Παναγιώτης Χρήστου
Ο Τριαδικός Θεός
Από: «Το Μυστήριο του Θεού» Εκδ. ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 1991
6. Ο Υιός
Η δευτέρα υπόστασις, που καλείται αδιακρίτως Λόγος και Υιός, είναι επίσης άναρχος υπό την έννοια ότι ευρίσκεται υπεράνω του χρόνου και προ του χρόνου, αλλ' έχει αρχή, όπως είδαμε, τον Πατέρα. Για να χρησιμοποιήσωμε αναλογικές εκφράσεις, ο Λόγος είναι μία σύλληψις του Πατρός περί του εαυτού του, η οποία είναι εικών του, ο Υιός είναι υπόστασις που προέρχεται από τον Πατέρα ως γέννημα. Νόησις και γέννησις είναι καταστάσεις όμοιες εδώ, αλλά και ταυτές, διότι και τα δύο φαινόμενα παρατηρούνται στον χώρο του ακτίστου, όπου οι έννοιες όμοιος και ταυτός συμπίπτουν και όπου δεν υπάρχει διάκρισις αντικειμένων, για να χαρακτηρισθούν αυτά είτε ως όμοια είτε ως ανόμοια. Η διάκρισις δημιουργεί αμέσως κατάστασι κτιστότητος. Ένα πράγμα, αν είναι όμοιο με το θείο, είναι εντός του ακτίστου και ταυτίζεται με αυτό, ενώ αν είναι ανόμοιο προς αυτό, είναι κτιστό(31).
Στην επιστολή «Προς Έβραίους»(32) ο Υιός αποκαλείται «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως» του Πατρός. Αυτές οι παραστάσεις μπορούν να υποδηλώσουν επαρκώς την σχέσι του με τον Πατέρα, υπό τον όρο ότι δεν θα εκληφθούν κυριολεκτικώς, αφού άλλωστε από την μετέπειτα θεολόγησι μόνο σποραδικώς χρησιμοποιήθηκαν. Επί πολύν χρόνο επεκράτησε στην θεολογία ο χαρακτηρισμός του Λόγου ως εικόνος του Πατρός, με βάσι το παύλειο «ός εστιν εικών του Θεού του αοράτου»(33), χαρακτηρισμός που συμπίπτει με την ανωτέρω παράστασι περί «χαρακτήρος της υποστάσεως», αφού η λέξις χαρακτήρ έχει ληφθή από τις εικόνες των ηγεμόνων που ήσαν χαραγμένες επάνω στα νομίσματα. Πρέπει να σημειωθή ότι αυτή η παράστασις της εικόνος, συμβολική όπως και οι προηγούμενες, υποδηλώνει επίσης τις σχέσεις μεταξύ των δύο υποστάσεων, αλλά δεν τις αποδίδει ουσιωδώς. Βέβαια μερικοί πατέρες ηθέλησαν να δώσουν ουσιαστικώτερο περιεχόμενο στην εικόνα, όπως επί παραδείγματι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας που φέρει τον Χριστό να λέγη,
«Πέφηνά τε και ειμί κατ' αλήθειαν και της ουσίας αυτού χαρακτήρ απαράλλακτος και εικών εμφερής, όλην εν εμαυτώ την του Θεού εγχαράττων φύσιν»(34).
Στην πραγματικότητα όμως, οσοδήποτε ακριβής και αν είναι μία εικών, και οσηδήποτε συγγένεια και αν δηλώνη, δεν μπορεί να σημαίνη ταύτισι του εικονιζομένου και της εικόνος και δεν αρμόζει απολύτως σ' ένα ον που είναι ομοούσιο με το άλλο, διότι αδυνατεί ν' αποδώση την ομοουσιότητα. Αντιθέτως στην χρήσι του αναφορικά με την αποκαλυπτική κάθοδο του Λόγου προς τον άνθρωπο ο όρος ταιριάζει απολύτως. Όταν οι άνθρωποι θεωρούν σ' αυτόν τον Πατέρα, τότε ο Λόγος είναι πραγματικά εικών του Πατρός, διότι φέρει σ' αυτούς τα γνωρίσματα εκείνου και τους τα καθιστά αισθητά και γνωριστά• είναι αγαθός όπως ο Πατήρ, παντοδύναμος όπως ο Πατήρ, ζωοδότης όπως ο Πατήρ. Κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνο δι' αυτού. «Ουδέ τον Πατέρα τις γινώσκει, ειμή ο Υιός και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»(35).
Το ότι ο Υιός παρέχει ζωή, εκφράζεται εναργώς με την δημιουργική του ενέργεια. Όλα έγιναν δι' αυτού(36). Εξ αιτίας αυτής της δραστηριότητος επεκράτησε από τις ημέρες των Απολογητών του 2ου αιώνος να αποκαλήται με το όνομα που του είχε δώσει ολίγο ενωρίτερα ο Ιωάννης στον πρόλογο του Ευαγγελίου του(37), Λόγος. Μερικοί όμως από τους Έλληνες απολογητάς ετόνισαν τόσο υπερβολικά το σημείο τούτο, ώστε να φθάσουν σε μία επικίνδυνη θεωρία, υιοθετώντας την άποψι ότι ο Λόγος του Θεού αϊδίως ήταν ενδιάθετος μέσα στον Πατέρα, όπως είναι στον άνθρωπο η λογική σκέψις, και όταν ο Θεός αποφάσισε να δημιουργήση όσα ηθέλησε, τότε εξεπήδησε ως Λόγος προφορικός, δηλαδή τότε εγεννήθηκε. Η θεωρία αυτή, που προβάλλεται από αρκετούς απολογητάς, αλλά ευρήκε την τελική της διατύπωσι στον Θεόφιλο Αντιοχείας(38), οδηγεί οπωσδήποτε στην υποτίμησι της προσωπικότητος του Υιού και αργότερα έπαιξε σοβαρό ρόλο στις αρειανικές έριδες. Στην ανάπτυξί της συνέβαλε οπωσδήποτε η κυριολεκτική έννοια της λέξεως «λόγος» που σημαίνει φωνητική εκφορά εσωτερικών σκέψεων.
Διά της θεωρίας αυτής ο Λόγος παρουσιάζεται ως απλό όργανο που προήλθε από την θέλησι του Πατρός. Αλλ' αν είναι προϊόν θελήσεως και όχι της φύσεως, τότε ασφαλώς δεν μπορεί να ταυτισθή με την θεία φύσι. Η ορθόδοξη διδασκαλία περί υποστάσεων απαιτεί την κατ' ανάγκη παρουσία του Λόγου μέσα στην θεία φύσι και αυτό βεβαίως συνεπάγεται την άποψι ότι ο Λόγος γεννάται αϊδίως και κατ' ανάγκη, όχι κατά θέλησι. Βέβαια η ύπαρξις ανάγκης στον Θεό είναι κάτι δυσεξήγητο, αυτήν δε την δυσκολία ήθελε να παρακάμψη ο Ωριγένης, όταν εβεβαίωνε κι' αυτός ότι ο Λόγος προήλθε αιωνίως μεν από τον Θεό, αλλά πάντως κατά την βούλησί του(39). Εδώ όμως δεν πρόκειται περί εξωτερικής αναγκαιότητος, για να μας προδιαθέτη δυσμενώς, αλλά για εσωτερική, φυσική• δεν πρόκειται καν περί ανάγκης, αλλά περί φοράς και κινήσεως της θείας φύσεως προς εαυτήν. Αναμφιβόλως η κοσμολογική δραστηριότης του Λόγου κατά την ανωτέρω έννοια των Απολογητών απειλούσε την τριαδική διδασκαλία περί Θεού• γι' αυτό αργότερα εγκαταλείφθηκε όλη εκείνη η θεωρία, βαθμιαίως δε υποχώρησε και η χρήσις του ονόματος Λόγος προς δήλωσι της δευτέρας τριαδικής υποστάσεως, αν και τούτο δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως.
Ο Υιός προέρχεται κατά μία διαδικασία που ανήκει στην κατηγορία της φύσεως ή ουσίας. Ο Θεός, για να δημιουργήση τα κτίσματα, προϊόντα θελήσεως που κάποτε ήσαν μη όντα, προβουλεύεται, για τον Υιό όμως που γεννάται από τον ίδιο εντελώς φυσικά δεν προβουλεύεται(40). Αυτός δεν ήλθε σε ύπαρξι δι' ενεργείας βουλήσεως, αλλά είναι κατά φύσι Υιός, από την ουσία του. Αν ο Υιός είναι επίσης και δημιουργός, τούτο δεν συμβαίνει διότι ο ίδιος παρήχθηκε ως όργανο χρήσιμο γι' αυτόν τον σκοπό, αφού άλλωστε ο Θεός δεν χρειάζεται μεσολαβητή, αλλά διότι μετέχει της θεότητος. Μετέχει λοιπόν και της δημιουργίας ο Υιός, έχει μάλιστα ένα είδος πρωτοβουλίας σ' αυτήν, όχι βέβαια ανεξαρτήτως και αυτοβούλως, αλλ' ως μέλος της Τριάδος κατά κοινή της ενέργεια. Ενεργεί γενικώς ως εξηγητής του Πατρός(41) και ως εκφραστής της δυνάμεως της Τριάδος στην δημιουργία και την ζωοδοσία.
Αλλά πάντως στην νέα δημιουργία κατά την ενανθρώπησι ενεργεί μόνος. Η ολοκληρωτική θεοφανία, η οποία συντελέσθηκε διά της ενώσεως του θείου και του ανθρωπίνου, έδωσε στον Υιό νέα υποστατική ιδιότητα. Έκτοτε φέρει το όνομα Ιησούς Χριστός, όνομα διπλό, για να δηλώνη την διπλόη της φύσεως του θεανθρώπου• Ιησούς για το ανθρώπινο στοιχείο, Χριστός για το θείο. Σ' αυτήν την φάσι, την κατά συγκατάβασι ενανθρώπησι, παραμένει άτρεπτος κατά την θεότητα, πλήρης θεός, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να κοινωνήσουν δι' αυτού με την Τριάδα ως σύνολο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
31. Οι όροι όμοιος και ανόμοιος δεν χρησιμοποιούνται φυσικά εδώ με την έννοια που είχαν στην μεταγενεστέρα φάσι της αρειανικής έριδος.
32. «Εβρ.» 1,3.
33. Κολ.1,15.
34. «Υπόμνημα εις Ιωάννην»14, 9. PG 74, 208.
35. Ματθ. 11, 27.
36. Ιω. 1,3, «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν».
37. Ιω. 1,1. Τον όρο επανέλαβε έπειτα από μία ή δύο δεκαετίες ο Ιγνάτιος Θεοφόρος.
38. «Προς Αυτόλυκον 2, 10. 2, 22.
39. «Περί αρχών» 4, 4, 1.
40. Αθανασίου «Κατά Αρειανών» 3, 61.
41. Ειρηναίου, «Έλεγχος» 4, 20, 7 κά.
|