Παναγιώτης Χρήστου
Ο Άνθρωπος στο Άπειρο της Αϊδιότητος
Από: περ. Εποπτεία 67, Αθήνα 1982 (σελ. 369-93).
Αϊδιότης του ανθρώπου
Στην προσπάθεια να διασαφήσει την κατάσταση του υπερβατικού βίου ο Μάξιμος προσάγει το παράδειγμα του Μελχισεδέκ. Ο βασιλεύς αυτός της Σαλήμ, φερόμενος στο βιβλίο της "Γενέσεως" χωρίς γενεαλογία, παίρνει με τον καιρό μεσσιανική ιδιότητα και αργότερα στην "προς Εβραίους" επιστολή χαρακτηρίζεται απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, χωρίς αρχή ημερών και τέλος ζωής, αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού(20).
Η μετάσταση στην αϊδιότητα δεν είναι εσχατολογική μόνο υπόθεση, με την κυριολεκτική σημασία αυτού του όρου, διότι ανήκει στο χώροτης πνευματικής ενεργείας που εκδηλώνεται ανεξαρτήτως εγχρόνων ή αχρόνων καταστάσεων. Ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να καταργηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του ανθρωπίνου βίου, ακόμη και του επιγείου, εφ' όσον οι κατηγορίες αυτές υπερβαθούν διά του λόγου και ης αρετής. Το μεταξύ Θεού και ανθρώπου χάσμα διαβαίνεται ακόμη και όταν ο δεύτερος ευρίσκεται στον κόσμο της αλλοίωσης και της φθοράς, στη σάρκα, αρκεί διά της θελήσεως ν' απομακρυνθεί από τη σάρκα και το κόσμο(21).
Οι επωνυμίες απάτωρ, αμήτωρ και αγενεαλόγητος δεν δόθηκαν βέβαια στο Μελχισεδέκ με βάση τις φυσικές και χρονικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν πατέρα και μητέρα και γενεαλογία, την αρχή και το τέλος των ημερών, πράγματα που καταργήθηκαν από τον ίδιο το Μελχισεδέκ. Του δόθηκαν με βάση τις θείες ιδιότητες, την αρετή, δια της οποίας μεταμόρφωσε το είδος του. Ωνομάσθηκε έτσι, όχι για την από μηδέν κτιστή του φύση, κατά την οποία άρχισε και τελείωσε τη ζωή του, αλλά για τη θεία και άκτιστη χάρη που, προερχομένη από τον αΐδιο Θεό, υφίσταται πάντοτε επάνω από κάθε φύση και κάθε χρόνο.
Μόνο κατά την άκτιστη χάρη αναγνωρίζεται ο άνθρωπος ότι γεννήθηκε ολόκληρος γνωμικώς, πράγμα που κατόρθωσε με το γεγονός ότι προτίμησε αντί της φύσης του την αρετή και έτσι γεννήθηκε κατά χάρη στο Πνεύμα διά του Λόγου προς τις θείες και άναρχες και αθάνατες ουσίες του Θεού και φέρει μέσα του αληθινή την ομοίωση του Θεού που τον γέννησε. Όποιος νεκρώσει τα επίγεια μέλη του πεθαίνει και ανασταίνεται μαζί με το Χριστό και, αφού νέκρωσε τα επίγεια μέλη του και αρνήθηκε τα εγκόσμια, έπαυσε πια να φέρει επάνω του την έγχρονη ζωή που έχει αρχή και τέλος, που συγκλονίζεται από πλήθος παθημάτων, διότι την εγκατέλειψε για χάρη της ανώτερης, της θείας και αΐδιας ζωής που ενοίκησε σ' αυτόν.(22).
Απαλλασσόμενος από τα δεσμά της χρονικότητος, ελευθερώνεται και κατά τα δύο άκρα, και από την αρχή και από το τέλος, που εμπίπτουν στα πλαίσια της χρονικότητος κι επομένως καταργήθηκαν. Τέλος των χρόνων και αιώνων είναι η αδιάστατη ενότης μεταξύ της ακραιφνούς αρχής και του ακραιφνούς τέλους στον σωζόμενο άνθρωπο. Και εφ' όσον αρχή και τέλος ακραιφνή είναι ο Θεός, ενότης των δύο τούτων στοιχείων στους σωζομένους αποτελεί την ένωση με το Θεό. Δηλαδή παρατηρείται πρώτα η κλείση των εγχρόνων πραγμάτων, έπειτα η αδιάστατη ενότης αρχής και τέλους, και τελευταία η θέωση(23).
Αυτός που λαμβάνει τα δώρα του ενανθρωπήσαντος Λόγου διά των μυστηρίων είναι για πάντα ενωμ;νος μαζί του και κρατεί για πάντα την υπόσταση τούτου στην ψυχή του, διότι τότε ο Χριστός γεννάται σ' αυτόν πάντοτε με τη θέλησή του μυστικώς και καθιστά μητέρα παρθένο την ψυχή που γεννά(24). Έχοντας διαρκώς το Θεάνθρωπο μέσα του, ευρίσκεται σε συνεχή και ολοκληρωτική επαφή με το θείο. Αυτός που μπορεί να αναχθεί στην αΐδια δόξα του Πατρός, όπως ο Υιός του, αυτός ανεβαίνει στούς ουρανούς διά του Θεού Λόγου, που κατήλθε γι' αυτό επάνω στη γη. Έγινε Θεός τόσο, όσο εκείνος έγινε άνθρωπος(25). Όταν φθάνει υπεράνω της φύσεως γίνεται κατά χάριν ό,τι είναι ο ίδιος ο δοτήρ της χάριτος κατά φύσιν. Αφού παύσει τις φυσικές του ενέργειες, σαρκικές, αισθητικές, νοητικές, γίνεται Θεός με την μέθεξη της θείας χάριτος. Τότε συνθεώνεται μαζί με την ψυχή και το σώμα, ώστε να φαίνεται μόνο Θεός και κατά τα δύο. Είναι η αγέννητη θέωση που προσφέρεται στους αξίουςμε έλαμψη και φανέρωση.
Και όπως η θέωση είναι θεία ενέργεια άναρχη και ατελεύτητη, έτσι και ο θεούμενος: άναρχος και ατελεύτητος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
20. Εβρ. 7, 1-22.
21. Περί αποριών, PG 91, 1172A.
22. Περί αποριών, PG 91, 1144C.
23. Προς θαλάσσιον 59, PG 90,609A.
24. Εις το Πάτερ ημών, PG 90, 889C.
25. Περί αποριών, PG 91, 1385.
|