ΜΠΟΡΙΣ ΜΠΟΜΠΡΙΝΣΚΟΫ
Το "Filioque", χθες και σήμερα
Μετάφραση: Άρχιμ. Συμεὼν Κούτσας «Ἐκκλησία» ἀρ. 7-8, Ἀπρίλιος 1985, Ἀθῆναι.
Ι. Ἀμφισβητουμένη σπουδαιότητα καὶ ἐπικαιρότητα μιᾶς ἱστορικῆς συζητήσεως
1. Γιὰ περισσότερο ἀπὸ μιὰ χιλιετία, τὸ Filioque χωρίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴ χριστιανικὴ Δύση. Σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς Ἐκκλησίες σήμερα ἐπιμένουμε σὲ μιὰ ἀνανέωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ θέμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος παρουσιάζεται προοδευτικὰ σὰν ἕνας γενικὸς παράγοντας ἀνανεώσεως τῆς θεολογίας, καὶ περισσότερο ἀκόμη ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀνανεωμένη ἐμπειρία τῆς ζωῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἔρχεται σὲ ἀντίθεση, βέβαια, μὲ τὴν πνευματικὴ κρίση ποὺ περνᾶ σήμερα τὸ σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Στὰ πλαίσια ἀκριβῶς τῆς συνειδητοποιήσεως μιᾶς τέτοιας ἀνανεώσεως ἐπιβάλλεται σήμερα ἕνας κοινὸς προβληματισμὸς σχετικά μ' ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παραδοσιακὰ καὶ τὰ πιὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα, τὸ ρωμαϊκὸ δόγμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque), διακηρυγμένου στὴ σύνοδο τῆς Λυὼν τὸ 1274. Αὐτὴ ἡ μεσαιωνικὴ πολεμικὴ ἀνάμεσα στὴ Ρώμη καὶ τὸ Βυζάντιο μπορεῖ νὰ φαίνεται γελοία καὶ μὴ ρεαλιστικὴ μπροστὰ στὶς ἀποκαλυπτικὲς ἀπειλὲς ποὺ πιέζουν τὸ σύγχρονο κόσμο καὶ ἰδιαίτερα τὸ χριστιανικό. Ἀνωφελὴς διαμάχη λέξεων ἢ ἀνεπίκαιρων ἀφηρημένων ἰδεῶν, ἢ σύγκρουση ὁλοκληρωμένων καὶ συναφῶν πνευματικῶν ὁραμάτων τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς Δύσεως, τῶν ὁποίων τὸ ὑπαρκτικὸ νόημα δὲν γίνεται φανερὸ παρὰ στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς βιωμένης καὶ προσευχομένης ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων ὁ στοχασμὸς γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα (καὶ γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐκπορεύσεώς Του) τοποθετήθηκε στὸ ἐσωτερικὸ θεολογικῶν καὶ πνευματικῶν πλαισίων πολὺ διαφορετικῶν. Ὁ κίνδυνος τοῦ ἀναχρονισμοῦ εἶναι μεγάλος ὅταν διαβάζουμε ἢ ἑρμηνεύουμε κάποιο πνευματολογικὸ κείμενο ὑπὸ τὸ φῶς μεταγενεστέρων θεολογικῶν κατηγοριῶν.
Ἂς ἀναφέρουμε ἁπλῶς γιὰ ὑπόμνηση:
α) Ἡ «οἰκονομική» ἢ σωτηριολογικὴ προσέγγιση τῆς τριαδικῆς θεολογίας πρὶν τὴ Νίκαια, ἀπὸ τοὺς καινοδιαθηκικοὺς συγγραφεῖς, καὶ κυρίως στοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Ἀλεξανδρινούς. Δὲν ὑπάρχει ἀκόμη πραγματικὴ διάσταση μεταξὺ μιᾶς τριαδικῆς θεολογίας «καθ' ἑαυτὴ» καὶ μιᾶς τριαδικῆς «οἰκονομίας» τῆς σωτηρίας.
β) Ἡ Ἀρειανικὴ καὶ Εὐνομιανὴ ἔριδα θὰ εὐνοήσει τὴν ἐπεξεργασία μιᾶς πραγματικῆς τριαδικῆς «θεολογίας», κυρίως μέσα στὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν καὶ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.
Ὁ καθορισμὸς ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες τῆς ἔννοιας καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς «ὑποστάσεως» θὰ ἐπιτρέψει τὴν ἐμβάθυνση σὲ μιὰ θεολογία τῶν ἀναλλοιώτων ἰδιωμάτων τῶν τριαδικῶν Ὑποστάσεων καὶ κατὰ συνέπεια τὴν ἀπομόνωση τῆς ἰδέας τῆς «ἐκπορεύσεως», ὅρου ἰωαννικοῦ ποὺ θὰ περιληφθεῖ τελικὰ στὸ πνευματολογικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381).
γ) Ἡ χριστολογικὴ διαμάχη μεταξὺ τῆς Αλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιόχειας τὸν Δ' καὶ τὸν Ε' αἰώνα ἀφήνει πολὺ γρήγορα νὰ προαισθανθοῦμε διαφορετικὲς προσεγγίσεις, συμπληρωματικὲς ἢ ἀντιθετικές, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος σὲ σχέση μὲ τὸ δόγμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ποὺ ἀμφισβητήθηκε.
δ) Τὸ σημαντικὸ τριαδικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου φέρει συγχρόνως τὴ σφραγίδα τῆς μεγαλοφυΐας του, ὅμως, ὄχι λιγότερο, συνιστᾶ τὸν καρπὸ (πιθανὸν μονομερῆ) μιᾶς ἐξελίξεως τῆς λατινικῆς πνευματολογίας ποὺ προχωρεῖ ἀπὸ τὸν Τερτυλλιανὸ μέχρι τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο. Κυρίως στὸν ἅγιο Αὐγουστίνο ἡ λατινικὴ ἀντίληψη τοῦ Filioque βρίσκει τὸ θεολογικό της θεμέλιο ποὺ θὰ κληρονομήσει ὁριστικὰ ὅλη ἡ σχολαστικὴ καὶ προτεσταντικὴ θεολογία: θεολογία τῶν τριαδικῶν περιχωρήσεων, ψυχολογικὲς ἀναλογίες, ἔννοια τῶν προσωπικῶν σχέσεων κλπ.
ε) Ἡ ἀνατολικὴ πατερικὴ θεολογία καὶ ἡ σύγχρονη ὀρθόδοξη «νεοπατερική» δὲν ἀναρωτιέται κατὰ τρόπο ἄμεσο γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδώρητο Κύρου, τὸ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ Ἰωάννη Δαμασκηνό, καὶ μέχρι τὶς μέρες μας, «ἀντιδρᾶ» στὶς δυτικὲς δογματικὲς διατυπώσεις. Ὁ πατριάρχης Φώτιος (Θ' αἰώνας) θὰ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἐπεξεργαστεῖ μιὰ διδασκαλία σχετικὴ μὲ τὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἒχοντας γιὰ βάση τὴν παραδοσιακὴ βυζαντινὴ θεολογία καὶ σκληρύνοντας πιθανὸν ἰδιαίτερα μιὰ διάκριση πράγματι ἀναγκαία, ὅμως πάρα πολὺ ἔντονη στὸν ἴδιο, μεταξὺ τῶν ἀιδίων σχέσεων τῶν τριαδικῶν Ὑποστάσεων καὶ τῶν τριαδικῶν ἀποστολῶν «ἐν χρόνῳ» στὸν κόσμο. Μέχρι σήμερα ἡ «Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος» ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς δογματικῆς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Κύπρου καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς θὰ προσπαθήσουν νὰ ἐμβαθύνουν τὴ συζήτηση μὲ τρόπο δημιουργικὸ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης θέας τῶν ἀκτίστων τριαδικῶν ἐνεργειῶν. Χωρὶς ἐν τούτοις νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ πατριάρχη Φωτίου, ἑτοιμάζουν μιὰ δημιουργικὴ θεολογικὴ σύνθεση ποὺ θὰ ἐπαναληφθεῖ στὶς μέρες μας ἀπὸ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἒργο τοῦ Βλαδίμηρου Lossky (1903-1958).
2. Ἡ νεώτερη ὀρθόδοξη θεολογία διαιρεῖται σήμερα ἀνάμεσα σὲ τρεῖς κύριες τάσεις:
Α— Σὲ κείνους ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μιὰ ριζικὴ ἀκαδημαϊκὴ παραδοσιαρχία, συγγραφεῖς τῶν ἐγχειριδίων δογματικῆς Θεολογίας κατὰ τὸν ΙΘ' καὶ τὸν
Κ' αἰώνα (Ζῆκος Ρώσσης, Χρῆστος Ἀνδροῦτσος(1), Παναγιώτης Τρεμπέλας(2), ὁ μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος). Ἡ διδασκαλία τους βρίσκει πράγματι τὸ θεμέλιό της στὸν πατριάρχη Φώτιο, ὅμως δὲν καταπιάνονται καθόλου μὲ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως καὶ σὲ μιὰ σφαιρικὴ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ σύνθεση.
Β— Σὲ κείνους ποὺ ἀποδίδουν στὸ Filioque μιὰ περιορισμένη καὶ σχετικὴ ἀξία:
α) Ἀνάμεσα στὶς προσπάθειες γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς πολεμικῆς τοῦ Filioque πρέπει κατ’ ἀρχὰς ν' ἀναφέρουμε τὸ Ρῶσσο ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Β. Bolotov. Στὶς περίφημές του «Θέσεις γιὰ τὸ Filioque»(3), ὁ συγγραφέας ἐπιχειρεῖ μιὰ διάκριση, ποὺ στὴ συνέχεια θὰ βρεῖ μεγάλη ἀπήχηση, μεταξὺ τῶν δογμάτων ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀλήθεια καὶ ποὺ ἀπαιτοῦν μιὰ ὑποχρεωτικὴ συγκατάθεση ὅλων τῶν πιστῶν, τῶν θεολογουμένων ποὺ ἀφοροῦν τὸ ἀληθοφανὲς μὲ ἕνα βαθμὸ ἐν τούτοις πολὺ ὑψηλοῦ κύρους καί, τέλος, τὶς θεολογικές γνῶμες ποὺ εἶναι ἀπόψεις προσωπικὲς τῶν θεολόγων• «βασικὸ διακριτικὸ γνώρισμά τους εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν κάποιο κύρος» (ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία)(4). Ὁ Bolotov θεωροῦσε τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς δόγμα (θέση 1), ἀλλὰ ὑποβίβαζε τὴν προσθήκη τοῦ Φωτίου ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς στὴν τάξη τοῦ θεολογουμένου (θέση 7), καὶ ἐκείνη τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου (Filioque) στὴν τάξη μιᾶς προσωπικῆς θεολογικῆς γνώμης (θέση 27). Ὅμως αὐτὴ ἡ τελευταία «δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνὰ impedimentum dirimens γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη ἀνατολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία» (θέση 27)(5).
β) Μὲ τὴ σειρά του, ὁ π. Σέργιος Boulgakoff(6) ἀναρωτιέται ἐὰν στὴ σημερινὴ κατάστασή του τὸ πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος —τὸ ὁποῖο πῆρε μιὰ ξεχωριστὴ σπουδαιότητα στὴν πνευματολογία— «ἔχει δικαίωμα ὑπάρξεως, ἂν δὲν εἶναι ἁπλούστατα ἕνα ψευδοπρόβλημα ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ μιὰ ἄγονη λογομαχία» (σ. 87). Εἶναι αὐστηρὸς σχετικὰ μὲ τὴν πολεμική, ὅπου ἡ νίκη ποὺ κερδήθηκε ἀπὸ τὴν καθολικὴ θεολογία ἐκφράστηκε περισσότερο στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογικῆς μεθόδου παρὰ στὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς συγκρούσεως, καὶ αὐτὸ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Φώτιο (σ. 87). Ὁ π. Boulgakoff πλησιάζει τὴ γνώμη τοῦ Bolotov γιὰ νὰ ἀποδώσει στὴ διατύπωση «δι' Υἱοῦ», ποὺ εἰσήχθη στὴν ἐπίσημη ὁμολογία πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Νίκαια, 787) «ὄχι μιὰ ἀξία δόγματος» ἄλλα γιὰ νὰ τὸ τοποθετήσει «στὸ χῶρο τῆς θεολογίας, τῆς ἀπόψεως, τῶν θεολογουμένων». Σ' αὐτὸ βλέπει λιγότερο ἕνα δογματικὸ καθορισμὸ καὶ περισσότερο ἕνα ἐρώτημα τῆς μελλοντικῆς πνευματολογίας (σσ. 93-94). Ὁ π. Boulgakoff καταλήγει ἐπικρίνοντας τὴν ἀπαρχαιωμένη αὐτὴ συζήτηση ὅτι εἶναι στείρα, καὶ χωρὶς ἐνδιαφέρον, καὶ βεβαιώνει ὅτι «τὸ Filioque δὲν εἶναι ἕνα impedimentum dirimens σ' αὐτὸ ποὺ ἡ διηρημένη Ἐκκλησία ξαναγίνεται μία» (σ. 124). Ὁ ἴδιος παρατηρεῖ ὅτι «οἱ στεῖρες συζητήσεις γύρω ἀπὸ τὸ Filioque ὑπῆρξαν ἕνα ἐμπόδιο γιὰ μιὰ ἀληθινὴ πνευματολογία. Ἔχοντας διεξαχθεῖ μέσα στὴν παγωμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἀφηρημένης σχολαστικῆς σκέψεως, δὲν πῆραν ποτὲ τὶς γενικὲς διαστάσεις μιᾶς αὐθεντικῆς καὶ οὐσιαστικῆς πνευματολογίας» (σ. 124). «Δὲν ἦταν φυσικὸ νὰ περιμένουμε ὅτι ἡ ὕπαρξη μιᾶς τόσο βαριᾶς αἱρέσεως καὶ μιᾶς τόσο βασικῆς δογματικῆς διαφορᾶς θὰ εἰσχωροῦσε σ' ὁλόκληρη τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν δύο Ἐκκλησιῶν; Κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν ἐτῶν, στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, ἀναζητήσαμε τὰ ἴχνη αὐτῆς τῆς ἐπιδράσεως καὶ προσπαθήσαμε νὰ κατανοήσουμε περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ποιὰ ἦταν ἡ ζωντανὴ σημασία αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο αὐτὴ ἐκφραζόταν πρακτικά. Ὁμολογῶ ὅτι δὲν πέτυχα νὰ τὴν ἀνακαλύψω• ἀκόμη περισσότερο, θὰ προχωρήσω πολὺ ἁπλὰ μέχρι καὶ νὰ τὴν ἀρνηθῶ. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ δὲν ὑπάρχει σὲ κανένα σημεῖο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας γιὰ τὶς ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὸν κόσμο, τὴν «ἀποστολή» Του, τὰ δῶρα Του, τὰ μυστήρια, τὴ χάρη (...). Ἀποκτοῦμε ἕνα δόγμα παράξενο, στερημένο ἀπὸ δογματικὴ ἀξία» (σσ. 124-125).
Παρὰ ταῦτα, ὁ π. Boulgakoff μετριάζει τὸν ξεκάθαρο χαρακτήρα τῶν τελευταίων αὐτῶν ἀπόψεων, ὅταν συνδέει τὸ λατινικὸ δόγμα τοῦ Filioque καὶ τὸν ἀκραῖο δυτικὸ χριστοκεντρισμὸ τοῦ δόγματος τοῦ πάπα, τοποτηρητῆ τοῦ Χριστοῦ: «Ἔτσι, λέει, τὸ Filioque εἶναι πραγματικὰ καὶ πρὶν ἀπ' ὅλα, ἕνα δόγμα (ποὺ στηρίζεται) ἐπάνω στὸν πάπα» (σ. 137, μὲ ἀναφορὰ στὸ Bolotov).
3. Ἀντίθετα, ἡ σημασία τῶν διδασκαλιῶν τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς ἐπιδράσεώς τους στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (ἢ ἡ ἔκφρασή τους) καταδείχτηκε μὲ ἔμφαση ἀπὸ τὸ Βλαδίμηρο Lossky καὶ τοὺς συνεχιστές του.
α) Ὁ Lossky μᾶς ὑπενθυμίζει μὲ δύναμη καὶ πολλὴ σαφήνεια ὅτι «γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Τριάδα εἶναι τὸ ἀδιάσειστο θεμέλιο ὅλης τῆς θρησκευτικῆς σκέψεως, ὅλης τῆς εὐσέβειας, ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅλης τῆς ἐμπειρίας»(7). Τὸ τριαδικὸ δόγμα κυριαρχεῖ καὶ προσδιορίζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπολογική, πνευματικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ σκέψη τοῦ Lossky. Κι ἂν ἀκόμη στὸ κλασσικὸ του ἔργο Δοκίμιο γιὰ τὴ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δὲ βρίσκουμε μιὰ πλήρη ἀνάπτυξη ποὺ ν’ ἀναφέρεται στὸ Filioque, οἱ θεολογικὲς προτάσεις τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκτίθενται ἐκεῖ μὲ μεγάλη διαύγεια: διδασκαλία τῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός, ὑποστατικὲς σχέσεις πάντοτε σὲ τρεῖς ὅρους ποὺ ὑπερβαίνουν ἔτσι τὸ φιλοσοφικὸ τρόπο τῶν ἀντιθέσεων, τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, χαρακτηρισμὸς τοῦ ρόλου τῶν θείων Προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἀσκοῦν μέσα στὸν κόσμο.
Κυρίως σὲ μιὰ διάλεξη ποὺ δόθηκε στὴν 'Οξφόρδη τὸ 1947 ὁ Lossky ἀναπτύσσει στὸ σύνολό της τὴν προβληματική του Filioque(8). Στὴ διάλεξη αὐτὴ ἀποφαίνεται χωρὶς δυσκολία ὅτι «τὸ ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὑπῆρξε (εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι) ἡ μοναδικὴ δογματικὴ αἰτία τοῦ χωρισμοῦ μεταξὺ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Ὅλες οἱ ἄλλες διαφορὲς ποὺ ἱστορικὰ συνόδεψαν ἢ ἀκολούθησαν τὴν πρώτη συζήτηση γιὰ τὸ Filioque, στὸ μέτρο ποὺ ἔχουν κάποια δογματικὴ σημασία, συνδέονται περισσότερο ἢ λιγότερο ἄμεσα μ' αὐτὸν τὸν πρωταρχικὸ καθορισμό». Ἐκεῖ καὶ σὲ μιὰ σειρὰ μαθημάτων ἀκόμη ἀνέκδοτων ποὺ δίδαξε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1953-1957, ὅπου ἡ σκέψη του ξεκαθαρίζεται καὶ βαθαίνει, ὁ Lossky δείχνει τὸν πραγματικὸ παραλογισμὸ τῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque στὸ καθαρὰ θεολογικὸ πλάνο. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ φαινόταν ὅτι μεταφέρει μιὰ «παράξενη φωτιά», ἐκείνη τῆς λογικῆς ἢ τῆς ἔκπτωτης εὐαισθησίας, μέσα «στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων της θείας ὕπαρξης»(9).
Τέλος, στὴ σειρὰ αὐτὴ μαθημάτων ὁ Lossky ἐπαναλαμβάνει, καὶ ἀναπτύσσει τὶς θέσεις τοῦ Παλαμισμοῦ ψάχνοντας ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ συγκεντρώσει τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ Filioque μέσα σὲ μιὰ θεολογία τῶν ἀιδίων τριαδικῶν «φανερώσεων», ἀναπτυγμένων ἀπὸ τὸ Γρηγόριο Κύπρου καὶ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ.
β) Παράλληλα μὲ τὸ Lossky, ὁ π. Ἰωάννης Meyendorff ξανανοίγει ἀπὸ τὸ 1950 τὸν ἀνατολικὸ πατερικὸ φάκελλο πάνω στὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος(10), ἀνανεώνει τὶς γνώσεις μας γιὰ τὴν ἱστορικὴ προέλευση τοῦ Filioque στὴ Δύση(11) καί, τέλος, προχωρεῖ στὴν παρουσίαση τῶν δημιουργικῶν ἀνοιγμάτων ποὺ συνεισέφερε ἡ παλαμικὴ θεολογία(12).
γ) Ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας, ὁ Παῦλος Evdokimov(13), ὁ Νικόλαος Νησιώτης(14), ὁ π. Δημήτριος Staniloae(15) καὶ ὁ Olivier Clement(16) ἀκολουθοῦν μιὰ κοινὴ ἀναζήτηση ὁλοκληρώσεως τῆς παλαμικῆς συνθέσεως στὸ πρόβλημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πάντοτε στὴν ἴδια γραμμὴ μιᾶς δημιουργικῆς ὑπερβάσεως τῶν παλαιῶν ἀντιθέσεων.
Γινόμαστε ἔτσι μάρτυρες, σὲ μερικὰ ὀρθόδοξα θεολογικὰ κέντρα (καὶ γενικὰ στὸ σύνολο τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν), μιᾶς φανερῆς ἀνανεώσεως τῆς πνευματολογίας καὶ μιᾶς ἐπανανακαλύψεως τῆς ὁλικῆς της σημασίας, ποὺ παίρνει διαστάσεις γιὰ ὁλόκληρη τὴ θεολογία καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σχετικὰ μὲ τὸ Filioque, στὰ ὀρθόδοξα αὐτὰ κέντρα θὰ ἐκτιμηθεῖ, ἂν ὄχι ὡς ἡ αἰτία, τὸ λιγότερο ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ συμπτώματα μιᾶς πνευματολογικῆς ὀπισθοδρομήσεως ποὺ ἐπηρεάζει τὴ βαθύτερη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὶς δομὲς τῶν λειτουργημάτων καὶ τῶν μυστηρίων της, ποὺ μειώνει τὴν πληρότητα τῆς ἐμπειρίας τῆς σωτηρίας, ποὺ ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ θέτει σὲ ἀμφιβολία τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἐπισκοπικῆς συνοδικότητας.
Σημειώσεις
1. Ἡ διδασκαλία τους ἐκτίθεται περιληπτικὰ στὸ κλασσικὸ ἔργο τοῦ F. Gavin, Somes Aspects of contemporary Greek Thought, London, SPCK 1923 καὶ 1936.
2. Δημοσιευμένο στὴν Ἀθήνα τὸ 1959-1961 καὶ σὲ γαλλικὴ μετάφραση στὸ Παρίσι τὸ 1966-1968.
3. Παρουσιάστηκαν στὰ γερμανικὰ χωρὶς ἔνδειξη τοῦ συγγραφέα τους στὴν Revue Internationale de Théologie, VI, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 1898, No 24, σσ. 681-712, καὶ ἀναδημοσιεύτηκαν πρόσφατα σὲ γαλλικὴ μετάφραση στὸ ISTINA, 1972, No 3-4, σσ. 261-289.
4. ISTINA, ὅπ.π. σ. 263.
5. Στὶς μέρες μας ξαναβρίσκουμε μιὰ ἐπανάληψη πολὺ πιστὴ τῶν θέσεων τοῦ Bolotov στὸν π. J. — Μ. Garrigues («Point de vue catholique sur la situation actuelle du problème du Filioque», στὸν ἴδιο τόμο ὅπου καὶ ἡ δική μου μελέτη, σσ. 165-178). Ἂν καὶ ἐλαφρὰ παραμορφώνει τὴ θέση τοῦ Bolotov, ἐμφανίζοντάς τον νὰ ἀποδίδει στὸ Filioque τὴν ἰδιότητα τοῦ θεολογουμένου, ὁ π. Garrigues δείχνει ἀπέναντι στὶς παλαμικὲς θέσεις ἕνα ἀξιόλογο ἄνοιγμα ἀναγνωρίζοντάς τες, ἐξίσου μὲ τὸ Filioque, ὡς συμπληρωματικὰ θεολογούμενα. Ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀντίδραση σ' αὐτὲς τὶς ἀπόψεις ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν παραδοσιακῶν θεολόγων τόσο τῆς Ἀνατολῆς (οἱ ὁποῖοι βλέπουν στὸ Filioque μιὰ αἵρεση), ὅσο καὶ τῆς Δύσεως (οἱ ὁποῖοι βλέπουν ἕνα δόγμα πίστεως);
6. S. Boulgakoff, Le Paraclet, στὰ ρωσσικά, Paris 936• στὰ γαλλικὰ Paris 1946.
7. Essai sur la théologie mystique de l’Eglise d' Orient, Paris 1944, σ. 64. (Ἑλληνικὴ μετάφραση Στέλλας Κ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 71).
8. «La Procession du Saint Esprit dans la doctrine trinitaire orthodoxe», Paris 1948. Περιλήφθηκε ξανὰ σὲ μιὰ συλλογὴ ἄρθρων του στὸ Ά l’image et a la ressemblance de Dieu, Paris 1967, σ. 67.
9. Πολυάριθμες παραπομπὲς στὰ ἀνέκδοτα αὐτὰ μαθήματα βρίσκουμε στὴ μελέτη τοῦ Olivier Clement, «Vladimir Lossky, un théologien de la persone et du Saint Esprit» ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ Memorial Vladimir Lossky, Messager de l’Exarchat du Patriarche russe en Europe occidentale, No 30-31, Paris 1959, σσ. 137-206.
10. «La procession du Saint Esprit chez les Pères orientaux», στὸ Russie et Chrétienté, 1950, No 3-4, σσ. 158-178.
11. «Aux sources de la dispute du Filioque» (στὰ ρωσσικά), στὸ La Pensée orthodoxe, No IX, Paris 1953, σσ. 114-137, καὶ Initiation à la théologie byzantine, Paris 1975, τὶς σελίδες 124-128.
12. Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, σσ. 311-316.
13. Βλέπε κυρίως: L'Esprit Saint dans la tradition orthodoxe, Paris 1969.
14. «Pneumatologie orthodoxe» στὸ Le Saint Esprit, Genève 1963, σσ. 85-106.
15. «La procession du Saint Esprit du Père et sa relation avec les Fils, comme base de notre déification et adoption», στὸν ἴδιο τόμο, σσ. 190-202.
16. «A propos du Filioque», στὸ Le Messager orthodoxe, No 7 καὶ 8, Paris, σσ. 9-22 καὶ 22-32. «De la Transfiguration» (τέλος τοῦ προηγούμενου ἄρθρου), ὅπ. π., 1960, No 10, σσ. 26-31. Ἐπαναλαμβάνει τὸ σύνολο τοῦ ἱστορικοῦ καὶ θεολογικοῦ προβλήματος τοῦ Filioque σὲ μιὰ ἀνακοίνωση μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἕβδομης ἑκατονταετηρίδας τῆς συνόδου τῆς Λυὼν (1274): «Byzance et le concile de Lyon» στὸ Unité chrétienne, Lyon 1975, No 37.
|