ΜΠΟΡΙΣ ΜΠΟΜΠΡΙΝΣΚΟΫ
Το "Filioque", χθες και σήμερα
Μετάφραση: Άρχιμ. Συμεὼν Κούτσας «Ἐκκλησία» ἀρ. 7-8, Ἀπρίλιος 1985, Ἀθῆναι.
IV. Ἀνεπάρκειες τοῦ «Filioquisme»
1. Ὀρθόδοξη χριστολογία καὶ ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν στρεφόμαστε πρὸς τὴν «ἀνατολική» θεολογία, μοῦ φαίνεται, πὼς βρίσκουμε μιὰ καλύτερη ἰσορροπία στὴν ἴδια τὴ δυναμική τῆς Ἀποκαλύψεως. Δίπλα στὸ κλασσικὸ σχῆμα Πατὴρ-Υἱὸς-Πνεῦμα γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησα πιὸ πάνω, μιὰ ἄλλη κίνηση φανερώσεως καὶ κοινωνίας στὴν τριαδικὴ ζωὴ φαίνεται γύρω ἀπὸ τὸ σχῆμα Πατήρ-Πνεῦμα-Υἱὸς. Ἡ κίνηση αὐτή, πιθανὸν πιὸ ἐσωτερική, καθιστᾶ, πρὶν ἀπ' ὅλα, ἐμφανέστερη τὴν παρουσία καὶ τὴν «ἀνάπαυση» τοῦ Πνεύματος στὸ Χριστό, Λόγο σαρκωμένο καὶ δοξασμένο μέσα στὴ σάρκα Του. Ἡ πρόσφατη καινοδιαθηκικὴ Ἐξηγητικὴ ἀνακαλύπτει ἐκ νέου ἕνα στοιχεῖο τῆς χριστολογίας ἀγνοημένο ἢ λησμονημένο (τόσο στὴν Ἀνατολή, ἄλλωστε, ὅσο καὶ στὴ Δύση), τὴν πνευματολογικὴ διάστασή της, ἰδιαίτερα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ καὶ διὰ μέσου τῆς Συριακῆς θεολογικῆς παραδόσεως. Ἡ προοπτικὴ αὐτὴ προσπορίζει στὶς μέρες μας ἕνα σημαντικὸ ἐμπλουτισμὸ τῆς χριστολογικῆς σκέψεως καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἀντιλήψεως τῆς σωτηρίας, τῶν μυστηρίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας: συμπερασματικά, εἶναι τὰ θεμέλια τῆς ἴδιας τῆς τριαδικῆς θεολογίας ποὺ ἀποκαθίστανται.
Κατ' ἀρχὴν μέσα στὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοῦ Σωτῆρος ἀποκαλύπτεται ἡ Τριάδα, φανερώνεται τὸ ἔργο τοῦ Πνεύματος, ἐκφράζεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Πατρός. Πρὶν νὰ μεταδώσει τὸ Πνεῦμα στοὺς ἀνθρώπους, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ «τόπος» ἀναπαύσεως, τὸ δοχεῖο ποὺ δέχεται τὸ Πνεῦμα κατὰ τρόπο πλήρη καὶ τέλειο. Ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν «ταυτότητα», γιὰ τὴ μεσσιανική, θεία, υἱικὴ «συνείδηση», γιὰ τὴν «ἀνθρώπινη ψυχολογία» τοῦ Ἰησοῦ πρέπει νὰ τοποθετοῦνται στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῆς τῆς κινήσεως, αὐτῆς τῆς ἄπειρης ἀνάφλεξης τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἐν τῷ Ἰησοῦ, ὅπως ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἐν τῷ Πνεύματι. Δὲν μποροῦμε νὰ καταλήξουμε στὸ νὰ «μειώσουμε» αὐτὴ τὴν ἀμοιβαία παρουσία, αὐτὴ «τὴν ἀμοιβαία κοινωνία ἀγάπης» σὲ μιὰ ἁπλὴ «σχέση» μονομεροῦς αἰτιότητας. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ μιὰ ἀνέκφραστη καὶ τέλεια σύμπτωση τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, διαφάνεια ἀμοιβαία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ λέξεις ἀνθρώπινες ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδέα ἀμοιβαίας καὶ ταυτόχρονης ἀποκαλύψεως καὶ ἀγάπης. Πρὶν νὰ γίνει τὸ δῶρο τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύπτει τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ. Προϋποθέτει τὴν παρουσία Του στὸ χρόνο καὶ τὴ σάρκωση, ὅπως καὶ μέσα στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, προσδιορίζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο γιατί προέρχεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ καὶ γιατί προετοιμάζει σταθερὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὴν ἔλευση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική, μυστηριακὴ καὶ πνευματικὴ αὐτὴ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ, χρισμένου ἀπὸ τὸ Πνεῦμα (Λουκ. 4,14-18" Πράξ. 2,33), καὶ τοῦ Σώματός Του ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία —ἡ ἴδια ἐπίσης πνευματοφόρα—, ἡ θεολογικὴ ὅραση προσεγγίζει τὸ ἀΐδιο μυστήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὡς ἐκπορευομένου ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἢ διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ' ὡς ἀναπαυόμενου ἐν τῷ Υἱῷ αἰωνίως. Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος πάνω στὸν Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη φαίνεται μέσα στὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ θεώρηση σὰν μιὰ εἰκόνα, μιὰ φανέρωση μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀΐδιας ἀναπαύσεως τοῦ Πνεύματος τοῦ Πατρὸς ἐν τῷ Υἱῷ. Ἔτσι, μετὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ (Η' αἰώνας), ἡ ὀρθόδοξη ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ψάλλει «τὸ Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον».
Ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ βρίσκει, λοιπόν, τὴν ἔκτασή της σ' ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ τὸ κέντρο. Διαπερασμένος ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐνέργειες καὶ ἐξυψωμένος ἀπὸ τὴν ἴδια δύναμη τοῦ Πνεύματος ποὺ κατοικοῦσε μέσα στὸν Ἰησοῦ ὡς ναό Του, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ σειρὰ του ἀνακαινίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθιστᾶ ὅμοιους μὲ τὸ Χριστὸ καὶ στὰ πρόσωπά μας λάμπει μὲ φῶς ἀνέκφραστο μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου.
Ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς σωτηρίας, τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου, τῶν μυστηρίων, εἶναι βαθιὰ διαποτισμένη ἀπὸ αὐτὴ τὴ μυστηριώδη κίνηση ἀμοιβαιότητας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκαλύπτονται, προσφέρονται, ἀποστέλλονται, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι καὶ ἀνανεώνοντας συνεχῶς τὴν ἰσορροπία μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς δημιουργικῆς ἐλευθερίας, τοῦ θεσμοῦ καὶ τοῦ προφητικοῦ στοιχείου.
Τελικὰ εἶναι ἀναγκαῖο ἡ κίνηση αὐτὴ ἀμοιβαιότητας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος νὰ ἀντανακλᾶται στὴν ἴδια τὴν τριαδικὴ θεολογία. Χωρὶς πιθανὸν νὰ ἐκφράζει πάντοτε ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐν τούτοις ξεκινώντας ἀπὸ ἕνα πολὺ ἀσφαλὲς πνευματικὸ ἔνστικτο ἡ Ὀρθοδοξία ἀπέρριψε, τόσο στὸ παρελθὸν ὅσο καὶ σήμερα, κάθε ἀπόπειρα μειώσεως αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὴν ἐπιμονὴ μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποδοκίμασε σταθερὰ τὶς δυτικὲς ἀπόπειρες τῶν ἑνωτικῶν συνόδων τῆς Λυὼν καὶ τῆς Φλωρεντίας νὰ εἰσαγάγουν τὸ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως.
Μὲ ὅσα εἰπώθηκαν, ἡ ἐπιθυμία μου δὲν εἶναι νὰ ἀντιπαρατάξω μὲ κάθε τρόπο τὶς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς παραδόσεις τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, ἀκόμη λιγότερο νὰ ἀπολυτοποιήσω τὴ μιὰ ἀπέναντι τῆς ἄλλης. Θέτω, λοιπόν, λιγότερο σὲ ἀμφιβολία τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς δυτικῆς θεολογίας γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὰ κενά της, πράγμα τὸ ὁποῖο ἡ ἴδια δὲ λέει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει: ἡ ἐμπειρία τοῦ πληρώματος τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια γίνεται Σῶμα πνευματοποιημένο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.
2. Ἐλλείψεις καὶ ἀνεπάρκειες.
Α— Ὁ «ἀποκαλυπτικὸς ρόλος» τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπιτρέπει νὰ ποῦμε
—ἀντισταθμίζοντας τὸ δυτικὸ σχῆμα— ὅτι, ἂν εἶναι ἀληθὲς πὼς ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ξένος στὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ἔξω ἀπὸ κάθε ἰδέα αἰτιότητας), καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὁμοίως δὲν εἶναι ξένο, ἄσχετο μὲ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε ἢ νὰ ἐκθέσουμε χωριστὰ τὶς δύο ἀΐδιες τριαδικὲς κινήσεις, τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὸ σύμφωνο («συμπαρομαρτοῦν»: ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) καὶ ταυτόχρονο («ἅμα»: ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός) χαρακτῆρα. Κάθε εἰσαγωγὴ ἀκόμη νοητικὴ ἢ θεωρητικὴ μιᾶς προτεραιότητας τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος συντελεῖ στὴν ἐκλογίκευση τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου καὶ τὴν ἀνατροπὴ τῆς ἰσορροπίας του (πρβλ. πιὸ πάνω Βλάδ. Lossky), μὲ ἀποτέλεσμα τὴν πιὸ μεγάλη ζημιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου εἶναι ἐγκαθιδρυμένη ἡ βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Β— Ἡ ἰδέα μιᾶς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ tamquam ab uno principio εἶναι ριζικὰ ἀπαράδεκτη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὁποιεσδήποτε κι ἂν εἶναι οἱ λεκτικὲς ἐλαφρύνσεις αὐτῆς τῆς διατυπώσεως. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὁ Πατὴρ δὲν κοινοποιεῖ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματά Του, οὔτε στὸν Υἱό. Πράγματι, ὅ,τι εἶναι κοινὸ στὶς δυὸ ὑποστάσεις (τὰ προσόντα-ἐνέργειες, ἡ ζωή, ἡ ἴδια ἡ θεία φύση), αὐτὸ εἶναι κοινὸ καὶ στὶς τρεῖς. Ἐὰν τὸ ἅγιο Πνεῦμα δίδεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ μὲ τὴν ἁγιάζουσα χάρη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἴδιο ἐπίσης καὶ αὐτοπαρέχεται. Τὸ Πνεῦμα, λοιπόν, παρουσιάζεται ὡς ἡ ὑποστατικὴ Δωρεὰ τῆς τριαδικῆς χάριτος μὲ τὴν ὁποία ἐνσωματωνόμαστε στὸ αἰώνιο δεῖπνο τῆς Βασιλείας.
Γ— Ἡ θεολογικὴ ἄποψη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος διὰ (ἢ διὰ μέσου) τοῦ Υἱοῦ συναντιέται σὲ διαφορετικὰ θεολογικὰ πλαίσια στὸ Βυζάντιο καὶ στὴ Δύση καὶ στὴ σύγχρονη θεολογία. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι ἐπιδεκτικὴ μιᾶς ὀρθόδοξης ἐρμηνείας, ὅπως παραδείγματος χάρη στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό(22) ἢ στὴ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ πατριάρχη Ταρασίου πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας (787)(23). Ὁ ἀΐδιος Υἱὸς ἐδῶ ἐμφανίζεται ὡς ὁ μεσίτης τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος καὶ ὁ τόπος τῆς ἐκπορεύσεώς Του.
Ἀλλὰ αὐτὴ μπορεῖ ἐπίσης νὰ δημιουργήσει μιὰ καλυμμένη «φιλιογκβιστική» διδασκαλία, ὅπως αὐτὸ ἔγινε στὴν περίπτωση τῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας. Ἡ παλαιὰ σύγκρουση τοῦ Filioque μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει ξεκάθαρα. Δὲν πιστεύω, λοιπόν, ὅτι ἡ συμβιβαστικὴ διατύπωση τοῦ per filium (δι' Υἱοῦ) θὰ μπορέσει ἀπὸ μόνη της νὰ προσφέρει μιὰ ἱκανοποιητικὴ καὶ κατευναστικὴ λύση στὴν σύγκρουση, γιὰ τὸ λόγο κυρίως ὅτι μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἀμφιβολίες.
Σημειώσεις
22. «Πνεῦμα τοῦ Πατρός..., καὶ Υἱοῦ δὲ Πνεῦμα, οὐχ ὡς ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ' ὡς δι’ αὐτοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον. Μόνος γὰρ αἴτιος ὁ Πατήρ». Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1,12, PG 94, 849Β.
23. Πρβλ. Mansi, Collectio conciliorum, XII, 1122.
|