On Line Library of the Church of Greece |
Νίκος Θ. Μπουγάτσος Η Ορθόδοξη Θεολογία για το σκοπό του Γάμου Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 1989. © Νίκος Μπουγάτσος ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
ΙΙ ΤΟ
"ΤΕΛΟΣ" Η Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ 1)
Η έννοια του όρου "τελος" Η
λέξη «τέλος»1 στην αρχαία ελληνική
γλώσσα σημαίνει την κατάληξη, π.χ. τη
λήξη μιας πράξης, μιας προσπάθειας, ή
μιας περιόδου ζωής. Ποια όμως λήξη (κατάληξη)
εννοούμε; Tη
χρονική, την αιτιολογική, ή και τις δύο
μαζί, χρονική και αιτιολογική; Συνήθως
το χρονικό «τέλος» (λήξη), μιας πράξης π.χ.,
είναι ταυτόχρονα και το αιτιολογικό «τέλος»
(το αποτέλεσμα). Γιατί, για να
ολοκληρωθεί μια πράξη και να θεωρηθεί
λήξασα πρέπει να πραγματοποιηθεί το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλ. να
ταυτισθεί το χρονικό και αιτιολογικό
τέλος. Στη Φιλοσοφία και στην Ηθική, η
λέξη «τέλος» χρησιμοποιείται ως όρος
που σημαίνει την αιτιολογική κατάληξη ή
τα ελατήρια μιας πράξης, ή μιας
ενέργειας, για να επιτύχουμε το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλ. τον
επιδιωκόμενο σκοπό. (Όχι δηλ. το τυχαίο
και ασυναίσθητο αποτέλεσμα μιας πράξης).
Ο όρος «τέλος» εκφράζεται και με το
λατινικό «causa
finalis»,
ή χρησιμοποιεiται
η έκφραση του Αριστοτέλους «το ου ένεκα»2.
Ώστε
«τέλος» του γάμου είναι ο σκοπός του
θεσμού του γάμου, συνειδητός ή μη
συνειδητός. Στη μελέτη αυτή θα εξετάσω
το «τέλος» του γάμου κυρίως κατά τη
διδασκαλία της Ορθόδοξης Καθολικής
Ανατολικής και Αποστολικής του Χριστού
Εκκλησίας. 2)
Ένας και πολλοί σκοποί κατά την
Ψυχολογία και την Ηθική Αν
αναλύσουμε ψυχολογικά μια ανθρώπινη
πράξη, θά βρούμε ένα ή πολλούς
επιδιωκόμενους σκοπούς3, εμφανείς
ή αφανείς, συνειδητούς ή ασυνείδητους (και
υποσυνείδητους). Όσο η πράξη είναι
απλούστερη και απασχολεί λίγο χpόνο
τον άνθρωπο, τόσο και οι επιδιωκόμενοι
σκοποί είναι λιγότεροι και απλούστεροι. Kαι
αντίθετα, όσο η πράξη είναι συνθετότερη
και απασχολεί περισσότερο χρόνο τον
άνθρωπο, τόσο οι επιδιωκόμενοι σκοποί
είναι δυνατο να είναι περισσότεροι. Όταν
σε μια πράξη οι εμφανείς και συνειδητοί
σκοποί είναι περισσότεροι από έναν, τότε
θα πρέπει να ιεραρχήσουμε τους
διάφορους σκοπούς της πράξης και να τους
κατατάξουμε σε διάφορες κατηγορίες.
Τότε θα αντιληφθούμε ότι άλλοι από τους
επιδιωκόμενους σκοπούς αποτελούν και
την αιτία και το ελατήριο της πράξης,
άλλοι πάλι παρενεβλήθησαν (χρονικά ή
αιτιολογικά) μεταξύ αιτίας και
αποτελέσματος. Η διαίρεση και ιεράρχηση
των διαφόρων σκοπών μπορεί να είναι
ποικίλη, ανάλογη με τις επόψεις ή τα
κριτήρια που θα θέσουμε στη μελέτη μας.
Μπορούμε δηλ. να διακρίνουμε και να
ιεραρχήσουμε τους διάφορους σκοπούς: 1)
αξιολογικά (πρωτεύων, κύριος, ανώτερος ή
σπουδαιότερος και δευτερεύων ή
κατώτερος), - 2) ψυχολογικά (συνειδητός
και ασυνείδητος ή υποσυνείδητος), - 3)
πρακτικά (θεωρητικός ή επιθυμητός και
πρακτικός) και 4) εξελικτικά ή χρονικά (προσεχής
ή ενδιάμεσος και απώτερος ή τελικός).
Μερικοί μάλιστα σκοποί αποτελούν μέσα
για την επίτευξη του τελικού σκοπού (causa
finalis),
ή ενδιάμεσους σταθμούς για τον τελικό
σκοπό. Κατ' αρχήν ο φυσικός και κοινός
άνθρωπος δεν έχει συνείδηση του σκοπού ή
των σκοπών που επιδιώκει και οδηγείται
στην επιδίωξη τούτου διά των ορμών (ή
ορμεμφύτων). Αποκτά δε συνείδηση τούτων
με τη νόηση ή την αποκάλυψη, δηλ. όχι απ'
την αρχή, αλλά συν τω χρόνω και εκ των
υστέρων. Μερικές φορές
θεωρούν ως σκοπό όχι τον τελικό, αλλά
τον προσεχή ή ενδιάμεσο, που είναι απλώς
ένα μέσο για την επίτευξη του σκοπού3α.
Από
ηθική άποψη η σύγχυση των σχέσεων του
σκοπού και των μέσων δημιούργησε την
προκατάληψη εναντίον του ρητού (μόττο)
του αποδιδομένου στους Ιησουΐτες: «ο
σκοπός αγιάζει τα μέσα»4. Αν
υποστηρίξουμε τις θεωρίες της «καθ' ύλην
εκδοχής του αγαθού», θα δεχθούμε ως
φυσική συνέπεια ότι τα μέσα
δικαιολογούνται ηθικά από τους σκοπούς
που επιδιώκουν. Ο σκοπός δηλ. αν είναι
άγιος χαρακτηρίζει και όλα τα μέσα που
χρησιμοποιεί ως άγια. Kαι
το αντίθετο: αν ο σκοπός είναι κακός, και
τα μέσα είναι κακά. Αν όμως
υποστηρίξουμε τις θεωρίες της «κατ'
είδος εκδοχής του αγαθού», τότε τα μέσα
και ο σκοπός εξ ίσου εξαρτώνται από την
εκάστοτε πρόθεση του πράττοντος, και
επομένως κι ο σκοπός και τα μέσα θα είναι
άγια ή κακά ανάλογα με τις προθέσεις μας.
Αλλά η Χριστιανική Ηθική δέχεται και τις
δύο κατηγορίες των θεωριών περί του
αγαθού (καθ' ύλην και κατ' είδος),
δίνοντας το προβάδισμα στην κατ' είδος
θεωρία. Kαι
δέχεται πως αγαθό είναι το θέλημα του
Θεού, γιατί και ο ίδιος ο Θεός είναι
αγαθός5. Επομένως τα μέσα και οι
σκοποί πρέπει να είναι εξ ίσου αγαθά, δηλ.
να είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Η
έννοια λοιπόν της λέξης σκοπός5α
είναι σχετική, γιατί ένας σκοπός μιας
επί μέρους πράξης μπορεί να είναι μέσο
μιας άλλης γενικότερης πράξης, μέρος της
οποίας αποτελεί η πρώτη και μερική πράξη.
Άλλοτε πάλι παράλληλα προς την
εξεταζόμενη πράξη και τον
επιδικιωκόμενο σκοπό συμπλέκεται άλλη
πράξη με άλλον (ή άλλους) επιδιωκόμενο
σκοπό, και (άσχετα αν είναι εμφανής ή μη,
συνειδητή ή μη) συνδέεται με την
εξεταζόμενη πράξη και παρουσιάζει
ποικίλους συνδυασμούς των σκοπών αυτών.
Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη από
πράξεις διαφορετικής χρονικής έκτασης
και αξιολογικής επίδρασης, που με
πολλούς τρόπους περιπλέκονται μεταξύ
τους και καταντούν δυσνόητες και
δυσερμήνευτες, λόγω της αφανούς ή
υποσυνείδητης κατάστασης στην οποία
βρίσκονται. Όταν όμως για ανάλυση και
μελέτη δεν έχουμε απλώς μια πράξη, αλλά
ένα θεσμό, και μάλιστα τον αρχικότερο, ή
ένα βασικότερο και πολυπλοκότερο
κοινωνικό θεσμό, τότε γίνεται
προβληματική η προσπάθεια για πλήρη και
ακριβή μελέτη των σκοπών του. Ο θεσμός
του γάμου είναι ο αρχαιότερος,
βασικότερος και πολυπλοκότερος
κοινωνικός θεσμός, και επομένως η πλήρης
μελέτη από ψυχολογική έποψη των σκοπών
του γάμου από την εποχή της δημιουργίας
του ανθρώπου μέχρι σήμερα, από τον πιο
απολίτιστο λαό μέχρι τον πιο
πολιτισμένο, από το λαό που στέκεται
στην κατώτερη θρησκευτική βαθμίδα μέχρι
τον λαό που έχει την πνευματικότερη
θρησκεία, τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό,
είναι δυσκατόρθωτη. Αν
όμως για την ψυχολογία είναι
δυσκατόρθωτη η εξεύρυση όλων των σκοπών
του θεσμού του γάμου, από την εμφάνιση
των ανθρώπων μέχρι σήμερα, για την
Ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική είναι
κατορθωτή. Γιατί η ηθική δεν είναι
καταστατική ή ιστορική επιστήμη, αλλά
επιστήμη κανονιστική6 και
δεοντολογική. Η Ορθόδοξη Ηθική ακόμα
διαθέτει αφ' ενός αναγνωρισμένες πηγές
της διδασκαλίας της, κι αφ' ετέρου
έμπρακτα παραδείγματα απ' τη ζωή της
Εκκλησίας: από το θεάνθρωπο ιδρυτή της
μέχρι τον τελευταίο και σύγχρονο άγιό
της. Θα μελετήσουμε δηλ. και θα βρούμε
ποιοί πρέπει να είναι οι σκοποί του
γάμου κατά την Ορθόδοξη Χριστιανική
Ηθική, και, αν είναι περισσότεροι από
ένας, θα τους ιεραρχήσουμε αξιολογικά.
Είναι δυνατόν κάποιοι από τους
ονομαζόμενους σκοπούς του γάμου να
είναι στην πραγματικότητα για τον
Ορθόδοξο Χριστιανικό γάμο μέσα για την
πραγμάτωση του ενός και τελικού σκοπού
του γάμου, ή να συνυπάρχουν ταυτόχρονα
δύο ή περισσότεροι τελικοί σκοποί του
χριστιανικού γάμου. 3)
Ο σκοπός του γάμου Είπαμε
ότι με τη λέξη γάμος
εννοούμε το σύνολο των ατομικών και
κοινωνικών ψυχοσωματικών σχέσεων των
συζύγων που δημιουργούνται,
αναπτύσσονται και εξυπηρετούνται με την
εκ Θεού ευλογημένη ισόβια επικοινωνία
του άνδρα και της γυναίκας. Δεν
περιορίζουμε δηλ. την έννοια του γάμου
μόνο σε μια και ορισμένη σχέση (π.χ. στη
συνουσία) ή σε μια ομάδα σχέσεων (σωματικών
ή πνευματικών), αλλά στη σχέση του άνδρα
και της γυναίκας σε όλη τη χρονική και
κοινωνική έκταση της έγγαμης ζωής τους.
Ο γάμος όμως είναι μέρος της επίγειας
ζωής του ανθρώπου και αρχίζει με το
Μυστήριο του γάμου (κατά την ηλικία της
ωριμότητας) και λήγει κυρίως με το
θάνατο του ενός εκ των συζύγων κατά τη
γεροντική συνήθως ηλικία. Αφού όμως ο
γάμος είναι μέρος της ζωής του ανθρώπου,
και ο σκοπός του γάμου πρέπει να είναι
μέρος του σκοπού της όλης ζωής του
ανθρώπου, και επομένως πρέπει να
συμβάλλει στο γενικό και τελικό σκοπό
της όλης ζωής του, δηλ. ο σκοπός του γάμου
θα είναι μέσο σε σχέση προς τον τελικό
σκοπό της ζωής του ανθρώπου. Ο
σκοπός του γάμου για το συνήθη άνθρωπο (και
το Χριστιανό) δεν είναι συνειδητός.
Ορμεμφύτως οδηγείται ο άνθρωπος στην
εκπλήρωση του σκοπού του γάμου·
καθίσταται όμως συνειδητός και
πραγματοποιείται ευκολότερα με τη
χριστιανική διδασκαλία και γενικότερα
με την αγωγή (ή αυτοαγωγή). Όπως για κάθε
πράξη του ανθρώπου είναι δυνατό να
υπάρχουν περισσότεροι από ένας σκοποί,
έτσι και στο γάμο είναι δυνατό να
υπάρχουν περισσότεροι από ένας σκοποί.
Αν διαπιστωθεί η ύπαρξη σκοπών
περισσοτέρων του ενός, τότε θα πρέπει να
τους αξιολογήσουμε ηθικά και να τους
ιεραρχήσουμε, καταλήγοντας, ει δυνατόν,
στο να βρούμε τον τελικό σκοπό (causa
finalis),
του οποίου οι άλλοι θα αποτελούν μέρος (τμήμα)
ή μέσα για την πραγμάτωσή του. Ο τελικός
αυτός σκοπός του γάμου (causa
finalis)
για να είναι πράγματι τέτοιος, θα πρέπει
αφ ενός να ικανοποιεί τη διφυή υπόσταση
του ανθρώπου (σώμα και ψυχή) κι αφ' ετέρου
να συμβάλλει στην πραγμάτωση του
τελικού σκοπού της όλης ζωής του
ανθρώπου. Αν εφαρμόσουμε τους δύο αυτούς
όρους στο σκοπό του Ορθόδοξου
χριστιανικού γάμου, τότε αποκλείεται ως
σκοπός του γάμου: αφ' ενός κάθε αμαρτωλή
γενετήσια σχέση (π.χ. άκρατος ηδονισμός,
αντινομισμός), κι αφ' ετέρου η περίπτωση
του λευκού γάμου, δηλ. ο αποκλεισμός της
μεταξύ των συζύγων σαρκικής ομιλίας. 4)
Ο προορισμός του ανθρώπου ή ο σκοπός
της ζωής του Αφού
ο σκοπός του γάμου είναι μέρος και μέσο
για την πραγμάτωση του τελικού σκοπού
ολόκληρης της ζωής του ανθρώπου στη γη7,
θα πρέπει να γνωρίσουμε τον τελικό σκοπό
της ζωής του ή τον προορισμό του στην γη,
για να κατανοήσουμε και να ελέγξουμε το
σκοπό του γάμου και να τον αρθρώσουμε
στον προορισμό της όλης ζωής του
ανθρώπου. Είναι δυνατό βέβαια να
αναφέρονται πολλοί σκοποί της όλης ζωής
του ανθρώπου, αλλά ένας θα είναι ο
τελικός (causa
finalis),
του οποίου μέσα θα αποτελούν οι άλλοι
σκοποί. Γιατί αν δεχθούμε πολλούς
τελικούς σκοπούς, τότε θα δημιουργηθεί
σύγχυση σκοπών, και ο άνθρωπος θα
παραπαίει μεταξύ των διαφόρων αυτών
τελικών σκοπών ή προορισμών του, όπερ
άτοπον. Αφού, επομένως, ένας πρέπει να
είναι ο τελικός σκοπός της ζωής του
ανθρώπου, πρέπει και όλοι οι τελικοί
λεγόμενοι σκοποί των επί μέρους πράξεων
ή περιόδων ζωής να αποτελούν μέρος του
τελικού σκοπού της όλης ζωής του
ανθρώπου, δηλ. μέσα για την επίτευξη του
προορισμού του ανθρώπου. Δεν
είναι δυνατό όμως ο άνθρωπος (με τη ζωή
του ως σύνολο) να αποτελεί μέσο ενός
άλλου σκοπού που βρίσκεται έξω από τον
εαυτό του, δεν είναι δυνατόν δηλαδή ο
προορισμός του ανθρώπου να έχει στόχο (σκοπό)
έξω από τον εαυτό του. Αν δεχθούμε ότι ο
άνθρωπος δεν είναι αυτοσκοπός, που θα
βρισκόταν άραγε ο σκοπός, του οποίου
μέσο θα ήταν η όλη ζωή του ανθρώπου; Στην
υλικήl
φύση; δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος, κατά
τη χριστιανική αντίληψη, να είναι μέσο
της υλικής φύσης, δηλ. δούλος της κτίσης
του Θεού, αφού ο Δημιουργός τον
κατέστησε βασιλέα της κτίσης και όχι
δούλο της8. Ο σκοπός της όλης ζωής
του ανθρώπου (ενός εκάστου ανθρώπου)
είναι δυνατό να είναι μέσο για την
εξυπηρέτηση κάποιου άλλου ανθρώπου (ενός
ή πολλών), δηλ. είναι δυνατό να γίνει
δούλος ενός ή πολλών άλλων ανθρώπων; Δεν
είναι δυνατό κατά το Χριστιανισμό, γιατί
δε δέχεται τη δουλεία και γι' αυτό μας
προτρέπει: «Να μη γίνεσθε δούλοι των
άλλων ανθρώπων, (γιατί) έχετε
εξαγορασθεί απ' το Χριστό με τίμημα»9.
Θα ήταν δυνατό άραγε να ήταν ο άνθρωπος
τυφλό όργανο και απλός υπηρέτης της
δόξας του Θεού στη γη; Αλλά ο Θεός είναι «ανενδεής»
και Αυτός ο ίδιος σεβάστηκε την από
Αυτόν τον ίδιο δοσμένη βουλητική
αυτονομία του ανθρώπου, έστω και αν
έφθασε μέχρι την πτώση. Επομένως, δεν
είναι δυνατό να αποτελεί απλό και τυφλό
όργανο της δόξας του Θεού. H
ομοίωση όμως του απλού ανθρώπου προς το
Θεό (γι' αυτή, πιο κάτω) δεν είναι στην
ουσία υποδούλωση, αλλά προαγωγή του
ανθρώπου. Kαι
η πραγματική έννοια του χακτηρισμού, που
χρησιμοποιεί ο Χριστιανισμός για τον
άνθρωπο ως «δούλο του Θεού», είναι η «υιϊκή»
σχέση που η θεία χάρη δίνει στον άνθρωπο.
Σωστότερα, η υιοθεσία και κληρονομιά,
αφού οι βαπτιζόμενοι είναι «κληρονόμοι
Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού»10.
Συνεπώς ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός. Ποιος
όμως είναι ο τελικός σκοπός της όλης
ζωής του ανθρώπου ή ο προορισμός του;
Κατά τη διδασκαλία της Aγίας
Γραφής και της Ιεράς Παράδοσης
προορισμός του ανθρώπου είναι η ομοίωση
προς το Θεό, η πραγμάτωση του «καθ'
ομοίωσιν» του Δημιουργού11. Στην Κ.
Διαθήκη, σαφέστερα και λεπτομερέστερα
διατυπώνεται ο προορισμός του ανθρώπου
στη γη. Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς το
καθορίζει στην επί του Όρους ομιλία του:
«Έσεσθε (να είσθε) υμείς τέλειοι, ώσπερ ο
Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός
εστιν12. Και υποδεικνύει τον εαυτό
Του ως οδηγό και μεσάζοντα μεταξύ Θεού
και ανθρώπου13 και ως υπόδειγμα για
μίμηση14. Η θεία αυτή «τελείωση»
πρέπει να επιδιωχθεί από τον άνθρωπο όχι
μόνο ως άτομο, αλλά και ως μέλος μιας
ομάδας ανθρώπων, δηλ. μέσα στην κοινωνία15.
Συνέπεια είναι και η από το Θεό
ανταπόδοση στον άνθρωπο, δηλ. η απόλαυση
από τον άνθρωπο της αιωνίας, επουρανίας
και ευτυχισμένης ζωής (στον Παράδεισο)16.
Αυτή την διδασκαλία του Kυρίου
τη βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος17,
ο Απόστολος Πέτρος18 και άλλοι19.
Ώστε
προορισμός του ανθρώπου επί της γης
είναι η ομοίωσή του προς το Θεό, ο οποίος
είναι τέλειος· ή αλλοιώς: προορισμός του
ανθρώπου είναι η τελείωσή του,
μοιάζοντας στο Θεό. Η τελείωση του
ανθρώπου είναι πραγματικά ο πόθος κάθε
ανθρώπινης ψυχής. Τελειοποίηση δηλ. και
πρόοδος πάσης φύσεως: υλικής,
διανοητικής, πνευματικής. Κι έτσι
συμπίπτει η ορμέμφυτη τάση του ανθρώπου
για τελειοποίηση προς το σκοπό που
γνωρίζουμε απ' τη θεία αποκάλυψη, ή τον
προορισμό του ανθρώπου κατά την
Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Αλλά
είναι δυνατό να επιτευχθεί επί της γης η
τελειοποίηση του ανθρώπου, αφού ο
άνθρωπος είναι από φυσικού του ατελής; Kαι
δεν είναι μια ουτοπία η επιδίωξη από τον
άνθρωπο, κατά τη διάρκεια όλης της ζωής
του, ενός σκοπού
φύσει ακατόρθωτου και ανεπίτευκτου;
Πραγματικά ο άνθρωπος είναι φύσει
ατελής· ο προορισμός όμως του ανθρώπου
επί της γης δεν είναι η επίτευξη της
τελειότητας (γιατί αυτή είναι
ακατόρθωτη στη ζωή της γης, αφού ο
άνθρωπος είναι φύσει ατελής), αλλά η
συνεχής πρόοδος προς τελείωσή του,
έχοντας ως υπόδειγμα προς μίμηση, κατά
το δυνατόν ομοίωση, αυτόν τον ίδιο το Θεό,
που είναι τέλειος. Η διδασκαλία όμως του
Χριστιανισμού περί προορισμού των
ανθρώπων πρέπει να συνδυασθεί προς τη
διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής
όπως και περί της μελλούσης ζωής του.
Τότε θα προσέξουμε πως ό,τι δε δύναται να
επιτύχει αυτός με την ισόβια ατομική του
προσπάθεια, θα το επιτύχει στη μέλλουσα
ζωή με τη χάρη του Θεού· δηλαδή κάθε
άνθρωπος, που με τη συνεχή επίγεια
προσπάθειά του προάγεται στήν τελείωση,
που όμως ποτέ δε θα την πραγματοποιήσει
απόλυτα στη γή (ως φύσει ατελής), θα
τελειωθεί απόλυτα και θα θεωθεί (θα
εξομοιωθεί προς το Θεό) με τη χάρη του
Θεού στη μέλλουσα ζωή. *** ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙ 1.
Χ. Ανδρούτσου, Λεξικόν φιλοσοφίας. (Αθήναι,
1929), σ. 338. Lalande,
Λεξικόν φιλοσοφlας
(ελλ. μετ.), τ. 4, σ. 1484-1486. 2.
Αριστοτέλους, Μετά τά φυσικά, 1, 2, 983α, 26. 3.
Thilly,
Εισαγωγή εις την ηθικήν, ένθ' αν., σ. 118-125.
208-210. 217-219. 224-230. 3α.
Πρβλ. Μιχ. Καρδαμάκη, Αγάπη και γάμος. 2α
έκδ. εμπλουτισμένη με νέα κείμενα. (Αθήνα,
1984), σ. 80: «Υπάρχει πάντοτε η τάση τα μέσα
να υψώνωνται σε σκοπό ή οι κύριοι σκοποί
να εκφυλίζωνται και την θέση τους να
παίρνουν σκοποί δευτερεύοντες...» 4.
Ιδέ Ανδρούτσου, Ηθική, σ. 85-87. Τhilly,
ένθ' αν., σ. 122-126. 5.
Ανδρούτσου, ένθ' αν., σ. 103. Π.
Δημητροπούλου, Αγαθόν, εις ΘΗΕ,l,
99-101. 5α.
Διά το «τέλος» (σκοπός) ιδέ και Ιωάνν.
Δαμασκηνού, Έκθεσις ακριβής της
Ορθοδόξου πίστεως, Β 22(36), έκδ.
Θεσσαλονίκης 1976, μετ. Ν. Ματσούκα, σ. 176-177. 6.
Ανδρούτσου, ένθ' αν., σ.19. Πρβλ. Αντωνιάδου,
Εγχειρίδιον Χρ. Ηθικής, τ.1, σ. 28. 7.
Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 141. Β.
Αντωνιάδου, ένθ' αν., σ. 51-54. Ευσ.
Ματθοπούλου, Ο προορισμός του ανθρώπου,
έκδ. 7η, σ. 11-21. 8.
Γεν. α', 26. 9.
Α' Κορ. ζ', 23. 10.
«Εσμέν τέκνα Θεού. Eι
δε τέκνα, και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν
Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού». Ρωμ. η',
17. Πρβλ. Γαλ. δ', 7. Εφεσ. ε', 1 εξ. 11.
Γεν. α', 26. 12.
Ματθ. ε', 48. 13.
«Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή.
Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι'
εμού. Eι
εγνώκατέ με, και τον πατέρα μου εγνώκατε
άν.» Ιωάν. ιδ', 6-7. 14.
«Υπόδειγμα δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ
εποίησα υμίν και υμείς ποιητε». Ιωάν. ιγ',
15. 15.
«Ινα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμέν, εγώ εν
αυτοίς και συ εν εμοί ίνα ώσι
τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γιγνώσκη ο
κόσμος ότι συ με απέστειλας και ηγάπησας
αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους
δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ
κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την
δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι
ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου». 'Ιωάν.
ιζ', 22-24. 16.
«Καθώς...δέδωκας αυτώ (τω Ιησού) δώση
αυτοίς ζωήν αιώνιον. Αύτη δε εστίν η
αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον
αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν
Χριστόν». Ιωάν. ιζ', 2-3. 17.
«Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού».
Α' Κορ. ια', 1. «...Μέχρι καταντήσωμεν οι
πάντες εις την ενότητα της πίστεως και
της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις
άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του
πληρώματος του Χριστού». Εφεσ. δ', 11-13. 18.
«Εις τούτο εκλήθητε, ότι και Χριστός
έπαθεν υπέp
ημών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα
επακολουθήσητε τοις ιχνεσιν αυτού». Α'
Πέτρ. β', 21. 19.
«Όγκον αποθέμενοι πάντα και την
ευπερίστατον αμαρτίαν, δι' υπομονής
τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα,
αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν
και τελειωτήν Ιησούν, ος αντί της
προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρον
αισχύνης, καταφρονήσας, εν δεξιά τε του
θρόνου του Θεού κεκάθηκεν. Αναλογίσασθε
γαρ τον τοιαύτην υπομεμενηκότα υπό των
αμαρτωλών εις αυτόν αντιλογίαν, ίνα μη
κάμητε ταις ψυχαίς υμών εκλυόμενοι». Εβρ.
β', 1-3. _____________________________
|