντιμετωπίση ως αξιόμεμπτον ενέργειάν του. Αλλά δεν εσιώπησεν. Έσπευσεν ίνα δι' επιστολής διαλύση την παρεξήγησιν και παράσχη ταπεινότατα εξηγήσεις προς τους δύο φίλους αυτού, εκλιπαρών εν αρχή τούτους όπως μη μάχωνται αυτόν, επιτείνοντες ούτω το δυσβάστακτον αυτού φορτίον. «'Ω ψυχαί φίλαι και τίμιαι -έγραφεν ο Πατριάρχης- μη μοι κόπους παρέχετε· μη προς Θεού. Μάθετέ μου τας ασθενείας, τους πόνους, τους κινδύνονς, τους δεινοτάτους θανάτους, ταύτα μαθόντες. Χαρίσατέ μοι ει τι παρά δέον πέπρακται, άνθρωπος γαρ ειμί  πολλά  περικείμενος  φορτία,  μετά  της  συνοικούσης ασθενείας. Τις γαρ εγώ ώστε μή δείσθαι συμπαθείας τε και συγγνώμης, πολλοίς και μεγάλοις επιβαλλόμενος και πολλά και μεγάλα συν Θεώ κατορθών;... μη ανηλεώς κατακεντάτε· νουθετήσατέ με συμπαθέστερον... Την  οικουμένην  πάσαν  αχθοφορούμεν και μονώτατοι τηλικούτοις προσπαλαίομεν άθλοις και εις επικουρίαν ουδείς. Ολίγοι προς οίκτον, πάντες έτοιμοι εις το μέμφεσθαι... Πόθεν ημίν το αυτό· νυν μεν επαίνων, νυν δε μέμψεως άξιοι;  Αλλ' ου μετετέθην εγώ, ουδέ μετατίθεμαι· ανάγνωτε τας των πατριαρχικών γραμμάτων επιγραφάς και υπογραφάς. Τα γράμματα μεθ' εαυτών φέρουσιν ημάς Μελετίους Αλεξανδρείας μετά μέντοι της ανηλεούς εμοί και πολυμόχθου προσθήκης της του Επιτηρητού της καθέδρας της Οικουμενικής»34.
Γνήσιον χριστιανικόν πνεύμα ταπεινόφρονος καρδίας, δεχομένης τους ελέγχους ή μάλλον επιζητούσης αυτούς προς διόρθωσιν και ασφάλειαν της περαιτέρω υπευθύνου πορείας, εις το έπακρον αυτογνωσία μετ' αντικειμενικής αυτοκριτικής και εν ταυτώ ευπρεπής απολογία και θαρραλέα υπεράσπισις των ορθών θέσεων χαρακτηρίζουν την εν λόγω επιστολήν, ήτις θα έδει να αποτελή πρότυπον προς μίμησιν εις πάντας τους κατέχοντας υπευθύνους θέσεις εν τε τη Εκκλησία και τη Πολιτεία και ασκούντας λειτούργημα. Το σφάλλειν εν τη διαχειρίσει των κοινών είναι ανθρώπινον. H αναγνώρισις  των  γενομένων  όμως  σφαλμάτων  και πρόθυμος  υποδοχή  των  αναποφεύκτων ελέγχων, εφ' όσον ούτοι προέρχονται εκ καλής πίστεως, συνιστούν την τελειότητα. Η επιστολή αύτη του Μελετίου διέλυσε πράγματι τας ανησυχίας  των δύο Ιεραρχών και επέτρεψεν εις τον Πατριάρχην όπως ριφθή απερίσπαστος εις τον νέον αγωνιστικόν στίβον, εις ον θεόκλητος  και δημόκλητος, ουχί πάντως  αυτόκλητος, ερρίφθη.

 

4. Αι Πρώται Ενέργειαι του Επιτηρητού  

Μεταξύ των πρώτων  μελημάτων του  Μελετίου υπήρξε το «τρόπον τινά -ως ο ίδιος έγραφεν εκ Κων/λεως προς τον εν Κρήτη Επίτροπον αυτού Γεώργιον Μαραφαράν- εις  Πατριάρχου  οίκησιν τη Εκκλησία προσκτήσασθαι»35. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης διέμενε μέχρι τότε εις «οικίσκους» άτε του Πατριαρχείου μη διαθέτοντος ιδιόκτητον οίκημα. Όθεν γράφων προς τον  άρχοντα  Δημήτριον  Παλαιολόγον  ο  Μελέτιος θερμήν απηύθυνε προς αυτόν την έκκλησιν διά την παραχώρησιν οικημάτων του Ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας διά την εν αυτοίς εγκατάστασιν των πατριαρχικών ενδιαιτημάτων. «Εφ' όσον διά  τα  υμών οσπήτια εις Πατριαρχείον καλά εστι και μεγάλα και αυτός πάλιν επορεύθην και ηρεύνησα, αλλά η μεγάλη πτωχεία ουκ αφίησιν ήμάς διισκυρίσασθαι διό και μένομεν έτι εν oικίσκοις ξένοις ως πάροικοι· και ει εβούλετο, ως γράφεις, ο εκλαμπρότατος αυθέντης βοηθήσαι και η ση αγάπη ηδύνατο μετά του Αυθέντου περί τούτου φροντίσαι και προσηλώσαι τη Εκκλησία,  τα οσπήτια εις Πατριαρχείον, άπερ καθ' ημέραν ερημούνται και κλέπτονται και τα σιδήρια και έχουσι χρείαν πολλών χρημάτων εις ανάκτησιν»36. Η παράκλησις αύτη του Μελετίου  εισηκούσθη  παρά  του  ευσεβούς  Ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας Ιερεμίου, όστις αντί της ζητουμένης παραχωρήσεως ενός των εν Κων/λει πεπαλαιωμένων οικημάτων της Ηγεμονίας, απέστειλε προς τον Μελέτιον γενvαίαv χρηματικήν βοήθειαν προς τον σκοπόν αγοράς καταλλήλου κτιρίου. Ακριβώς δε κατ' εκείνον τον καιρόν ο ναός του αγ. Δημητρίου Ξυλοπόρτας μετά των περιβαλλόντων αυτόν οικημάτων, εξεδίδετο, λόγω της ελεεινής οικονομικής του καταστάσεως, προς πώλησιν.37 Σπεύδων τότε ο Μελέτιος ηγόρασε τον ναόν τούτον εν Ξυλοπόρτη εγκαταστήσας εκεί το Πατριαρχείον38, αποσοβήσας συνάμα και τον κίνδυνον της περιελεύσεως του ιερού αυτού χώρου εις χείρας των απίστων39.  

Τα σημαντικά εξ άλλου του Πατριαρχείου χρέη είλκυσαν  αμέσως  μετά  ταύτα  την  προσοχήν  του. Δι' ενεργειών του προς την τουρκικήν Κυβέρνησιν, ήτις περιέβαλλε τούτον διά της εμπιστοσύνης της αποβλέπουσα εις την  σοφίαν και  σύνεσίν του,  απηλλάγη το  Πατριαρχείον του  ημίσεος  των χρεών του, H τουρκική Κυβέρνησις διέκειτο ευμενώς έναντι του Μελετίου,  διότι πολλά τα πολιτικά οφέλη  συνήγεν εκ της μετ' αυτού αγαστής συνεργασίας και των υπ' αυτού παρεχομένων αυτή εκάστοτε εκδουλεύσεων. Νωπή ακόμη διητηρείτο εις την μνήμην των εν τέλει  εύεργετική του Μελετίου παρέμβασις προς ρύθμισιν των Βλαχικών υποθέσεων και αι δι' επιστολών αυτού προς τους Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας απευθυνθείσαι συστάσεις του προς κατάπαυσιν των ερίδων, αίτινες σφόδρα ηνώχλουν την Υψηλήν Πύλην, μετά περισσής δυσπιστίας και αυξούσης ανησυχίας αντικρύζουσαν τους χριστιανικούς τούτους  πληθυσμούς. Αλλ' αι έριδες αύται μεταξύ χριστιανών και τούρκων εν Μολδοβλαχία προς καιρόν καταπαύσασαι, κατόπιν των ενεργειών του Μελετίου, μετ' ολίγον ανεφάνησαν προς μείζονα της τουρκικής αρχής ανησυχίαν.  

Αίτιος διά την σημειωθείσαν οξύτητα εθεωρήθη υπό του Σουλτάνου Μεχμέτ Γ' ο Πηγάς, στερηθείς ούτω της σουλτανικής ευμενείας. Εκ τούτου ανεθάρρησαν oι εβραίοι δανεισταί του Πατριαρχείου, οίτινες και ενεφανίσθησαν λίαν απαιτητικοί, ζητούντες την εξόφλησιν των χρεών αυτού και αγαγόντες τον Μελέτιον εις τα δικαστήρια. Κατώδυνος την  ψυχήν και  βαρυαλγών ωδηγήθη ο Πηγάς ενώπιον του «απηνεστάτου Κριτού», όστις απεπειράθη «εκφοβείσαι» αυτόν,40 Αλλ' ο Πατριάρχης μετά παρρησίας τον δικαστήν αντιμετωπίσας κατώρθωσε να υπερκεράση την «των ιουδαίων επιβουλήν».  

Κατά τας ώρας της σκληράς ταύτης δοκιμασίας του μεγάλην ησθάνθη την πικρίαν ο Μελέτιος. Μόνος, όπως πάντοτε, εν μέσω ποικιλωνύμων εχθρών αγωνιζόμενος υπέρ της Εκκλησίας και προκινδυνεύων άριστα υπέρ των δικαίων  αυτής, ησθάνετο τας δυνάμεις αυτού εκλειπούσας. Δεδικαιολογημένον παράπονον ήνθει εις τα χείλη του. «Tην οικουμένην πάσαν αχθοφορούμεν και μονώτατοι τηλικούτοις προσπαλαίομεν άθλοις και εις επικουρίαν ουδείς» έγραφε41. Αι αυτοχρημα καταλυτικαί της εκκλ. διοικήσεως μέριμναι, η ευαισθησία, μεθ' ης συμμετείχεν εις τα δεινά της Εκκλησίας και του λαού του Θεού, και η συναίσθησις της φοβεράς του ευθύνης έναντι Θεού και ανθρώπων, δεν ήτο δυνατόν ή να πιέζουν ασφυκτικώς  την ευγενή  του  Μελετίου ψυχήν και να λυμαίνωνται τας περιωρισμένας αυτής δυνάμεις. Ο ίδιος εις επιστολήν του προς τον Ηρακλείας  Διονύσιον,  διεκτραγωδών άπαξ έτι την οικτράν της Εκκλησίας κατάστασιν, παρείχε δείγματα τούτο μεν του ψυχικου και σωματικού αυτού καμάτου, τούτο δε του αγωνιστικού αυτού φρονήματος και της αδαμάστου θελήσεώς του προς κατίσχυσιν παντί σθένει των αρχών του Δικαίου και της ευταξίας εν τω χώρω της Εκκλησίας. «Tις εξείποι τας ημερινάς και νυκτερινάς οδύνας, την στενοχωρίαν, τας θλίψεις, τους πειρασμούς, τους των έξω, τους των ημετέρων, τους και δεινοτέρους σχεδόν και χαλεπώτερον εκπυρούντας; Ουκ αμνημονείς, οίμαι, όταν του δείπνου αναχωρήσας, κατά μόνας σοι εδήλουν τα του θανάτου μηνύματα, την των Ιουδαίων επιβουλήν...  Οίδας  ως ηδέως ητοιμάσθην εις θάνατον, ως εξωμολογήθην τα κατά πάντα μοι τον βίον πεπραγμένα, ως  ήδιστα  απέθανον, το κατ' εμέ υπεραγωνιζόμενος της Εκκλησίας, ίvα μη παρανόμως πράξωμέν τι, ίνα κόψωμεν  τας αθέσμους των τινων ορμάς, ίνα το χρέος το άπειρον το μεν απορρίψωμεν δικαίως, το δε και αποτίσωμεν ευγνωμόνως, όπερ oι γενναίοι τη μητρί ως πολυτάλαντον φόρτον επέθηκαν... »42.  

Εν μέσω τοσούτων αντιξοοτήτων ευρισκόμενος και θαρραλέως κατ' αυτών παλαίων ο Μελέτιος ουδέ προς στιγμήν υπέστειλε την σημαίαν του αγώνος του. H ρύθμισις του σοβαρού θέματος των εκκλ. χρεών απετέλει την αιτίαν σειράς όλης μέτρων προς πνευματικήν ανόρθωσιν  αυτού. Επίστευεν ο Μελέτιος ότι όπισθεν της κακής διοικήσεως κρύπτεται κακή χείρ, και όπισθεν των δυσαρέστων  περιπετειών της Εκκλησίας υπάρχει η ηθική δυσοσμία των ανθρώπων της Εκκλησίας. Διό και εστράφη προς την κατεύθυνσιν της πνευματικής αναγεννήσεως των κληρικών και του λαού, ως άλλοτε είχε πράξει εν Αλεξανδρεία. Προς τούτο ησθάνθη  την  ανάγκην  της ηθικής  συμπαραστάσεως αδελφών εν Κυρίω. Διό και γράφων προς τον Θεσσαλονίκης προσεκάλει τούτον όπως αφιχθή εις Κων/λιν προς αποθεραπείαν των απομενουσών πληγών. «...Δεύρο ίθι προς ημάς  οψόμενος  την  Πόλιν  μικρόν  της ταραχής και αταξίας απηλλαγμένην... Ει γαρ και πολλά των ατόπων, αλλά δη και των χρεών της Εκκλησίας απερρίψαμεν, αλλά μένουσι πληγαί θεραπείας δεόμεναι, μονώτατος δε πάσιν επαρκέσαι ουχ' οίός τέ είμι»43.  

Δυστυχώς όμως και η έκκλησις αύτη έπεσεν εις το κενόν, του Θεσσαλονίκης, ως μή ώφελεν, αδιαφορήσαντος. Αλλ' ο Μελέτιος, ειθισμένος εις την τοιαύτην διαγωγήν των φίλων αυτού, οίτινες αναλόγως των περιστάσεων ενεφανίζοντο «ή ψυχρoι ή περί τά μη δέοντα ζέοντες»44 δεν εκάμφθη, αλλ'εμπνεόμενος εκ της πιστής προς το καθήκον αφοσιώσεως ερρίφθη μετά ζήλου εις τον αγώνα προς πάταξιν της παντοειδούς αταξίας και των καταχρήσεων του κλήρου. Μετά σφοδρότητος κατεφέρθη κατά της σιμωνίας, ως άλλης φαραωνίτιδος πληγής μαστιζούσης τον Θρόνον, κατά της ασεβείας των λαϊκών, κατά των ραδιουργιών των εκκλησιαστικών. Προσεπάθησε διά νουθεσιών να οδηγήση εις την αληθή θεογνωσίαν τους κληρικούς, περί ων επρέσβευεν ότι «oυ μόνον παιδείας μετέχειν ανάγκη τους τω βήματι προσεδρεύειν και τοις αχράντοις Μυστηρίοις  εγχειρείν  ταττομένους,  αλλά  καθαράς  ως οίόν τε ανθρώποις τας ψυχάς κεκτημένους και κατά πάσαν ανάγκην παρθένους. Παρθένους γαρ νυμφεύεται ο Νυμφίος εαυτώ, ή μιας κατά τον Απόστολον γυναικός άνδρα»45. Φέρων επί των αρχιερατικών αυτού ώμων την ευθύνην διά τα απανταχού πνευματικά αυτού τέκνα,  ζωηρώς ενδιεφέρθη  διά την αποκατάστασιν συν τοις άλλοις, και της μεταξύ των αγιορειτών πατέρων  διασαλευθείσης  τάξεως.  Συγκεκριμένως oι μοναχοί κατεφέροντο κατά των ασκητών επιζητούντες την έξωσιν αυτών εκ του Άθωνος. Ο Μελέτιος προς λύσιν της έριδος ηναγκάσθη να επιβάλη επιτίμιον κατά των ενοχλούντων τους ασκητάς.46 Βαθύς γνώστης των θεσμίων του ορθοδόξου Μοναχισμού και εκ προσωπικής πείρας κατέχων τας μυστικάς τρίβους του, ευκαίρως ακαίρως συνεβούλευε τα δέοντα, διακαώς επιποθών την αναζωπύρησιν των μοναστικών κλίσεων και την ανύψωσιν της πνευματικής στάθμης των μοναχών. Γράφων προς τον Αρσένιον, ηγούμενον της εν  Κρήτη Μονής των Απεζωνών, συνεβούλευεν ότι «μοναχοίς, ου παισί ουδέ γυναιξίν αρμόζει τα μοναστήρια... Συ εν ερημία μη επισώρευε πειρασμούς· εικός γαρ τινας των αστηρίκτων αδελφών σκανδαλίζεσθαι· εικός και τοις μωμοσκόποις αφορμάς παρέχεσθαι μέμψεως»47. Προς δε τους εν τη Παναγία του Γδερνέττου μονάζοντας γράφων, ταύτα παραινών συνεβούλευε· «Πρώτον τοίνυν των του αγίου μοναστηρίου ιερών περιβόλων το γυναικείον φύλον απείργεσθαι κατ' ουδεμίαν πρόφασιν συγχωρούντες εισιέναι· δεύτερον δε τα παιδία από του νυν μη δέχεσθαι το σύνολον, ει μη ανυπόπτου ηλικίας, τουτέστι έως ετών οκτώ και δέκα...»48.

 

5. Αι κατά των λατίνων ενέργειαι αυτού  

Ο Μελέτιος Επιτηρητής γενόμενος του Οικουμενικού  Θρόνου δεν έπαυσε τον αγώνα αυτού κατά των λατίνων, είτε εν Κων/λει δρώντων, είτε και αλλαχού της Ορθοδοξίας. Κυρίως ενδιεφέρθη υπέρ των ορθοδόξων της Μ. Ρωσίας  κακοπαθούντων  εκ της δραστηριότητος και των διωγμών των ουνιτών. Μεθ' όλων αυτού των δυνάμεων  ερρίφθη  εις την μάχην διά την περίσωσιν και στερέωσιν της Ορθοδοξίας; ήτις σοβαρώς εκινδύνευεν εν τή χώρα ταύτη. Ως υπεύθυνος των ορθοδόξων ταγός δεν ηδύνατο να ανεχθή την εις βάρος της Ορθοδοξίας λατινικήν προπαγάνδαν, ης την απόκρουσιν είχε καταστήσει «κύριον της ζωής του σκοπόν».49 Ήδη ως γνωρίζομεν, από του 1594 είχεν εκφράσει την επιθυμίαν αυτοπροσώπου μεταβάσεως εις Ρωσίαν προς ενίσχυσιν των ορθοδόξων. Κωλυθείς τότε να μεταβή ο ίδιος απέστειλεν εκεί τον Πρωτοσύγκελλον  και  ανεψιόν  αυτού  Κύριλλον  τον Λούκαριν, όστις αφιχθείς εις Μ. Ρωσίαν ηγωνίσθη ερρωμένως ομού μετά του αρχιμ. Νικηφόρου «υπέρ της Ορθοδοξίας, αποκηρύξας την ένωσιν ρώσων επισκόπων και λατίνων»50. Αλλά και νυν δι' επιστολών και διηνεκούς φροντίδος κατώρθωσε  νά  επηρεάση την εν Ρωσία κατάστασιν  εις  σημείον τοιούτον, ώστε  ο Λεοντοπόλεως Γεδεών και ο ηγεμών της Οστροβίας Βασίλειος ωμολόγουν «κατόρθωμα είναι των πόνων και των αλλεπαλλήλων επιστολών του Πηγά το στερεωθήναι την ευσέβειαν αμφί τα κλίματα εκείνα»51. Και πράγματι ! Ο φλογερός ούτος της Εκκλησίας ανήρ μετά μανίας ιεράς, θα έλεγέ τις, κατεδίωκε την λατινικήν λύμην και εις ετέρους μεταβιβάζων το πνεύμα τούτο της αντιστάσεως, αλλά και δι' επιστολών και λόγων τους πάντας συμβουλεύων και εφιστών την προσοχήν αυτών επί τα βαθύτερα και ουσιαστικώτερα ελατήρια της εν μέσω των ορθοδόξων αναπτυσσομένης δήθεν κοινωφελούς δραστηριότητος των λατίνων, κατά βάθος απεργαζομένων τον κατακερματισμόν του ορθοδόξου πληρώματος και την διάλυσιν της ορθοδόξου Εκκλησίας. Διότι ποίον άλλον σκοπόν, αν όχι την κατά της Ορθοδοξίας  επιβουλήν, εξυπηρέτει η  ολονέν  εντεινομένη και εξαπλουμένη προσηλυτιστική και προπαγανδιστική των λατίνων και των ουνιτών δραστηριότης εν μέσω λαού ορθοδόξου κύπτοντος  προ της ασκουμένης βίας τον αυχένα; Και ποίαν άλλην υπηρεσίαν ήτο δυνατόν να προσενέγκη ο παπικός  διεθνισμός, ούτω πως  εκδηλούμενος και τας δυσκόλους περιστάσεις εκμεταλλευόμενος, αν όχι την προσάρτησιν των καταλοίπων της Ορθοδοξίας μετά τον αφανισμόν αυτής εις το λατινικόν άρμα;  

Ταύτα πάντα δεν διησθάνετο απλώς ο Μελέτιος αλλά και καθημέραν διεγίγνωσκε. Υπό το αφελές προσωπείον της ευποιίας και της παιδείας οι λατίνοι μοναχοί  έδρων  καταλυτικώς  δια  την Ορθοδοξίαν. Ο Πηγάς έβλεπεν εις τα πρόσωπά των τους λύκους τους βαρείς τους μη φειδομένους του ορθοδόξου ποιμνίου. Έβλεπε τους άνδρας τους διακαώς επιζητούντας την ξύλευσιν αυτών, άτε της δρυός πεσούσης. Δεν παρεπλανάτο του  Πατριάρχου η διάνοια εκ της κατά κόσμον σοφίας των Ιησουιτών, της σοφίας εκείνης ης, κατά τον Γρηγόριον Νύσσης, oι καρποί «υπηνέμιοί τε και ατελεσφόρητοι, πριν εις το φως ελθείν της θεογνωσίας  αμβλίσκονται» (Ρ.Μ. 44, 39 Β). Αντιθέτως μάλιστα καλώς επίστατο πόσον επικίνδυνος διά την ενότητα της Εκκλησίας και την ακεραιότητα του ορθοδόξου φρονήματος ήτο η τοιαύτη δράσις αυτών. Συμβουλεύων ποτέ τον Ματθαίον  Χαλικόπουλον, φίλον αυτού εν Κρήτη διαμένοντα, περί της εφαρμοστέας μεθόδου εις τον αγώνα κατά των λατίνων, έγραφε περί αυτών και τα εξής· «...Οίδας οίοι εισί την σοφίαν, ει και ψευδώνυμον, οίοι την γλώσσαν, ει και γλωσσαλγούσαν  κατά  της  αληθείας και  ηττωμένην»52. Προς δε  τον Λούκαριν γράφων  σχετικώς, ως εξής εξεφράζετο· «Oυ  γαρ  ουδέ  Βαβυλών τω του Θεού ούτως ασπόνδως κατεξανέστη, ως νυν ακούω τους της  Ρωμαϊκής  Εκκλησίας  κατά της Ανατολικής αντιφέρεσθαι... Φεύ oι της  πίστεως του Χριστού πολέμιοι. Οι αναφανδόν ασεβείς ου συγχωρούσιν ημίν κατά τα πάτρια βιωτεύειν, οι δέ το του Χριστού όνομα φέροντες (oι Ιησουίται) βιάζουσι των πατρώων αναιδώς εκστήναι δογμάτων και ταις παρ' αυτών εφευρημέναις καινοτομίαις ακολουθείν»53.  

Δεν υπετίμα ο Μελέτιος την αξίαν και σημασίαν των αντιπάλων του. Τουναντίον. Δεόντως εξετίμα ταύτας όχι μόνον θεωρητικώς αλλά και εκ των εν τη πράξει αποτελεσμάτων των.  Δεν  διελάνθανε της προσοχής αυτού το γεγονός ότι οι φοιτώντες εις τα καθολικά σχολεία ελληνόπαιδες «oυ μόνον την μητρικήν αυτών γλώσσαν απεμάνθανον, αλλά το και οδυνηρότερον, εδιδάσκοντο να μισώσι την θρησκείαν των πατέρων αυτών, τον εθνισμόν, τα ήθη και έθιμα, άτινα τοις παριστάνοντο ως αιρετικά και βάρβαρα».54 Σήμερον υπερμεσούντος του 20ού αιώνος υπό την επίδρασιν νέων ιδεών και υπό τας νέας συνθήκας υφ' ας διατελεί πλέον ο νέος Ελληνισμός τα πράγματα εις τον τομέα τούτον έχουν ενδεχομένως μεταβληθή. Υπό την ώθησιν των πολιτιστικών ρευμάτων της εποχής και τας επελθούσας διαφοροποιήσεις εις τας γενικάς και ειδικάς συνθήκας υφ' ας η ελληνική Ορθοδοξία υπάρχει, δεν προσφέρεται το έδαφος αυτής πρόχειρον  προς άσκησιν τοσούτον βαναύσου προσηλυτιστικής προσπαθείας υπό των ετεροδόξων και αιρετικών. Τότε όμως αι συνθήκαι ήσαν διαφορετικαί. Τότε οι Έλληνες, παρέχοντες την εικόνα προβάτων  μη εχόντων  ποιμένα, υπόδουλοι όντες εις βάρβαρον δυνάστην και άπιστον, απετέλουν το  αντικείμενον παντοειδούς εκμεταλλεύσεως εκ μέρους εκείνων, οίτινες είχον συλλάβει το σχέδιον του πνευματικού εξανδραποδισμού του Ελληνισμού και της ολοκληρωτικής αυτού καταστροφής. Και αν μη ευρίσκοντο κατά τας ώρας εκείνας τας αυτόχρημα δραματικάς οι από Θεόν απεσταλμένοι  άξιοι του  λαού  πνευματικοί οδηγοί, ως ο Πηγάς, διά να αγωνισθούν και διά την απόκρουσιν πάσης έξωθεν επιβουλής και διά την συντήρησιν εις τας ψυχάς των πανελλήνων των αιωνίων αρχών της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, περισώζοντες ούτω συν εκείνη και τούτον, αλλοία θα ήτο η έκβασις των πραγμάτων και ασφαλώς πολύ θλιβερά η  ιστορική πραγματικότης. Ο αγών του Μελετίου κατά των λατίνων φέρει όλα τα στοιχεία του ιερού αγώνος των Ελλήνων υπέρ βωμών και εστιών, υπέρ της Εκκλησίας και της Πατρίδος, εφ' όσον δι' ημάς τους Έλληνας η Παράδοσις του Γένους έχει αρρήκτως  συνενώσει τας δύο εννοίας ταύτας της  Πίστεως  και της  Πατρίδος εις αιωνίαν τροπαιοφόρον σύζευξιν. Ιδού διατί  είναι ιστορικώς  αδόκιμον  και  επιστημονικώς  ανακριβές το υπό τινων πρεσβευόμενον, υπό το κράτος νεοανθρωπιστικών τάσεων, δόγμα ότι ο Ελληνισμός έσωσε την Ορθοδοξίαν. Αψευδέστατον αντιθέτως της Ιστορίας δίδαγμα παραμένει  εσαεί το ότι εν τω χώρω του Ελληνισμού η Ορθοδοξία  υπήρξεν η  κιβωτός τήη σωτηρίας του Γένους.

 

6. Κάμψις της  υγείας  του.  Απόφασις επιστροφής  εις Αλεξάνδρειαν  

Το μεν πνεύμα πρόθυμος, την σάρκα όμως ασθενής ο Μελέτιος, οσημέραι ησθάνετο εαυτόν καταδαπανώμενον και αναλισκόμενον εις τον βωμόν της εκκλησιαστικής εν Κων/λει διακονίας και της εθνικής προσφοράς. «Αι της Εκκλησίας ταραχαί -έγραφε προς τον Λούκαριν- κατατήκουσί μου την ψυχήν μονωτάτου σχεδόν καταλελειμμένου και υπερκαώς έχοντος εις την ταύτης επικουρίαν».55 Παρά ταύτα όμως «δεν  ενόει, άπαξ τιθείς την χείρα επί του αρότρου να στραφή εις τα οπίσω»56. Είναι τούτο γνώρισμα του ισχυρού χαρακτήρος των μεγάλων ανδρών. Ήθελε  να  συμπληρώση το ούτινος κατήρξατο άγιον έργον. Ήθελεν, αναστηλών την ηρειπωμένην Εκκλησίαν, να  δωροφορήση αυτή δραστήριον και ομόζηλον αυτώ  ποιμένα, περί ου εν μεγάλη διετέλει απελπισία και λύπη, ην και επηύξανον αι καθ' ημέραν προς αυτόν επιφοιτώσαι, και την αποδημίαν αυτού αποδυρόμεναι εκ μέρους των Αράβων της Αιγύπτου επιστολαί. Επεθύμει να αναχωρήση· ήθελεν όμως και διακαώς επόθει να ίδη την Εκκλησίαν της Κων/λεως ηρεμούσαν κατά πάντα. Δεινή ψυχική ταραχή κατείχεν αυτόν και υψηλά καθήκοντα αντιπαλαίοντα και συγκρουόμενα ηνάγκαζον αυτόν να γράφη προς τον Μαργούνιον:  «των πολέμων αεί κορυφουμένων, ουδ' αυτοίς ημίν ήδη ασφαλές ενδιαιτάσθαι τοις ώδε μόλις περισωθέντες οίς ενεκύρσαμεν κινδύνοις. Κοιμίζω μου τας πρότερον ελπίδας και περιμένω, έως αν τον επιληψόμενον των πηδαλίων προσφέρη ο Θεός, ευθύς εκπλεύσων εις Αίγυπτον των φροντίδων των Αραβικών εξόμενος, οι μου την αποδημίαν αποδυρόμενοι κινδυνεύουσι σφάς αυτούς, ει μη τάχιον επανέλθωμεν μηνύουσιν. 'Ω τάλας εγώ, μεμερισμένος τοις κόσμου πέρασι, κ' ούκ έχων πώς αρκέσω οις δη μεμέρισμαι...»57.  

Υπό το κράτος των σκέψεων τούτων ο Μελέτιος ων και εν  αναμονή τελών της υπό του Θεού υποδείξεως καταλλήλου  προσώπου  καθέξοντος τον  περίπυστον Οικουμενικόν Θρόνον, έλαβε κατά Δεκέμβριον 1598 την απόφασιν, όπως εγκαταλείψη την Τοποτηρητείαν του Θρόνου, περιοριζόμενος εφεξής εις την διαποίμανσιν του εμπεπιστευμένου αυτώ εν Αλεξανδρεία, ποιμνίου. Την απόφασιν ταύτην εγνώρισε προς τον κλήρον και τον λαόν της Κων/λεως, επεξηγήσας και τους λόγους, οίτινες τον ώθησαν εις την λήψιν αυτής, και οίτινες δύνανται να συνοψισθούν εις την εξής επιγραμματικήν φράσιν του· «πριv ή τι χαλεπόν συμβή και άκουσιν, εκόντες ημείς ανεχωρήσαμεν άλλαις της του Χριστού Εκκλησίας ανάγκαις άλλοθι  μηχανώμενοι την δέουσαν θεραπείαν»58. Προς τους εν Κων/λει σφόδρα λυπουμένους διά την αναχώρησίν του απηύθυνεν επιστολήν παραμυθητικήν, συμβουλεύων αυτούς, όπως μη οδύρωνται διά την επιστροφήν του οίκαδε αλλά διά τα δεινά παθήματα τη Εκκλησίας. «Περί εμού μη κλαίετε  της  Κων/λεως  της  δυστήνου αναχωρήσαντος· κλαίετε δε συν εμοί επί τω της Εκκλησίας κλύδωνι και συμπάσχετε τη καμνούση μητρί, διά την αγάπην του πεπονθότος υπέρ ημών»59  

Η από του Απριλίου 1597 μέχρι των αρχών του 159960 επί εικοσάμηνον περίπου διοίκησις του Οικουμενικού Θρόνου υπό του Μελετίου υπήρξεν εις αδιάκοπος αγών προς ανόρθωσιν της Εκκλησίας και βελτίωσιν των κατ' αυτήν. Βεβαίως δεν κατώρθωσεν ο Πηγάς, μόνος προσπαλαίων κατά πάσης αταξίας, να επιφέρη την ην διακαώς επεθύμει διόρθωσιν των πάντων. Επί των ημερών του όμως ηυτύχησε να ίδη τον Θρόνον σταδιακώς απαλλασσόμενον έσωθεν μεν σκανδάλων τινών, έξωθεν δε βλαπτικών τινων επιρροών. Βραχύν μεν αλλά σαφή  και αντικειμενικόν απολογισμόν των επιτελεσθέντων κατά την περίοδον ταύτην ευρίσκομεν εν επιστολή  του Μελετίου προς Νικηφόρον τον Ρόδιον, ταύτα διαλαμβανούση· «Μέχρις εκείνου εμφιλοχωρείν μετά τοσούτων και τηλικούτων πόνων τε και κινδύνων εχρήν, μέχρις ου κρειττόνων ην ελπίς, μη γαρ νομίσης επειδή των κακών συνεστάλη πολλά, έστι δ' α και τέως των ιερών περιβόλων απεσοβήθησαν, τοις ημετέροις αγώσι τε και βουλαίς είξαντα· και γαρ και τας  σιμωνιακάς  αισχροκερδείας  και το  χαρίζεσθαι προστάττουσι και κρατούσι ή και παρακαλούσιν ή και δελεάζουσι τους ιερούς βαθμούς πάμπαν απεώσαμεν αντιπαραταξάμενοι τοις τυραννούσιν... και την ευκλεή νενικητότες νίκην...  Ει ουν και πολλά κατωρθώθη αλλ' ην έτι τινά θεραπείας επιδεή προς αι μάχεσθαι, των νοσούντων αντιπραττόντων, ανοηταινόντων... Ου προς επιστήμονος ην ιατρού ανονήτως τα έλκη ψηλαφείν»61.  

Επιστρέψας κατά το έτος 159962 ο Μελέτιος εις Αίγυπτον, μέσω Χίου και Ρόδου, την συνείδησιν έχων μαρτυρούσαν περί της καταβληθείσης σθεναράς προσπαθείας επ' αγαθώ της Εκκλησίας, επεδόθη και πάλιν εις την του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας  διοίκησιν «κατά σκοπόν διώκων επί το βραβείον της άνω κλήσεως», ήστινος είχεν ηδη αρχίσει να ενωτίζεται τα υπερκόσμια μηνύματα  και την  αυγάζουσαν  λαμπηδόνα...

 

__________________ 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. Ιερεμίας Β' ο Τρανός, ο εξ Αγχιάλου. Αι τρεις Πατριαρχίαι του κατανέμονται ως εξής·  α) 1572-1579 β) 1580-1584 γ) 1586-1595. Πρβλ. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 518-524. Κ. Σαθα, ένθ' ανωτ. σ. 186-190.  

2. Εξεπαιδεύθη παρά τοις περιπύστοις τότε διδασκάλοις Ιεροθέω Μονεμβασίας, Αρσενίω Τυρνόβου και  Δαμασκηνώ Ναυπάκτου ως και τω Ματθαίω Κρητικώ. Κατά τον Γεδεών ήτο «φίλος των γραμμάτων, ηκροάτο των γραμματικών και φιλοσοφικών  μαθημάτων  εν  τη  Πατριαρχική Ακαδημία  και καθ' εκάστην ανεγίνωσκεν εν ώραις σχολής, και τα συγγράμματα των Αγ. Πατέρων μελετών εκήρυττε τον θείον λόγον επ' εκκλησίας» ένθ' ανωτ. σ. 519.  

3. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 127, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, εν ΜΕΕ τ. ΙΣΤ' σ. 869.  

4. Εννοεί «αντικανονικόν».

5. Γερμανού  Σάρδεων,  Συμβολή  εις τους Πατριαρχικους  Καταλόγους  Κων/λεως  από  της  αλώσεως και εξής. Κων/λις 1935 σ. 69.  

6. Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. ένθ' ανωτ. σ. 69.  

7. Ο Γερμανός  Σάρδεων  ομιλεί  περί  «καταλήψεως» του θρόνου υπό του Ματθαίου, έχοντος μάλιστα συνεργούς και 10 Αρχιερείς, και περί «εισπηδήσεως», αυτού εις την της Βασιλευούσης  Καθέδραν. (ένθ' ανωτ. σ. 71).  

8. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 537.  

9. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 128-129.  

10. Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 72.

11. Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 75  

12. Χαλκ. χειρ. επ. 118,  Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 538, Αγ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 130-131.  

13. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 537.  

14. Ιδού τι ο Θεοφάνης έγραφεν επί λέξει εις τον Μελέτιον, εν επιστολή του υπό ημερομηνίαν 13 Σεπτεμβρίου 1596· «Επεί και πάλιν έμελλε τα όμοια συμβήναι  τοις προτέροις, μη φέροντες ημείς το δεινόν, μη ανεχόμενοι το ούτω  φέρεσθαι τα της Εκκλησίας των άλλων και έξω της των θείων Kανόνων ακολουθείν, συνδρομή  πάντων και σπουδή και προθυμία τους εξωκρατούντας παντοιοτρόπως καταπείσαντες και εξουσίαv πάσαν ειληφότες... δίκαιον κατά πάντα και αναγκαίον εκρίναμεν μηδέν δράσαι και τελειώσαι χωρίς  της  παρουσίας της σης θειότητος... Τοιγαρούν... εκλιπαρούντες αξιούμεν ίνα μηδέν μελήσας, μηδέ οκνήσας... την περί τα καλά συνήθη σου σπουδήν αναλάβης και παρευθύς αναστάς την προς ημάς φέρουσαν οδεύσης...». Πρβλ. εν Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 75-76. Παραλλήλως ο Θεοφάνης έγραψε και προς άλλους αρχιερείς, αποκαλύπτων  όμως  εις  αυτούς τας προοιμιακας αυτού ενεργείας  παρά τη  τουρκική  Κυβερνήσει διά την ανάδειξιν  του  Μελετίου εις  Οικουμενικόν:  «...καταπείσαντες δε -έγραφε- τους  κρατούντας  και το  του  Μακαριωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας όνομα τοις πάσι προθέντες». ένθ' ανωτ. σ. 76.  

15. Μ.Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 538-539. Διοκαισαρείας Αριστάρχου ένθ' ανωτ. σ. 669-670.  

16. Διοκαισαρείας  Αριστάρχου, ένθ' ανωτ.σ. 670.  

17. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 132.

18. ένθ' ανωτ. σ. 133.  

19. Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 77.  

20. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 539. Αγαθ. Νινολάκη ένθ' ανωτ. σ. 133.  

21. Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 78.  

22. ένθ' ανωτ. σ. 78.  

23. Γερμανού  Γρηγορα, ένθ' ανωτ. σ. 259, Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 135.  

24. Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 78-79.  

25. ένθ' ανωτ.σ. 80.  

26. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 135.  

27. Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 81.

28. Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 82:  

29. ένθ' ανωτ. και  Διοκαισαρείας  Αριστάρχον, ένθ' ανωτ. σ. 671, Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 143.  

30. Διοκαισαρείας  Αριστάρχου, ένθ' ανωτ. σ. 671.  

31. Δ. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις -Αθήναι 1956. τ. 1 σ. 24.  

32. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 261.  

33. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ.  260, Διοκαισαρείας Αριστάρχου, ένθ' ανωτ. σ. 672.  

34. Χ α λ κ. χειρ. επ. 185, 186, 187,  Γερμανού Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 83.  

35. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 58-59.  

36. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 137.

37. Μ. Γεδεών, Εορτολόγιον  Κωνσταντινουπολίτου Προσκυνητού τεύχος Β' Κων/λις 1905, σ. 272.  

38. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες ένθ' ανωτ. σ. 541. Πρβλ. και Σάρδεων Γερμανού ένθ' ανωτ. σ. 82 εν υποσ. ένθα αναφέρεται: «Εν Κων/λει επωλήθησαν δύο μοναστήρια: ο μέγας Δημήτριος και η Παναγία του Μπαλίνου εις την Ξυλόπορταν, ηγοράσαμεν δε ημείς αυτά ίvα μη εισέλθωσιν εις χείρας των ασεβών».  Αργότερον επί Ματθαίου Β' (τέλη 1600 ) το . Πατριαρχείον μετεφέρ0η εις αγ. Γεώργιον εν Διπλοφαναρίω, ένθα εύρηται μέχρι σήμερον.  

39. Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 82 εν υποσ.  

40. Αγαθ. Νινολάκη , ένθ' ανωτ. σ. 140.

41. Γερμανού  Σάρδεων, ένθ' ανωτ. σ. 83

42. Χαλκ.  χειρ. επ.  235, Αγαθ.  Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 140-141.  

43. Χαλκ. χειρ. επ. 171.  

44. Επιστολή προς Φιλαδελφείας Γαβριήλ εν Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 143.  

45. Επ. Μελετίω  Βλαστώ  εν  Νινολάκη,  H προς Κρήτας σ. 60-61.

46. Χαλκ. χειρ. Επ. 129 καί 130.  

47. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 54.

48. Ν. Τωμαδάκη, Ανέκδοτοι επιστολαί Μ.Π. ένθ' ανωτ. σ.  271.  

49. Xρυσ. Παπαδοπούλου,  εν  ΜΕΕ  τ. ΙΣΤ'. σ. 869.  

50. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 145.  

51. Γερμανού  Γρηγορά,  ένθ' ανωτ. σ. 260.  

52. Αγαθ. Νινολάκη, Η προς Κρήτας... σ. 78,

53. ένθ' ανωτ. σ. 81-82.  

54. Διοκαισαρείας  Αριστάρχου, ένθ' ανωτ. σ. 662-663.  

55. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 80-81.

56. Αγαθ. Νινολάκη, Μελέτιος... σ. 148.  

57. Παρά Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 148-149.  

58. Παρά Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 83.

59. Χαλκ. χειρ. επ. 230. Μετά τον Μελέτιον Πατριάρχης Κων/λεως εξελέγη ο εν Αγ. Όρει εφησυχάζων πρ. Κων/λεως  Ματθαίος ο Β' το δεύτερον νυν πατριαρχεύσας από του 1599-1602. Πρβλ. Μ.Γεδεών  Πατρ. Πίνακες σ. 541.  

60. Μ. Γεδεών, ένθ' ανωτ. σ. 540. Αγαθ. Νινολάκη, ένθ' ανωτ. σ. 154.  

61. Χαλκ. χειρ. επ. 242.  

62. Γερμανού Γρηγορά, ένθ' ανωτ. σ. 261.

 

Περιεχόμενα / Επόμενο κεφάλαιο

 

 

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE