Home Page

On Line Library of the Church of Greece


Νίκος Θ. Μπουγάτσος

Η Ορθόδοξη Θεολογία για το σκοπό του Γάμου

Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 1989. © Νίκος Μπουγάτσος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

 Η Aγία Γραφή αναφέρει αρκετά για το σκοπό του γάμου1. Κατά τη δημιουργία του κόσμου ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον Αδάμ. «Kαι είπε Κύριος ο Θεός. Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον. Ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ' αυτόν... Τω δε Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ.. Kαι έλαβε μίαν των πλευρών αυτού, και ενεπλήρωσε σάρκα αντ' αυτής. Kαι ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ην έλαβε από του Αδάμ, εις γυναίκα. Kαι ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ. Και είπεν Αδάμ· τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη. Ένεκεν τούτου καταλείψει (θα εγκαταλείψει) άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού. Kαι έσονται (θα ενωθούν) οι δύο εις σάρκα μίαν»2. Ώστε σκοπός του γάμου είναι η ανάγκη της κοινωνικότητας («ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον»),  η οποία ικανοποιείται με τη διχοτόμηση του πρώτου ανθρώπου και τη δημιουργία από το Θεό δύο φίλων, τα οποία έλκονται μεταξύ τους επιδιώκοντας τον ταυτισμό («προσκολληθήσεται... έσονται...εις σάρκα μίαν»)3.  

Η Καινή Διαθήκη αναπτύσσει την πιο πάνω σαφή διδασκαλία της Π. Διαθήκης και την ερμηνεύει, τονίζοντας τον πνευματικό δεσμό στο γάμο. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του αναπτύσσει λεπτομερώς τις σχέσεις των συζύγων και καταλήγει λέγοντας: «Το μυστήριον τούττο (του γάμου) μέγα εστίν, εγώ δε λέγω (το εξηγώ ότι αναφέρεται) εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»4. Οι σχέσεις όμως του Χριστού (η κεφαλή, ο αρχηγός, ο πρωτότοκος αδελφός κλπ.) προς την Εκκλησία (το σώμα, οι πιστοί, οι αδελφοί) είναι κατά πρώτο λόγο πνευματικές και εκδηλώνονται και με υλικά μέσα. Επομένως και οι σχέσεις των συζύγων και ο πρώτος σκοπός του γάμου πρέπει να είναι πνευμαπκά. Kαι τη βοήθεια της γυναίκας προς τον Αδάμ5 που αναφέρεται από το Θεό ως ερμηνεία της έλλειψης της κοινωνικότητάς του6, πρέπει να την εννοήσουμε ως βοήθεια κατά πρώτο λόγο πνευματική και κατά δεύτερο λόγο τεχνική και κοινωνική. Δηλαδή βοήθεια για να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος το «καθ' ομοίωσιν»8.

Kαι ο Απόστολος Πέτρος αναπτύσσει τις σχέσεις των συζύγων9 και λέει ότι είναι «συγκληρονόμοι χάριτος ζωης»10. Συνεχίζοντας μάλιστα συνιστά σ' όλους τούς πιστούς (επομένως και στους και στις συζύγους)11 να είναι «πάντες ομόφρονες, συμπαθείς (συμπονετικοί, φιλάδελφοι, εύσπλαγχνοι, φιλόφρονες (ευγενικοί), μη αποδίδοντες κακόν αντί κακού ή λοιδορίαν (βρισιά) αντί λοιδορiας, τουναντίον δε ευλογούντες, ειδότες (γνωρίζοντες) ότι εις τούτο εκλήθητε, ίνα ευλογίαν κληρονομήσητε»12. Επομένως είναι συνεργάτες για τη θεία κληρονομία και αλληλοβοηθούνται για την επίτευξή της 13.

Kαι ο Απόστολος Παύλος όταν συνιστά στους συζύγους «και πάλιν επί το αυτό συνέρχησθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο Σατανάς»14, επιδιώκει μια πνευματική περιφρούρηση και μια άμυνα από τα εμπόδια για πνευματική πρόοδο.  

Η τεκνογονία ως σκοπός του γάμου αναφέρεται στη Γένεση (α', 28): «Και ευλόγησεν αυτούς (τον άνδρα και τη γυναίκα μετά τη δημιουργία τους, Γεν. α', 27) ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής». Κατά μια άποψη πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της «εντολής» του Θεού (το «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον») και «ευλογίας» του Θεού («ευλόγησεν αυτούς...»). Κατ' αυτήν την άποψη σκοπός του γάμου είναι ένας και μόνος, η ένωση των συζύγων, ενώ η τεκνογονία είναι απλώς μιά «ευχή» και όχι σκοπός του γάμου14α. Λοιπόν η ευλογία αυτή του Θεού, που δόθηκε μετά τη δημιουργία της Εύας, αμφισβητείται αν αποτελεί το δεύτερο έστω σκοπό του γάμου, γιατί ο πρώτος σκοπός εκφράστηκε ως μια σκέψη του Θεού πριν από τη δημιουργία της γυναίκας15. Τούτο βεβαιώνεται με το χωρίο Γεν. δ', 1, όπου αναφέρεται ότι ο «Αδάμ έγνω (συνουσιάσθηκε με την) Εύαν την γυναίκα αυτού και συλλαβούσα έτεκε τον Κάϊν», μετά την εξορία τους από τον Παράδεισο. Δηλαδή το ζεύγος των πρωτοπλάστων επικοινώνησαν πνευματικά μεν στον Παράδεισο (έστω και για την παράβαση της θείας εντολής για τον απαγορευμένο καρπό), σαρκικά δε (διά συνουσίας) μετά την πτώση και την εξορία τους από τον Παράδεισο16. Αυτό φαίνεται σαφέστερα και από την ερμηνεία των Πατέρων για τους οποίους κάνουμε λόγο πιο κάτω17. Μεταξύ των Ιουδαίων η άτεκνη γυναίκα περιφρονιόταν18, ενώ η πολύτεκνη εθεωρείτο ευλογία Θεού19. Εάν Ιουδαίος πέθαινε άτεκνος, είχε υποχρέωση ο αδελφός του, κατά το νόμο της Π. Διαθήκης20, να πάρει τη χήρα του αποθανόντος αδελφού «εαυτώ γυναίκα» (να συνουσιασθεί μαζί της), «του αναστήσαι το όνομα του αδελφού αυτών» (να γεννήσει απόγονο) και «οικοδομήσει τον οίκον του αδελφού αυτού εν Ισραήλ» συνεργαζόμενος με τη χήρα21. Ο προφήτης Μαλαχίας κακίζει την αντίληψη κάποιων Ιουδαίων, που είχαν για σκοπό του γάμου μόνο ή κυρίως την παιδοποιΐα και που συνεπείς προς την αντίληψή τους αυτή, μετά την απόκτηση τέκνων έδιναν διαζύγιο στις συζύγους τους, και χαρακτηρίζει μάλιστα τη σύζυγο ως «κοινωνό» του άνδρα22.

Στην Κ. Διαθήκη ο Παύλος μιλώντας για τη σωτηρία της γυναίκας διά της τεκνογονίας23 προϋποθέτει την πνευματική σχέση με το σύζυγο (πίστη, αγάπη, αγιασμός, σωφροσύνη), κατά την πιθανότερη εκδοχή. Το πνεύμα δηλ. του χωρίου αυτού νομίζω ότι αποδίδεται ως εξής: Τη γυναίκα, εάν στις σχέσεις της με το σύζυγό της επιδιώκεται η πνευματική καλλιέργεια (με την πίστη, την αγάπη, τον αγιασμό και τη σωφροσύνη), είναι δυνατό να τη βοηθήσουν στη σωτηρία της ψυχής της οι ασκήσεις που θα δημιουργηθούν διά της τεκνογονίας (δηλ. της εγκυμοσύνης και του τοκετού)24. Kαι σ' άλλο σημείο ο Παύλος κάνοντας λόγο για την ηλικία της γυναίκας για γάμο δεν την περιορίζέε στην περίοδο της ακμής (της γονιμότητας δηλαδή), αλλά επιτρέπει το γάμο και στην «υπερώριμον»25. Επομένως δε θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας των συζύγων τη δυνατότητα τεκνογονίας. Αλλά κάνοντας λόγο για τη γενετήσια σχέση των συζύγων, αναφέρει ως αιτία το «ίνα μη πειράζη υμάς ο Σατανάς και όχι την τεκνοποιΐα26. Ο Παύλος απευθυνόμενος πάλι προς τον Τιμόθεο συνιστά να χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία ως «διακόνισσα»27  η χήρα «ή ενός ανδρός γυνή, εν έργοις καλοίς μαρτυρουμένη», και επεξηγώντας τα καλά έργα, αναφέρει ως πρώτο την «παιδοτροφίαν», που προϋποθέτει βέβαια την τεκνογονία, αλλά δεν τη θεωρεί ούτε μοναδική ούτε απαραίτητη, διότι ισότιμα παραθέτει την «ξενοδοχείαν» κλπ. Επομένως την τεκνογονία και τεκνοτροφία την θεωρεί καλή εφ' όσον υπάρχει, όχι όμως ως απαραίτnτη προϋπόθεση, όπως λ.χ. τη μονογαμία («ενός ανδρός γυνή»28). Αλλά ο Κύριος κρίνοντας την υλόφρονα αντίληψη που εκφράζει και τον εθνικό εγωϊσμό των Ιουδαίων, πως μόνο απ' αυτούς θα προέλθουν οι απόγονοι του Αβραάμ και επομένως οι κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού, διαβεβαιώνει: Λέγω υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα του Αβραάμ»29. Δηλαδή ο μόνος τρόπος της δημιουργίας των ανθρώπων δεν είναι η τεκνογονία αυτών που θεωρούνται ευσεβεiς, γιατί ο Θεός μπορεί με την πανσοφία και παντοδυναμία του να χρησιμοποιήσει και άλλα μέσα για τη δημιουργία απογόνων. Kαι ο Μάξιμος ο Ομολογητής υποστηρίζει την ίδια άποψη29α. (Το 1964 ο καθηγητής Μ. Σιώτης ασχολήθηκε με το σκοπό του γάμου στην Αγ.Γραφή γενικά. Αλλά κάνει λόγο κάπως αόριστα: «Ο γάμος ως μέσον αγιασμού και πνευματικής τελειώσεως εξαίρεται εν τη Αγία Γραφή ως αιτία και παράγων μεγίστης κατά Χριστόν επιθυμίας και ο άνθρωπος ευρίσκεται εις τον λιμένα της πλέον πνευματικής ασφαλείας. Έγκειται δε ο διά του γάμου αγιασμός εις την δι' αυτού επιτυγχανομένην ουσιαστικήν κοινωνίαν ανδρός και γυναικός... Εν τη κοινωνία του γάμου ευρίσκουν την έκφρασίν των πάντες οι παράγοντες της χριστιανικής προσωπικότητος...» 29β).  

Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι κατά τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, μόνος ή έστω πρώτος σκοπός του γάμου ήταν η κοινωνικότητα και η αλληλοβοήθεια, και μερικοί μόνο δέχονται ότι είναι δεύτερος ο πολλαπλασιασμός του ανθρωπίνου γένους. Με την πάροδο των ετών τονίζεται περισσότερο η τεκνογονία και φθάνει ενίοτε (όπως μαρτυρεί ο προφήτης Μαλαχίας) να λησμονηθεί τελείως ο πρώτος σκοπός. Η Κ. Διαθήκη επαναφέρει ως πρώτο σκοπό του γάμου την κοινωνικότητα και αλληλοβοήθεια, δίνοντας πνευματικότερη μορφή στις σχέσεις των συζύγων, χωρίς όμως να αδιαφορεί και για το δεύτερο σκοπό, την τεκνογονία30.

 ***

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙΙ

1. Μ. Fοley, Marriage (Christian), εις ERE 8, 433-443. L. Gοdefrοy, Le mariage d'après la Sainté Ècriture, εις DTC, 9, 2, 2045-2077. Η. Jenny, Le mariage dans la Bible, εις π. «Maisοn-Dieu», 50, 1957/1, p. 5-29. W. Kοrnfeld, Mariage dans l' Ancien Testament. Η. Cazelles, Mariage dans le Nοuνeau Testament. Ο.Α. Ρiper, L'Eνangile et la vie sexuélle, adapté de l' allemand par F. Baudraz. (Neuchâtel-Paris, Delachaût et Niestlé, 1955). Β. Βέλλα, Ο Ισραηλιτικός γάμος. (Αθήναι, 1935). (Και Μ. Σιώτη, Γάμος (Αγ. Γραφή), ΘΗΕ, τ. 4 (1968), 197-205. Ιδέ και το Επιλογικό Σημείωμα του βιβλίου αυτού. Σ. Αγουρίδου, Αγιογραφικά κείμενα περί του γάμου, π. Εκκλησία, (48) 1971, ο. 401 εξ.).

2. Γεν. β', 18-24.

 3. Πρβλ. «Ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμά εστιν; Έσονται γαρ, φησίν, οι δύο εις σάρκα μίαν». Α' Κορ. στ', 16-17. «Παρά Κυρίου αρμόζεται γυνή ανδρί». Παρ. ιθ', 14. «Συνευφραίνου μετά γυναικός σου». Παρ. ε', 18-19.

4. Εφεσ. ε', 22-33. Το πλήρες κείμενον είναι: «Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσονται ως τω Κυρίω, ότι ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας, και αυτός εστί σωτήρ του σώματος. Αλλ' ώσπερ η Εκκλησία υποτάσσεται τω Χριστώ ούτω και αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν εν παντί. Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν, και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την Εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ' ίνα η αγία και άμωμος. Ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας, ως τα εαυτών σώματα. Ο αγαπών την εαυτού γυναίκα εαυτόν αγαπά. Ουδείς γάρ την εαυτού σάρκα εμίσησεν, αλλ' εκτρέφει και θάλπει αυτήν, καθώς και ο Κύριος την Εκκλησίαν· ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού. «Aντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν». (Γεν. β', 24). Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν. Πλην και ημείς οι καθ' ένα έκαστος την εαυτού γυναίκα ούτως αγαπάω ως εαυτόν. Η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα». Πρβλ: Κολ. γ', 18-19. Α' Κορ. ζ', 14 εξ. ια', 3. στ', 10-17. Α' Πέτρ. γ', 7. Ρωμ. ζ', 2. Α' Τιμ. β', 11-14.

5. Kαι άλλα χωρία της Π.Δ. αναφέρουν την γυναίκα ως βοηθόν του ανδρός· Παρ. κθ', 28-49. Ιδίως «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε έστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη. Θαρσεί επ' αυτή η καρδία του ανδρός αυτής, η τοιαύτη καλών σκύλων ουκ απορήσει· ενεργεί γαρ τω ανδρί εις αγαθά πάντα τον βίον» (εδάφιον 23-30). «Στε- γναί,διατριβαί οίκων αυτής (της γυναικός), σίτα δε οκνηρά ουκ έφαγε, το στόμα δε ανοίγει σοφώς, και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησεν, και ο ανήρ αυτής ήνεσεν αυτήν» (εδ. 45-46). Kαι «ο κτώμενος γυκαίκα ενάρχεται κτήσεως, βοηθόν κατ' αυτόν και στύλον αναπαύσεως». Σοφ. Σειρ. λστ' 24. Βεβαιοί επίσης η Aγία Γραφή ότι πας άνθρωπος διά της βοηθείας του αδελφού του (ανδρός ή γυναικός) προάγεται. «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά και υψηλή, ισχύει δε ώσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον». (Παρ. ιη', 19). «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα, οίς εστιν αυτοίς μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών, ότι εάν πέσωσιν, ο εις εγερεί τον μέτοχον αυτού και ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η δεύτερος εγείραι αυτόν. Kαι γε εάν κοιμηθώσι δύο και θέρμη αυτοίς, και ο εις πώς θερμανθή; Kαι εάν επικραταιωθή ο εις, οι δύο στήσονται κατέναντι αυτού, και το σπάρτιον το έντριτον ου ταχέως απορραγήσεταιι. (Εκκλ. δ'; 9-12).

6. Ο Θεός όχι μόνον ενέβαλεν εις τον άνθρωπον το αίσθημα της κοινωνικότητος, αλλά επευλογεί την συνεργασίαν. «Ου γαρ εισίν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»· (Ματθ. ιη', 20). «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ'ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;» (Ψαλμ. ρλβ', 1). Πρβλ. τα αναφερθέντα χωρία Παρ. ιη', 19 και Εκκλ. δ', 9-12.

7. Ιδέ π.χ. «Ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω αδελφώ...Τι γαρ οίδας, γύναι, ει τον άνδρα σώσεις; ή τι οίδας, άνερ, ει την γυναίκα σώσεις;». (Α' Κορ. ζ', 14-16). «Γυνή γαρ συνετή ευλογείται, φόβον δε Κυρίου αύτη αινείτω. Δότε αυτή από καρπών χειλέων αυτής και αινείσθω εν πύλαις ο ανήρ αυτής». (Παρ. κθ', 48β-49). Εκτός της θετικής πνευματικής βοηθείας των συζύγων έχομεν και την αρνητικήν πνευματικήν βοήθειαν, η οποία διατυπούται κατά τρόπον ρεαλιστικόν υπό του Αποστόλου Παύλου. «Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω και εκάστην τον ίδιον άνδρα εχέτω». (Α' Κορ. ζ', 2. Tο χωρίον τούτο «επεκρίθη ως εκφράζον πολύ χαμηλήν ιδέαν περί γάμου», αλλά προφανώς εκφράζει την αρνητικήν άποψιν των πνευματικών σχέσεων και της πνευματικής αλληλοβοηθείας, δηλαδή λέγει ότι ο άνδρας και η γuναίκα αλληλοβοηθούνται διά του γάμου να αποφύγουν την πορνείαν, την έκλυτον και ανήθικον ζωήν. Πρβλ. ερμηνεία, εις Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου). Και κατωτέρω· «Ει δε ουκ εγκρατεύωνται γαμησάτωσαν· κρείττον γαρ εστίν γαμείν ή πυρούσθαι». (Α' Κορ. ζ', 9). Επίσης «βούλομαι ουν νεωτέρας (χήρας) γαμείν, τεκνογονείν, οικοδεσποτείν, μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τω αντικειμένω λοιδορίας χάριν ήδη γαρ τινες εξετράπησαν οπίσω του Σατανά» (Α' Τιμ. ε'. 14-15).                                                                  

Εκτός της θετικής και αρνητικής βοηθείας έχομεν και το ενδεχόμενον, καθ' ο οι σύζυγοι να γίνωνται έκαστος το πνευματικόν εμπόδιον και να εκπειράσωσιν αλλήλους, Π.χ. η προτροπή της Εύας προς τον Αδάμ διά παράβασιν της θείας εντολής (Γεν. γ', 6). Kαι «πικρότερον υπέρ θάνατον ουν την γυναίκα ήτις εστί θήρευμα και σαγήναι καρδία αυτής, δεσμός εις χείρας αυτής... Και αμαρτάνων συλληφθήσεται εν αυτή». (Εκκλ. ζ', 27).

8. «Kαι είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν...». (Γεν. α', 26). Πρβλ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 141. Ο επί της γης επίσης σκοπός του ανθρώπου κατά την Αγίαν Γραφήν δύναται να συνοψισθή εις το «Έσεσθε ουν ημείς τέλειοι ως ο πατήρ ημών ο ουράνιος τέλειος εστίν». (Ματθ. ε', 48). Ή «γίνεσθε ουν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά». (Εφεσ. ε', 1). Ιδέ ανωτέρω, κεφ. ΙΙ, παρ. 4.

9. Α' Πέτρ. γ', 1-7.

10. Α' Πέτρ. γ', 7. Kαι «αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Eι δε τέκνα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν». (Ρωμ. η', 16-17 Πρβλ. Τίτ. γ', 7).

11. Εις το β' μέρος της Α' Καθολικής του Επιστολής, ο Πέτρος (β', 11-δ', 6) εκθέτει την δέουσαν συμπεριφοράν των πιστών· αφ' ενός μεν (β', 11-γ', 7) έναντι των εν κοινωνία απίστων (β', 11-12), των εν τη πολιτεία (απίστων) αρχόντων (β', 13-7), των εν τω οίκω κυρίων, δηλ. να υπομένωσιν οι δούλοι, ομοιούμενοι εις την υπομονήν προς τον Ιησούν (β', 18-25), και τέλος έναντι του απίστου συζύγου και γενικώς την δέουσαν συμπεριφοράν των συζύγων προς αλλήλους (γ', 1-7)· αφ' ετέρου δε δίδει γενικάς προτροπάς διά την συμπεριφοράν των πιστών προς όλους τους ανθρώπους (γ',6 και δ',6). Οι στίχοι των γενικών προτροπών (γ', 8-9) δεν έχουν απλώς και μόνον μίαν τυπικήν εξωτερικήν ακολουθίαν προς τας προς αλλήλους σχέσεις των συζύγων, αλλά και εσωτερικήν ακολουθίαν. Δηλαδή το «ομόφρονες» κλπ. αφορμήν έχει τας σχέσεις των συζύγων και ιδεωδώς εφαρμόζεται εις τον διά του γάμου σύνδεσμον.

12. Α' Πέτρ. γ', 8-9. Πρβλ. τα του Παύλου: «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε τοις ανδράσιν, ως ανήκεν εν Κυρίω. Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς». Κολ. γ', 18-19.

13. Kαι υπό του Πέτρου αναφέρεται η αρνητική πνευματική βοήθεια τας συζύγου προς τον άπιστον σύζυγον. «Eί τινες (των απίστων ανδρών) απειθούσιν τω λόγω, διά της των γυναικών αναστροφής άνευ λόγου κερδηθήσονται». (Α' Πέτρ. γ', 1 ).

14. Α' Κορ. ζ', 5.

14α. Βασ. Κοτσμανίδου, (θεολόγου), Το πρόβλημα της συζυγίας υπό το φως της Γραφής, εις π. Ανάπλασις, 1967, Μάϊος, σ. 7, 10-11. Θεωρώ όμως σκόπιμον να παρατηρήσω την εξής λεπτομέρειαν: Όταν ο Πατέρας - Θεός επιθυμεί («εύχεται») κάτι διά τον άνθρωπον - υιόν του, ο οποίος εξ αγάπης θέλει πάντοτε να ευχαριστή τον Πατέρα - Θεόν, πρέπει κατ' ουσίαν (ψυχολογικώς) να θεωρήται από τον άνθρωπον ως εντολή του Θεού, έστω δευτέρας τάξεως (αξίας). Δηλαδή νομικιστικά η «ευχή» δεν είναι «εντολή», πνευματικά όμως είναι δευτέρας τάξεως (αξίας, ποιότητας) εντολή.

15. Γεν. β', 18.

16. Διά την σχέσιν των πρωτοπλάστων εις τον Παράδεισο μόνον αυτά τα στοιχεία έχουμε. Αυτά όμως δεν μας δίδουν λεπτομερείας. Η Ορθόδοξη θεολογική σκέψη δεν δύναται χωρίς θετικά στοιχεία να συμπεράνη. Μέχρι εδώ λοιπόν. Πρβλ. ακόμη: «Εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν, ουτε εκγαμίζονται, αλλά εισίν ως άγγελοι». Ματθ. κβ', 25-30 (ή Λουκ. κ', 28-36, ή Μάρ. ιβ', 19-25).

17. Ιδέ και κεφάλαιον Ι, παρ. 5.

18. Π.χ. η Ελισάβετ (Λουκ. α', 25) και η μήτηρ του προφήτου Σαμουήλ Άννα (Α' Βασ., α'.

19. Ψαλμ. ρκζ', 3. ριβ', 9..Παρ.ιζ', 6. Γεν. κδ', 60.

20. Δευτ. κε', 5-10.

21. Πρβλ. Γεν. λη', 8. Ματθ. κβ', 23-26.

22. Μαλαχ. β', 14-15. Κατά τους Ο'· «Κύριος διεμαρτύρατο αναμέσον σου και αναμέσον γυναικός νεότητός σου, ην εγκατέλειπες, και αύτη κοινωνός σου και γυνή διαθήκης σου. Kαι ου καλόν εποίησεν; Kαι υπόλειμμα πνεύματος αυτού. Και είπατε. Tι άλλο ή σπέρμα ζητεί ο Θεός; Kαι φυλάξασθε εν τω πνεύματι υμών, και γυναίκα νεότητός σου μη εγκαταλίπης...» Κατά το εβραϊκόν (μετάφρασις καθηγητού Β. Βέλλα): «Ο Γιαχβέ υπήρξε μάρτυς μεταξύ σου και της γυναικός της νεότητός σου, προς την οποίαν συ εδείχθης άπιστος, ενώ αυτή είναι σύντροφος σου και γυνή της διαθήκης σου. Εις Θεός δεν έπλασε εις ημάς σάρκα και πνεύμα; Σεις όμως λέγετε: Tι άλλο ζητεί ο Θεός ή τέκνα; Φυλάξατε όμως την ζωήν σας, και προς την γυναίκα της νεότητός σας μη γίνεσθαι άπιστοι...». Ιδέ Β. Βέλλα, Αγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας. (Αθήναι, 1950), σ. 169-175. Kαι Β. Βέλλα, Ο ισραηλιτικός γάμος. (Αθήναι, 1935). Πρβλ. και την κριτικήν του Κυρίου επί της Ιουδαϊκής αντιλήψεως, δηλαδή το χωρίον Ματθ. γ', 9 ή Λουκ. γ', 8.

23. Α' Τιμ. β', 15: «Σωθήσεται δε (η γυνή) διά της τεκνογονίας, εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης». Ιδέ ερμηνείαν εις Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς του Παύλου, έκδ. 1η, σ. 637.

24. Δέχομαι την ερμηνείαν αυτήν διά τους εξής λόγους: 1) Η σωτηρία του ανθρώπου προέρχεται εκ της χάριτος του Θεού, η οποία προϋποθέτει την δι' έργων ενεργουμένην πίστιν προς τον Θεόν. -2) Έργα δε διά τον άνθρωπον γενικώς και διά την γυναίκα ιδιαιτέρως δεν είναι μόνον η τεκνογονία αλλά και πολλά άλλα. 3) Ο Παύλος εις άλλο χωρίον διά τα προσόντα της «διακονίσσης» προϋποθέτει την μονογαμίαν και αναφέρει ως «έργα καλά» πρώτην την «παιδοτροφίαν», ισότιμον δε την «ξενοδοχείαν» και άλλας αρετάς (Α' Τιμ. ε', 9-11). Πρβλ. το χωρίον «Ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος, εν τω αδελφώ». (Α' Κορ. ζ', 14). 4). Ο Παύλος εις άλλο χωρίον αναφέρει ως σκοπόν της συνουσίας την αποφυγήν του πειρασμού (ούτε καν της αμαρτίας). (Α' Κορ. ζ', 5-6). -5) Η «υπέρακμος» δεν αποκλείεται του γάμου (Α' Κορ. ζ', 36). -6) Και το υπό κρίσιν χωρίον (Α' Τιμ. β', 15) προϋποθέτει της τεκνογονίας την πνευματικήν σχέσιν μετά του συζύγου («εάν μείνωσιν εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης»). -7) Kαι η εκκλησιαστική έκφρασις «καρπόν κοιλίας προς το συμφέρον», μιας «αιτήσεως» (εις τα ειρηνικά) της ι. Ακολουθίας του Γάμου, συμβάλλει εις την παρούσαν ερμηνείαν.

25. «Eι δε τις ασχημονείν επί την παρθένον αυτού νομίζει, εάν η υπέρακμος, και ούτως οφείλει γίνεσθαι, ο θέλει ποιείτω· ουχ αμαρτάνει· γαμείτωσαν». Α' Κορ. ζ', 36.

26. «Mη αποστερείτε αλλήλους, ει μη τι αν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και πάλιν επί το αυτό συνέρχεσθε, ίνα μη πειράζη υμάς ο Σατανάς διά την ακρασίαν υμών. Tούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ' επιταγήν». Α' Κορ. ζ', 5-6.

27. Ιδέ Ε. Θεοδώρου. Η «χειροτονία» ή «χειροθεσία» των διακονισσών, περ. Θεολογία, τ. 25 (1954) και 26 (1955). Του αυτού, Ηρωίδες της χριστιανικής αγάπης. (Αθήναι, 1940), σ. 28-30.

28. Α' Τιμ. ε', 9-10. «Χήρα καταλεγέσθω μη έλαττον ετών εξήκοντα γεγονυΐα, ενός ανδρός γυνή εν έργοις καλοίς μαρτυρουμένη, ει ετεκνοτρόφησεν, ει εξενοδόχησεν, ει αγίων πόδας ένιψεν, ει θλιβομένοις επήρκεσεν, εν παντί έργω αγαθώ επηκολούθησεν». Ιδέ και ερμηνείαν του Οικουμενίου: «Tι ουν ει μη έχει παίδας; Τα λοιπά ποιείτω. Eι εξενοδόχησε...» Παρά Τρεμπέλα, ένθ' αν., σ. 650.

29. Ματθ. γ', 9, ή Λουκ. γ', 8.

29α. Μάξιμος Ομολογητής, Περί αποριών, ...εις το «Καινοτομούνται φύσεις κ.λ.π.» Μ91, 1309 Α.

29β. Μ. Σιώτη, Γάμος (Αγ. Γραφή), ΘΗΕ, 4(1964), σ. 202-206. Ιδέ όμως το «Επιλογικό Σημείωμα» μου, στο τέλος του βιβλίου.

30.«The New Testament recοgnizes the impοrtance οf the Christian hοusehοld and the rightful educatiοn οf Christian children, but dοes nοt describe this as the main οbject οf marriage». W.M. Fοley, εις ERE, 8, 443.

_______________________________

 

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE