On Line Library of the Church of Greece |
Νίκος Θ. Μπουγάτσος Η Ορθόδοξη Θεολογία για το σκοπό του Γάμου Εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 1989. © Νίκος Μπουγάτσος ΚΕΦΑΛΑΙΟ
I Εάν
ο άνθρωπος είναι το σύνθετο ον στον
κόσμο, ως διφυής, αποτελούμενος δηλαδή
από σώμα (υλικό) θνητό και από ψυχή (πνευματική)
αθάνατη, τότε ο γάμος1 είναι η πιο
σύνθετη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων
διαφορετικού φύλου2. Αφού ο
άνθρωπος αποτελείται από υλικό σώμα, με
τη μελέτη του οποίου ασχολείται η
φυσιολογία3, δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε αυτήν την επιστήμη, γιατί η
φυσιολογία μελετά κάποια μορφή των
συζυγικών σχέσεων. Κατ' αναλογία δεν
μπορούμε να αγνοήσουμε την ψυχολογία4.
Γιατί η πλήρης εξέταση ενός θέματος της
Ηθικής (όπως ο γάμος) προϋποθέτει την
τέλεια γνώση της φυσιολογίας και της
ψυχολογίας πάνω σ' αυτό το θέμα. Για να
γνωρίσουμε δηλαδή τέλεια, κατά το
ανθρωπίνως δυνατό, το θέλημα του Θεού, θα
πρέπει να εξετάσουμε και τη θέλησή Του
διά μέσου των νόμων της φύσης, που Αυτός
ο ίδιος όρισε· της φύσης δηλαδή της
υλικής που εξετάζει η φυσιολογία, και
της πνευματικής που εξετάζει η
ψυχολογία5. Ο γάμος επομένως για να
είναι κατά Χριστόν θα πρέπει να είναι 1)
κατά φύση καί 2) κατά την αποκεκαλυμμένη
διδασκαλία του Θεού.
Με
τη λέξη γάμος εννοούμε
μια ένωση άνδρα και γυναίκας. Αλλά ποιας
φύσης ένωση; Σωματική (υλική), ψυχική (συναισθηματική),
ηθική, θρησκευτική, ή νομική και
περιουσιακή; Μια απ' αυτές, περισσότερες
από μια, ή όλες ταυτόχρονα; Από τη χρήση ή
τον τονισμό μιας μορφής της ένωσης των
συζύγων προέκυψαν διάφορες αντιλήψεις
για την έννοια του γάμου. Η λέξη βεβαίως
«γάμος» χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως (ανάλογα
και το ρήμα γαμέω-ώ6).
Γάμος ονομάζεται: 1) Η τελετή της
ένωσης των συζύγων: προετοιμασία,
πολιτική ή θρησκευτική τελετή (Μυστήριο
του γάμου) και το συμπόσιο και η
διασκέδαση που επακολουθεί. - 2) Η
κατάσταση του εγγάμου βίου ή η
οικογενειακή ή «κοσμική ζωή». -3) Ο
νομικός ή κοινωνικός δεσμός της
συζυγίας. - 4) Η πράξη της συνουσίας (η
φυσική-σωματική ένωση άνδρα και
γυναίκας) και μερικές φορές
καταχρηστικώς ή κατά συνεκδοχή, η
παιδεραστία (ή η συνουσία των ομοφύλων). Φρονώ
όμως ότι η πλήρης έννοια του γάμου
περιλαμβάνει το σύνολο των ατομικών και
κοινωνικών ψυχοσωματικών σχέσεων των
ετεροφύλων συζύγων, που δημιουργούνται,
αναπτύσσονται και εξυπηρετούνται με την
από το Θεό ευλογημένη ισόβια
επικοινωνία του άνδρα
και της γυναίκας7. Ορισμό
του γάμου δίνουν οι Έλληνες Πατέρες της
Εκκλησίας8 περιστασιακά και με
διάφορες εκφράσεις. Ο Μ. Βασίλειος π.χ.
δίνει αρνητικό και ατελή ορισμό9
και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός θετικό και
ατελή10. Ο Χρυσόστομος δίνει ορισμό
του γάμου πληρέστερο, αλλά ορίζει,
νομίζω, κυρίως τη σύσταση του θεσμού του
γάμου11. Οι θεολόγοι δίνουν
ποικίλους ορισμούς του γάμου12.Οι
νομικοί τονίζουν κυρίως τη σύσταση του
γάμου13. Κλασσικός όμως για τους
νομικούς είναι ο ορισμός του γάμου που
διετύπωσε ο Μοδεστίνος: «Γάμος καλείται
ένωσις ανδρός και γυναικός, συγκλήρωσις
του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου
δικαίου κοινωνία»14. Ο Μοδεστίνος,
Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος του 3ου μ.Χ. αιώνα,
μαθητής του Ουλπιανού, επηρεάσθηκε από
το χριστιανικό πνεύμα και διετύπωσε τον
ορισμό του. Συγκεκριμένα: Γνώριζε τα
συγγράμματα του Κλήμεντος του
Αλεξανδρινού και χρησιμοποίησε μάλιστα
την έκφρασή του «εις βοήθειαν του βίου
παντός», αντικατέστησε το «εις βοήθειαν»
με το νομικό όρο των Ρωμαίων cοnsοrtium
(κοινωνία μεταξύ συζύγων- συγκλήρωση).
Τον ορισμό αυτό του γάμου τον
χρησιμοποίησαν και Ρωμαιοκαθολικοί
θεολόγοι και κοινωνιολόγοι, γιατί
υποστηρίζουν πως εκφράζει και τη
χριστιανική περί γάμου γενικά αντίληψη.
Για τον Ορθόδοξο όμως θεολόγο14α
ο ορισμός του γάμου δεν είναι δυνατό
να διατυπωθεί πριν ευρεθεί ο σκοπός του
γάμου. Γιατί 1) ο «σκοπός» πάντοτε είναι
απαραίτητο συστατικό στοιχείο για κάθε
ορισμό, επομένως και για τον ορισμό του
γάμου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, καθώς
είδαμε στον Πρόλογο, προϋποθέτει τη
γνώση του σκοπού κάθε θεσμού για την
πλήρη κατανόηση κι αυτής της Αγ. Γραφής15.
- 2) Ο ορισμός του Μοδεστίνου έχει κυρίως
κοσμική χροιά, γι' αυτό και ικανοποιεί ή
είναι αποδεκτός μόνο απ' τους
Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους με τη
νομικιστική τους νοοτροπία. 2)
Κοινωνικότητα και αλληλοβοήθεια με το
γάμο Η
ενότητα των συζύγων δημιουργεί μια
κοινωνία ανθρώπων, τη μικρότερη σε
έκταση και τη μεγαλύτερη σε δύναμη, δηλ.
την οικογένεια. Η κοινωνικότητα γενικά
είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του
ανθρώπου. Με την κοινωνικότητα ο
άνθρωπος αναπτύσσεται και σχεδόν
ολοκληρώνεται16, γιατί η
κοινωνικότητα του ανθρώπου
ολοκληρώνεται τέλεια μόνο μέσα σ' ένα
ανώτερο πνευματικό επίπεδο16α. Ειδικά
ο γάμος, και κατ' επέκταση η οικογένεια,
είναι μια κοινωνικότητα, η αρχαιότερη,
εντονότερη και πιο ολοκληρωμένη· είναι
η κοινωνική μονάδα ή το κύτταρο της
κοινωνικής ζωής18. Kαι
η Ορθόδοξη Εκκλησία με το γάμο βοηθεί
στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας. Κι
αυτό το «κώλυμα» (εμπόδιο) για γάμο λόγω
της εξ αίματος ή της εξ αγχιστείας
συγγένειας συμβάλλει στην ανάπτυξη και
επέκταση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ
των οικογενειών. Tο
ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό της μέσα
στο γάμο «κοινωνικότητας» είναι η, μαζί
με τη γενική κοινωνικότητα, συνύπαρξη
και της γενετήσιας (σεξουαλικής) σχέσης
μεταξύ των συζύγων, με όλες τις
συνέπειες της ιδιάζουσας αυτής σχέσης. Kαι
ο αληθινός έρωτας ωθεί προς την ηθική
πρόοδο και πνευματική άνοδο19 γι'
αυτό κι ο ελληνικός λαός τραγουδάει το
παροιμιώδες δίστιχο: «Όμορφο
πούναι τ' όμορφο πέντε φορές και δέκα κι
απ' όλα τ' ομορφότερο άντρας με τη
γυναίκα». Η
κοινωνικότητα στο γάμο δεν
καλλιεργείται μόνο σε βάθος αλλά και σε
έκταση. Από την αγάπη του συζύγου ή της
συζύγου επεκτείνεται και στους
συγγενείς του άλλου (άλλης) συζύγου, όπως
βεβαίως και στα τέκνα, και με την
επιγαμία αυτών στους εξ αγχιστείας
συγγενείς των τέκνων τους (τους
συμπεθέρους). Επομένως
τα περί της κοινωνικότητας γενικά
εφαρμόζονταν πλήρως στο γάμο και
μάλιστα στην εντονότερη μορφή τους20.
Και η «ορμή της αλληλοβοήθειας»
ικανοποιείται τέλεια μέσα στό γάμο. Από
ηθική έποψη η ικανοποίηση οποιασδήποτε
φυσικής ορμής, αυτή καθ' εαυτή, δεν έχει
ηθική αξία ή απαξία. Επομένως η
κοινωνικότητα γενικά καθώς και η
αλληλοβοήθεια από μόνες τους δεν
ενδιαφέρουν ηθικά. Η ικανοποίηση όμως
οποιασδήποτε ορμής μπορεί να έχει ηθική
αξία ή απαξία: 1) αν έχει εκδηλωθεί το
θέλημα του Θεού ειδικά σε ορισμένη απ'
αυτές και 2) αν ο τρόπος με τον οποίο θα
ικανοποιηθεί κάθε φορά η συγκεκριμένη
ορμή είναι ηθικός. Για την ορμή της
κοινωνικότητας έχουμε σαφείς εκφράσεις
της Αγίας Γραφής και επομένως η
ικανοποίησή της είναι θέλημα του Θεού.
Τέτοιες είναι: «Προσέξτε πόσο καλό και
πόσο ευχάριστο είναι να κάθονται μαζί (με
αγάπη) τ' αδέλφια... Γιατί εκεί ο Κύριος
έδωσε την ευλογία του και αιώνια ζωή». (Ιδού
δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ' ή το
κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;... Εκεί
ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως
του αιώνος»21). Και ο Κύριος είπε: «Ου
γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το
εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»22.
Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Ο
Θεός περισσότερο από κάθε άλλο
φροντίζει για να μας ενώσει και να μας
συνδέσει μεταξύ μας». («Ουδέν τω Θεώ
περισπούδαστον, ως το ηνώσθαι και
συνδέσθαι ημάς αλλήλοις»23). Και
για την αλληλοβοήθεια επίσης υπάρχουν
σαφείς, γραφικές, εκφράσεις: «Οι δύο
είναι πιο ευτυχισμένοι (και καλύτερα
εξυπηρετούνται) απ' τον ένα. Γιατί σ'
αυτούς υπάρχει ανταμοιβή στους κόπους
τους. Αν μάλιστα πέσουν, ο ένας θα
σηκώσει τον άλλον. Αλλοίμονο όμως στον
έναν (τον μοναχικό) όταν πέσει, γιατί
όταν πέσει δε θα είναι ένας άλλος να τον
σηκώσει...». («Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα,
οις έστιν μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών·
ότι εάν πέσωσιν, ο εις εγερεί τον μέτοχον
αυτού. Kαι
ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη η
δεύτερος εγείραι αυτόν...»24). «Όταν
ο αδελφός βοηθείται απ' τον αδελφό του,
τότε είναι σα μια οχυρωμένη κι απόρθητη
πόλη. Είναι ισχυρός, σαν ένα
καλοθεμελιωμένο ανάκτορο». («Αδελφός
υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά
και υψηλή, ισχύει δε ώσπερ
τεθεμελιωμένον βασίλειον»25). Kαι
ο Παύλος συνιστά «αλλήλων τα βάρη
βαστάζετε»26. Η κοινωνικότητα
λοιπόν και η αλληλοβοήθεια δεν είναι
απλώς φυσικές ορμές για τον άνθρωπο,
αλλά και εντολή του Θεού. Επομένως έχουν
ηθική αξία και αυτές οι ίδιες και ως προς
τον τρόπο της ικανοποίησής τους. Για
την ικανοποίηση των ορμών προς κοινωνία
και αλληλοβοήθεια μέσα στο γάμο και διά
του γάμου έχουμε σαφή την εκδήλωση του
θελήματος του Θεού. Για την
κοινωνικότητα: Α) στην Aγία
Γραφή αναφέρονται: 1) Κατά την δημιουργία
της Εύας ο Θεός έτσι σκέφτηκε: «Ου καλόν
είναι τον άνθρωπον μόνον...»27. -2) «Kαι
ήγαγεν (ο Θεός) αυτήν (την Εύαν) προς τον
Αδάμ»28. -3) «Προσκολληθείσεται (άνθρωπος)
προς την γυναίκα αυτού. Kαι
έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»29. -4)
«Παρά Κυρίω αρμόζεται γυνή ανδρί»30.
-5) Ο Κύριος Ιησούς είπε ότι τον άνδρα και
τη γυναίκα «ο Θεός συνέζευξεν, (και)
άνθρωπος μη χωριζέτω»31. -6) Kαι
ο Απόστολος Παύλος παραβάλλει το
σύνδεσμο του άνδρα προς τη γυναίκα όπως
της κεφαλής προς το σώμα32. Β) Kαι
οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν
παρεμφερή προς την Aγία
Γραφή. Ενδεικτικά αναφέρω τον Ιωάννη τον
Χρυσόστομο, που θεωρεί τους συζύγους
συνδεδεμένους άρρηκτα σαν «ημίτομα» (δύο
μισά) μιας ενότητας33. Με παρόμοιο
τρόπο εκφράζεται και ο Βασίλειος
Αγκύρας34).
Η
κοινωνικότητα και η αλληλοβοήθεια, αφού
είναι θέλημα του Θεού, είναι καλά, και η
πραγματοποίησή τους είναι αρετή κατά τη
Χριστιανική Ηθική. Κι' ακόμη επιβάλλεται
η καλλιέργειά τους γενικά και κατ'
εξοχήν στο γάμο, γιατί μ' αυτές
αλληλοτελειοποιούνται οι σύζυγοι και
αναπτύσσεται η αρετή της αγάπης, η οποία
είναι η πρώτη και κύρια για το
Χριστιανισμό39). Συνεπώς μέσα στο
γάμο ικανοποιούνται οι φυσικές ορμές
της κοινωνικότητας και αλληλοβοήθειας
και καλλιεργούνται οι ομώνυμες αρετές
και μ' αυτές προάγεται ολόκληρη η
προσωπικότητα του ανθρώπου40. 3)
Μητρότητα Η
μητρότητα41 είναι μια άλλη φυσική
ορμή, που ικανοποιείται με το γάμο και
προϋποθέτει την τεκνογονία42. Η μη
ικανοποίηση της ορμής της μητρότητας «γεννά
ταραχήν της ψυχικής ισορροπίας»43. Η
μητρότητα όταν συνδέεται με την αρετή44,
που εκδηλώνεται με την ανατροφή και τη
διαπαιδαγώγηση των τέκνων, έχει ηθική
αξία, γιατί η διαπαιδαγώγηση ιδίως είναι
εντολή του Θεού προς τους γονείς. Στην
Αγία Γραφή βρίσκουμε σαφείς εκφράσεις
με τις οποίες εντέλλονται οι γονείς να
διδάξουν στα τέκνα τους το νόμο του Θεού45,
και να τα αναθρέψουν «εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου»46, γιατί με την
εκπαίδευση υπάρχει ελπίδα να
τελειοποιηθούν47. Η διαπαιδαγώγησή
τους όμως πρέπει να γίνει με μεγάλη
προσοχή για να μη εξοργισθούν48.
Ανάλογα διδάσκουν και οι Πατέρες49.
Η συναίσθηση όμως των γονέων για την
ευθύνη της ανατροφής και
διαπαιδαγώγησης των τέκνων τους
συμβάλλει πολύ στην αυτοαγωγή για την
καλλιέργεια του χαρακτήρα τους και
γενικά την ηθική τελειοποίηση του
εαυτού τους50. Επομένως με το γάμο
ικανοποιείται η ορμή της μητρότητας και
ταυτόχρονα τελειοποιοιούνται
πνευματικά τα τέκνα και οι γονείς. 4)
Γενετήσια ορμή και ηδονή Η
γενετήσια ορμή51 αποτελεί
προϋπόθεση της έγγαμης ζωής. Ορμή είναι
τάση της ψυχής του ανθρώπου προς
ενέργεια και δράση που κατευθύνεται
προς στόχο ασαφώς καθορισμένο (δηλ. μη
σαφώς συνειδητό) και συνοδεύεται από
ισχυρά συναισθήματα. Η ορμή εκδηλώνεται
αρνητικά μεν σαν τάση προς απομάκρυνση
από κάθε κατάσταση που εμποδiζει
τη δράση της θετικά δε σαν τάση προς
καλλιέργεια και προαγωγή κάθε
κατάστασης που ευνοεί τη δράση της. «Η
ορμή άρχεται διά λύπης, πληρούται δι'
ηδονής και παύεται επί πολύ ή ολίγον
διάστημα, ίνα πάλιν επαναλάβη τον δρόμον
της»52. Η ηδονή είναι ευάρεστο
συναίσθημα που το προκαλεί μια
ευχάριστη απόλαυση. Οι ηδονές
προέρχονται από υλικές απολαύσεις,
είναι δηλαδή κυρίως σωματικές-σαρκικές. H
λέξη
ηδονή χρησιμοποιείται
για να εκφράσει και τις πνευματικές
απολαύσεις έχουμε δηλαδή κατ' επέκταση
της εννοίας και ψυχικές και πνευματικές
ηδονές53. «Παρά τοις ανθρώποις
υποχωρεί η ορμή προϊούσης της ηλικίας
και επικρατούντος του λογικού, αλλά δεν
εκλείπει τελείως»54. «Διαφέρει δε
εν μέρει εις τα φύλα»55, αλλά και
στα άτομα κατά την ένταση. Δύο είναι οι
κύριες βιολογικές ορμές, η προς
συντήρηση και η γενετήσια. Γενετήσια
ορμή είναι η ορμή «η επιζητούσα την
σύζευξιν μετά του άλλου φύλου»56,
που εμφανίζεται για πρώτη φορά κυρίως
κατά την εφηβική ηλικία57. Η
πλήρωση της γενετήσιας ορμής δίνει κατά
τη φυσιολογία «τον μέγιστον βαθμόν
ηδονής»58. Η γενετήσια ορμή δεν
είναι απλώς μέσο υλικής απόλαυσης, αλλά
και «μέσον εκδηλώσεως του ψυχικού άμα
και πνευματικού εκείνου δεσμού, ο οποίος
καλείται αγάπη»59. Και έτσι ο
αληθινός έρωτας ωθεί τον άνθρωπο προς
ηθική πρόοδο και πνευματική καλλιέργεια60.
Από
ηθική έποψη η απόλαυση της υλικής φύσης
γενικά επιτρέπεται, γιατί «παν κτίσμα
Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά
ευχαριστίας λαμβανόμενον· αγιάζεται
γαρ διά λόγου Θεού και εντεύξεως»61).
Kαι
ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως «ο Θεός
φύτεψε μέσα στις λύπες την ηδονή και τη
χαρά»62). Η άμετρη βέβαια χρήση των
ηδονών υποδουλώνει τον άνθρωπο στην ύλη.
Αυτήν αποκρούει όχι μόνο η Χριστιανική
Ηθική (όπως θα δούμε παρακάτω), αλλά και ο
εισηγητής της ηδονιστικής ηθικής
θεωρίας, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος
Αρίστιππος ο Κυρηναίος, που δίδαξε πως «το
κρατείν και μη ηττάσθαι ηδονών άριστον,
ου το μή χρήσθαι»63. Η
Χριστιανική Ηθική όχι μόνο δεν αγνοεί
όσα διδάσκει η φυσιολογία και η
ψυχολογία, που παραπάνω εκθέσαμε,
σχετικά με τη γενετήσια ορμή και τις
συνέπειές της, αλλά μερικές φορές
διδάσκει τα ίδια ως θέλημα Θεού. Η μεν Aγία
Γραφή ρητά αναφέρει ότι ο Θεός «ήγαγεν
αυτήν (τη γυναίκα) προς τον Αδάμ»64
και συνιστά: «Συνευφραίνου μετά της
γυναικός σου»65. (Πρβλ. «Κραταιά ως
θάνατος αγάπη, σκληρός ως Άδης ζήλος»66
και «παν κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν
απόβλητον μετά ευχαριστίας
λαμβανόμενον»67). Οι
δε Πατέρες αναπτύσσοντας το θέλημα του
Θεού περιγράφουν τη γενετήσια ορμή, που
δόθηκε απ' το Θεό, και τις συνέπειές της.
Ο Βασίλειος Αγκύρας, που ήταν και
γιατρός, μιλώντας προς τις παρθένες (μοναχές)
συστηματικά εκθέτει τα περί της
γενετήσιας ορμής και λέει: «Ας
εξετάσουμε αν θές, απ' την αρχή, τι
διαφορές έχουν από φυσικού τους τ'
αρσενικό και το θηλυκό, για να
καταλάβουμε και ξεχωρίσουμε τέλεια το
σκοπό της παρθενίας, που παρουσιάστηκε...
Κόβοντας (ο Θεός) σε δυο, αρσενικό και
θηλυκό, απ' το λογικό ζώο (τον άνθρωπο)
μέχρι όλα τα είδη των αλόγων ζώων, τα
κατεργάστηκε έτσι ώστε το θηλυκό να
είναι ένα κομμάτι απ' το αρσενικό. Έβαλε
λοιπόν έναν απερίγραπτο «οίστρο» (μανιώδες
πάθος) για να περιπλέξει (συμπλέξει) το
καθένα απ' τα δυο μέρη προς το άλλο... Δεν
έβαλε (ο Θεός) μόνο αυτή την περιπλοκή
μεταξύ τους, με τον τρόπο που είπαμε,
κάνοντάς την ευχάριστη (γλυκειά)
σωματικά, αλλά και για τη δημιουργία
απογόνων με τη συμπλοκή (αυτή των
σωμάτων), όπου ο έρωτας (στο μυστήριο
αυτό) είναι δαδούχος, πολύ φίλτρο βαθειά
και πυκνά φύτεψε (και στους δυο)...
Θέλοντας (όμως) ο Δημιουργός να βοηθήσει
το αδύνατο μέρος (το θηλυκό) να αμυνθεί
προς το αρσενικό, μαγεύει τ' αρσενικό για
να ενωθεί μαζί του, όχι μόνο για ν'
αποκτήσει παιδιά, αλλά και γι' αυτόν, το
μανιώδη πόθο (οίστρο) της σωματικής
επικοινωνίας (μείξεως)». («Άνωθεν ως έχει
φύσεως το θήλυ προς το άρρεν, ει βούλει,
επισκεψώμεθα, ίνα και τον της παρθενίας
σκοπόν ευκρινώς αναφανέντα κατίδωμεν...
Εις άρρεν τε και θήλυ, από του λογικού
ζώου έως παν είδος αλόγου, τεμών, και το
θήλυ τμήμα του άρρενος εργασάμενος,
οίστρον μεν εκάστω τμήματι της προς
άλληλα συμπλοκής άρρητον τη φύσει
ενέθηκε... Ου την προς άλληλα συμπλοκήν
μόνον, διά των προειρημένων τρόπων,
ηδείαν τοις σώμασιν αυτών εργασάμενος,
αλλά και προς το εκ της συμπλοκής ταις
του έρωτος λαμπάσι δαδουχούμενον γένος,
πολύ το φίλτρον εγκατασπείρας... Tω
ασθενεστέρω ζώω (τω θήλει) του
Δημιουργού βοηθήσαι θελήσαντος, ίνα τη
ενούση αυτώ ηδονή μαγγανεύον το άρρεν,
ου διά την παιδοποιΐαν μόνον, αλλά δι'
αυτόν τον της μείξεως οίστρον,
υπερμαχούν αυτώ έχη το άρρεν...»68).
Ο Μεθόδιος αναφέρει, όπως και η
ψυχολογία, ότι υπάρχουν σωματικές
διαφορές μεταξύ των ανθρώπων ως προς την
άσκηση της γενετήσιας ζωής69. Kαι
ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Για τη
γυναίκα δεν υπάρχει πολυτιμότερο απ' τον
άνδρα της, ούτε για τον άνδρα πιο
περιπόθητος άνθρωπος απ' τη γυναίκα του.
Η συμφωνία της γυναίκας με τον άνδρα,
αυτό είναι που οργανώνει (συγκροτεί,
γυμνάζει) τη ζωή όλων μας. Τούτο
συγκροτεί όλο τον κόσμο». Kαι
«δεν υπάρχει τόση οικειότητα μεταξύ δύο
ανδρών, όση οικειότητα υπάρχει μεταξύ
της γυναίκας με τον άνδρα, αν είναι (βέβαια)
όπως πρέπει παντρεμένοι... Πραγματικά η
αγάπη αυτή (η συζυγική) έχει απόλυτη
εξουσία, απολυτότερη από κάθε άλλη.
Γιατί οι μεν άλλες (αγάπες, επιδράσεις,
σύνδεσμοι) έχουν κάποια δύναμη επιβολής,
ενώ αυτή (η συζυγική αγάπη) είναι και (απόλυτα)
δυνατή και αμετάβλητη (αμάραντη). Γιατί
υπάρχει μέσα μας και φωλιάζει στην ψυχή
μας και ασυναίσθητα (λανθανόντως,
υποσυνείδητα) συμπλέκει αυτά τα σώματά
μας (του άνδρα και της γυναίκας)... Τίποτ'
άλλο δεν οργανώνει (συγκροτεί, επηρεάζει)
η ζωή μας, όσον ο έρωτας του άνδρα προς τη
γυναίκa».
(«Μηδέν έστω γυναικί ανδρός τιμιώτερον,
μηδέν ανδρί γυναικός ποθεινότερον.
Τούτο πάντων ημών συγκροτεί την ζωήν, το
ομονοείν γυναίκα προς άνδρα. Τούτο
συνέχει τον κόσμον άπαντα». Και «ουκ
έστιν ανδρός προς άνδρα τοσαύτη
οικειότης, όση γυναικός προς άνδρα, αν η
τις, ως χρη, συνεζευγμένος... Όντως πάσης
τυραννίδος αύτη η αγάπη τυραννικωτέρα.
Αι μεν γαρ άλλαι σφοδραί, αύτη δε η
επιθυμία έχει και το σφοδρόν και το
αμάραντον. Ένεστι γαρ τις έρως εμφωλεύων
τη φύσει, και λανθάνων ημάς συμπλέκει
ταύτα τα σώματα... Ουδέν ούτως ημών
συγκροτεί τον βίον ως έρως ανδρός και
γυναικός»70). Ο Μ. Αθανάσιος λέγει
πως επιτρέπεται η χρήση των γενετησίων
οργάνων, αφού δόθηκαν από το Θεό71. Με
την ηδονή ασχολούνται οι Πατέρες της
Εκκλησίας και διδάσκουν τα ακόλουθα: Ο
Βασίλειος Αγκύρας εκτός από όσα
παραπάνω αναφέρθηκαν, λέει ότι «επακολούθημα
του κατά τον γάμον αναγκαίου, η εκ της
μείξεως ηδονή»72. Kαι
ο Αμφιλόχιος Ικονίου λέει πως ο Θεός «τω
μεν ανθρώπω (άνδρα) ηδονήν ενέσπειρε· το
δε θήλυ θωπευτικόν εποίησεν»73. Ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, σε ειδικό κεφάλαιο
περί ηδονών κατατάσσει αυτές σε
διάφορες ομάδες: 1) Ψυχικές ηδονές, 2)
Σωματικές ηδονές: α) φυσικές (αναγκαίες ή
μη αναγκαίες) και β) μήτε φυσικές (και
μήτε αναγκαίες). Την ηδονή της
αυτοσυντήρησης τη χαρακτηρίζει ως
φυσική και αναγκαία, τη γενετήσια ορμή,
ως φυσική αλλά μη αναγκαία, τη «λαγνεία»
ούτε φυσική ούτε αναγκαία. Και προσθέτει:
«Αυτός που ζει σύμφωνα με το θέλημα του
Θεού πρέπει να επιδιώκει τις αναγκαίες
συνάμα και φυσικές ηδονές, να βάλει σε
δεύτερη μοίρα τις φυσικές και μη
αναγκαίες, γινόμενες στον καιρό και με
τον τρόπο που αρμόζουν, ενώ τις άλλες
είναι ανάγκη οπωσδήποτε να τις
αποφεύγει...»74. Ο Μ. Βασίλειος στα «Ασκητικά»
του δίνει ως ορισμό της ηδονής τα εξής: «Η
ηδονή εστί το μέγα του κακού δέλεαρ, δι'ην
ευέμπτωτοι (εύκολα πέφτουν) μάλιστα προς
αμαρτίαν εσμέν οι άνθρωποι· υφ' ης πάσα
ψυχή ως υπ' αγκίστρου προς τον θάνατον
έλκεται»75. Για τη χρήση της ηδονής
οι μεν «Διδαχές των Αποστόλων»
κατακρίνουν την άμετρη ηδονή76, ο
δε Βασίλειος Αγκύρας λέγει πως «μη πάθος
ηδονής προκαταλάβη (να μη επιβληθεί) του
νόμου της χρείας (της φυσικής ορμής)»77).
Kαι
ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός σαφέστερα
εκφράζεται λέγοντας πως ο αληθινός
Χριστιανός «εσθίει και πίνει και γαμεί
ου προηγουμένως (απ' τη φυσική ορμή), αλλά
αναγκαίως (όταν δεν μπορεί ν' ανθέξει
άλλο)»78. Χαρακτηριστικό θεωρώ το
ρεαλισμό της χριστιανικής σκέψης του
Ιγνατίου Αντιοχείας, που μιλώντας για
ένα ζευγάρι Χριστιανών λέγει: ο οίκος
τους «εύχομαι ηδράσθαι (να βασισθεί πάνω
σε) πίστει και αγάπη σαρκική τε και
πνευματική»79. Θεωρώ ότι η έκφραση
αυτή του Ιγνατίου, αριστοτεχνική στην
μορφή της, δίνει το γενικό διάγραμμα των
σχέσεων των Χριστιανών συζύγων. Πάντως
με το Μυστήριο του γάμου δεν ευλογείται
ειδικά η σεξουαλική σχέση των συζύγων79α,
αλλά ολόκληρος ο βίος, που βέβαια ένα
σημείο των συζυγικών σχέσεων είναι η
ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής τους. 5)
Η αγιότητα του γάμου Για
την αγιότητα του γάμου80 μιλούν η Aγία
Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο
θεσμός του γάμου κατά την Aγία
Γραφή εμφανίζεται αμέσως κατά τη
δημιουργία των πρωτοπλάστων.
Υπενθυμίζοντας δε τούτο ο Κύριος στην
Καινή Διαθήκη καταλήγει λέγοντας ότι
τους συζύγους που «ο Θεός συνέζευξε,
άνθρωπος μη χωριζέτω», και με την
παρουσία Του ευλόγησε το γάμο στην Κανα81.
Kαι
ο Κύριος Ιησούς παρομοιάζεται με το
νυμφίο: απ' Αυτόν τον ίδιο, από τον Ιωάννη
τον Πρόδρομο, τον Απόστολο Παύλο και
άλλους. Νύξεις δε βρίσκουμε και σ' αυτήν
την Παλαιά Διαθήκη82. Ο Απόστολος
Παύλος χαρακτηρίζει την άρνηση του
θεσμού του γάμου ως αποστασία από την
πίστη83, δηλαδή προφητεύει την
εμφάνιση αιρετικών84. Το χωρίο όμως
Γαλ. ε', 16-25 εκ πρώτης όψεως δίνει την
εντύπωση ότι ο γάμος (και η συνουσία μέσα
σ' αυτόν) είναι «κατά του πνεύματος (και
βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν» οι
έγγαμοι. Αλλά μελέτη με προσοχή
βεβαιώνει τον αναγνώστη του χωρίου ότι
πραγματικά «η σάρκα επιθυμεί αντίθετα
προς το πνεύμα». «Τα έργα (όμως) της
σάρκας (είναι) η πορνεία η ακαθαρσία, η
ακολασία» κ.λπ. και όχι ο γάμος (και η
συνουσία μέσα σ' αυτόν85). Τέλος,
στην Επιστολή προς Εβραίους (ιγ', 4) ρητά
αναφέρεται: «ο γάμος να θεωρείται άξιος
τιμής από όλους κι η συζυγική κλίνη να
είναι αμόλυντη («τίμιος ο γάμος εν πάσι
και η κοίτη αμίαντος»). Κατά
τους Πατέρας της Εκκλησίας και
θεολόγους, ο γάμος είναι άγιος, διότι «αγίου
όντος του νόμου, άγιος ο γάμοςι (Κλήμης ο
Αλεξανδρινός αλλά και «Διδαχαί
Αποστόλων», Αμφιλόχιος Ικονίου, Μ.
Φώτιος, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης,
Μητροφάνης Κριτόπουλος, Πέτρος Μογίλας,
«Ακολουθία μυστηρίου» κ.λπ.86). «Τίποτα
το φυσικό δεν είναι κακό, («ουδέν γαρ
κακόν κατά φύσιν», Ιωάννης Δαμασκηνός,
Ιωάννης Χρυσόστομος87) και «είναι
αμαρτία κάθε τι που είναι αντίθετο απ'
την κοινή λογική» («παν το παρά τον λόγον
τον ορθόν τούτο αμάρτημά εστιν», Κλήμης
ο Αλεξανδρινός88). Προϋπόθεση της
αγιότητας είναι η πριν από το γάμο ηθική
καθαρότητα των συζύγων (Χρυσόστομος89).
Η συζυγική σχέση (συνουσία) δεν
εμποδίζει την αγιότητα (Χρυσόστομος, «Διδαχαί»90).
Το αντίθετο υποστήριξαν αιρετικοί (μερικοί
από τους οποίους έφθασαν από την άκρα
εγκράτεια στην ακολασία, τον
αντινομισμό91), που καταδίκασε η
Εκκλησία. (Ιδίως η Σύνοδος της Γάγγρας92).
Με βάση το χωρίο του Παύλου: ο γάμος «το
μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω
εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», η
Εκκλησία χαρακτηρίζει το γάμο
προαιρετικό Μυστήριο, κι ο ελληνικός
λαός με παροιμία λέει: «Οι γάμοι είναι
στον ουρανό γραμμένοι». Είναι δηλαδή
κατά τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας ένα
από τα επτά Μυστήρια. Αλλά μερικοί
μεταγενέστεροι ασκητικοί κύκλοι
κατέληξαν ν' αποκλείσουν το γάμο ως
μυστήριο, ενώ δέχονταν ως μυστήριο τη «μοναχική
τελείωση» (Θεόδωρος ο Στουδίτης, Ιώβ ο
Ιασίτης94) και γενικά κατέκριναν το
γάμο (οι Βογόμιλοι). Kαι
τον περασμένο αιώνα κάποιοι αιρετικοί
κατέκριναν τη μονογαμία, καί, οι μεν «Αδελφοί
του ελευθέρου έρωτος», δέχονταν την
κοινοκτημοσύνη των γυναικών96, ενώ
οι Μορμόνοι δέχονταν την πολυγαμία97.
Ο γάμος όμως διατηρεί τον αγιασμό των
πιστών (Χρυσόστομος98), γιατί η
γενετήσια σχέση δεν είναι αμαρτία (Αθανάσιος,
Θεοδώρητος, Χρυσόστομος99), αλλά «έννομον
(νόμιμο) και σύμμετρον αγαθόν» (Ισίδωρος
Πηλουσιώτης, αλλά και Θεόδωρος
Μοψουεστίας, Χρυσόστομος, Κύριλλος
Ιεροσολύμων100). Είναι δυνατό όμως
να καρποφορήσει τις αρετές (Κλήμης ο
Αλεξανδρινός, Χρυσόστομος101). «Το
ξύλον της γνώσεως» βεβαίως δεν ήταν η
σαρκική σχέση (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς102),
γιατί οι πρωτόπλαστοι συνουσιάσθησαν
μετά την έκπτωση από τον Παράδεισο (Προκόπιος
ο Γαζαίος103). Αν
όμως δεχθούμε ότι ο γάμος, και η συνουσία
μέσα σ' αυτόν, είναι αμαρτία104 για
τον άνθρωπο, τότε: 1) Θα δεχθούμε κατ'
ανάγκη ότι ο Θεός ενέβαλε την αμαρτία
στον άνθρωπο, με το να οδηγήσει τους
πρωτοπλάστους στο γάμο και να τους
συστήσει τον πολλαπλασιασμό του
ανθρωπίνου γένους· πράγμα κακόδοξο και
άτοπο, γιατί αντίκειται στην αγιότητα
και την πανσοφία του Θεού105. 2) Θα
δεχθούμε κατ' ανάγκη ότι για τον άνθρωπο
είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγει την
αμαρτία, γιατί η γενετήσια ορμή αφού
είναι έμφυτη δεν είναι δυνατό κατ' αρχήν
να αποφευχθεί τελείως, ούτε δύναται ο
άνθρωπος να εκλέξει εντελώς ελεύθερα
μεταξύ καλού και κακού· πράγμα κακόδοξο
και άτοπο, γιατί αρνούμαστε την
ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου,
χωρίς την οποία. δεν είναι δυνατό να
χαρακτηρισθεί μια πράξη ως αμαρτία ή
αρετή106. Ο
τρόπος όμως της ικανοποίησης
οποιασδήποτε φυσικής ορμής μπορεί να
είναι αμαρτία, γιατί εξαρτάται συνήθως
από την προαίρεση του ανθρώπου107. Kαι
αν η συνουσία μέσα στο γάμο δεν είναι
αμάρτημα, μήπως όμως ενέχει κάποιο
ψεγάδι (ντροπή), «μώμον»; Αν με την έννοια
«μώμος» εννοείται η ατέλεια του
ανθρώπου (σε σύγκριση με το Θεό), που τον
δέχεται ο Χριστιανισμός108 και
μερικοί από τους αρχαίους Έλληνες109,
τότε και η συνουσία γενικά ενέχει μώμο.
Αλλά τότε μώμο ενέχει και κάθε ανθρώπινη
πράξη. Επομένως και ο «παρθένος» (ο
αναφρόδιτος) δεν είναι απαλλαγμένος από
κάποιο μώμο, αφού ζει στη γη και δρα. Αυτό
όμως είναι άτοπο και αδιάφορο για το
χαρακτηρισμό της συνουσίας, ότι αυτή
δηλαδή ειδικά ενέχει ή δεν ενέχει μώμο.
Μήπως όμως η συνουσία είναι δυνατό να
γίνει ο προαγωγός στην αμαρτία; Η
γενετήσια ορμή ως βιολογική ορμή που
είναι, όταν τέλεια ικανοποιείται, άμετρα
και με το παραπάνω (άμετρα), μπορεί να
καλλιεργήσει και να αυξήσει την
υλιστική διάθεση και αντίληψη της ζωής
του ανθρώπου, που στην ολοκληρωμένη της
μορφή όχι μόνο είναι αμαρτία, αλλά είναι
πώρωση και αθεΐα, γιατί είναι έμπρακτος
υλισμός110. Αλλά βιολογική ορμή
είναι και η προς συντήρηση ορμή.
Επομένως και η πλήρης, άφθονη και άμετρη
ικανοποίηση της ορμής προς συντήρηση (διατροφή,
ανέσεις κ.λπ.) μπορεί να καλλιεργήσει τον
έμπρακτον ύλισμόν και να γίνει επομένως
προαγωγός της αθεΐας. Ώστε ο κίνδυνος
δεν υπάρχει μόνο στην ικανοποίηση της
γενετήσιας ορμής, αλλά και στην
ικανοποίηση κάθε βιολογικής ορμής111.
Επομένως ο χριστιανικός γάμος και η «εν
αυτώ συνουσία» ούτε αμαρτία είναι, ούτε
ενέχει κάποιον ειδικό μώμο, ούτε μόνος ο
γάμος μπορει να γίνει προαγωγός στην
αμαρτία. Χαρακτηριστικό
είναι πως η Ορθόδοξη Εκκλησία και
έγγαμους τίμησε ως αγίους, ή ως άτομα111α,
ή ως ζευγάρια111β. 6)
Αγαμία ή παρθενία και γάμος Η
Aγία
Γραφή και η Ιερά Παράδοση ασχολούνται με
τη σχέση της αγαμίας ή παρθενίας112
προς το γάμο. Η φυσική (φυσιολογική)
κατάσταση του ανθρώπου είναι ο γάμος.
Παράβαση του φυσικού κανόνος (παρά φύση
κατάσταση) είναι η ανικανότητα (ευνουχισμός
κ.λπ.), η αγaμία
και η κακογαμία (μεγάλη διαφορά ηλικίας,
παρά φύση ασέλγεια κ.λπ.). Ο
Χριστιανισμός όμως, που δέχεται το θαύμα,
δέχεται την αγαμία σαν δώρο Θεού (θαύμα)
και ειδική χάρη, και τη χαρακτηρίζει ως
κατάσταση «υπέρ φύσιν». Ο Κύριος
ονομάζει «ευνουχισμόν» την κατάσταση
της αγαμίας και αναφέρει τρείς
κατηγορίες: 1) οι εκ γενετής, 2) οι «ευνουχισθέντες»
από άλλους παρά τη θέλησή τους, και 3) οι
με τη θέλησή τους άγαμοι, «που μόνοι τους
έγιναν ευνούχοι για τη βασιλεία των
ουρανών». Σ' αυτούς έχει δοθή», (δέδοται)
από το Θεό, γιατί «όλοι δεν είναι σε θέση
να δεχθούν αυτόν το λόγο... Όποιος μπορεί
να τον δεχθεί, ας τον δεχθεί» («ου πάντες
χωρούσι τον λόγον τούτον... ο δυνάμενος
χωρείν χωρείτω»112). Ένδειξη για την
ειδική αυτή χάρη του Θεού (της αγαμίας)
είναι η μετά από προσευχή και μικρή
προσπάθεια απουσία οποιασδήποτε
γενετήσιας όχλησης («απάθεια»)
σωματικής και κυρίως ψυχολογικής,
ενσυνείδητης ή υποσυνείδητης. Συστατικά
της χριστιανικής αγαμίας είναι: 1) η
εκλογή του αγάμου τρόπου ζωής με δικιά
μας και ελεύθερη βούληση, χωρίς
οποιονδήποτε (ψυχολογικό ή κοινωνικό)
εξαναγκασμό, 2) η φανερή ύπαρξη ειδικής «χάριτος»
του Θεού, και 3) η χρησιμοποίηση με
ταπεινοφροσύνη όλων των δυνάμεων του
ανθρώπου για τη δόξα του Θεού. Στο
Χριστιανισμό: Άγαμος χαρακτηρίζεται ο
άνθρωπος που από τη γέννησή του μέχρι
σήμερα υπήρξε παρθένος σωματικά και
ψυχικά χωρίς μεγάλη προσπάθεια, και που
χρησιμοποιεί όλες του τις δυνάμεις με
ταπεινοφροσύνη για τη δόξα Θεού. Πάντως
κανόνας για το Χρισπανό είναι ο γάμος· η
αγαμία είναι τιμητική κατάσταση, αλλά
δυσκολοκατόρθωτη και επικίνδυνη. Στην
Κ.Δ. αναπτύσσεται και η διδασκαλία γιά
την αγαμία. Ο Κύριος ρητά δίδαξε πως η (ισόβια)
αγαμία (παρθενία) είναι θεϊκό χάρισμα116.
Ο Απόστολος Παύλος, που ήταν άγαμος,
αναπτύσσει τη διδασκαλία και τονίζει
την αξία της αγαμίας. Λέει ότι κατά την
προσωπική του γνώμη, αν και ο γάμος δεν
είναι αμαρτία, καλύτερο είναι η παρθενία
(αγαμία). Γιατί 1) ο Χριστιανός άγαμος θα
είναι απερίσπαστος για να καταρτίζεται
στην τελειότητα, ενώ ο έγγαμος κατ'
ανάγκη θα διασπά την προσοχή του μεταξύ
του πνευματικού του καταρτισμού και των
φροντίδων για την οικογένειά του, 2) λόγω
των διωγμών, που υφίσταντο τότε οι
Χριστιανοί, ευκολότερα θά διαβούσαν
άγαμοι παρά έγγαμοι (π.χ. στην περίπτωση
μαρτυρικού θανάτου συγγενών117).
Αλλά κυρίως το ιδεώδες της αγαμίας
περιγράφεται από τον Κύριο ως κατάσταση
των ανθρώπων στη μετά θάνατο ζωή, ενώ η
επίγεια ζωή είναι η έγγαμη ζωή. Μετά
θάνατο δηλ. θα ζουν όλοι οι άνθρωποι σαν
άγγελοι άγαμοι118. Άλλη περιγραφή
της επουράνιας ζωής, όπου αναφέρονται 144
χιλιάδες «παρθένοι» ενώπιον του θρόνου
του Θεού, βρίσκουμε στην Αποκάλυψη, αλλά
κατά την καλύτερη ερμηνεία αυτοί είναι
οι αφοσιωμένοι στο Θεό, από διάφορες
φυλές, άσχετα με την άγαμη ή νόμιμα
έγγαμη κατάσταση τους119. Γιατί «ο
δρόμος που οδηγεί στην αληθινή παρθενία
και τον αληθινό γάμο είναι κοινός: η
σταυρική αυταπάρνηση και ασκητική
αυτοπροσφορά»119α. Κατά
τους Πατέρες της Εκκλησίας η αληθινή
χριστιανική παρθενία (αγαμία) διαφέρει
από το γάμο όσον ο άγγελος από τον
άνθρωπο, ο ουρανός από τη γη και ηι ψυχή
από το σώμα (Δαμασκηνός, Αθανάσιος,
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ισίδωρος
Πηλουσιώτης, Μ. Φώτιος, Θεόδωρος
Στουδίτης120. Kαι
η Εκκλησία συλλογικά χαρακτήρισε την
παρθενία προτιμότερη από το γάμο121.
Αλλά η μη χριστιανική παρθενία «ούτε
καλό ούτε κακό» είναι (Χρυσόστομος122).
Η παρθενία και ο γάμος «ο καθένας
προσφέρει διαφορετική υπηρεσία («διακονία»)
στον Κύριο» (Κλήμης ο Αλεξανδρινός123).
Δηλ. ο Κύριος «δημιούργησε διαφόρους
τρόπους» για τη σωτηρία των ανθρώπων, «ποικίλας
έτεμεν οδούς», (Χρυσόστομος124).
Αλλά η παρθενία είναι δώρο του Θεού (Αυγουστίνος125),
γιατί δεν είναι μόνο σωματική αλλά
κυρίως πνευματική (Γρηγόριος
Ναζιανζηνός126). Προϋποθέσεις της
χριστιανικής αγαμίας (παρθενίας) είναι:
1) Η με ελεύθερη βούληση εκλογή από το
άτομο του αγάμου βίου (Βασίλειος127).
2) H
αληθινή ευσέβεια (Αμφιλόχιος Ικονίου128).
3) H
πλήρης αφοσίωση στον Κύριο (Ιγνάτιος
Αντιοχείας, Χρυσόστομος129). Να
θυμηθούμε ακόμη πώς εκφράζεται ο λαός
για την εκλογη μεταξύ γάμου και αγαμίας
με την παροιμία: «Ή μικρός μικρός
παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». 4) Η
αρετή της ταπείνωσης (Ιγνάτιος
Αντιοχείας130). Ενώ η
εξωχριστιανική αγαμία βασίζεται στον
ατομισμό και τον υλισμό, και συνήθως
είναι πρόσκαιρη και εκτός νόμου γαμική
σχέση. 7)
Γάμος και αγαμία του Κλήρου Η
αγαμία του Κλήρου131 στην Π. Διαθήκη
είναι άγνωστη, γιατί οι ιερείς και
αρχιερείς των Ιουδαίων ήσαν έγγαμοι.
Στην Κ. Διαθήκη όμως ο Απόστολος Παύλος
μιλάει μόνο για το γάμο των διακόνων, των
πρεσβυτέρων και των επισκόπων132.
Προϋποθέσεις για την εκλογή λαϊκού σε
οποιονδήποτε βαθμό ιερωσύνης θέτει ο
Παύλος μεταξύ άλλων την πρό της εκλογής
μονογαμία, την καλή διοίκηση της
οικογενείας και την ευσέβεια τη δικιά
του και των τέκνων του. Ο Παύλος στη
διδασκαλία του αυτήν ακολούθησε την
έμπρακτη διδασκαλία του Kυρίου,
που διάλεξε ως μαθητές Του και
αποστόλους (οι οποίοι αντιστοιχούν προς
τους επισκόπους, ή μάλλον είναι ανώτεροι
και άπ' αυτούς) εγγάμους, εκτός από τον
Ιωάννη και αργότερα τον Παύλο. Δηλαδή οι
Πέτρος, Φίλιππος κ.λ.π. απόστολοι ήσαν
έγγαμοι. Επομένως ο Κύριος και ο Παύλος
δεν κάνουν καμμία διάκριση για το
έγγαμον ή μη των επισκόπων, πρεσβυτέρων
και διακόνων. Από
τους πρώτους αιώνες μ.Χ. επικρατούσε η
συνήθεια τις περισσότερες φορές να
αποφεύγεται ο γάμος μετά τη χειροτονία
των κληρικών. Η Σύνοδος π.χ. της
Νεοκαισαρείας (μετά το 314 μ.Χ., Κανών 1ος)
απαγορεύει μετά τη χειροτονία το γάμο
των πρεσβυτέρων· η Δ' Οικουμ. Σύνοδος (Κανών
l5ος),
στις διακόνισσες. Kαι
η Σύνοδος στον Τρούλλο (Κανών l4ος),
σ' όλους τους βαθμούς των ανωτέρων
κληρικών. Αλλά η Σύνοδος της Αγκύρας (l0ος
Κανών, 314 μ.Χ.) επιτρέπει στο διάκονο να
παντρευθεί μετά τη χειροτονία, αν το
δήλωσε πριν απ' τη χειροτονία του.
Προφανώς περιορίζει προϋπάρχουσα
μεγαλύτερη ελευθερία, όπως ανάλογα και
οι σύνοδοι Νεοκαισαρείας, Δ' Οικουμενική
και η εν Τρούλλω που είπαμε πριν. Στη
Δύση, οι Κανόνες της Καρθαγένης (Β.
Αφρικής, 255-419 μ.Χ.) καθορίζουν ότι οι
κληρικοί όλων των βαθμών πρέπει «γυναικών
απέχεσθαι» (Κανών 4ος), και αυτό να το
υποσχεθούν κατά τη χειροτονία (Κανών 25ος
ή 33ος). Kαι
η σύνοδος της Ελβίρας (Eliber,
μετά το 300 μ.Χ., Κανών 33ος.) αποφάσισε οι
κληρικοί όλων των βαθμών να «απέχουν των
συζύγων των και να μή γεννούν τέκνα». Δηλ.
δέχθηκε την κατ' ουσίαν αγαμία μετά την
χειροτονία. Τέλος η Σύνοδος της Αρελάτης
(314 μ.Χ., Κανών 6ος) επικύρωσε την απόφαση
για την αγαμία όλων των κληρικών. Από
τότε με την πάροδο του χρόνου, στη βάση,
αν καί συχνά παρουσιάζονταν αντίθετα
παραδείγματα και αντιδρούσαν οι
κληρικοί, επικράτησε η αγαμία σ' όλους
τους βαθμούς των κληρικών μέχρι και
σήμερα. Οι διαμαρτυρόμενοι όμως που
αποσχίσθηκαν από τη Δυτική Εκκλησία, η
Εκκλησία των Αγγλικανών και οι
Παλαιοκαθολικοί (από το 1871 μ.Χ.)
κατάργησαν την υπορεωτική αγαμία σ'
όλους τους βαθμούς των κληρικών. Στην
Ανατολή δηλαδή υπήρχε διαφορετική
αντίληψη για την αγιότητα του γάμου. Eνώ
η Δύση (4ος Κανών Καρθαγένης κ.λ.π.)
επιβάλλει ώστε οι κληρικοί «να απέχουν
γυναικών», γιατί αισθάνεται σα να
υπάρχει κάποιος μώμος στη συνουσία,
ακόμη και με αυτές τις χριστιανές
συζύγους τους, η Ανατολή (όπως
αποφάνθηκε η Στ' Οικ. Σύνοδος) δεν
αισθάνεται κανένα μώμο για τη νόμιμη και
στον κατάλληλο καιρό συνουσία, και
διατάσσει: «να καθαιρεθεί (αυτός ο
πρεσβύτερος ή ο διάκονος) που θα
τολμήσει... να διακόψει τη «συνάφεια» και
(γενικά) την επικοινωνία με τη νόμιμη
σύζυγό του»133. Αποτέλεσμα της
διαφορετικής αυτής αντίληψης ήταν η
διαφορετική στάση απέναντι στο θέμα της
αγαμίας των κληρικών. Η διαφορά της
Ανατολής και της Δύσης για το
υποχρεωτικό ή μη της αγαμίας των
κληρικών τονίστηκε ιδίως από τη Δύση στο
βουλγαρικό ζήτημα (866 μ.Χ.). Η Α' Οικ.
Σύνοδος (325 μ.Χ.) απέδωσε ακριβώς το
πνεύμα της Ορθόδοξης Ανατολής: την
ελεύθερη δηλ. εκλογή των κληρικών μεταξύ
γάμου και αγαμίας. Ο επίσκοπος Κορδούης
Όσιος, υπό την επίδραση των αποφάσεων
της Συνόδου της Ελβίρας (στην οποία
μετείχε) υποστήριξε (προφανώς) την
υποχρεωτική αγαμία των κληρικών όλων
των βαθμών, αλλά όμως με θάρρος απάντησε
ο ασκητικότατος ομολογητής,
θαυματουργός, άγιος και επίσκοπος «μέγας
Παφνούτιος»: «Μην επιβαρύνετε τη
συζυγία των ιερέων». Γιατί «ο γάμος, όπως
είπε ο Παύλος, είναι για όλους τίμιος και
η κλίνη είναι αμόλυντη. (Λοιπόν προσέξτε)
μήπως υπερβάλλοντας την ανωτερότητα
μάλλον βλάψετε με το παραπάνω την
Εκκλησία· γιατί όλοι δεν μπορούν ν'
αντέξουν (ισόβια) την άσκηση της «απάθειας».
(Kαι)
καθώς νομίζω, κανείς (έγγαμος) δεν μπορεί
να διατηρήσει τη σωφροσύνη του, αν του
στερήσεις τη σύζυγό του. (Γιατί)
χαρακτηρίζω σωφροσύνη καλή και τη «συνάφεια»
του καθενός με τη νόμιμη σύζυγό του.
Αναμφισβήτητα (λοιπόν) να μη χωρίζετε
τους συζύγους, που ο Θεός συνέζευξε και
που παντρεύτηκαν όταν (ο άντρας) ήταν
λαϊκός ή αναγνώστης ή ψάλτης»l34.
Η άποψη του Παφνουτίου απόλυτα
επικράτησε. Το ίδιο πνεύμα εκφράζουν και
οι «Αποστολικοί Κανόνες», οι «Αποστολικές
Διαταγές» και ο 13ος Κανών της Στ' Οικ.
Συνόδου. Ειδικά
για τον επισκοπικό βαθμό134α στην
Ανατολή άρχισαν να προτιμούν τους
αγάμους. Στην αρχή, μέχρι τον 4ο και 5ο
αιώνα, δεν έγινε καμμιά διάκριση μεταξύ
εγγάμου ή αγάμου υποψηφίου επισκόπου. Ο 5ος
Αποστολικός Κανών (2-3 αιώνες μ.Χ.) ρητά
απαγορεύει και τιμωρεί με καθαίρεση την
απομάκρυνση της συζύγου του επισκόπου.
Από τους εγγάμους επισκόπους της εποχής
αυτής αναφέρουμε το Γρηγόριο Ναζιανζού (πατέρα
του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου), τον άγιο
Γρηγόριο της Νύσσης (αδελφό του Μ.
Βασιλείου), το Συνέσιο Πτολεμαΐδος και
τον Ελπίδιο Καισαρείας134β. Σιγά
σιγά όμως, αυξανόταν η προτίμηση των
αγάμων, για δύο λόγους: 1) Γιατί άρχισε να
υπερτιμάται το μοναστικό ιδεώδες. Οι
μοναχοί υπάχθηκαν πλήρως στην
εκκλησιαστική διοίκηση και δέχθηκαν
εκκλησιαστικά αξιώματα. -2) Ο επίσκοπος
ήταν ο απόλυτος διαχειριστής της εκκλ.
περιουσίας και μπορούσε να υπάρξει
σύγχυση της εκκλησιαστικής παρουσίας με
την προσωπική περιουσία από τους
κληρονόμους των εγγάμων επισκόπων, και
μάλιστα απ' όσους είχαν τέκνα. Γι' αυτό ο 4ος
Κανών των «Αγίων Αποστόλων συνιστά σαφή
διάκριση της εκκλησιαστικής και
ατομικής περιουσίας των επισκόπων. Προσπάθεια
για επιβολή της αγαμίας στους
επισκόπους εκδήλωσε συστηματικά και
επίμονα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α'
(ο μέγας, 527-565 μ.Χ.). Αυτός κατά στάδια
προσπάθησε να επιβάλει τις απόψεις του.
Αλλά οι διατάξεις του δεν τηρούνταν από
πολλούς τουλάχιστον εκκλησιαστικούς
άρχοντες. Γι'αυτό επιβάλλει και στους
εκλέκτορες ποινές. Τα στάδια αυτά είναι
τέσσερα: 1) Να μην εκλέγονται επίσκοποι
όσοι έχουν τέκνα, γιατί ο επίσκοπος
είναι πνευματικός πατέρας όλων των
πιστών και τα φυσικά τέκνα πολύ
απασχολούν τους γονείς, και λόγω των
πολλών εξόδων είναι δυνατόν να
σφετερισθούν την εκκλησιαστική
περιουσία, 2) Να μην εκλέγονται επίσκοποι
όσοι έχουν σύζυγο ή τέκνα, και όσοι
εκλεγούν να καθαιρεθούν, 3) Να εκλέγεται
επίσκοπος μοναχός ή πρώην έγγαμος χωρίς
τέκνα, αφού προ εξ μηνών έπαυσε να
συγκατοικεί με τη σύζυγό του και
εντάχθηκε σε μονή ως μοναχός ή κληρικός.
Η παράβαση αυτών συνεπάγεται την
καθαίρεση του χειροτονούντος και του
χειροτονουμένου, 4) Να εκλέγεται
επίσκοπος που δεν έχει (τώρα) ούτε σύζυγο
ούτε τέκνα. Αν εκλεγεί με σύζυγο ή τέκνα,
«πάσι τρόποις της επισκοπής εκβάλλεσθαι»
και ο χειροτονηθείς και ο χειροτονήσας135.
Εκατόν
πενήντα χρόνια μετά τον Ιουστινιανό η
Σύνοδος στον Τρούλλο (ή Πενθέκm
Οικ. Σύνοδος, 691 μ.Χ.) ενώ με το 13ο Kανόνα
απαγορεύει την απομάκρυνση των συζύγων
των ιερέων, με τι 12ο Kανόνα
επιτάσσει την απομάκρυνση της συζύγου
του επισκόπου136. Από τη μελέτη του
Κανόνα τούτου συμπεραίνουμε τα εξής: 1)
Δεν εφαρμόζονταν οι νόμοι του
Ιουστινιανού. -2) Eπιβάλλεται
η εκλογή όχι μόνο των αγάμων αλλά και των
εγγάμων υπό τον όρο, κατόπιν κοινής
συμφωνίας, να απομακρύνουν τις συζύγους
τους. -3) Η αιτία είναι όχι η σύγχηση της
κυριότητας της περιουσίας, ούτε οι
οικογενειακές φροντίδες, αλλά ο
σκανδαλισμός των πιστών, κυρίως των
επαρχιών «Αφρική και Λιβύη», δηλ.
απολιτίστων λαών και ιεραποστολικών
επισκοπών, κατά τη σύγχρονη ορολογία.
Κατά μία μάλιστα εκδοχή, ο Κανόνας αυτός
δεν πρέπει να έχει γενική ισχύ, αλλά
ειδική για τις απολίτιστες χώρες και τις
ιεραποστολικές επισκοπές. -4) Η
συγκατοίκηση του επισκόπου με τη σύζυγ6
του δε θεωρείται ότι επιφέρει κάποιο
μώμο στους συζύγους, αλλά λόγω
σκανδαλισμού των πνευματικώς αδυνάτων
αποφεύγεται, παρά το σαφώς αντίθετο
πνεύμα της ορθόδοξης παράδοσης. Γι' αυτό
η Σύνοδος αναγκάζεται να δικαιολογήσει
την απόφασή της με γραφικό ρητό. - 5)
Διαφέρει κατά πολύ από τους νόμους του
Ιουστιανού (περιουσία, μοναχοί χωρίς
τέκνα - σκανδαλισμός, έγγαμοι χωρισμένοι
από τις συζύγους τους, αδιάφορη η ύπαρξη
τέκνων). Μετά τις αποφάσεις της Συνόδου
στον Τρούλλο ο αυτοκράτορας Λέων Γ' ο
Ίσαυρος (717 741 μ.Χ.) ασχολήθηκε με τους
εγγάμους επισκόπους και εξέδωσε τη 2η
Νεαρά (διάταξη 2) με την οποία δέχεται τις
αποφάσεις της Συνόδου, περιορίζει τις
απαγορεύσεις του Ιουστινιανού και
μάλιστα χρησιμοποιεί ειρωνικές
εκφράσεις γι' αυτές. Παρά
τις περιοριστικές διατάξεις της
Εκκλησίας και τους επανειλημμένους
περιορισμούς απ' την πολιτεία, δεν
έπαυσαν να εκλέγονται και έγγαμοι
επίσκοποι. Μέχρι το 12ο αιώνα αναφέρονται
έγγαμοι επίσκοποι137. Από τότε, ενώ
πράγματι δεν αποτελεί κώλυμα, «νομίζεται
ο γάμος ως κώλυμα προς προαγωγήν εις
επισκοπικόν αξίωμα»ι. (Ν. Μίλας, ένθ' αν.)
και ή κατόπιν κοινής αποφάσεως η σύζυγος
γινόταν μοναχή, ή εκλεγόταν ιερεύς που
ήταν χήρος με ή χωρίς
τέκνα.138. Μετά
τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, με αφορμή το
γάμο των Σέρβων ορθοδόξων κληρικών,
συζητήθηκε και το θέμα της αγαμίας των
επισκόπων. Πάρα πολλοί υποστήριξαν ότι η
Εκκλησία επέβαλε την αγαμία των
επισκόπων για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων της εποχής εκείνης, αν όμως
με τη μελέτη της σύγχρονης κατάστασης
αποδειχθεί πως το συμφέρον της
Εκκλησίας επιβάλλει σήμερα το έγγαμον
των επισκόπων, το οποίο είναι σύμφωνο με
τη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης, τότε
πρέπει να αρθεί το κώλυμα του γάμου για
την εκλογή επισκόπου139. Τη
δυνατότητα να εκλέγονται έγγαμοι
επισκόποι υπεστήριξαν μέχρι σήμερα εξ
Οικουμενικοί Πατριάρχες, δύο
αρχιεπίσκοποι, δεκαέξ μητροπολίτες,
ένας κανονολόγος και επίσκοπος (Νικόδημος
Μίλας), οκτώ καθηγητές, τρεις
πρωτοπρεσβύτεροι, δύο οικονόμοι, τρεις
λαϊκοί θεολόγοι και θεολογούντες140.
Συλλογικά δε και επίσημα σχεδόν
εκφράσθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία στο
Πανορθόδοξο Συνέδριο που συνήλθε το 1923
στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα
τελευταία ο καθηγητής του Κανονικού
δικαίου Π. Μπούμης βεβαίωσε πως για την
εκλογή των επισκόπων ο κανόνας είναι να
μη γίνεται διάκριση μεταξύ αγάμων και
εγγάμων κι ακόμη πως η συνήθεια που
υπάρχει (μόνον οι άγαμοι να εκλέγονται
επίσκοποι) είναι μια εξαίρεση του κανόνα
και μπορει να καταργηθεί με απόφαση
τοπικης Συνόδου141 8)
Εγκράτεια και άσκηση στο γάμο Η
εγκράτεια και η άσκηση142 είναι
απαραίτητοι και στο γάμο. Η άσκηση είναι
ένα από τα χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Άσκηση λέγοντας εννοούμε τον
εκούσιο περιορισμό του εαυτού μας από
ορισμένες πράξεις που ανάγονται μεν
ιδίως στη φυσική (υλική) ή βιολογική
υπόσταση του ανθρώπου και ειδικά
ικανοποιούν τις ορμές του, επιτρέπονται
όμως από τη Χριστιανική Ηθική143. Με
την αυτοάσκηση εκπαιδεύεται η βούληση
του ανθρώπου, με την οποία
πραγματοποιούνται όλες οι διαθέσεις του
ανθρώπου καί μάλιστα οι πνευματικές
εφέσεις του· πραγματοποιεϊται επομένως
καί. η ηθική του ζωή. H
κυριαρχία του πνεύματος144 είναι
απαραίτητη προϋπόθεση μιας
χριστιανικής ηθικής ζωής. Επειδή όμως η
άμετρη ικανοποίηση των βιολογικών ορμών
(γενετήσιας και αυτοσυντήρησης) απειλεί
την πλήρη επιβολή του πνεύματος επί του
σώματος του ανθρώπου, γι' αυτό είναι
απαραίτητη η άσκηση. Μ' αυτό
επιτυγχάνεται η «αυτοκράτεια» ή
εγκράτεια: «εγκράτεια λέμε (όπως έγραφε
ο Μ.Βασίλειος) όχι βέβαια την τέλεια
αποχή απ' τα φαγητά (γιατί αυτό είναι μια
βίαιη κατάργηση της ζωής), αλλά μια
απομάκρυνση απ' τα ευχάριστα με σκοπό
τον περιορισμό της υλικής αντίληψης της
ζωής («το φρόνημα της σαρκός») για ν'
αναπτυχθεί η ευσέβεια»145. Η
άσκηση και γενικά η εγκράτεια πρέπει να
επιδιώκεται με τούς εξής όρους: 1) Να
είναι σύμμετρη. Κατά το Βασίλειο Αγκύρας:
«Λόγω και μη αλογία ασκείσθαι»146.
-2) Να είναι ανάλογη με την προσωπικότητα
και την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Κατά
το Μ. Βασίλειο: «Η πιο καλύτερη εγκράτεια
στο φαγητό είναι αυτή που για τον καθένα
αναλογεί στη σωματική του ικανότητα (ιδιοσυγκρασία)...
(και) πρέπει να ταιριάζει - να είναι
ανάλογη με την υπάρχουσα δύναμη του
καθενός»147. - 3) Να είναι σύμφωνη με
την φύση του ανθρώπου και όχι παρά τη
φύση. Κατά τον Μ. Βασίλειο: «Να μην
προσθέσεις τίποτα παραπάνω απ' ό,τι
είναι φυσικό και σύμφωνο με τους νόμους («όρους»
του Θεού) του ευεργέτη (και δημιουργού)
της φύσης, αλλά εφαρμόζοντάς τους, να
διατηρήσεις δραστήριο το σώμα (σου),
χωρίς να το καταστρέψεις με τις
υπερβολές»148. Και 4) είναι μέσο γιά
καλλιέργεια της αρετής και όχι σκοπός
της ζωής του ανθρώπου. Κατά το Βασίλειο
Αγκύρας: «Η αποχή απ' τις ευχάριστες
τροφές δεν είναι αυτή καθεαυτό καλό,
αλλά (μόνο) σ' ό,τι βοηθεί ν' αποκτηθεί
κάτι καλό»149, δηλαδή ν' αποκτηθεί
αυτοκυριαρχία. Η
έννοια της άσκησης κατ' αρχήν
προϋποθέτει ορισμένη (και περιορισμένη)
χρονική περίοδο και καθωρισμένη ένταση.
Ως προς την ένταση της άσκησης αρκετά
αναφέρθηκαν στους ανωτέρω όρους. Ο
χρονικός περιορισμός είναι απαραίτητος
για την άσκηση, διαφορετικά δεν είναι
άσκηση αλλά ισόβια εγκράτεια. Η μοναχική
ζωή π.χ. απαιτεί ισόβια εγκράτεια, ενώ η
εγκόσμια χριστιανική ζωή απαιτεί κατά
χρονικά διαστήματα εξάσκηση και
εκπαίδευση της βούλησης του ανθρώπου,
δηλ. άσκηση, ώστε να βιώσει ο πιστός τη
σύσταση του Παύλου150: «Οι χρώμενοι
τω κόσμω τουτω ως μη καταχρώμενοι» (Εκείνοι
που ασχολούνται με τον κόσμο να φέρονται
σα να μην ασχολούνται με τον κόσμο)151.
Η
εγκράτεια και γενικά η άσκηση είναι μια
μορφή εκδήλωσης της ευσέβειας στις
διάφορες θρησκείες και μάλιστα της
Ανατολής. Η εγκράτεια και η άσκηση στη
γενετήσια ορμή αναφέρεται και από τον
Κύριο γιά ορισμένη κατηγορία ανθρώπων152.
Άτομα με ασκητική φύση βρίσκουμε και
στην Χριστιανική Εκκλησία των πρώτων
αιώνων. «Ασκητικές» όμως και «εγκρατιστικές»
τάσεις, που υπερτονίζουν δηλ. και
υπερεκτιμούν την αξία της άσκησης,
θέτοντας αυτήν ως τον άμεσο σκοπό της
ζωης του ανθρώπου, εμφανίζονται από τους
πρώτους αιώνες και αναφέρονται ως «γνωστικοί»,
γνωστικίζοντες, Ευσταθιανοί, Βογόμιλοι
κ.λ.π.. αιρετικοί. Υπολείμματα των ιδεών
αυτών υπολανθάνουν και σήμερα σε
μερικούς μοναχούς και μέσα απ' αυτούς σε
μερικούς λαϊκούς, που μάλλον
ικανοποιούν τους ασκητικούς τους
χαρακτήρες, που έχουν δηλαδή από φυσικού
τους. Όποιος μελετήσει την
εκκλησιαστική ιστορία προσέχει τις
ασκητικές τάσεις σε διάφορες
χρονολογικές περιόδους, σε έντονη ή άτονn
απόχρωση. Κατά
τη Χριστιανική Ηθική, η αληθινή άσκηση
για όσους ζουν στον κόσμο (έγγαμους)
είναι ανάλογη με την ηλικία, την
ιδιοσυγκρασία, τις περιστάσεις τις
περιόδους άσκησης π.χ., που έχουν
καθορισθεί από την Εκκλησία (Μ.
Τεσσαρακοστή κλπ.153) ή από την
ομάδα (οικογένεια, ενορία κλπ.), καθώς και
τις περιόδους ατομικής άσκησης και
εγκράτειας, για γενική αυτοαγωγή ή
ειδική πνευματική προετοιμασία, για
εντονότερη επικοινωνία προς το Θεό (Θ.
Κοινωνία κλπ.). Ειδικά για τη μεταξύ των
συζύγων συνουσία η Εκκλησία απαιτεί
εγκράτεια (αποχή δηλαδή) τριήμερη για τη
συμμετοχή στο μυστήριο της Θ.
Ευχαριστίας154. Σε μια μελέτη μου155
ανέφερα κι εσχολίασα μια
χαρακτηριστική εξαίρεση που συνιστά ο
Αναστάσιος ο Σιναΐτης156 και που
είναι χαρακτηριστική του πνεύματος της
Ορθοδοξίας. __________________________ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ I 1.
Γενικώς περί γάμου, ιδέ ιδίως: Ε.Α. Westermarck,
The
Histοry
οf
Human
Marriage,
v.
1-3 (1921). W.H.R.
Riνers,
Marriage,
intrοductοry
and
primitiνe,
εις J.
Hastings,
Εncyclοpaedia
οf
Religiοn
and
Ethics,
V.VIII,
(Edinburgh,
1915), pp.
423-432. Henri
Rοndet,
Intrοductiοn
a 1'etude de la théοlοgie
du mariage (Paris, 1960). J.
Zhishman,
Το δίκαιον του γάμου της Ανατολικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετάφρασις
Μελετίου Αποστολοπούλου, τ. 1-2 ('Αθήναι,
1912-1914). 2.
Πρβλ. «Το πρόβλημα της σεξουαλικής και
ερωπκής ηθικής είναι ένα από τα
περιπλοκώτερα, από τα βαθύτερα και από
τα πλέον μεταφυσικά προβλήματα» Ν.
Μπερδιάγιεφ, Περί του προορισμού του
ανθρώπου, ελλ. μετάφρασις, σ. 320. 3.
Φυσιολογία είναι «η επιστήμη της ζώσης
φύσεως, ήτοι η ερευνώσα τας λειτουργίας
των ζώντων οργανισμών, η ερμηνεύουσα τα
φαινόμενα της ζωής και καθορίζουσα του
νόμους και τας αιτίας αυτών κ.λπ.» Σ.
Δοντά, Φυσιολογία, τ. 1 (Αθήναι, 1935), σ. 1. 4.
«Ψυχολογία είναι (η) επιστήμη (η)
ερευνώσα κυρίως το πνευματικόν μας
στοιχείον». Κ. Σπετσέρη, Η ψυχική ζωή του
ανθρώπου. (Αθήναι, 1960), σ. 6. 5.
Πρβλ. το του Παύλου: Οι «νόμον μη έχοντες...,
ενδείκνυνται το έργον, του νόμου γραπτόν
εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης
αυτών της συνειδήσεως...» Ρωμ. β', 14-5. 6.
Ιδέ Liddell-Scοtt,
Μέγα Λεξικόν της Ελληνικης Γλώσσης, τ. 2,
σ. 1551 έξ. 7.
Διά των ανωτέρω αποκλείεται ο λευκός
λεγόμενος γάμος, δηλαδή ο αποκλεισμός
της μεταξύ
των συζύγων σαρκικής ομιλίας. 8.
Ο Μπερδιάγιεφ (Περί του προορισμού του
ανθρώπου, ελλ. μετ. σ. 321-322) υπεστήριξεν
ότι «οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας δεν
εσημείωσαν το φαινόμενον της αγάπης, και
ουδέν είπον περί της σημασίας του. Παν ό,τι
ευρίσκομεν εις την πατερικήν φιλολογίαν
και εις τους χριστιανούς θεολόγους
σχετικώς προς τον γάμον και την
οικογένειαν, μας κάμνει εντύπωσιν διά το
κατώτερον επίπεδόν του». Φρονώ ότι ο
Μπερδιάγιεφ ορθώς μεν αναφέρει ως
παραδείγματα τον Μεθόδιον και τον Ιερόν
Αυγουστίνον, λανθασμένως όμως γενικεύει
την κρίσιν του επί όλων των πατέρων. Π.χ.
ο Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος τιμούν επαρκώς τον γάμον. 9.
«Η πορνεία γάμος ουκ έστιν, αλλ' ουδέ
γάμου αρχή». Κανών 26ος. 10.
«Γάμος εστίν έννομος σαρκών δέσις». Έπη,
Α' 2, 34, στχ. 175. Μ 37, 953. 11.
«Γάμος, ου διά την μείξιν λέγεται γάμος·
επεί ούτω γε και η πορνεία γάμος αν ην·
αλλά διά το στέργειν ενί την γαμουμένην
ανδρί, και τούτο της πόρνης διέστηκεν η
ελευθέρα και σώφρων γυνή. Μ 48, 611. Καί «γάμος
εστί και μείξις σωμάτων, καθ'ο η κοινωνία».
Εις την Α' Κορινθ., ομ. ΙΘ' 3. Μ 61, 155. Ο
Χρυσόστομος περιγράφει και την εν τη
καθημερινη ζωή ενόmτα
των συζύγων και καταλήγει. Η γυνή «ούτως
αυτώ (τω ανδρί), συνημμένη, ως εικός σώμα
κεφαλή συνήφθαι». Εις το Ιωάννην, ομ. ΞΑ'
3-4, Μ. 59, 340-341. Πρβλ. και την ευχήν προς
ζεύγος Χριστιανών του Ιγνατίου
Αντιοχείας. Εύχεται ναά είναι ηνωμένοι «πίστει
και αγάπη σαρκική τε και πνευματική».
Προς Σμυρναίους, ΧΙΙΙ, 2, και εκτενεστέρα
μορφή, ΧΙΙΙ.Β 2, 282 και 316. 12.
Π.χ. ο Δανιήλ Γεωργόπουλος (Ιερά
ανθολογία περί των σεπτών και θείων επτά
μυστηρίων της Εκκλησίας, εκδ. 2, Βενετία,
1852), δίδει δύο ορισμούς του γάμου. Ο
πρώτος μάλλον, εξ επόψεως κοινωνικής («Ο
τίμιος και νόμιμος γάμος είναι ανδρός
και γυναικός ένωσις και σύνδεσμος όλης
των της ζωής, και συμφωνία εις την
εκτέλεσιν πάντων των θείων και
ανθρωπίνων δικαιωμάτων»), και ο δεύτερος
μάλλον εξ επόψεως εκκλησιαστικής. («Ο
γάμος είναι μυστήριον, διά μέσου του
οποίου ενώνεται ο ανήρ και η γυνή, και
διαφυλάττεται η συμφωνία της ζωής των
αχώριστος»). 13.
Π.χ. ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός. «Τον
γάμον ου τo
συγκαθευδήναι τον άνδρα και την γυναίκα
συνίστησιν, αλλ' η γαμική αυτών
συναίνεσις». Νεαρά
22. 14.
«Nuptiae sunt cοnjunctiο
maris et feminae et cοnsοrtium
οmnis
vitae, diνini
et humani juris cοmmunicatio.
Πανδέκται,
23,2. Νομ.Ι. 14α.
Πρβλ. όσα ο μητροπολίτης Αιμιλιανός
Τιμιάδης γράφει: «Μία θεολογική
θεώρησις του γάμου θα δείξη, ότι από της
εποχής της Θείας Ενανθρωπίσεως, ο γάμος
έχει νέον νόημα...», εις «Εν όψει της
Συνόδου: Το βίωμα του μυστηρίου του
γάμου», εις π. Εκκλησία, 45(1968), σ. 10-13. 15.
Ι. Χρυσ., Μ.55,35. 16.
Ο Αριστοτέλης λέγει ότι «κοινωνικόν
άνθρωπος ζώον» (Ηθικών, Ευδημίων, Ζ' 10,6
και 8). Kαι
ο μη αισθανόμενος την ανάγκην της
κοινωνικότητος είναι «ή
θηρίον ή θεός». (Πολιτικά, Α' 1,12). Kαι
η ψυχολογία δέχεται ότι «η φυσική
κατάστασις του ανθρώπου είναι να ζη εν
κοινωνία... διά της Συμβιώσεως,
διεγείρονται αι ατομικαί ιδιότητες και
δημιουργούνται εκδηλώσεις μη
εμφανιζόμεναι εις τα μεμονωμένα άτομα.
Όλη η πνευματική ζωή, τα ήθη, η θρησκεία,
η γλώσσα, η επιστήμη, η τέχνη, γεννώνται
εν κοινωνία. Κατ' αυτήν εκδηλούται η
βασική οντολογική αρχή της «δημιουργίας
συνθέσεως»... (διά της συμβιώσεως)
γνωρίζομεν τους άλλους και κατ'
αντιδιαστολήν προς αυτούς και του
εαυτού μας. Εκεί ασκούμεθα να
κυριαρχώμεν του εαυτού μας, βλέποντες
ότι τα όρια των απαιτήσεών μας συναντούν
τα δικαιώματα των άλλων, τα οποία πρέπει
να σεβώμεθα δια να σεβασθούν και οι
άλλοι τα ιδικά μας. Η διάκρισις; η
δικαιοσύνη, η ευγένεια, η φιλοκαλία, η
πολυμέρεια του πνεύματος, εκεί
αναπτύσσονται. Ο ακοινώνητος ούτε τας
ιδίας δυνατότητας γνωρίζει, ούτε
δύναται να κατευθύνη ορθώς, όσα έχει
συνειδητοποιήσει, (ούτος) ελάχιστα θα
υπερβή την βαθμίδα του ζώου. Αι έμφυτοι
καταβολαί του ούτε θα αναπτυχθούν, ούτε
περιεχόμενον θα αποκτήσουν». (Σπετ., Η
ψυχική ζωή του ανθρώπου, σ. 30-31). 16α.
Πρβλ. «Μέσα στα όρια του γεγονότος της
Εκκλησίας η κοινωνία προσώπων δεν είναι
ιδανικό «τέλος» ή μια αξιολογική «αρχή»,
αλλά μια φανέρωση και εμφάνιση και
αποκάλυψη του μυστηριου του Θεού και του
ανθρώπου», εις τον Χρ. Γιανναρά, H
κρίσn
της προφητείας. (2α έκδ. 1981), σ. 151. 17.
Η «ορμή της συμπαθείας και
αλληλοβοηθείας» είναι πρωταρχική τάσις
εν ημίν, εμφανιζομένη ήδη εις τας
κοινωνίας των πρωτογόνων... Η δευτέρα
μορφή της ορμής, η αλληλοβοήθεια, είναι η
ενεργητική εκδήλωσις της συμπαθείας. Η
αντίληψις και βίωσις της ξένης
δυστυχίας προωθεί εις βοήθειαν του
πάσχοντος. Τούτο όμως δεν συμβαίνει
πάντοτε. Συχνά συμπαθούμεν, αλλά
βοηθούμεν σπανιώτερονι. (Σπετ., σ. 34-35). 18.
Ιδέ και τας περί κοινωνικού βίου
αντιλήψεις του Νεοφύτου Δούκα (Τετρακτή,
ήτοι Ρητορική, Λογική, Μεταφυσική και
Ηθική. Αίγινα, 1834, σ. 286). Ούτος κατατάσσει
εις τέσσαρας βαθμίδας, 1) Τον γάμον, 2) την
συγκατοίκησιν 3) την γλωσσικήν,
πολιτικήν και θρησκευτικήν κοινότητα, 4)
την ανθρωπότητα ως σύνολον και ως
φυσικήν κοινόmτα.
19.
Aι
εκ της ερωτικής ή συζυγικής σχέσεως «βιώσεις
συνδέονται με μίαν εκτίμησιν και
αντίληψιν αξίας, η οποία κυρίως
διεγείρει τον πόθον αποκτήσεως και
διαρκούς ενώσεως. Μετ' αυτού συνυπάρχει
η βίωσις της κατανοήσεως. Ο αγαπώμενος
θεωρείται ως φορεύς υψηλών αξιών.
Παράλληλος εμφανίζεται η τάσις, εκάστου
μέρους να αναπτύξη τας ιδίας του
ικανότητας και εμφανίση αντιστοίχους
αξίας. Ούτως ο έρως αποβαίνει κέντρισμα
προς άνοδον και υψηλάς δημιουργίας».(Σπετ.
σ. 25). Ιδέ και Γ. Μποζώνη, Άνδρας και
Γυναίκα. Η μεταφυσική του Έρωτα, εις π. «Συζήτησις»,
σ. 201-205. 20.
Πρβλ. και τα περί «της αλληλοεπιδράσεως
της συζυγικής κοινότητος» εις Π.Γ.
Κοροντζή, Η οικογένεια ως αξιολογική και
μορφωτική κοινότης. (Αθήναι, 1960), σ. 25-28.
Και ο Σ. Καλλιάφας γράφει: «Ενώ ο μεν ανήρ
έχει ανάγκην εμπνεύσεως εκ γυναικός,
ευγενούς την ψυχήν, ίνα δημιουργήσει
έργα πολιτισμού, η δε γυνή ίνα
τελειοποιήται ως γυνή, έχει ανάγκην της
ευεργετικής οδηγητικής επιδράσεως
ανδρός σπουδαίου...». «Ψυχική σύγκρισις
των δύο φύλων. (Αθήναι, 1961 ), σ. 272. 21.
Ψαλμ. ρλβ', 1-3. 22.
Ματθ. ιη', 20. 23.
Ι. Χρυσ., Εις τον Ματθαίον, ομ. ΙΣΤ', 8. Μ 57,
250. 24.
Εκκλ. δ', 9-12. 25.
Παροιμ. ιη', 19. 26.
Γαλατ. στ', 2. 27.
Γεν. β', 18. 28.
Γεν. β', 22. 29.
Γεν. β'; 24. 30.
Παροιμ. ιθ', 14. 31.
Ματθ. ιθ', 4-5.
". 32.
Εφεσ. ε', 22-24. 34.
«Εις άρρεν τε και θήλυ από του λογικού
ζώου έως επί παν είδος αλόγου, τεμών,
κατά το θήλυ τμήμα του άρρενος
εργασάμενος οίστρον μεν εκάστω τμήματι
της προς άλληλα συμπλοκής άρρητον τη
φύσει ενέθηκε...». Προς Λητόϊον, 3. Μ 30,
673-676. 35.
Γεν. β', 18. Χαρακτηριστική είναι η
περιγραφή της απεχθούς καταστάσεως του
Αδάμ προ της δημιουργίας της Εύας. «Τω δε
Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ» -(Γεν.
β', 20). Ενώ δηλαδή υπήρχον άλλα ζώα (κατοικίδια),
τα οποία ηδύναντο να καταστώσι βοηθοί
του Αδάμ, ούτος εζήτει βοηθόν «όμοιον
αυτώ», δηλαδή άνθρωπον. Πρβλ. και την
ερμηνείαν του Χρυσοστόμου: «Κατάλληλον
αυτώ βοηθόν, την γυναίκα αινιττομένην.
Διά τούπο φησί «ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν»
και προσέθηκε δε «κατ' αυτόν», ίν' όταν
ίδης ευθύς τα θηρία παραγόμενα, και
πάντα τα πετεινά του ουρανού, μη νομίσης
περί τούτων ειρήσθαι. Ει γαρ και
συνεφάπτεται των καμάτων αυτώ πολλά των
αλόγων, αλλ' ουδέν ίσον της λογικής
γυναικός. Διά τούτο είπε «βοηθόν κατ'
αυτόν» Εις την Γένεσιν, ομ. IΔ',
4. Μ 53, 116. 36.
Σοφ. Σειρ. λ' (ή λγ'), 24. 37.
Παροιμ. κθ', 30. 38.
Ο Θεός «καταστήσας ημάς εν χρεία αλλήλων,
εύκολον πάλιν την επιμιξίαν εποίησεν».
Εις την Α' προς Κορινθ., ομ. ΛΔ', 4. Μ 61, 291. 39.
Ιδέ τον Ύμνον της αγάπης του Παύλου (Α'
Κορ. ιγ', 1 έξ.) και του Χρυσοστόμου: «Ουδέ
μίαν κτήση παρά Θεώ παρρησίαν... και...
ουδέν ημών προστήναι δυνήσεται, αν
μη άκραν αγάπην έχομεν». Εις την Α' προς
Κορινθ., ομ. ΚΕ', 4. Μ 62, 211-212. Πρβλ. Β'
Ιωαννίδου. Η κοινή εντολή της αγάπης και
ο ύμνος αυτής υπό του Απ. Παύλου εν 1Κορ.
13. (Έκδ. 2, Αθήναι, 1958), και Π. Μπρατσιώτου,
Το νόημα της χριστιανικής αγάπης. (Αθήναι,
1956). 40.
«Η κοινωνιολογία διερευνώσα λεπτομερώς
το φαινόμενον οικογένεια, διαπιστώνει
ότι εν αυτή η βιολογική γενετήσιος
σχέσις των δύο γονέων μεταβάλλεται εις
κοινότητα ζωής πολλαπλού περιεχομένου.
Καθίσταται η οικογένεια κοινόmς
ασφαλείας, κοινότης αγάπης, κοινότης
ηθικής, κοινότης τιμής, κοινότης
κοσμοθεωρητική, κοινότης παιδευτική».
Σπετ. Θεωρία της παιδείας. (Αθήναι, 1961), σ.
57-58. Kαι
Σπετ., Φιλοσοφία της κοινωνίας και του
πολιτισμού. (Αθήναι, 1946), σ. 29-42). Ιδέ και Π.Γ.
Κοροντζή, ένθ' αν. Σ. Καλλιάφα, Α')
Διάγραμμα της ψυχολογίας του βάθους. Β')
Η νοσηρότης της εποχής μας
τεκμηριουμένη εκ της διαγωγής της
γυναικός κ.λπ. (Αθήναι, 1959), σ. 99... 41.
Π.Γ. Κοροντζή, ένθ' ανωτ. Σερ. Παπακώστα,
Το ζήτημα της τεκνογονίας, Tο
δημογραφικόν πρόβλημα από χριστιανικής
απόψεως. (Εκδ. 2, Αθήναι, 1947). 42.
Πρβλ. το του Κυρίου: «Η γυνή... όταν
γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει
της θλίψεως διά την χαράν ότι εγεννήθη
άνθρωπος εις τον κόσμον». (Ιωάν. ιστ', 21
και Παροιμ. κγ', 24). Η «ορμή της μητρότητος»
είναι η παρωθούσα προς απόκτησιν και
ανατροφήν τέκνων... Είναι κατ' εξοχήν
έντονος και βαθεία εις την γυναίκα,
συνδέεται δε και με την σωματικήν της
κατασκευήν... Η επιθυμία αποκτήσεως
τέκνων εμφανίζεται και εις τον άνδρα,
αλλ' όχι με την δύναμιν, την οποίαν
βλέπομεν εις την γυναίκα... Η ορμή της
μητρότητος παρωθεί την γυναίκα εις
πράξεις μεγίστης αυταπαρνήσεως». (Σπετ.
Η ψυχική ζωή, ένθ' αν., σ. 27-28). 43.
Καλλιάφα, Α' Διάγραμμα της ψυχολογίας
του βάθους, ένθ' αν., σ. 98. Kαι
Κοροντζή, ένθ' άν., σ. 29. 44.
«Κρείσσων ατεκνία μετά αρετής». Σοφ. Σολ.
γ', 13. «Πολύγονον δε ασεβών πλήθος ου
χρησιμεύσει. Σοφ. Σολ. δ', 3.
45.
Kαι
προβιβάσεις αυτά (την αγάπην προς τον
Θεόν, στχ. 5) τους υιούς σου, και λαλήσεις
εν αυτοίς, καθήμενος εν οίκω και
πορευόμενος εν οδώ, και κοιταζόμενος και
διανιστάμενος». Δευτ. στ',7 «Παραβαλείς
δε αυτήν (την εμήν εντολήν) επί νουθεσίαν
τω υιώ σου». Παρ. β΄2. 46.
«Εκτρέφετε αυτά (τα τέκνα υμών) εν
παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Εφεσ. στ'. 48.
«Οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών»
Εφεσ. ζ', 4α. «Οι πατέρες μη ερεθίζετε τα
τέκνα υμών, ίνα μη αθυμώσιν». Κολ. γ', 21. 49.
Ιδέ Ιερων. Κοτσώνη, Η χριστιανική
ανατροφή των παιδιών κατά τους χρόνους
των κατακομβών. (Αθήναι, 1939). 50.
Ιδέ και Κοροντζή, ένθ' αν., σ. 30. Π.χ. ο
Χριστιανός γονεύς περιορίζει τας
απαιτήσεις του εκ των τέκνων του χάριν
των απαιτήσεων του Θεού εξ αυτών. «Ο
φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι
μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα
υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος». Ματθ. ι', 37. 51.
Σ. Καλλιάφα, Το παιδαγωγικόν πρόβλημα
της γενετησίου ορμής: (Εκδ. 2α, Αθήναι, 1958).
Του αυτού, Ορμαί και πνεύμα, εις βιβλίον
του: Ανθρωπολογικαί μελέται. (Αθήναι, 1957).
Χρ. Ανδρούτσου. Η ψυχολογία του Freud
(Ψυχανάλυσις) εξεταζομένη κατά τας
θεμελιώδεις αυτής δόξας. (Αθήναι,
1931). William Graham
Cοle, Sex and lονe in the Bible (Ν. Yοrk, 1959). Fr.
Thilly,
Eισαγωγή
εις την ηθικήν (μετ. Γ. Γρατσιάτου, Αθήναι,
1922), σ. 130 εξ. 177 έξ. Χ.Ανδρούτσου, Σύστημα
Ηθικής. (Αθήναι, 1925), σ.50 έξ. 52.
Χ. Ανδρούτσου, Γενική Ψυχολογία. (Αθήναι,
1934), σ. 323. 53.
Πρβλ. «Διπλής ούσης εν τη ανθρωπίνη
φύσει της ηδονής, της μεν εν ψυχή δι'
απαθείας ενεργουμένης, τας δε διά πάθους
εν σώματι». Γρηγόριος ο Νύσσης, Εις το
Άσμα Ασμάτων, ομιλ. Α'. 54.
Θ. Βορέα, Ψυχολογία. (Αθήναι, 1933), σ. 363. 55.
Σ. Καλλιάφα, Ορμαί και πνεύμα, ένθ' αν., σ.
44, Kαι
του αυτού, Ψυχολογική σύγκρισnς
των φίλων, ένθ' αν. 56.
Σπετ. Η ψυχ. ζωή του ανθρώπου, ένθ' αν., σ.
25. 57.
Ιδέ, Ε. Spranger,
Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας. (μετ. Ν.
Λούβαρι) Αθήναι, 1927. 58.
Σ. Δοντά, Φυσιολογία, τ.2 έκδ. 2α, σ. 517. Πρβλ.
και το του Αμφιλοχίου Ικονίου: «Ο τίμιος
γάμος, υπέρκειται παντός δώρου γηΐνου,
ως έγκαρπον δένδρον, ως αστείον φυτόν». Μ
39, 45. 59.
Καλλιάφα, Το παιδαγωγικόν πρόβλημα της
γενετησίου ορμής, ένθ' αν. σ. 65. Και του
αυτού, Αρμονική ανάπτυξις ορμών και
πνεύματος είναι θεμελιώδης όρος ψυχικής
υγείας. (Αθήναι, 1960), σ. 7. Ως και του αυτού,
Ψυχολογική σύγκρισις κ.λπ. ένθ' άν. Πρβλ.
«Κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως
Άδης ζήλος».Άσμα Ασμάτων η', 6. Περί του
έρωτος εξ απόψεως χριστιανικής, ιδέ
προχείρως: Μ. Γαλανού, Συζυγία και έρως (π.
Ανάπλασις, 1940, αρ. 9). R.
Biοt,
Ερωτική αγωγή (μετ. Π. Κόλλα-Ε. Πλατσαίου,
Αθήναι, 1945) (Καθολικόν). Α. Herbert
Gray,
Τα δύο φύλα και ο Θεός. Εξέτασις των
σεξουαλικών ζητημάτων από χρισπανικής
απόψεως. (Μετ. Ο. Ιατρίδου, Αθήναι, 1932). (Διαμαρτυρομένων).
Η. Van
Ονen,
Philia
und
Agape,
εις βιβλίον Evangelishe
Ethik.
(Basel,
1952), σ. 176-181. Μπουγ., Γενετήσιος αγωγή, εις
ΘΗΕ, τ. 4 ( 1964), σ. 267-269, Μπουγ., Ορθοδοξία και
σεξουαλικό πρόβλημα. (Αθήνα, 1987). 60.
«Ο έρως αποβαίνει κέντρισμα προς άνοδον
και υψηλάς δημιουργίας. Εν δε τη
συμβιώσει των συζευχθέντων και τω
σχηματισμώ οικογενείας έχομεν ψυχικόν
σύνδεσμον και άσκησιν πνευματικής ζωής».
Σπετ. Η ψυχ. ζωή, ένθ' αν. Πρβλ. Καλλιάφα,
Ψυχολογική σύγκρισις, ενθ' αν. 61.
Α' Τιμ. δ', 4-5. 62.
Εις την Γένεσιν, ΙΖ', 8. Μ 53, 144. Πρβλ. την
έκφρασιν «ευφραινομένη τω ιδίω ανδρί»
της περί το τέλος της Ακολουθίας του Mυστηρίου
του γάμου ευχής. 63.
Ιδέ F.
Thilly,
Eισαγωγή
εις την Ηθικήν, σ. 133. 65.
Παροιμ. ε', 18. 66.
Άσμα Ασμάτων η', 6. 67.
Α' Τιμ. δ', 4. 68.
Περί της εν παρθενία αληθούς άφθορίας.
Προς Λητόϊον επίσκοπον Μελιτηνής, 3. M
30, 673-676. 69.
Συμπόσιον, Γ'. Β 18, 37. Πρβλ. και Γρηγόριον
τον Νύσσης, ο οποίος συγκρίνει την
ηλικίαν εν σχέσει με την εμφάνισιν και
ανάπτυξιν των αισθήσεων και του νου. Μ 44,
736. 70.
Περί του μη απογινώσκειν τινάς εαυτών, 6.
Μ 51, 369. Και εις την προς Εφεσίους, ομ. Κ', 1.
Μ 62, 135-136. Πρβλ. Μ. Γαλανού, Η Aγία
Γραφή και το γυναικείον κάλλος (π.
Ανάπλασις, 1941, α.φ. 5-6, σ. 8). Kαι
«Κάλλος γυναικός ιλαρώνει πρόσωπον, και
υπέρ πάσαν επιθυμίαν ανθρώπου υπεράγει».
Σοφ. Σειρ. λστ', 27. «Χάρις γυναικός τέρψει
τον άνδρα αυτής, και τα οστά αυτού πιανεί
η επιστήμη αυτής. Σοφ. Σειρ. κστ', 13.
Επιτρέπεται επίσης, εις τους Ιουδαίους η
εκλογή συζύγου εκ των αιχμαλώτων (αλλοθρήσκων),
μόνον εάν διακρίνεται ο αιχμάλωτος δια
το κάλλος της. (Δευτ. κα', 10-11). 71.
«Πάντα μεν καλά και καθαρά τα του Θεού
ποιήματα... (Διότι) ουκ έστιν αμαρτία ουδέ
η αληθής χρήσις, ει τα όργανα παρά του
Δημιουργού διαπέπλασται». Επιστολή προς
Αμμούν μονάζοντα. Μ 26, 1169-1173. 72.
Προς Λητόϊον, 38. Μ 30, 745. 73.
Λόγοι Δ', 4. Μ 39, 72. 74.
Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, Β'
13. Μ 94, 929/932. 75.
Όροι κατά πλάτος, 17. Ότι δει και γέλωτος
εγκρατώς έχειν, 2. Μ 31, 964. 76.
«Ή τε πορνεία... ηδονη χαριζομένη το παν,
όπερ εστίν αμαρτίας σύμβολον, αλλ' ουκ
αρετής σημείον».Διδ. Απ., ΧΧΥΙΙΙ, 3. Β 2, 114. 78.
Στρωματείς, Ζ' ΧΙΙ. Β 8, 278. Πρβλ. και την
περί των σχέσεων των συζύγων έκφρασιν
του Θεοδωρήτου του Κύρου: «Μη της ηδονής
το πάθος, αλλά τον λογισμόν της
κοινωνίας». Εις τα άπορα της Θείας
Γραφής. Δευτερονόμιον, ερώτησις ΙΘ'. Μ 80,
425. 79.
Προς Σμυρναίους, ΧΙΙΙ, 2(εκτενής μορφή
ΧΙΙΙ) Β 2, 316. Ή Β 2,. 286. Πρβλ. και το «ομόνοια
ψυχών και σωμάτων» από ευχήν εις το
Μυστήριον της Εκκλησίας. 79α
Ιδέ και Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του
ήθους (2α έκδ. 1979, σ. 215): «Ο εκκλησιαστικός
γάμος ελάχιστη σχέση έχει με την
κοινωνική θεσμοποίηση της γενετήσιας
λειτουργίας. Οπωσδήποτε δεν φιλοδοξεί
να της προσδώση νομιμότητα ή μεταφυσικό
κύρος, ούτε να «βελτιώση» και διευκολύνη
τη φυσική σχέση με ηθικές δεσμεύσεις που
σκοπεύουν στον «εναρμονισμό» των
χαρακτήρων...». 80.
Σ. Παπακώστα, Αγιότης, γάμος, γυναίκα. (Αθήναι,
1961). Χρυσοστόμου Θεμελή (Επισκόπου
Θαυμακού), Γάμος καί διαζύγιον (έκδ. 2α,
Αθήναι, 1953). Η.
Rοdent,
Intrοductiοn
à l' Etude de la Théolοgie
du Mariage. (Ρaris,
1960). 81.
Γεν. α', 26-8 και β', 18-44. Πρβλ. Γεν. θ', 1, Σοφ.
Σολ. ιθ', 14, Ματθ. ιθ', 4-6 Ιωάνν. β', 1 εξ. 82.
Ο Κύριος: Ματθ. κβ', 1 εξ., κε', 1 εξ., Μάρ. β',
19, Λουκ. ιβ', 36. Ιωάννης: Ιωάν. γ', 29. Παύλος:
Β' Κορ. ια', 2, Εφεσ. ε', 23 εξ. 32. Άλλοι: Αποκ.
ιθ', 7-9, κα', 2-9, κβ', 17. Π. Διαθήκη: Ωσ. β', 19-21.
Ησ. νη', 6 εξ., β', 5. Ιεζ. ιστ'. Ψαλμ. μδ'.Άσμα
Ασμάτων. 83.
«Το πνεύμα ρητώς λέγει ότι εν υστέροις
καιροίς αποστήσονται τινές της πίστεως,
προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις...
κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων, α
ο Θεός έκτισεν εις μετάληψιν μετά
ευχαριστιας τοις πιστοίς και απεγνωκόσι
την αλήθειαν. Ότι παν κτίσμα Θεού καλόν,
και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας
λαμβανόμενον» αγιάζεται γαρ διά λόγου
Θεού και εντεύξεως». Α' Τιμ. δ', 1-5. Πρβλ. Α'
Κορ. ζ', 2,5,6,9. 84.
Οι αιρετικοί εξ υπερβολικής ασκήσεως
απηγόρευον πάσαν υλικήν απόλαυσιν, Ιδέ Α'
Τιμ. δ', 1-5, Πρβλ. Κολ. β', 20-23. 85.
Πρβλ. Ματθ. ε', 28. Α' Θεσ. δ', 3. Σοφ. Σειρ. κγ',
6 καί Α' Κορ. ζ', 28 36,38,39. 86.
Κλημ. Αλεξ. Στρωματείς, Γ' ΧΙΙ. (Β 8,41 ). Διδ.
Αποστ., ΧΧΥΙΙΙ, 1. (Β. 2, 114). Αμφιλ. Λόγοι, Β' Ι.Μ.
Φωτίου Επιστολαί, Α' 8, παρ. 95. Ευστάθιος
Θεσσαλ., Προεισόδιος της Αγ.
Τεσσαρακοστής Λόγος Β' 12 (Μ 39, 45, 102, 68β, 135,
592). Καρμίρη Μνημεία, έκδ. 1η, σ. 542-643.
Ευχολόγιον. 87.
Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής, της Ορθοδ.
πίστεως, Α', 20. Χρυσοστόμου, Εις την προς
Εφεσίους, ομ. Β' 3 (Μ. 94, 1196, 62 20). Πρβλ.
Ιουστίνου, Απολογία, Β', 2. (Β 3, 200). 88.
Παιδαγωγός, Α' ΧΙΙΙ. Β 7, 127. 89.
Εις την Α' προς Θεσσαλόν., ομ. Ε', 3. Μ 62, 426. 90.
Εις την προς Εβραίους, ομ. ΛΓ' 3 εις την
Γένεσιν, ομ. ΚΒ', 3. Μ 63, 227-228. 53, 190. Διδαχαί
Αποστόλων ΣΤ' ΧIV,
3-4 ΧΧVII,
3. Β 2, 103-104. 113, 17-9. Πρβλ. Χρυσόστομον, Εις
την προς Ρωμαίους, ΙΓ', εις Δ. Μπαλάνου,
Κρίσις της Δογματικής Χ. Ανδρούτσου. (Ιεροσολ.,
1907), σ. 23. 91.
Απόκρυφον Ευαγγέλιον κατ' Αιγυπτίους (και
Ψευδοκλήμης), Απόκρυφοι Πράξεις
Αποστόλων, Παύλου και Θέκλης, Πέτρου,
Ιωάννου, Ανδρέου και Θωμά (Στεφ. 143-144,
υποσ. 6). Μαρκίων, Σατορνείλος, Εσσαίοι (Β
5, 331, 5, 327, 358, 359), Βαρδισάνης, Ταπανός (Στεφ.
ένθ' αν., Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 91.76. Πρβλ.
Θεοδωρήτου του Κυρ., Αιρετικής
κακομυθίας, Ε' 25. Μ 83, 532), και ο
Μοντανισμός κατ' αρχάς (Στεφ. 72), ο
ασκητής Ιέραξ, ο Ευστάθιος και οι
Ευσταθιανοί (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, Γ' 96.
Μπαλάνου, ένθ' αν. σ. 178. Σωκράτους, Εκκλ.
Ιστορ. Β' 43. Μ 67, 352, Πρβλ. Στεφ., 143-144. Μπαλ.
ένθ' αν. σ. 293, υποσ. 1). Ιδέ και Αλεξάνδρου
Λυκοπολίτου, Κατά Μονιχαίων, 4, 25. Β 19, 165,
179. 92.
Κανόνες Α', Δ', Θ' και ΙΔ', αλλά και ο ΝΑ'
Κανών των «Αγίων Αποστόλων». Kαι
η «Διδαχή των Αποστόλων» (ΧΥΙΙ, 1, ΧΧΥΙ, 3),
ο Ιππόλυτος (Κατά πασών των αιρέσεων
έλεγχος, Ζ' 28, 30. Θ' 18, 28), Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς (Στρωματείς, Γ' ΙΧ, ΧΙ). B
2.105, 112. 5, 327, 331, 356. Πρβλ. 5, 359. 8, 34, 35. 93.
Έφεσ. ε', 32. 94.
Θ. Στουδiτου,
Επιστολαί Β', 165, Μ 99, 1524, Στεφ., 425. 95.
Στεφ., 386-387. 96.
ΘΗΕ, 1, 400. 97.
L. Wοοdbridge Riley, Saints, Latter-Day, εις
Hast. ΧΙ,
82-90. 98.
Εις την προς Εβραίους, ομ. ΛΓ', 1. Μ 63, 210.
Πρβλ. Εις το «Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν», 3. Μ
51, 190. 99.
Αθαν., Επιστολή προς Αμμούν. Θεοδ., Εις τα
άπορα κ.λπ., ερώτησις ΙΘ' Χρυσ., Εις την Α'
προς Κορινθ., ομ. ΙΘ', 3. Μ 25, 1169-1173. 80, 425. 61, 155
100.
Ισιδ., Επιστολαί Γ', 351. Θεοδ., Ερμηνεία της
προς Ρωμαίους (ε', 21). Χρυσ., Εις την προς
Εβραίους, ομ. Ζ', 4. Κυριλ., Κατηχήσεις, Δ',
25. Μ 78, 1009. 66, 800. 63; 68. 33, 488. Πρβλ. Γρηγόριος ο
Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, ομ. Η', Μ 44,
744. 101.
Στρωματείς, Ζ' ΧΙΙ, Γ' ΥΙ, ΧΙΙ. Β 8, 278. 8, 27.
Προς Σταγείριον, Γ'. Μ 47, 495-496. 102.
Στρωματείς, Γ' ΧΥΙΙ. Β 8, 47-48. 103.
.Εις την Γένεσιν (δ', 1). Μ 87, 233. Ενώ κατά τον
Μιχαήλ τον Γλυκά (Εις τα άπορα, επιστολή
6) ο γάμος προήλθεν «από της παρακοής
(Μ'158, 756-757. 760). 104.
«Αμαρτία είναι πάσα παράβασις του θείου
θελήματος και επομένως η αστοχία του
ανθρώπου να πραγματοποιήση τον αρχικόν
του προορισμόν». Ιωάννου Ρωμανίδου, Το
προπατορικόν αμάρτημα κ.λπ. (Αθήναι, 1957,
Αινέσιμος επί διδακτορία διατριβή), σ. 150. 105.
Πρβλ. «Eι
των του Θεού χειρών έργον είναι
πιστεύομεν τον άνθρωπον, κατά τας θείας
Γραφάς, πώς ηδύνατο, εκ καθαράς δυνάμεως
έργον τι γίνεσθαι μεμολυσμένον;» (Μ.
Αθανάσιος, Προς Αμμούν. Μ 26, 1172), και «ουχ
ούτως ο Θεός την φύσιν εδημιούργησεν ως
ανάγκην έχων την αμαρτίαν». (Χρυσόστομος,
Εις την προς Εφεσίους, ομ. Β', 3. Μ 62, 20). 106.
Ιδέ το του Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας: «Ου
γάρ φύσεως, αλλά προαιρέσεως και αι
κολάσεις και οι στέφανοι». Ερμηνεία εις
την προς Εφεσίους. 107.
Π.χ. «η επιθυμία αμαρτία μεν ουκ έστιν,
όταν εις αμετρίαν εκπέση... τότε λοιπόν
μοιχεία το πράγμα γίνεται»ι.
Χρυσόστομος, Εις την προς Ρωμαίους, ομιλ.
ΙΓ'. Kαι
ο Χριστιανός «και εσθίει και πίνει και
γαμεί ου προηγουμένως, αλλά αναγκαίως.
Το γαμείν δε εάν ο λόγος αιρή λέγω και ως
καθήκει». Κλήμης ο Αλεξανδρεύς,
Στρωματείς Ζ' ΧΙΙ. Β 8, 278, Πρβλ. «Διδαχή
Αποστόλων» ΧΧΥΙΙΙ 1. (Β 2, 114). 108.
«Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου; Αλλ'
ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού
επί της γης». Ιώβ ιδ', 4-5. 109.
«Βροτών δε μώμος πάντεσι μεν έστι επ'
έργοις»ι. Βακχυλίδης (λυρικός ποιητής,
470; π.Χ.), στο Έλληνες Λυρικοί, έκδοσις Berqk,
ΧΙΙ, σ. 202. 110.
Ο Χρυσόστομος (Εις την Γένεσιν, ΚΒ' 3)
ερμηνεύων το χωρίον Γεν. στ', 3, λέγει: «Επειδή
περί τας σαρκικάς πράξεις διηνεκώς ήσαν
ησχολημένοι σάρκας αυτούς εκάλεσεν». Μ
53, 190. 111.
Πρβλ. το του Παύλου: «Πάντα μοι έξεστιν,
αλλ' οδ πάντα συμφέρει. Πάντα μοι έξεστιν,
αλλ' ουκ εγώ εξουσιασθήσομαι υπό τινος...».
Α' Κορ. στ', 12 εξ. 111α.
Π.χ. Αμμούν (4 Οκτωβρίου), Ζαχαρίας (17
Νοεμβρίου), Μελάνη (31 Δεκεμβρίου). Πρβλ.
Μωυσέως Αγιορείτου Μοναχού, Οι έγγαμοι
άγιοι της Εκκλησίας. (Αθήναι 1988). 111β.
Π.χ. Γαλακτίων και Επιστήμη (5 Νοεμβρlου),
Ανδρόνικος και Αθανασία (9 Οκτωβρίου),
Χρύσανθος και Δαρεία ( 19 Mαρτίου),
αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία (10
Σεπτεμβρίου). 112.
Μπουγ. Αγαμία, ΘΗΕ, 1, 113-118, όπου και
βιβλιογραφία. Kαι
Μπουγ., Άγαμος και έγγαμος επίσκοπος. (Αθήναι,
1968), σ. 3-8. Μπουγ., Γενετήσιος αγωγή εις ΘΗΕ,
τ. 4 (1964), σ. 267-269. Μπουγ., Ορθοδοξία και
σεξουαλικό πρόβλημα. (Αθήνα, 1987). 113.
Γεν. β', 18-24. 114.
Κριτ. ια', 37-40. 115.
Γ' Βασ. ιζ', 1. 116.
Ματθ. ιθ', 11-12. 117.
«Επιταγήν Kυρίου
ουκ έχω, γνώμην δε δίδωμι... Καλόν άνθρώπω
το ούτως (άγαμος) είναι... διά την
ενεστώσαν ανάγκην. Εάν γήμη η παρθένος,
ουχ ήμαρτε· θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν
οι τοιούτοι· εγώ δε υμών φείδομαι... Ο
καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστιν,
ίνα και οι έχοντες γυναίκας, ως μη
έχοντες ώσι... Ο άγαμος μεριμνά τα του
Κυρίου, πώς αρέσει τω Κυρίω, ο δε γαμήσας
μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τη
γυναικί... Τούτο... λέγω... προς το εύσχημον
και ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως». Α'
Κορ. ζ', 25-35, πρβλ. και ζ', 1-7 που
αναπτύσσεται θαυμάσια εις : Γ.Π. Πατρώνου,
Γάμος και αγαμία κατά τον Απόστολο Παύλο:
Εισαγωγή και ερμηνευτικά στην Α' Κορ. 7,
1-7. (Αθήνα, 1985). 118.
Λουκ. κ', 34-36. Πρβλ. Ματθ. κβ', 30. Μάρκ. ιβ', 15. 119.
Αποκ. ιδ', 1-5. Διά την ερμηνείαν της
παρθενικής ιδιότητος των 144 χιλιάδων του
χωρίου τούτου υπάρχουν δύο εκδοχαί. Η
πρώτη εκδοχή δέχεται (ότι ούτοι
διετέλεσαν παρθένοι καθ' όλην την επί
της γης ζωήν των, και την υποστηρίζουν οι
Αρέθας επίσκοπος Καισαρείας (Μ 106, 684),
Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Καισαρείας (Μ 106,
344), καθηγητής Π. Μπρατσιώτης («Αποκάλυψις
Ιωάννου», σ. 221-222, ως και πάντες οι
Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι καί τινες των
Διαμαρτυρομένων). Η δευτέρα εκδοχή
δέχεται την αλληγορικήν ή πνευματικήν
ερμηνείαν του όλου χωρίου και της λέξεως
«παρθένος». Δηλαδή «παρθένος» είναι ο
άνθρωπος ο οποίος εις την γην έζη κατά
Χριστόν και η ψυχή αυτού (νύμφη) ήτο
αφωσιωμένη και προσκεκολλημένη εις τον
Σωτήρα Χριστόν (νυμφίον), ασχέτως
σωματικής παρθενίας η κατά Χριστόν
εννόμου γάμου. Η ερμηνεία αυτή της
λέξεως «παρθένοι» υπεστηρίχθη, διότι «ευοδούται
φιλολογικώς κάλλιον της πρώτης (κυριολεκτικής
ή γραμματικής) ερμηνείας, διευκολύνουσα
και την ερμηνείαν των άλλων εκφράσεων
του κειμένου και αίρουσα την
φαινομενικήν τουλάχιστον αντίφασιν
προς την χριστιανικήν διδασκαλίαν περί
γάμου, συμφωνεί δε προς την ερμηνείαν
μεγάλων και αρχαίων Πατέρων (όπως
Χρυσοστόμου, Κλήμεντος Αλεξανδρείας)
και εναρμονίζεται πληρέστερον προς τον
πνευματικόν μεν χαρακτήρα της Κ.
Διαθήκης, το αλληγορικόν δε χρώμα του
βιβλίου «Αποκάλυψις», και την πίστιν της
Ορθοδόξου Εκκλησίας». Μπουγ., Δευτέρα
ερμηνεία του χωρίου Αποκάλυψις, 14, 3-5. (Αθήναι,
1961, εν π. Θεολογία, σ. 6). Ως προς τον
αριθμόν των 144 χιλιάδων «παρθένων» η
πιθανωτέρα ερμηνεία είναι η συμβολική,
δηλαδή το 144 ισούται προς 12 δωδεκάδας, ή
μία δωδεκάς εξ εκάστης φυλής του Ισραήλ,
ο οποίος συμβολικώς αντιροσωπεύει την
οικουμένην. Εννοεί δηλαδή ότι εξ όλων
των φυλών της γης θα ευρίσκωνται
άνθρωποι αφωσιωμένοι εις τον Χριστόν, ως
«απαρχήν» ενώπιον του θρόνου του Θεού. 119α
Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους (έκδ. 1η,
1979), σ. 219, ιδέ και σ. 224. 120.
Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της Ορ.
πίστεως, Δ' 24. Αθανάσιος, Προς Αμμούν.
Γρηγόριος Ναζ., Λόγοι λZ',
10. Ισίδωρος, Επιστολαί, Δ', 119. Γ', 135. Φώτιος,
Επιστολαί, Α', 8, παρ. 95. Θεόδωρος,
Επιστολαί Β', 165. Μ 94, 1209. 26, 1173. 36, 293-296. 78, 1281.
1009. 102, 688. 99, 1524. 121.
Σύνοδος Κων/π6όεως 1672 μ.Χ. (Καρ., 1, 692). 122.
Περί παρθενίας, Δ'. Μ 48, 536. Πρβλ. Περί
ελεημοσύνης, ΣΤ', Μ 51, 277. 123.
Στρωματείς, Γ' ΧΙΙ. Β 8, 38. 124.
Ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς
Ευτρόπιος, 15. Μ 52, 410. Ο Μ. Βασίλειος φρονώ
ότι κακώς δέχεται μονομερή χωρισμόν του
γάμου, διά μοναχικήν κουράν. (Όροι κατά
πλάτος, ΙΒ'. Μ 31, 948), αφού ο Θεός
συνέζευξεν (Ματθ. ιθ', 4). 125.
Εξομολογήσεις, Χ, 31. 126.
Λόγοι, ΑΖ', 10. Μ 36, 296. Ενδιαφέρουσαν θεωρώ
την σκέψιν του καθηγητού της Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης Π. Κομνηνού (Η αγαμία
του κλήρου, εις Π. Αναγέννησις (Κων/π6λεως),
τ. 1 (1919-20), σ. 309): Η «αγαμία, εν τη αληθεί
και πραγματική μορφή αυτής, ως τελεία
αγνότης, σώματος και ψυχής, ως
πραγματική παρθενία είναι τι σχεδόν
ανέφικτον». Kαι
ο αββάς Αβραάμ έλεγε προς ασκητήν 50 ετών:«Ζώσιν
τα πάθη, μόνον δε δεσμούνται υπό των
αγίων». Παλλαδίου Αποφθέγματα, Αβραάμ, 1.
Μ 65, 129Δ. 127.
Επιστολή Β', 153 (ή θ', ή Κανών ΙΗ'. Μ 32, 720. Ιδέ
και την ορθρογραφίαν μεταξύ του
μητροπολίτου Καλαβρύτων Τιμοθέου 'Αναστασίου
καί του (έπειτα καθηγητού) Παν. Τρεμπέλα
εις εφ. «Νεολόγος» Πατρών, 4-29 Iουνίου
1923 (ίδίως 16-6-23) χaί
π. ~ΖωιSι
15-1-1924. 128.
Λόγοι Β', 1. Μ 39, 45. Kαι
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Γ' ΥΙ,
ΥΙΙ. Β 8, 29. 32. 129.
Προς Φιλαδελφείς, εκτενεστέρα μορφή, ΙΥ.
Β 2, 308. Τη Ολυμπιάδι, επιστ. Β', 4. Μ 52, 559. 130.
Προς Πολύκαρπον, Υ,1. Β 2, 283. Kαι
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Δ', 25. M
33, 488. Μ. Αθανάσιος, Επιστολή προς Κάστορα,
11,2. Μ 28, 880. 131.
Μπουγ. Αγαμία του κλήρου, ΘΗΕ, 1, 118-124
Μπουγ. Η αγαμία του κλήρου εξ επόψεως
ορθοδόξου, εις π. Εκκλησιαστικόν Βημα, 1961
και 1962 αρ.φ. 134-137, όπου και η βιβλιογραφία.
Μπουγ., Άγαμος και έγγαμος επίσκοπος (Αθήναι,
1968) όπου και βιβλιογραφία. Π.Ι. Μπούμη, Το
έγγαμον των επισκόπων, ιδέ κατωτέρω σημ.
141. 132.
Ι) Των διακόνων: Α' Τιμ. γ', 12: «Διάκονοι
έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέκνων
καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκωνι».
ΙΙ) Των πρεσβυτέρων: Τίτ. α', 5-6: «Καταστήσης
κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι
διεταξάμην, ει τις, έστιν ανέκκλητος,
μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη
εν κατηγορία ασωτείας, ή ανυπότακτοι».
ΙΙΙ) Των επισκόπων: Α' Τιμ. γ', 2,4,5. «Δει ουν
τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι μιας
γυναικός άνδρα... του ιδίου οίκου καλώς
προϊστάμενον, τέκνα έχοντα εν υποταγή
μετά πάσης σεμνότητος· ει δε τις του
ιδίου οίκου προστήναι ουκ οίδε, πώς
εκκλησίας Θεού επιμελήσεται;». 133.
Κανών l3ος
της ΣΤ' Οικ. Συνόδου. Δηλαδή το «γυναικών
απέχονται» της τοπικής Συνόδου της
Καρθαγένης (4ος Κανών). Η μεν τοπική
Σύνοδος της Ελβίρας ηρμήνευσε: να «απέχουν
των συζύγων των» ισοβίως, ενώ η ΣΤ' Οικ.
Σύνοδος ηρμήνευσε: «κατά τον καιρόν της
ιερουργίας και της ιδίας εφημερίας»,
κατά τον άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην
(«Πηδάλιον», υποσημείωσις εις τον l3ον
της ΣΤ' Οικ. Συν.) και τον Ζωναράν και
Βαλσαμώνα. Ταύτα διά την θεωρητικήν
έκφρασιν της ορθοδόξου διδασκαλίας. Διά
την πράξιν εν τη Ανατολή αναφέρω το εξης
στοιχείον «Πολλοί γαρ αυτών (των
κληρικών της Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας
και Ελλάδος) εν τω καιρώ της επισκοπής
και παίδας εκ της νομίμως γαμετής
πεποιήκασιν». Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία, 5,
22 (Μ 67, 625-637). Ιδέ και Κλήμεντα
Αλεξανδρείας, Στρωματείς, Γ' ΧΙΙ, ΧΥΙΙ (Β
8, 43, 50). Κακώς ο Zhishman
(Δίκαιον του γάμου, τ. 1, σ. 165, υποσ. 10)
αναφέρει ότι ο Ουαλεντιανουπόλεως
Ευσέβιος κατεδικάσθη υπό του Ι.
Χρυσοστόμου, διότι επίσκοπος ων
απέκτησε τέκνα, ενώ κατεδικάσθη μόνον ως
σιμωνιακός και καταχραστής (Μ 47. 47-52). 134.
Γελάσιος Κυζικηνός, Σύνταγμα των κατά
την εν Nικαία
Σύνοδον πραχθέντων, 2,32. (Μ 85, 1336-1337). Πρβλ.
Σωκράτης, Εκκλ. Ιστ. Α' 11. (Μ 67, 101-102).
Σωζόμενος, Εκκλ. Ιστ. Α' 23. (Μ 67, 925). Kαι
Γεννάδιος Γιαννάγκας, Η Α' και μεγάλη εν
Νικαία Σύνοδος και η αγαμία του κλήρου,
κατά τον Άγγλον συγγραφέα Ηenry
C.
Lea,
εις περ. Εκκλ. Φάρος, τ. 31, σ. 304. Κarl
J.
Hefele,
The
Histοry
οf
The
Christian
Cοuncil
frοm
the
Οriginal
Dοcuments
(v.
1-4, μετάφρασις εκ του γερμανικού υπό M.R.
Clark,
ed.
2. Edinburgh,
1872-1895) v. 1, p. 435 εξ.
134.α)
Ιδέ Μπουγ., Άγαμος και έγγαμος επίσκοπος,
ένθ' αν. Π.Ι. Μπούμης, Το έγγαμον του
επισκόπου, ιδέ κατωτέρω, σημ. 141. 134.β)
Βασιλείου Αγχιάλου (του έπειτα Οικ.
Πατριάρχου), Περί του αγ. Ιωάν. του
Χρυσοστόμου. (Αθήναι, 1907), σ. 55. 135.
Α') Cοdex
1.3.42 (ή 41) παρ. 2-4, έτους 528. -Β' Cοdex
1.3.48 (ή 47), έτους 531. -Γ' Νεαρά 6, κεφ. 1, παρ.
3.4.7, έτους 531. -Δ' Νεαρά. 137, κεφ. 2, έτους 549. Kαι
Νεαρά 123, κεφ. 1, έτους 546. 136.
Το κείμενον του l2ου
Κανόνος: «Εις γνώσιν ημετέραν ήλθεν, ως
εν τε τη Αφρική και Λιβύη και ετέροις
τόποις, οι των εκείσε θεοφιλέστατοι
πρόεδροι συνοικείν ταις ιδίαις γαμεταίς,
και μετά την επ' αυτοίς προελθούσαν
χειροτονίαν, ου παραιτούνται, πρόσκομμα
τοις άλλοις τιθέντες και σκάνδαλον,
πολλής ουν ημίν σπουδής ούσης του πάντα
προς ωφέλειαν των υπό χείρα ποιμνίων
διαπράττεσθαι, έδοξεν, ώστε μηδαμώς το
τοιούτον από του νυν γίνεσθαι.Τούτο δε
φαμέν, ουκ επ' αθετήσει ή ανατροπή των
αποστολικώς νενομοθετημένων, αλλά της
σωτηρίας και της επί το κρείττον
προκοπής των λαών προμηθούμενοι, και το
μη δούναι μώμόν τινα κατά της ιερατικής
καταστάσεως. Φησί γαρ ο θείος απόστολος
«πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε,
απρόσκοπτοι γίνεσθε και Ιουδαίοις και
Έλλησι, και τη Εκκλησία Θεού. Καθώς καγώ
πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εμαυτού
συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι.
Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού».
(Α' Κορ. ι', 31-2). Eι
δε τις φανερωθείη το τοιούτον πράττων,
καθαιρείσθω». Ιδέ και τον 48ον της αυτής
Συνόδου. 137.
Aι
σύζυγοι των επισκόπων «ανυποστόλως ταις
οικίαις ενδιατρίβουσαι, εν αις κατώκουν
και πρότερον». Νεαρά του έτους 1187
Ισαακίου του Β' του Αγγέλου. Πρβλ. Ν.
Μίλας, Εκκλησιαστικό δίκαιον, σ. 267. Και Μ.
Γεδεών, εις π. Εκκλησιαστική Αλήθεια. (Κωνσταντινουπόλεως),
τ. 36, σ. 59. 138.
Kαι
ο Zhishman
(ένθ' αν. σ. 169) γράφει· «Η εκκλησία δι'
ουδενός νόμου ούτε απεφήνατο, ούτε
συνέστησεν, ούτε υπενύξατο καθόλου, ότι
οι μοναχοί κέκτηνται εν τούτω τα πρωτεία
ή ότι εκ της τάξεως τωών μοναχών δέον
αποκλειστικώς να λαμβάνωνται οι
επίσκοποι». Ο «Τόμος» του 1798 επί
Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε'
απαγορεύει εις τους εν χηρεία
διατελούντας και έχοντας τέκνα να
εκλεγώσιν επίσκοποι. (Γεδεών, Κανονικαί
διατάξεις, τ. 1. σ. 410-413). Ο ανυπόγραφος
όμως «Τόμος» επί Οικ. Πατριάρχου Ανθίμου
του ΣΤ' (1845-1848, 1853-1855 μ.Χ.) αποδεικνύει
αποτυχούσαν την προσπάθειαν αγάμων
τινών όπως η προΰπαρξις γάμου θεωρηθή
κώλυμα δι' εκλογήν επισκόπου. (Γεδεών,
ένθ' αν. τ. 2, σ. 358-363. Zhishman,
ένθ' αν. τ. 2, σ. 173-177). 139.
Π.χ. ο Δ. Γεωργιάδης, καθηγητής του
Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής
Χάλκης και αρχιμανδρίτης, έγραψε: «Εάν ο
νόμος γίνεται πρόσκομμα εις προκοπήν
των λαών ως αποδεικνύει η Πενθέκτη,
εξοικονομηθήτω ούτος. Άλλοτε
εσκανδαλίζοντο οι λαοί, βλέποντες
αρχιερείς εγγάμους. Σήμερον τούτο
ενιαχού είναι όλως αδιάφορον και τινες
μάλιστα πονηρεύονται επί τους αγάμους...
Διατί να αρνηθώμεν εξοικονόμησιν του
νόμου, αφού η Εκκλησία προ παντός ζητεί
να στρατολογήση ειλικρινείς και τιμίους
κληρικούς, ουχί δε υποκριτάς, ευλαβείς
έξωθεν τηρητάς του νόμου, έσωθεν δε
γέμοντας πάσης ακαθαρσίας;» Δ.
Γεωργιάδου, Περί του γάμου των ήδη
κληρικών. (Κων/λις, 1910), σ. 28. 140.
Οικουμενικοί Πατριάρχαι: Αθηναγόρας ο Α'
ο Σπύρου, Βασίλειος ο Γ' ο από Νικαίας,
Ευθύμιος ο Ζ', Κωνσταντίνος ο Ε', Μελέτιος
ο Μεταξάκης, και Φώτιος ο Β'. Μητροπολίται:
Αγαθάγγελος Σαράντα Εκκλησιών,
Αλέξανδρος ο Καντώνης Φιλίππων, Άνθιμος
ο Σαρίδης Μαρωνείας, Γαβριήλ
Μαυροβουνίου, Γεννάδιος ο Αλεξιάδης
Θεσσαλονίκης, Γεράσιμος ο Τρωϊάνος
Μονεμβασίας, Γεράσιμος ο Σαρακίτης
Αγκύρας (και έπειτα
Αλεξανδρουπόλεως), Διονύσιος ο Λάτας
Ζακύνθου, Ιάκωβος ο Νικολάου Μυτιλήνης,
Ιωακείμ ο Γεωργιάδης Αίνου, Ιωακείμ ο
Ευθυβούλης Εφέσου, Καλλίνικος ο
Δελικάνης Βερροίας, Κωνσταντίνος ο
Μεγγλέρης Σερρών, Μελισσινός ο
Χριστοδούλου Μαρωνείας, (άγιος)
Νεκτάριος ο Κεφαλάς Πενταπόλεως,
Φιλάρετος ο Βαφείδης Διδυμοτείχου. -Επίσκοπος
και κανονολόγος: Νικόδημος ο Μίλας. -
Καθηγηταί: Δημήτριος Γεωργιάδης (και
αρχιμανδρίτης), Παντελεήμων Κομνηνός, Χ.
Ανδρούτσος, Β. Αντωνιάδης, Π. Χρήστου,
Δραγομήρος Δnμητρέσκου,
Π. Δημητρόπουλος, Π. Μπούμης και Κ. Ράλλης.
- Πρωτοπρεσβύτεροι: Κων. Καλλίνικος, Ν.Π.
Παπαδόπουλος και Γ. Πυρουνάκης. -
Οικονόμοι: Κων. Ρωμανός και Γεωργ. Κ.
Φρατζεσκάκης. - Κληρικός Σλαύος:
Βλαδίμηρος Κρασνίσκι - Λαϊκοί θεολόγοι ή
θεολογούντες: Μιχ. Γαλανός, Ανδρ.,
Κεραμίδας, Κ. Κούρκουλας, Ν.Θ. Μπουγάτσος
και Αθ. Δ. Πάλλης. Ιδέ Παραπομπάς εις
Μπουγ., Άγαμος και έγγαμος Επίσκοπος. (Αθήναι,
1968). 141.
Παν. Ι. Μπούμη, Tο
έγγαμον των επισκόπων. (Συμφωνία Αγ.
Γραφής και Ι. Kανόνων).
Ανάτ. εκ του Τιμητικού τόμου εις τον
καθηγητήν Γεράσιμον Κονιδάρην,
Αντίδωρον Πνευματικόν, (Αθήναι,1981). 142.
Χρ. Ενισλείδου, Ο θεσμός της νηστείας. (Αθήναι,
1959), Β. Αντωνιάδου, Εγχειρίδιον κατά
Χριστόν ηθικής, τ. 2ος (Κων/λις, 1927). Γρηγ.
Παπαμιχαήλ, εις π. Εκκλ. Φάρος, τ.1 (1918), σ.
491-492. 143.
Ιδέ «Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ου πάντα
συμφέρει. Πάντα μοι έξεστιν, αλλ' ουκ εγώ
εξουσιασθήσομαι υπό τινος...». Α' Κορ. ζ', 12
εξ. Πρβλ. τον ορισμόν της εγκρατείας υπό
του Μ. Βασιλείου εις τα Ασκητικά αυτού. «Έστιν
η εγκράτεια αμαρτίας αναίρεσις, παθών
απολύτρωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι και
αυτών των φυσικών παθημάτων τε και
επιθυμιών, ζωής πνευματικής αρχή των
αιωνίων αγαθών πρόξενος, εν εαυτή το
κέντρον της ηδονής αφανίζουσα». Όροι
κατά πλάτος, 17,2. Μ 31,934. Kαι
Χρ. Γιανναρά, Η κρίσn
της προφητείας (εκδ. 2α, 1981), σ. 78: «Η οδός
του αγιασμού ορίζεται από την άσκηση. Η
άσκηση είναι η έμπρακτη και καθολική -
όχι μόνο διανοητικά - δοκιμασία της
ελευθερίας του προσώπου, η προσπάθεια
για την υποταγή της φυσικής θέλησης,
δηλαδή η αντίστροφη κίνηση από την
επαναστατική χρήση της ελευθερίας του
πρώτου Αδάμ...». 144.
Δυνητικά μειονεκτήματα της ασκήσεως
αναφέρει ο Χ. Ανδρούτσος (Ηθική, σ. 165) τον
«τύφον και (την) εγκαύχησιν» και την
έλλειψιν ταπεινώσεως. 145.
Όροι κατά πλάτος, 16,2 (Μ 31,960). Ιδέ και παρ:
1-3. «Ο υποπιασμός του σώματος, και η
δουλαγωγία, υπ' ουδενός άλλου τοσούτον,
ως υπό της εγκρατείας κατορθούται. Το
γαρ βράζον της νεότητος και προς τας
ορμάς δυσκάθεκτον οίον χαλινώ τινι τη
εγκρατεία καθείργεται... Ου μην περί την
ηδονήν των βρωμάτων μόνην η της
εγκρατείας άσκησnς
κατορθούται, αλλά διατείνει και επί
πάσαν του εμποδίζοντος αποχήν. Ώστε ο
ακριβώς εγκρατής ου, γαστρός μεν
κρατήσει, δόξη δε ανθρωπίνη ηττηθήσεται...».
Ιδέ και Όροι κατά πλάτος, 19 (Μ 31,968-969). Και
ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει· «Την
αποχήν των βρωμάτων διά τούτο κελεύει
γίνεσθαι, ίνα χαλινούντες τα σκιρτήματα
της σαρκός, ευήνιον αυτήν εργαζώμεθα
προς την των εντολών εκπλήρωσιν». Εις
την Γένεσιν, ομ. 10,2 (Μ 53,83). Kαι
ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει «Το της
αμαρτίας αμβλύνουσι κέντρον ασκήσει και
πόνοις, και ταις άλλαις χρώμενοι
επιεικείαις». Κατά ανθρωπομορφιτών, 11. (Μ
76,1096). Πρβλ. Ενισλείδου, ένθ' αν., σ. 24. 146.
Περί της εν παρθενία, 10. Μ 30,689. Kαι
παρ. 11: «Ως γαρ το εις γαστριμαργίαν
εκκλίναι έστι χαλεπόν, ούτω το διά
επιτεταμένης κακουχίας εις αχρηστίαν δι'
ασθενείας το σώμα καταβαλείν, ως αληθώς
αλογώτατον». Kαι
ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Ουδέ το
οίνου σύμμετρον μετασχείν πονηρόν, αλλά
το μέθη εαυτόν εκδούναι και των λογισμών
το κριτήριον παρατρέψαι διά της
αμετρίας». Εις την Γένεσιν, ομ. 10,1. Μ 53,82.
Επίσης: «τοιαύτη η του Χριστού σοφία,
μήτε ελλιπώς μήτε περιττώς αγωνίζεσθαι
συγχωρούσα, αλλά πανταχού την
συμμετρίαν φυλάτουσα». Εις Βαβύλαν, 7. Μ
50,543. Πρβλ. το του Αριστοτέλους (Πολιτικά,
8,4): «Τα τε υπερβάλλοντα γυμνάσια και τα
ελλείποντα φθείρει την ψυχήν, σώζεται δε
η σωφροσύνη υπό της μεσότητος». 147.
Ασκητικαί διατάξεις, 4,1. Μ 31,1348. Το πλήρες
κείμενον: «Εγκράτεια γαστρός αρίστη η
εκάστου μετρουμένη προς την του σώματος
δύναμιν. Ενίοις μεν γαρ και επιτεταγμένη
κακοπάθεια άλυπος ώφθη, και άνεσις
μάλλον ή πόνος έδοξε διά το στερρόν και
ανένδοτον της του σώματος κατασκευής
και δυνάμεως, το δε τούτοις ανεκτόν
ετέροις κινδύνων υπόθεσις γέγονε.
Σωμάτων γαρ προς σώματα τοσαύτην αν τις
εύροι διαφοράν, όσην χαλκού και σιδήρου
προς τα φρυγώδη των ξύλων. Ώστε
εγκράτειαν αιρείσθαι προσήκει προς
λόγον της υπαρχούσης δυνάμεως...
Εγκράτεια δε εκάστω προς την δύναμιν του
σώματος ορισθήσεται, ώστε μήτε έλαττον
της υπαρχούσης δυνάμεως διελθείν, μήτε
τοις υπέρ την δύναμιν επεκτείνεσθαι. Kαι
τούτο γαρ, οίμαι, προσήκει σκοπείν, όπως
αν, μη τη αμετρία της εγκρατείας την
δύναμιν του σώματος καταλύσαντες, αργόν
αυτό και άπρακτον προς τα σπουδαία των
πράξεων αποφύγωμεν». Πρβλ. το του
Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Eι
δι' ασθένειαν σωματικήν, αγαπητέ, μη
δύναιο άσιτος παραμένειν την ημέραν,
ουδείς ευ φρονών υπέρ τούτου εγκαλέσαι
δυνήσεται». Εις την Γένεσιν, ομ. 10,1. Μ 53,82. Kαι
ο Μεθόδιος: «Είναι γαρ δη και διαφοράς,
ως εικός, σωμάτων». Συμπόσιον, Γ' 14. Β 18,37. 148.
Ασκητικαί διατάξεις, 4,1. Μ 31,1348. 149.
Kαι
συνεχίζει: «Χρή ουν και σώματος
επιμέλειαν ποιείσθαι ου διά το σώμα, αλλ'
υπηρεσίαν, φησί, φιλοσοφία κεκτημένους...
Της ουν σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθαι ουχ
απλώς απεφήναντο, αλλ' εις επιθυμίας. (Ρωμ.
ιγ', 4). Ώστε το μεν επιθυμητικόν και
φιλήδονον των σαρκών διά της ασκήσεως
δει υποτέμνειν· το δε χρειώδες, εις την
του καλού κτήσιν προνοούμενον συντηρείν».
Περί παρθενίας, 11-12. Μ 30,629-693. «Kαι
απαξαπλώς, ων αι απολαύσεις επιθυμηταί
τοις κατά πάθος ζώσι, τούτων ημίν η
εγκράτεια αναγκαία τοις ρυθμιζομένοις
προς την ευσέβειαν». Όροι κατά πλάτος,
16,3. Μ 31,960. Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, Είς την
Γένεσιν, ομ. 10,3. Μ 53,94. 150.
Α' Κορ. ζ', 31. 151.
Χ. Ανδρούτσου, Ηθική, σ. 163-165. Β.
Αντωνιάδου, Εγχειρίδιον κ.λ.π., τ.2, σ. 55-57. 152.
«Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» Ματθ.ιθ', 12),
δηλαδή είναι δώρον Θεού, Πρβλ. «Γνους ότι
ουκ άλλως έσομαι εγκρατής, εάν μη ο Θεός
δω». Σοφ.Σολ. η' 21. 153.
Χαρακτηριστική είναι η έκφρασις της
Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: διά
τους κληρικούς «Κατά τους ιδίους όρους,
και εκ των συμβίων εγκρατεύεσθαι, ίνα
και το διά των Αποστόλων παραδοθέν, και
εξ αιτίας της αρχαιότητος κρατηθέν, και
ημείς ομοίως φυλάξωμεν, καιρόν επί
παντός επιστάμενοι πράγματος, και
μάλιστα νηστείας και προσευχής». (Κανών
ΙΓ' της ΣΤ' Οικ. Συνόδου. Ιδέ και σχόλιο αγ.
Νικοδήμου του Αγιορείτου εις τον Kανόνα).
Δηλαδή βασίζεται εις τους λόγους του Απ.
Παύλου (Α' Κορ. ζ' 5): «Προς καιρόν, ίνα
σχολάζητε τη νηστεία και τη προσευχή και
πάλιν επί τω αυτώ συνέρχεσθαι» οι
σύζυγοι. 154.
Συνοδική απόφασις επί Οικουμ.
Πατριάρχου Λουκά Χρυσοβέργη (1156-1169 μ.Χ.),
εις Πηδάλιον, υποσημείωσις της
ερμηνείας του ΙΓ' Κανόνος της ΣΤ' Οικ.
Συνόδου. 155.
Μπουγ., Ορθοδοξία και σεξουαλικό
πρόβλημα. (Αθήνα, 1987), σ. 92-93. 156.
Αναστασίου Σιναΐτου, Ερώτησις 115. Μ 81,769. _________________________________________
|